ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ-ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΦΟΡΟΣ
Πράξη τρίτη Το λοιπόν, ήτανε κάτι Νηρηίδες, στη Νάξο να πούμε, και παίζανε στο γιαλό, τρεις και το λουρί της μάνας, πέρναγε ο Ποσειδώνας, τις βλέπει και κόβει ανάμεσά τους ένα κόμματο απίθανο. Αλληθώρισε. -Για έλα δω, ρε, φώναξε τον οπλονόμο υπηρεσίας. -Διατάξτε. -Ποια είν' αυτή εκεί, ρε, η όμορφη; -Η μελαχρινή; -Όχι η άλλη. Μα ντιπ κόπανος είσαι; Σούπα: η όμορφη. -Θα μάθω αμέσως. Έτρεξε ο οπλονόμος, ρώτησε, τού 'πανε η Αμφιτρίτη, κόρη του Νηρέα και της Δωρίδος. Ο Ποσειδώνας σηκώνεται και πάει μια και δυο στον πατέρα της. Είχε μαζί του μαργαριτάρια, είχε κοράλλια, είχε και το ποινικό μητρώο λευκό. -Θέλω την κόρη σου. Κολακεύτηκε ο Νηρέας, είχε κι άλλες δυο κόρες, αλλά, τέλος πάντων, δεν είναι μικρό πράγμα να κάνεις γαμπρό κοτζάμου βασιλιά της θάλασσας. -Πώς, να την πάρετε! Η Αμφιτρίτη, όμως, τον είδε μέσα από το καφάσι και δεν της γουστάριζε ποσώς. -Ποιόν; Αυτόν τον αξούριστο; Δεν τον θέλω. -Μωρή, είναι θεός. -Δεν θέλω κι ας είναι και λουκουματζής. Κι επειδή κατάλαβε ότι θα της...