Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Μαρτίου 11, 2013

Για να υπάρχω

Κανείς δεν το περίμενε
ούτε κι εμείς
θα μέναμε εδώ - κανείς

Κι όμως κοίτα μας τώρα
εδώ εμείς
βουβοί πια και χαμένοι

Μόνο εμείς μείναμε
κανείς

Μα δε μιλάς πια
και δεν ρωτώ
Δεν γράφω πια
κι ούτε κι εσύ απαντάς

Γίναμε ένα με τούτη τη γωνία
μας ρούφηξαν οι τοίχοι
Δεν παρατηρείς πια
δεν γράφω
κρύωσαν τα δαχτυλά μου
πάγωσα στους τοίχους

Δε νιώθω πια, δε νιώθω
ένα κενό αχανές
οι ζωές μας μια φαρσοκωμωδία

Κι έλεγα πάντα
θα γράφω
έστω για σένα
για μένα
για να υπάρχω

Μα δεν υπάρχουμε πια
Δεν υπάρχω
σ.χ

Τρίτη, Φεβρουαρίου 12, 2013

Φεβρουάριοι

Γαμημένοι Φεβρουάριοι
Κουτσουρεμένοι μήνες
Βαρέθηκα να ανέχομαι
Ξεθωριασμένες μνήμες

Στα τσακίδια

Αρρώστιες
Θάνατοι
Απώλειες
κι εγώ να μεγαλώνω
κατά έξι μήνες

Ξεχειλωμένοι κώλοι
μας αρπάζουν την τύχη
μας εκτοπίζουν στο λεπτό
μας πηδάν και τη Γωγώ

Στα τσακίδια
σ.χ


Τρίτη, Νοεμβρίου 27, 2012

Ήλιος στην Σκοτία

Αντίο Δάσκαλε... 

Μίμης Σουλιώτης, Ήλιος στην Σκοτία (22.)

Ο ήλιος ανατέλλει εδώ και δύει στην Αλαμπάμα,
τονώνοντας ξελιγωμένα μάτια:
Αλλού το όνειρο κι αλλού το θάμα,
στενάζει ο βετεράνος μετανάστης, Στα κομμάτια!
Οι σκέψεις του κατσιάζουν στο υποτιθέμενο χθες,
πτώμα εαυτού τού πλακώνει τη μνήμη–
ο κορμοράνος βολτάρει πάνω απ' τη λίμνη
και ας το σήκωνε το ειδεχθές.

Από τη συλλογή Ήλιος στην Σκοτία (2001)

Σάββατο, Οκτωβρίου 06, 2012

Όχι πια δάκρυα...

Μακρύ ασημένιο καλώδιο
στης βρύσης το λαιμό τυλιγμένο 
Θηλιά το νεκρό σου τηλέφωνο
κανείς δεν καλεί

Μουλιάζει ξεχασμένο για χρόνια
στη λεκάνη το όνειρο
Σταγόνα στο μέτωπο, 
στη μύτη, στο σαγόνι 
Κοίτα πως στριφογυρνούν 
τα χθες στο σιφόνι 

Λέρα, αφροί, τρίχες και δάκρυα
τσούζουν τα ψέματα
όταν μπαίνουν στα μάτια 

Ξέπλυνε τις μνήμες σου 
με χλιαρό νερό 
και δες τα ψάρια 
της κουρτίνας  
πως πιάνουν το χορό

Χθες ήταν που βρήκανε
 δίπλα από εσένανε
 και το παπάκι
σου νεκρό...

σ.χ







Τρίτη, Σεπτεμβρίου 18, 2012

Θήλυ

«Το ξέραμε κάποια στιγμή πως θα συμβεί/ Το περιμέναμε/ Φάνηκε άλλωστε και στο υπερηχογράφημα/ Το μωρό είχε δέκα δάχτυλα πάνω, δέκα δάχτυλα κάτω/ και κλειτορίδα/ Η Σελήνη κυλάει ανάμεσα στα πόδια μου/ Βάφει το λευκό μου βρακάκι/ Δύσκολος λεκές το αίμα» (ποίημα Θήλυ).

Νίκη Χαλκιαδάκη 
«Ανάσκελη με πυρετό» (Εκδόσεις Μανδραγόρας)

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 11, 2012

Κλίμα της απουσίας


Όλα τα σύννεφα στη γη εξομολογήθηκαν
Τη θέση τους ένας καημός δικός μου επήρε
Κι όταν μες στα μαλλιά μου μελαγχόλησε
Το αμετανόητο χέρι
Δέθηκα σ' έναν κόμπο λύπης.

II
Η ώρα ξεχάστηκε βραδιάζοντας
Δίχως θύμηση
Με το δέντρο της αμίλητο
Προς τη θάλασσα
Ξεχάστηκε βραδιάζοντας
Δίχως φτερούγισμα
Με την όψη της ακίνητη
Προς τη θάλασσα
Βραδιάζοντας
Δίχως έρωτα
Με το στόμα της ανένδοτο
Προς τη θάλασσα
Κι εγώ - μες στη Γαλήνη που σαγήνεψα.

III
Απόγευμα
Κι η αυτοκρατορική του απομόνωση
Κι η στοργή των ανέμων του
Κι η ριψοκίνδυνη αίγλη του
Τίποτε να μην έρχεται Τίποτε
Να μη φεύγει
Όλα τα μέτωπα γυμνά
Και για συναίσθημα ένα κρύσταλλο. 

(Οδυσσέας Ελύτης, προσανατολισμοί,1941)
 

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 10, 2012

As It Was Written


Earth, earth,
riding your merry-go-round
toward extinction,
right to the roots,
thickening the oceans like gravy,
festering in your caves,
you are becoming a latrine.
Your trees are twisted chairs.
Your flowers moan at their mirrors,
and cry for a sun that doesn't wear a mask.

Your clouds wear white,
trying to become nuns
and say novenas to the sky.
The sky is yellow with its jaundice,
and its veins spill into the rivers
where the fish kneel down
to swallow hair and goat's eyes.

All in all, I'd say,
the world is strangling.
And I, in my bed each night,
listen to my twenty shoes
converse about it.
And the moon,
under its dark hood,
falls out of the sky each night,
with its hungry red mouth
to suck at my scars. 
Anne Sexton

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 03, 2012

Ανάσκελη με πυρετό

Ανάσκελη με πυρετό"_ Νίκη Χαλκιαδάκη _ Μανδραγόρας Αύγουστος 2012

Hide and Sick

Τους φίλους με τα ματωμένα γόνατα
τους έντυσαν με τα μακό 
Tους έμαθαν να κρύβονται
-μόνο να κρύβονται-

Τους φίλους από μανταρίνι και χώμα
δεν τους έψαξε κανείς

Θα χουν σαπίσει στις αυλές
πίσω από τα αυτοκίνητα
Tα πτώματά τους ανήλικα
πάλλονται άθαφτα

Μαμά, βάλε με στην κοιλιά σου
-μόνο για απόψε-
και γέννα με αύριο στο δρόμο

Έχω μέσα μου
ΞΕΛΕΥΘΕΡΙΑ για όλους

Δευτέρα, Μαΐου 07, 2012

Ντάλα ήλιο

Καλοκαίρι ντάλα ήλιο
Σαγιονάρα και μαγιό
Δε θα μείνω άλλο στην πόλη
Στα παράλια εξορμώ
Βάζω μπρος τη μηχανή μου
Με ντεπόζιτο μισό
Και μαζί με το μωρό μου
Βάζουμε αντηλιακό
Το'χα όμως δα ξεχάσει
Πίνοντας φραπέ γλυκό
Πως θα πρέπει μπρος στην κάλπη
Πάλι να ξανασταθώ
Να ψηφίσω να τους βγάλω
Ή να πέσω να πνιγώ;
Την πετσέτα μου αρπάζω
Κι αραχτός στην αμμουδιά
'Ισως βρω τρόπο ν'αλλάξω
Ή πατρίδα ή μυαλά
                                        σ.χ

Δευτέρα, Απριλίου 02, 2012

Ενώτιο

Είμαι ένα σκουλαρίκι
στην παλάμη μου
Μα δεν έχω τρύπες
στους λοβούς
Όλο το άλλο μου
σώμα διάτρητο
                         σ.χ

Παρασκευή, Μαρτίου 30, 2012

Συνταγές αμυντικές

Ξέστρωτες  σκέψεις
Σεντόνια
Σφυρίγματα από τέντες
Αϋπνίες 
Δάκρυα πονοκεφάλου 
Πρωί- Βράδυ
Μετά το φαγητό
                              σ.χ 

Παρασκευή, Μαρτίου 23, 2012

Το μπλε


Το μπλε
Ήταν το χρώμα
Του ύπνου μου
Πέρασε η ώρα
Ξεχάστηκα διορθώνοντας
Κρατούσα κόκκινο στυλό
Να σημειώνω λάθη
Κόκκινες πινελιές
Στα ποιήματα
Ήθελα να σηκωθώ
Να στο ζωγραφίσω
Να το δεις
Μα ήμουν κουρασμένη
θαλασσί ανοιχτό -
Κοιμήθηκα ανάσκελα
Γαλάζιο του ουρανού -
Δεν πρόλαβα να στο δείξω
Βραδιάζοντας έγινε μαύρο

σ.χ


Τρίτη, Νοεμβρίου 01, 2011

Αποδομώντας τη Θεωρία Λογοτεχνίας

Πομπός και μήνυμα,
δείκτες συγγραφή
ξεκίνα με μια στάση
ποζιτιβιστική.
Υμνείς αυτόν που το’γραψε,
υμνείς την ιστορία
κι έτσι το κάθε κείμενο
γίνεται μαρτυρία.

Λίγα χρονάκια πιο μετά
ΠΕΤΑΞΕ τα διδακτικά,
Πλάτωνα, Αριστοτέλη,
και τ’ αρχαία γνωμικά!
Για να γεμίσει το χαρτί,
η μίμησις δεν επαρκεί.
Γιατί έχουν οι φορμαλιστές
αντίρρηση σαφή.

Ξεκίνα μ’ ανοικείωση
να γίνεις χορευτής
Αλλιώς θα μείνεις πάντοτε
αθώος βαδιστής.
Εστίασε στο κείμενο
Στο πώς θα σου το πει.
Η λέξη δεν είν’ εύκολη
Ή κατανοητή.

Κι αν έχεις κιόλας βαρεθεί,
έρχεται η Νέα Κριτική
που είναι πιο διαλλακτική
μα παραμένει εμπειρική.
Μιλά για ειρωνεία,
παράλογο, αμφισημία
κι όπως όλα είναι πλάνη,
ένας Έλιοτ δεν φτάνει.

Ύστερα πάλι ο δομισμός
Ξέρεις, ο στρουκτουραλισμός
Θεό τον κάνει τον Σωσίρ
Κι όλοι του κάνουν το χατίρι.
Σημαίνον σημαινόμενο
Βαδίζουν αγκαλιά
και έχουνε το Σύστημα
πάντα γι’ αναφορά.

Μα πριν να εμπεδώσουμε
το σύστημα το γλωσσικό
αναβολή και απουσία
μας την κάνουν τη ζημία.
Τον συγγραφέα πέτα τον
και κράτα τα γραπτά
«γιατί όλα είναι κείμενο»
Φωνάζει ο Ντεριντά!



Το παραπάνω ποίημα είναι της φίλης μου και συμφοιτήτριας μου Ιωάννης Αμπατζή. Με ένα υπέροχο τρόπο, με βοηθάει να διαβάσω καλύτερα τη θεωρία λογοτεχνίας. Όλα όσα μάθαμε μέχρι τώρα σε ένα ποίημα! Μπράβοοοο Ιωάννα!

Παρασκευή, Οκτωβρίου 28, 2011

The Road Not Taken

by Robert Frost
Two roads diverged in a yellow wood,
And sorry I could not travel both And be one traveler, long I stood And looked down one as far as I could To where it bent in the undergrowth; Then took the other, as just as fair, And having perhaps the better claim Because it was grassy and wanted wear, Though as for that the passing there Had worn them really about the same, And both that morning equally lay In leaves no step had trodden black. Oh, I marked the first for another day! Yet knowing how way leads on to way I doubted if I should ever come back. I shall be telling this with a sigh Somewhere ages and ages hence: Two roads diverged in a wood, and I, I took the one less traveled by, And that has made all the difference. 

Πέμπτη, Οκτωβρίου 27, 2011

Αλαφροΐσκιωτος. Γυρισμός Σικελιανός Άγγελος


Ύπνος ιερός, λιονταρίσιος,
του γυρισμού, στη μεγάλη
της αμμουδιάς απλωσιά.
Στην καρδιά μου
τα βλέφαρά μου κλεισμένα·
και λάμπει, ωσάν ήλιος, βαθιά μου...

Bοή του πελάου πλημμυρίζει
τις φλέβες μου·
απάνω μου τρίζει
σα μυλολίθαρο ο ήλιος·                       10
γεμάτες χτυπάει τις φτερούγες ο αγέρας·
αγκομαχάει το άφαντο αξόνι.
Δε μου ακούγεται η τρίσβαθη ανάσα.
Γαληνεύει, ως στον άμμο, βαθιά μου
και απλώνεται η θάλασσα πάσα.

Σε ψηλοθόλωτο κύμα
την υψώνει το απέραντο χάδι·
ποτίζουν τα σπλάχνα
τα ολόδροσα φύκια,
ραντίζει τα διάφωτη η άχνα                              20
του αφρού που ξεσπάει στα χαλίκια·
πέρα σβήνει το σύφυλλο βούισμα
οπού ξέχειλο αχούν τα τζιτζίκια.

Mια βοή φτάνει απόμακρα·
και άξαφνα,
σαν πανί το σκαρμό που έχει φύγει,
χτυπάει· είν' ο αγέρας που σίμωσε,
είν' ο ήλιος που δει μπρος στα μάτια μου
- και ο αγνός όχι ξένα τα βλέφαρα
στην υπέρλευκην όψη του ανοίγει.                              30

Πετιώμαι απάνω. H αλαφρότη μου
είναι ίσια με τη δύναμή μου.
Λάμπει το μέτωπό μου ολόδροσο,
στο βασίλεμα σειέται ανοιξάτικο
βαθιά το κορμί μου.
Bλέπω γύρα. Tο Iόνιο,
και η ελεύτερη γη μου!



(από τον Λυρικό Bίο, A΄, Ίκαρος 1965)

Αλαφροΐσκιωτος. H Χρυσόφρυδη      Σικελιανός Άγγελος

Xρυσόφρυδη· σε κέρδισα                    820
στορώντας παραμύθια,
ακοίμητος νυχτόημερα,
στη γλαυκομάτα αλήθεια·
που έστησε αυτί προσεχτικό,
στο μέτωπό μου εκάρφωσε
τα μάτια της ασάλευτα,
εκεί που φλέβες δύο
σμίγουν τη βρύση της φωτιάς
με της πηγής το κρύο·
που χαμογέλασε βαθιά                         830
κ' είπε: "Ω καλέ, πώς χαίρονται
τα φρένα μου, η ψυχή σου
την κλήρα που ακολούθησε
- κ' είναι βαθιά δική σου -
του ασύγκριτου άντρα που ήτανε
σ' όλα βαρύς, μεγάλος,
στην πράξη ήταν πολύγνωμος,
στο μύθο ως κανείς άλλος!"

Tων αντρειωμένων όνειρο,
χρυσόφρυδη, σε κέρδισα,                    840
κι άλλος δεν είναι βύθος,
σ' ένανε νουν ελεύτερο
που απάνω-απάνω θρέφεται
στην πλάση, όσον ο μύθος
γλυκός : το δέντρο το ηχηρό,
που ξεκρεμάει και βάνει
- ω πλάτανος χιλιόχρονος! -
το κρύο φλασκί του ο πιστικός,
ο αργάτης τη φλοκάτα του,
το θρέφει πάντα ο κεραυνός,                           850
σειέται στο θρο του ο ουρανός,
και πάντα ρίζες πιάνει.

Xρυσόφρυδη· σε κέρδισα
με μάγια και πλανέματα
πολλά και παραμύθια.
Στο χάδι επαραδόθηκες
το αντρίκειο· σου εξεκούμπωσα
τη ζώνη, και τα στήθια
ακόμα σου ήταν άγουρα·
δεν πήδησεν η στάλα                           860
- σημάδι υγειάς αλάθευτον -
που θα μας θρέψει έναν υγιό
με της αντρείας το γάλα.

Kαι πια δε σ' άγγιξα. Έμεινα,
κι ακούμπησα στα γόνατα
τ' ολόδροσο κεφάλι·
τα μάτια μου εδιαβαίνανε
της πλάσης το κρουστάλλι,
ή σιωπηλός εκοίταζα,
σε μια βαθιά αναγάλλια,                      870
το χέρι σου ως ετίναζε
μ' ένα μεγάλο σάλεμα
τα θεοτικά, ω θαμπώματα !
μαλλιά σου ώς στ' αστραγάλια.

K' έβλεπα, πάντα σιωπηλός,
στην ακατάφλογη φωτιά
το θείο κορμί να ντύνεις,
που ακούς το τρίσβαθο όνειρο
να λαχταράει στα σπλάχνα σου,
κι από το κλάμα, της χαράς                 880
που κλαις, διψάς και πίνεις !

Xρυσόφρυδη, χρυσόφρυδη,
ω κρύα κερύθρα αμαύλιστη,
σε μιας κορφής κλεισμένη
την αγερόχρωμη σπηλιά,
από θυμάρι, από λυγιά
και δρόσο μαζεμένη !

Tην κρύα κορφήν ανέβηκα,
με μπόρες και με χιόνι,
με καλοσύνες τρίσβαθες,                    890
τόσο αλαφρός και διάφωτος
πόλεα τα κρύα μου τα νεφρά
πως ο ουρανός τα ζώνει.

Kι όλα τα φίδια εγήτεψα
που η άνοιξη με πότισε,
και τα πουλιά της πλάσης.
Ω πλάση, κι από ποιο πουλί
μπορείς να με γελάσεις,
που της φωνής τους μάζωξα
σ' ένα γυαλί τη στάλα                           900
σα δάκρυο της κληματαριάς,
σαν πεύκου ή κέδρου δάκρυσμα,
κι ανέβηκα όλη του βουνού,
ζητώντας σας, τη σκάλα !
Tης στεφανούδας τον ψιλόν αχό,
το ανάριο λάλημα,
τη γαληνή ανυφάντρα,
όλα, απ' τ' αηδόνια τ' άκουσα
ώς τη γοργή γαλιάντρα,
ώς τ' άγριο τ' αχνοπράσινου                             910
του ατσάραντου μεθύσι,
που το λαρύγγι, απ' το βαθύ
κι ακράτητον ανάβρυσμα,
λογιάζεις πως θα σκίσει !

Όλη τη σκάλα των πουλιών,
οπού περνάει σα σύννεφο,
σαν πέπλος αριαπλώνεται,
μαζώνεται και χύνεται
σαγίτες στον αέρα·
όλη την ανεμόσκαλα.                           920
Ίσαμ' εσέ, ω κορφόσκαλο,
ίσαμ' εσέ, ω φλογέρα !

Για ν' ανεβώ την κρύα κορφή
- ω κρύα του πόθου ρείθρα ! -
για σένανε, ω αμαύλιστη
του βράχου κρύα κερήθρα,
που σπας τα δόντια σα γυαλί
απ' την πολλή την κρυάδα
- μα τα δικά μου αστράψανε
σε υπέρλευκο χαμόγελο,                     930
κ' έλαμψεν, ως σε γεύτηκε,
διπλά η λευκή λαμπράδα.
Σαν το χαλίκι οπού μακριά
από το πέλαο σβήνει,
μα, μέσα, λάμπει, δείχνεται,
την αστραψιά του χύνει...

Mεγαλομάτα· έναν υγιό
να δώσω σου ονειρεύομαι,
κι ο πόθος που με ζώνει
μου σφίγγει γύρα τα νεφρά                 940
σαν πάγος και σα χιόνι.

Xρυσόφρυδη· άσε στ' όνειρο
το νου μου να βυθίσω,
στα γόνατά σου γέρνοντας·
άσε το μήλο του Mαγιού
στον ήλιο να γυρίσω,
σαν παπαρούνα κόκκινο
να γένει, και ν' αρχίσει
μέσα του η σάρκα ανάλαφρα
να δέσει και ν' αφρίσει !                       950
να δέσει από τα στήθια σου
σα στο σταφύλι η ρώγα,
κι ωστόσο, βασιλόθωρη,
από το ρόδι που άνοιξα
το μέγα, τα ρουμπίνια του
να δείξει, ασταχολόγα !

Kαι χαμογέλα! Tο κορμί
στον πόθο ας γένει διάφωτο,
σαν τα σπειριά του μέσα
και το αίμα ας λάμπει καθαρό                          960
σαν του ροδιού, τη σάρκα σου
σαν το κρουστάλλι διάφωτη
να φέγγει σου η ανέσα.

Nα σμίγει όπως στον ξάστερο
γιαλό το αγέρι μέσα σου,
που τρίσβαθα ανασαίνει.
Kάτου κοιτάς, κι απ' το βυθό,
καθώς κοιτάς, η ανάσα σου
στο νου βαθιά ανεβαίνει...

Kαι πήρα στης χρυσόφρυδης                           970
τα γόνατα το αλάφρωμα
του ονείρου· κ' ήταν ξάστερο
το κρύο γλαυκό από πάνω μου,
ήτανε γύρα μου ο γιαλός
κι ο ουρανός και τα βουνά,
και μέσα μου· κι αρχίνησε
βαθιά η καρδιά ν' αλλάξει,
που άκουσα ξάφνου τη βροντή
τη γνώριμη που εκύλησε,
κ' είπεν: "Ω αλαφροΐσκιωτε,                             980
σηκώσου· εσύ το σάρκωσες
το τάμα - και καρδιά και νους -
κ' εσύ το 'χεις αδράξει.
Ποιος αντρειωμένος θα στηθεί
και θα το δέσει ολόφωτο
σε Λόγο και σε Πράξη;"

Kαι ξύπνησα. Mου φάνηκεν
όλος σαν πνέμα ο ουρανός,
κι απάντησα : "Tη γέννα μου,
στα κρύα βουνά την κήρυξες                           990
και στη μεγάλη πλάση.
Aν είμ' ο αλαφροΐσκιωτος,
και μέσα μου η αστροφεγγιά
της γης έχει γελάσει,
κράξε· αλαφριά, ω πανάρχαιον
αιώνιον πνέμα, μέσα μου
ακόμα είν' η ορμή μου·
με τη ζωή αν με μάγεψες
και με καλείς ψηλότερα,
εδώ είναι το κορμί μου !                      1000

Eμέ, αγριοπερίστερον
είν' η αθωότη μου· κι ο αϊτός
την ξέρει και τη χαίρεται.
K' έχω αγναντέψει πάλι,
ν' αράξω τις φτερούγες μου,
να γαληνέψω, μια βαθιάν
ολόφωτην αβάλη.

Θέλω από κει - και τα νεφρά
σφιχτότερα θα ζώσω -
στα πέλαγα, ως την ησυχία                 1010
κι όλη τη γλύκα αντρώσω,
να δοκιμάσω το παλιό,
που μόφεραν οι χρόνοι
και που σκεπάζει το η καπνιά,
τόξο, που ελάλει του η χορδή
απ' τ' άγγιγμα του ασύγκριτου,
σα να 'ταν χελιδόνι !

Θέλω να δράμει η θεία βροντή,
μηνύτρα ως από σύγνεφο,
στα κορφοβούνια απόξω,                     1020
και να χτυπήσω, αλάθευτος,
κατάκαρδα τον Άνθρωπο
με το δυσκολολύγιστο,
βαρύ του στίχου τόξο!

Θέλω ν' αφήσω τη βαθιά
κι ανάλαφρη λαχτάρα
κλήρα σ' ασύγκριτον υγιό,
ή να του ρίξω ως κεραυνό
στη σάρκα μια κατάρα,
και να του πω: "Σφίξε καλά                 1030
τη ζώνη, αλαφροπάτητος
να γένεις, και τριγύρα σου όλ' η φύση,
στη βούλησή σου ολόφωτη,
θε νά 'ρτει, άκρατη λεβεντιά
τη σάρκα να σου ντύσει·
και το κορμί στο λογισμό
θ' αδρώσει, για να ζήσει
σα θα ριχτεί στο πάλεμα,
στο αντρίκειο χαροπάλεμα,
τις τραχιές γνώμες μ' αλαφρή                          1040
καρδιά για να ζυγίσει.
Kι ως στήσεις παντοδύναμα
στη γη ιερή τα χέρια,
στη νίκη και στο λύτρωμα,
θα σου χαλκέψω εγώ φτερά
κι από τον ήλιο ασύντριφτα,
για ν' ανεβείς, κι αγνάντια του
να υψώσεις την αδάμαστη
καρδιά μου μες στ' αστέρια !"                          1049



(από τον Λυρικό Bίο, A΄, Ίκαρος 1965)

Αλαφροΐσκιωτος. O Βαθύς Λόγος     Σικελιανός Άγγελος

K' ένας απ' όλους μού έφεξε
κι ακόμα φέγγει λόγος. Kαι η ψυχή μου
στην πλάση μέσα τον αλήθεψε -
και, νά μπει
στο νόημα σύγκορμη και πριν, ακέρια εστάθη.

Ως ένα στύλο ένας σεισμός,
τη ζύγιασε, την έστησε,
σαν κυπαρίσσι ρίζες άδραξε απ' τα βάθη.

K' ήταν ο λόγος του Oδυσσέα                         100
στου τραγωδού το νου,
που τρίσβαθα
του ραψωδού τού εμίλει η αρμονία
μπρος στο γιγάντειο πόνο του Aίαντα
και την ιερή μανία.

Kαι πιο μεστά,
σα να μου αλάφρωνε
φλέβα νερού αγερόλαμπρου
τη δέντρινη κορμοστασιά μου,
ανέβηκε άδιψα,                        110
αλαφρά τη φυλλωσιά μου·
μ' έθρεψε το αλαφρό νερό
και το αλαφρό το χώμα,
και ίσια
η Bούλησή μου απάνω υψώθηκε,
σαν τα μεστά, τα εφτάψηλα,
με τα κυπαρισσόμηλα
γεμάτα κυπαρίσσια !

"Eίδωλα είμαστε και ίσκιοι."
Tο λόγο που αχνίζει την πράξη,                       120
για νύχτες, για μέρες,
ψηλά στα βουνά,
όπου απάτητοι δρόμοι,
στον βαθιόν ελαιώνα
που οι άγραφοι νόμοι
πάντα αστράφταν μπροστά μου,
τον έφερα. H τρίσβαθη γνώμη
τώρα αντρίζει βαθιά τα ήπατά μου.

Aνέβηκα - φίλος
ανήφορων - όλες                      130
τις κορφές που αγναντεύουν τα πέλαγα,
γαληνή άγγιξε όλα η ορμή μου :
το γεράκι που επέρνα,
το σύννεφο στον αγέρα,
το διάστημα
που είχε ζώσει βαθιά το κορμί μου.
Πόσο φως εποτίστηκεν
η κρυφή δύναμή μου !

Kαι - όχι καύχημα ανίερο -
σε πηγές δαφνοσκέπαστες                  140
ήπια εγώ, και στη στέρνα.
Tη ματιά και τη ράχη μου
λαιμός βέβαιος
και βέβαιο
το ποδάρι εκυβέρνα.

Kαι είπα, όλα γύρω βλέποντας :
"Nησί,
αβασίλευτη στο πέλαο δόξα,
ω ριζωμένο
στο πολύβοο διάστημα,                       150
και στου Oμήρου το στίχο
λουσμένο,
βυθισμένο στον ύμνο !

Δάσο όλο δρυ στην κορφή σου,
σιδερόχορδη ανάβρα
που αχνίσαν τα σπλάχνα μου απάνω
ολοκαύτωμα θείο,
και η άκρη σου τρέμει σα φύλλο,
μέσα βροντάει ο Λευκάτας,
μαζώνεται η μπόρα,                             160
ξεσπάει μες στο θείον ελαιώνα,
τρικυμίζει το πέλαο,
νησί μου·
άλλη θροφή από τη θροφή μου
δε θα βρω,
απ' την ψυχή μου άλλη ψυχή,
άλλο κορμί από το κορμί μου.

Aλλού οι ναοί κι αλλού οι θεοί.
Mου αστράφτει γύρω των ηρώων η μοίρα.
Tη μοναξιά στη δύναμή μου υπόταξες.          170
Tης γλαυκομάτας η έγνοια μού είναι κλήρα !

Tου νου το νόμο στα βουνά,
στον κάμπο, ολούθε βρήκες.
Nα, η αγριλίδα ξεπηδάει
κλαδιά για όλες τις άγνωρες
και τις μεγάλες νίκες !"

(από τον Λυρικό Bίο, A΄, Ίκαρος 1965)

Πέμπτη, Οκτωβρίου 20, 2011

Σημεία σμίξης

Μου γράφεις σ’ αγαπώ ή σ ’αγαπάω ;
Και τι βάζεις μετά;
Ξέρεις εγώ-
Κάτι τέτοια, τα μετράω

Σβήσαν τα αποσιωπητικά
Στίγματα ποιητικά
Σου μπήκαν τα ερωτηματικά
Και λες –
Δε σ’ αγαπάω

Της ζωής παρενθέσεις ή απλά
αλλαγή θέσης ;
Τώρα πια μείναν τα θαυμαστικά
Μόνα και ορθά
Να θαυμάζεις που μ’ αγαπάς
Μα δε με έχεις .

σ.χ

Τετάρτη, Οκτωβρίου 12, 2011

ΣΗΜΥΔΕΣ

Είναι η στρογγυλάδα τους
που με κάνει και τα εμπιστεύομαι
Στρόγγυλες ώριμες σκέψεις
Κάποτε δεν μπορούσαμε
ούτε καν να τις προφέρουμε
Μα ήταν ολοφάνερο, αν είναι δυνατόν

ΟΛΟΦΑΝΕΡΟ

Ανεπούλωτες δαγκωματιές
Κι εμείς σαν λύκοι , γλείφουμε
Τις παλιές πληγές

ΞΑΝΑ

Συμφιλιωνόμαστε με τις παλιές μας ρήξεις
Γλείφουμε και ρουφάμε τις γραμμές
Γραμμές συναισθημάτων
Μήπως αλλάξουν σχήμα
Μήπως πάψουμε να είμαστε

ΕΜΕΙΣ

Εμείς που κουβαλάμε χιλιόμετρα
Σε ξεγέλασαν οι δρόμοι
Οι σκιές του μυαλού  
Όσα δημιουργήματα κι αν συσσωρεύσουμε
Μοιάζουμε
Δες στον καθρέφτη
Σε βλέπω…
Κοίτα εκεί

ΕΓΩ
ΕΣΥ

Νεκρός ψίθυρος
Κοίταξε με

Θέλω να ελευθερωθώ
Απ’ τα δεσμά του νου
Να ανθίσουν μέσα μου
Σημύδες   
Μέσα από τον βόρβορο  

ΣΗΜΥΔΕΣ 

Παρασκευή, Οκτωβρίου 07, 2011

ΣΕ ΣΚΟΤΕΙΝΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ - ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ


ΣΕ ΣΚΟΤΕΙΝΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ - ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ
[In finsteren Zeiten]

Δε θα λένε: Τον καιρό που η βελανιδιά τα κλαδιά της
     ανεμοσάλευε.
Θα λένε: Τον καιρό που ο μπογιατζής τσάκιζε τους εργάτες.

Δε θα λένε: Τον καιρό που το παιδί πετούσε βότσαλα πλατιά στου 
     ποταμού το ρέμα.
Θα λένε: τον καιρό που ετοιμάζονταν οι μεγάλοι πόλεμοι.

Δε θα λένε: Τον καιρό που μπήκε στην κάμαρα η γυναίκα.
Θα λένε: Τον καιρό που οι μεγάλες δυνάμεις συμμαχούσαν
     ενάντια στους εργάτες.

Μα δε θα λένε: Ήτανε σκοτεινοί καιροί
Θα λένε: Γιατί σωπαίναν οι ποιητές τους; 
(1937) 

Μετάφραση Μάριου Πλωρίτη - Θεμέλιο

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 23, 2011

Τόσο σολ...

Δε διαλέγεις τους καιρούς
Αφήνεσαι κι όπου σε πάει ο ρους
Με αγώνες ατομικούς
Να αποτρέψεις το δήθεν αναπότρεπτο
Μπορείς (;)
Που πήγε τελικά η χαρά της
Ζωής ;
Νιώθω τόσο κλειδωμένη
Τόσο λα.
Τόσο σολ.
Τόσο μόνη.
                   σ.χ