Αέρας πάλι, πρωϊνή κρυάδα και ξημερώματα. Πετάγονται οι γάτες μέσα απ΄τις μηχανές,κάτω απ' τα αυτοκίνητα κρύωνω και σε περιμένω. Μου'χες πει πως θα φύγουμε ξημερώματα να είμαι εκεί στη γωνία του φούρνου που ανοίγει νωρίς μην είμαι μόνη ,μα δεν ήρθες ποτέ και ποτέ δεν φύγαμε. Ώρες, ώρες σκέφτομαι πως στ'αλήθεια ποτέ δεν μου' ταξες εκείνο το ταξίδι και τάχα μου το μυαλό το δημιούργησε. Είχα τόση ανάγκη τούτη τη φυγή, κανείς δεν μου την έδινε και πουθενά δεν την βρήκα. Τι κι αν διάβασα βιβλία, τι κι αν έγραψα, τι κι αν έκανα ταξίδια, τι κι αν αγάπησα, τι κι αν ξημερώματα ερχόντουσαν και εμείς ακόμα να μιλάμε για τις σχέσεις και τους ανθρώπους άκρη δεν έβγαλα με τούτη τη ζωή. Παλιότερα τη ζούσα όμως αδερφέ, δεν με ένοιαζε και δεν λογάριαζα, τώρα πικραίνομαι γιατί μεγάλωσα και δεν έπρεπε τόσο να την λογαριάζω, να την μετρώ και ούτε και στα πολύ σοβαρά να την παίρνω, ούτε αυτή ούτε τους γαμημένους άλλους. Γι αυτό και τον διάλεξα ανάμεσα στους πολλούς για την ανεμελιά κ...