Τρίτη, Μαΐου 28, 2013

Φρέντο Εσπρέσσο



Αέρας πάλι, πρωϊνή κρυάδα και ξημερώματα. Πετάγονται οι γάτες μέσα απ΄τις μηχανές,κάτω απ' τα αυτοκίνητα κρύωνω και σε περιμένω. Μου'χες πει πως θα φύγουμε ξημερώματα να είμαι εκεί στη γωνία του φούρνου που ανοίγει νωρίς μην είμαι μόνη ,μα δεν ήρθες ποτέ και ποτέ δεν φύγαμε.

Ώρες, ώρες σκέφτομαι πως στ'αλήθεια ποτέ δεν μου' ταξες εκείνο το ταξίδι και τάχα μου το μυαλό το δημιούργησε. Είχα τόση ανάγκη τούτη τη φυγή, κανείς δεν μου την έδινε και πουθενά δεν την βρήκα. Τι κι αν διάβασα βιβλία, τι κι αν έγραψα, τι κι αν έκανα ταξίδια, τι κι αν αγάπησα, τι κι αν ξημερώματα ερχόντουσαν και εμείς ακόμα να μιλάμε για τις σχέσεις και τους ανθρώπους άκρη δεν έβγαλα με τούτη τη ζωή. Παλιότερα τη ζούσα όμως αδερφέ, δεν με ένοιαζε και δεν λογάριαζα, τώρα πικραίνομαι γιατί μεγάλωσα και δεν έπρεπε τόσο να την λογαριάζω, να την μετρώ και ούτε και στα πολύ σοβαρά να την παίρνω, ούτε αυτή ούτε τους γαμημένους άλλους.

Γι αυτό και τον διάλεξα ανάμεσα στους πολλούς για την ανεμελιά και το γέλιο του, την καθαρή ματιά, δεν ήθελα άλλους δασκάλους, άλλες εξυπνάδες, γυαλάκιδες και λέξεις, μόνο τούτο ήθελα να χαρώ τη ζωή.  Να την χαρώ όπως τότε που τα μυαλά ήταν στα κάγκελα εγώ κάπου στη γη και δοκίμαζα τη ζωή σαν απανωτά σφηνάκια κερασμένα. Όλα για ένα στα γρήγορα, να δοκιμάσεις τα πάντα, στην τελική να ζήσεις και όχι να κουτσοπορέψεις τη ζωούλα.Έλεγα πάντα θα μείνω μαζί του, με σηκώνει το κλίμα, μα το φυσικό μας κλίμα τελικά δεν το βρίσκουμε παρά μονάχα μέσα μας. Τυφλοί περπατούμε, πολλούς αγγίζουμε, τους περισσότερους ίσως δεν τους αναγνωρίζουμε καν , μα είναι και κάποιοι που μας αγγίζουν την ψυχή και με αυτούς πορεύομαστε και μοιραζόμαστε το φυσικό μας κλίμα, τη μοναξιά, την απουσία μας. Γι αυτό δεν μιλάω πια.

Φουσκώνει η καρδιά ανοίγω πανιά και φεύγω μέσα μου και ταξιδεύω και πετάγονται οι γάτες απ'τα δόντια μου και η γλώσσα μου μια οχιά τις πνίγει, και παλεύουν οι σκέψεις να μπουν πάλι μέσα στο κεφάλι μου, πρωϊνή κρυάδα, μα τις διώχνω με τις κλωτσίες και ούτε με νοιάζει που χορτάριασαν τα μάτια μου σαν παραμελημένος τάφος. Δεν βλέπω τίποτα πια, το μάτι μου καρφωμένο σε τούτο το μίζερο αστικό τοπίο, κανένα ταξίδι, κανένα φως πουθενά. Μόνο σε λίγα βλέμματα φίλων πολύτιμων, με έναν μυρωδάτο καφέ και στριφτό τσιγάρο , στις σελίδες των βιβλίων μου που' χω παρηγοριά. Μου'χες πει πως θα φεύγαμε τούτο το καλοκαίρι, τάχα μου θα πηγαίναμε διακοπές μα δεν έχουμε να φάμε πια. Όλη μας η ζωή καλημέρα σπίτι, καλησπέρα φρέντο εσπρέσσο ,μέσα σε ένα τσιμεντένιο επίπεδο, περπατώ να ξεφύγω από τις σκέψεις μου, πετάω τα μπούτια έξω, τα μπούτια σου Μαρία φωνάζει το λιγούρι, Σοφία μαλάκα μου, Σοφία.

Φαντασμαγορικά τίποτα περνούν από τις ζωές μας κάθε μέρα, μας προσπερνούν δίπλα μας καβάλα σε ένα ποδήλατο σε κάποια υπόγεια διάβαση, απλά σφυρίζουν ή γιουχάρουν και συνυπάρχουμε μέσα στην επαρχιώτικη μιζέρια μας, με τις φαρμακερές κυράτσες του πρώτου και του τρίτου, κουτσομπόλες διαλογής κάπως έτσι.

Ξεπεσμένοι πολιτικοί, δημοσιοκάφροι άλλες κουτσομπόλες διαλογής,  βουλευτές, ναζιστές, μασκαραλίκια και άντε να αντέξει μέσα στη βρώμα το όνειρο κι άντε η ψυχή σου να τρέξει πιο μπροστά. Μα η ζωή είναι πολύ πιο πέρα από όλα αυτά. Οι φίλοι ψεύτικοι κι αυτοί πλαστικοί μέσα και έξω. Ψεύτικα νύχια,πλαστικά κολλημένα με σχέδια.Ψεύτικες τρίχες κολλημένες στα μαλλιά, ψεύτικο χρώμα σκεπάζει τα μαλλιά της. Ψεύτικο ύψος της χαρίζουν τα τριαξονικά δωδεκάποντα .Βαμμένη φάτσα,στρασάκια και γκλός,σιλικονάτα βυζιά,χρυσά ακριβά ρολόγια και βραχιόλια στους καρπούς, πράσινα μάτια και φακοί επαφής. Στο μικρό της τσαντάκι κριμένη η χημική δίαιτα , τα ξερατά  κολλημένα στο wc, σκέτη αηδία και συμπόνια μαζί . Μυαλά ψιλικατζίδικα βομβαρδισμένα απ'τη διαφήμιση, σχέσεις αλά Κωστόπουλος τόσα χρόνια πηδιόσουν με το Νίτρο μωρή. Δεν σου είπε μόνο πως να σκέφτεσαι και πως να βλέπεις τον εαυτό σου και τους άλλους, σου είπε μέχρι και πως να παίρνεις πίπες.Τώρα τι πίπες να πάρεις και με τι να τα αγοράσεις όλα αυτά; Πλαστικό χρήμα γιοκ, πλαστική ζωή γιοκ κι εσύ δεν υπάρχεις. Αν θες όμως ξανά να υπάρξεις, έτσι να μάθεις να αγαπάς να παίρνεις τον μπαλτά, να πονάς και να κόβεις, πλαστικά βυζιά,πλαστικές συνηδήσεις όλα κομμένα και άσε τις παλιές σου τις πουστιές. 

Έσβηνα το τελευταίο τσιγάρο όταν ήρθες και δεν ξέρω τι δικαιολογία βρήκες να μου πεις για εκείνη την αργοπορία σου αλλά θυμάμαι πως μόλις σε είδα όλο το πρόσωπο μου γελούσε και τι σημασία έχει αν ήταν στον ύπνο ή στον ξύπνιο μου, είχες έρθει επιτέλους για να φύγουμε. Πετάχτηκα πάνω σου σε αγκάλιασα λες και είχα χρόνια να σε δω και σε φιλούσα γιατί ήρθες έστω και τελευταία στιγμή ήρθες και είπες πως θα φύγουμε


Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

The first time I told my story, I felt only pain. “How could this have happened to me?” I asked.  The second time I told my story, I felt on...