Τετάρτη, Απριλίου 24, 2024

Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα βάγια...

 

Περιμένοντας τη μικρή να σχολάσει από την ενόργανη ακούω μανάδες να συζητούν η μία εξ αυτών με ενθουσιασμό λέει για τις κόρες της και την τελευταία φορά που τις έβγαλε να πουν τα κάλαντα βγάζοντας αξιοσημείωτο μεροκάματο καθώς κανείς δεν έδωσε κάτω από τέσσερα ευρώ όπως τόνισε περιχαρής. Ρωτάει μια, πού καλέ στα μαγαζιά; Όχι βρε,ποια μαγαζιά, αυτοί δεν έδιναν τίποτα, εκεί πίσω από την γειτονιά, επειδή τώρα πια δεν πάει κανείς, έχουν τέτοια χαρά που κάποιος τους λέει τα κάλαντα που είναι ανοιχτοχέρηδες και αναρωτήθηκα που πήγαν τα χρόνια που μας λέγανε και λέγαμε κάλαντα που τα κουδούνια χτυπούσαν αδιάκοπα που μας άνοιγαν κάτι φάτσες αγουροξυπνημένες έτοιμες να μας στολίσουν γαμωσταυρίδια  ή κάτι χαρούμενα γερόντια που μας γέμιζαν εκτός από δραχμές πασχαλινά κουλουράκια, αυγά ή ακόμα και λουλούδια για να βάλουμε στο καλάθι μας. 
 
Δεν ξέρω κατά πόσο μας γεμίζουν τα έθιμα πια, δεν είναι λίγοι αυτοί που παίρνουν μαγειρίτσα από το e-food, κοκορέτσια έτοιμα ψημένα από το Μ.Σάββατο, αυγά βαμμένα από το σούπερ μάρκετ, για αρνιά ούτε λόγος, ποιος να βάλει φωτιά από τις έξι ή να ξέρει να σουβλίζει, καλά τα μηχανάκια για το γύρισμα έχουν από καιρό εμφανιστεί γιατί δεν είναι όπως όταν ήμασταν εμείς μικροί, γιατί και το γιορτινό τραπέζι και το κατά πόσο σου αρέσει έχει να κάνει με το που κάθεσαι σε αυτό.
 
Είσαι το παιδί που ξυπνάει αργά, πίνει καμιά φραπεδιά κλείνοντας τα μάτια από την αντηλιά, βοηθάει με το να μεταφέρει από την κουζίνα κουλουράκια τρώγοντας τα μισά στο δρόμο και το πιο κουραστικό που κάνεις είναι να υπομένεις τις επίμονες αδιάκριτες ερωτήσεις της θείας για τα πόσα μαθήματα ακόμα χρωστάς για το πτυχίο ή είσαι καμιά όρθια μάνα που ψήνεις κουλουράκια, πλένεις βρακιά, πας στη δουλειά, διαβάζεις τα παιδιά για τις πασχαλινές εργασίες τους, βάφεις αυγά την Μ.Πέμπτη, πλένεις έντερα όλη την Μ.Παρασκευή, μαζεύεις το τραπέζι και πλένεις πιάτα με αποφάγια μαγειρίτσας και κόκκινα τσόφλια ξημερώματα Κυριακής του Πάσχα, μεταφέρεις τα μεζεδάκια στο πασχαλινό τραπέζι αχάραγα, όσο οι άντρες πίνουν τσίπουρα και καλαμπουρίζουν δίπλα από τον οβελία που με σφιχτά τα δόντια και βλέμμα απλανές, από ώρα θυσιασμένος γυρνάει γύρω γύρω από τη σούβλα περιμένοντας η πέτσα του να γίνει τραγανή και να αρχίσουν να τον ξεσκίζουν από τη σούβλα ακόμα.

Υπάρχουν κι άλλες χιλιάδες θέσεις εννοείται στο πασχαλινό τραπέζι, όπως και σε κάθε οικογενειακό τραπέζι που όμως κι αυτό βλέπω να χάνεται σιγά- σιγά, έχω υπέροχες μνήμες από τα παιδικά γιορτινά τραπέζια ίσως γιατί όντως τότε ήμουν παιδί ίσως επειδή και οι δυο γονείς μου ήταν από αυτό που λέμε προκομμένοι, στα καθήκοντα του ο καθένας κι έτσι έχω ωραίες αναμνήσεις, γεύσεις, μυρωδιές που από τη μια θα ήθελα να περάσω στα παιδιά και περνάω προς το παρόν γιατί ακριβώς βρίσκονται αυτοί οι άνθρωποι ακόμα στη ζωή αλλά δεν ξέρω κατά πόσο μπορώ και θέλω να παίξω το ρολάκι αυτής που πλένει αχάραγα έντερα έτσι κι αλλιώς τα καλύτερα ενήλικα Πάσχα μου ήταν τα εναλλακτικά όπως εκείνο στη Μεσίνα της Σικελίας το 2008  ή άλλα που με βρήκαν χιλιόμετρα μακριά από τους συγγενείς ή όπως τότε το 2013 στο σπίτι του κουμπάρου μας στη Καρίτσα  άλλος προκομμένος αυτός και συνομήλικος που ήταν ένα τραπέζι συμμετοχικό και έτσι ναι και κυρίως επειδή όλοι γουστάραμε την παρουσία των άλλων που βρισκόταν εκεί γύρω μας και το κοκορέτσι επειδή όλοι είχαμε βοηθήσει ήταν το πιο νόστιμο που είχα φάει ποτέ μέχρι  τότε αλλά και εκείνο της καραντίνας που κάναμε σπίτι μας μόνο με τα παιδιά μας και έψηνα αρνίσια παιδάκια στο φούρνο μας που ήταν μούρλια. 

Όμως εκείνο το Πάσχα που είναι χαραγμένο στη μνήμη μου ως εκείνο που με συγκλόνισε περισσότερο από όλα, ήταν του 2014 που ο μεγαλύτερος αδερφός μου ο Θανάσης χτυπημένος από μηνιγγίτιδα μόλις λίγων ημερών πριν καν φύγει από την κλινική όπου γεννήθηκε και από εκεί και πέρα με υδροκέφαλο, τετραπληγικός και χιλιάδες άλλες ιατρικές ορολογίες που δεν έμαθα ποτέ  για να σας πω είχε εισαχθεί στο νοσοκομείο για πολλοστή φορά στη ζωή του, τότε ακόμη δεν ξέραμε την σοβαρότητα της κατάστασης του ή τουλάχιστον δεν μας την είχαν πει.
 
Εκείνο το Πάσχα θα ήταν το πρώτο που θα περνούσαμε και οι δυο οικογένειες στο εξοχικό των πεθερικών μου, δεν ήμουν ακόμα παντρεμένη βέβαια αλλά θα ήταν το πρώτο Πάσχα που θα περνούσαν τα σόγια και καλά μαζί,  εγώ είχα πάει εκεί από το βράδυ του Μ. Σαββάτου, ακόμα θυμάμαι τη λαμπάδα που είχα ανάψει και το κλάμα που έριχνα βουβά στο κρεβάτι για να μην με ακούσουν οι άλλοι, ακόμα έχω κρατημένο εκείνο το sms που έστειλα πέντε η ώρα το πρωί στον πατέρα μου ρωτώντας τον πως ήταν η κατάσταση του Θανάση στο οποίο μου είχε απαντήσει με την κλισέ φράση δύσκολη αλλά σταθερή, ακόμα θυμάμαι το επόμενο πρωί την παγωμάρα και την βουβαμάρα όλων μας, οι γονείς μου φυσικά και δεν ήρθαν έστειλαν όμως τον αδερφό μου σε εκείνο το τραπέζι, ήταν το πιο δύσκολο Πασχαλινό τραπέζι της ζωής μου.
 
Την επόμενη μέρα, τη δεύτερη μέρα του Πάσχα έγινε η κηδεία του αδερφού μου που ακόμη θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια, ο θάνατος του μας ανακοινώθηκε το βράδυ της Κυριακής του Πάσχα, μέρες μετά έμαθα από τον ίδιο τον πατέρα μου πως ο Θανάσης πέθανε πέντε η ώρα το πρωί Μ. Σαββάτου προς ξημέρωμα Κυριακής του Πάσχα ακριβώς στα 33 του χρόνια, πολλοί οι παραλληλισμοί, στα 33 του να αναστήθηκε κι εκείνος από μια ζωή που ήταν όντως σαν σταύρωση και εκείνο που ακόμη με τρώει και πολλές φορές αναρωτήθηκα είναι αν όντως είχε την καλύτερη ποιότητα ζωής που θα μπορούσε να είχε για την κατάσταση του και σίγουρα δεν την είχε και δεν την είχε γιατί η κοινωνία στην οποία ζούμε και πόσο μάλλον εκείνες τις εποχές και στην επαρχία δεν του το επέτρεπαν όπως δεν το επέτρεπαν και στους ίδιους μου τους γονείς ούτε σε εμάς που ήμασταν αδέλφια του, γιατί καμιά φορά μόνο η αγάπη δεν φτάνει, δεν έχω καμία αμφιβολία πως ο λόγος που ξεκίνησα να γράφω ήταν αυτή  η εσωτερική μου ανάγκη να μιλήσω για πράγματα που οι άλλοι δεν ήθελαν να ακούσουν ή δεν καταλάβαιναν .

Ο Θανάσης άφησε την τελευταία του πνοή ακριβώς την ώρα που έστειλα εκείνο το sms σύμφωνα με την ληξιαρχική πράξη θανάτου, ο πατέρας μου ακόμη κι αν δεν το γνώριζε σίγουρα το πληροφορήθηκε λίγα λεπτά αργότερα και παρ' όλα αυτά δεν είπαν τίποτα και σε κανέναν μόνο και μόνο για να μας αφήσουν να κάνουμε "Πάσχα" εδώ έστειλαν μέχρι και τον αδερφό μου να έρθει ούτε και σε εκείνον είχαν πει τίποτα , πόση δύναμη πια, πόση θλίψη πια πόση βουβαμάρα.
 
Μέρες μετά επίσης έμαθα πως σχολιάστηκε μέχρι και η στάση μου στην κηδεία του ως ιδιαίτερα αξιοπρεπής, το μόνο που θυμάμαι ήταν πως ούτε με ένοιαζε ο κόσμος από τα κλάματα δεν έβλεπα και καλά αλλά ο αδερφός μου ήταν ομολογουμένως ο ομορφότερος από όλους μας και πια εκεί πεθαμένος και κρύος έμοιαζε για πρώτη φορά τόσο γαλήνιος που πίστευες πως ο θάνατος του ήταν τόσο λυτρωτικός για εκείνον , οπότε δεν ξέρω γιατί έκλαιγα από λύπη από χαρά, αφού εδώ η ζωή του ήταν ένας ατελείωτος γολγοθάς και επειδή το πρωί του Μ.Σαββάτου του 2014 ήταν η τελευταία φορά που τον είδα ζωντανό ξαπλωμένο σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου να μου ρίχνει ένα βλέμμα βαθύ, κατάμαυρο και απελπιστικά θλιμμένο που δέκα χρόνια μετά με ακολουθεί ακόμα, δεν πολύ νοιάζομαι η αλήθεια είναι να "κάνω" Πάσχα κι αν έκανα το χρόνια που πέρασαν ή ακόμη κι αν κάνω τα χρόνια που θα έρθουν θα είναι για τα παιδιά μου που γεννήθηκαν πιο ανάλαφρα από εμένα και χωρίς μια τόσο βαριά κληρονομιά όπως ήταν οι δικοί μας αν και τους έχω μιλήσει αμέτρητες φορές για τον αδερφό μου τον Θανάση και για το πόσο τεράστιο ρόλο παίζει η συμπερίληψη,ο γιος μου εξάλλου φέρει και το όνομα του.  Καλή Ανάσταση σε όλους εύχομαι από τους γολγοθάδες μας, μικρούς, μεγάλους κι από ότι άλλο σας πνίγει και σας περιορίζει ακόμα κι αν αυτό είναι είναι τα πρέπει και τα έθιμα, έτσι κι αλλιώς η μάνα του αύριο είναι ο ντελιβεράς μας!
 

Δευτέρα, Απριλίου 22, 2024

Βιάστηκα και τα μάζεψα,αχαχα


 

ΜΠΡΑΝΚΑΛΕΟΝΕ

 

 Ποτέ δεν ήμουν έτοιμος για τίποτα 

Απόφαση δεν έπαιρνα καμία

 Και όσα ίσως κάποτε κατάφερα 

Τα 'χω κάνει από απερισκεψία 

Όταν κατάλαβα ότι πεθαίνω 

Μπήκα τυχαία σ' εκείνο το τρένο 

Το τρένο που πάει κι ακόμα πηγαίνω 

Βρήκα το μάγο στην άκρη της πόλης 

Μέρες περίμενα μες στη βροχή

Μέσα στο βλέμμα του είδα τον πάγο 

Και ένα σπασμένο καθρέφτη 

Του είπα στο δρόμο πως πέφτει βροχή

 Και μου 'πε βροχή είναι και πέφτει

 Όταν κατάλαβε ότι θα ζήσω 

Μου 'πε πως πρέπει να αποφασίσω 

Τι θ' άφηνα πίσω και τι θα κρατήσω

 Μα εγώ δεν ήμουν έτοιμος για τίποτα 

Απόφαση δεν έπαιρνα καμία 

Έβλεπα μπρος τα πάντα να συμβαίνουνε

 Και ήταν σα να παίζω σε ταινία 

Αυτά που άφηνα πίσω με αφήνανε 

Και όλα όσα κρατούσα με κρατούσαν 

Προχώραγα μπροστά χωρίς να σκέφτομαι 

Κι οι άνθρωποι με βλέπαν και γελούσαν 

Αφού δεν είσαι έτοιμος για τίποτα 

Είπε ο μάγος είσαι έτοιμος για όλα 

Κοίταξε πια το φόβο σου κατάματα 

Σημάδεψε καλά και πυροβόλα 

Σ' ένα τεράστιο τεντωμένο συρματόσκοινο

 Βαδίζαμε αγκαλιά μ' ένα κοντάρι 

Κοιμότανε του τσίρκου το μαντρόσκυλο 

Βαθιά και δε μας έπαιρνε χαμπάρι

 Ανοίγαμε κλουβιά κι ύστερα τρέχαμε 

Ντυμένοι κλόουν σε υπόγεια παλάτια 

Κατάμαυρο το τζάγκουαρ μας κοίταζε 

Ανοιγοκλείνοντας τα κίτρινά του μάτια 

 Μια μέρα μου 'παν απλά τώρα είσαι έτοιμος 

Βγες στη μεγάλη λεωφόρο και προχώρα

 Και μη γυρίσεις να κοιτάξεις πίσω σου 

Ραντεβού στα Μπόρα Μπόρα

 Ποτέ ίσως κανείς δεν ήταν έτοιμος 

Κι η τύχη απ' ότι λεν' δε φτάνει μόνο

 Καμιά φορά αν θες να βρεις το δρόμο σου 

Πρέπει τουλάχιστον να έχεις μπει στο δρόμο 

Καμιά φορά αν θες να βρεις το δρόμο σου 

Πρέπει τουλάχιστον να έχεις μπει στο δρόμο..

The first time I told my story, I felt only pain. “How could this have happened to me?” I asked.  The second time I told my story, I felt on...