Από μέσα πεθαμένος Τον καιρό που μ’ αγαπούσες με ρωτάς ένα πρωί στην κουβέντα μας επάνω τ’ είναι άραγε η ζωή τότε γύρισα και σου ’πα γι’ άλλους είναι το κρασί γι’ άλλους δόξα γι’ άλλους πλούτη μα για μένα είσαι εσύ Τώρα που άλλαξε η καρδιά σου κι έναν άλλο αγαπάς απορείς μου λεν ακόμη η δική μου πως χτυπά μήπως τάχα σαν κι εμένα δεν είν’ άνθρωποι πολλοί από μέσα πεθαμένοι και απόξω ζωντανοί Αττίκ
Αναρτήσεις
Βλέπω αχνές ανάσες...
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
Βλέπω αχνές ανάσες από την τριπλέτα των παππούδων που συναντιούνται για ομαδικό περπάτημα κάθε πρωί, εκείνον τον κύριο που τρακάρω όταν πηγαίνω και όταν γυρίζω από τη δουλειά και στοιχηματίζω ότι είναι κάτι σε διευθυντής τράπεζας, τη μαμά που διασχίζει δίπλα μας τον ποδηλατοδρόμο της Ιουστινιανού με τον μικρό της γιό στο πίσω κάθισμα του ποδηλάτου της κι έναν άλλο κύριο με γυαλιά μοναχικό συνταξιούχο περιπατητή. Βλέπω μια γιαγιά με την πανομοιότυπη εγγονή της που την πηγαίνει στο σχολείο το πρωί, βλέπω εκείνον τον μπαμπά με τον γιο στο πεζοδρόμιο που περιμένουν καρτερικά το σχολικό αλλά και λίγο πιο κάτω στο δρόμο κάποιο κακομαθημένο που δεν κατεβαίνει ποτέ στην ώρα του με το σχολικό να κορνάρει και να σχηματίζει πίσω του ουρά από καυσαέρια. Άνθρωποι της καθημερινότητας μου, των πρωινών μου κάποιοι ακόμα και των γυρισμών μου να εναλλάσσονται στην Ιουστινιανού με πράσινα φύλλα στα δέντρα, με κίτρινα φύλλα, με πεσμένα φύλλα, με γυμνά δέντρα, με λαμπάκια...
Σαν καφέ πικρό και σαν καφέ πικρό
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
Έχει αυτό το κρύο που τρυπά όλο το κορμί, τα σκοτεινά πρωινά στο τέλος του Νοέμβρη που εξακολουθώ να πηγαίνω με τα πόδια στη δουλειά διασχίζοντας την Ιουστινιανού. Παρόλα τα σκουφιά, τις κόκκινες μύτες, τα γάντια, τις κουκούλες, τις αχνές ανάσες, οι φάτσες είναι ίδιες, γνώριμες, κάποιες από αυτές τις συναντώ και στον γυρισμό, την ίδια κάρτα θα χτυπάμε τόσους μήνες μα ούτε καν χαιρετιόμαστε άγνωστοι μεταξύ αγνώστων σαν αυτούς τους φίλους στα social που αν σε δουν στο δρόμο ούτε καν σε χαιρετούν, και να πεις πως φταίνε τα φίλτρα; Ίδια μούρη αφιλτράριστη χειμώνα-καλοκαίρι μα δεν τους κατηγορώ, πρώτη διδάξασα στην αντικοινωνικότητα ξέρω καλά από αυτά. Μετά στη δουλειά, με κομμένο καλοριφέρ, αγκαλιάζω με τις παλάμες μου την καυτή κούπα με τον σκέτο μου καφέ μπας και ζεσταθώ, ο καφές αχνίζει ζεσταίνοντας κάπως την ατμόσφαιρα κι έτσι αρχίζει ένα ακόμα πρωινό και φτου και πάλι από την αρχή.... Χαράζει η μέρα και η πόλη έχει ρεπό στη γειτονιά μας καπνίζει ένα φουγάρ...