Σάββατο, Οκτωβρίου 29, 2011
Παρασκευή, Οκτωβρίου 28, 2011
The Road Not Taken
by Robert Frost
Two roads diverged in a yellow wood,
And sorry I could not travel both And be one traveler, long I stood And looked down one as far as I could To where it bent in the undergrowth; Then took the other, as just as fair, And having perhaps the better claim Because it was grassy and wanted wear, Though as for that the passing there Had worn them really about the same, And both that morning equally lay In leaves no step had trodden black. Oh, I marked the first for another day! Yet knowing how way leads on to way I doubted if I should ever come back. I shall be telling this with a sigh Somewhere ages and ages hence: Two roads diverged in a wood, and I, I took the one less traveled by, And that has made all the difference.
Πέμπτη, Οκτωβρίου 27, 2011
Αλαφροΐσκιωτος. Γυρισμός Σικελιανός Άγγελος
Ύπνος ιερός, λιονταρίσιος,
του γυρισμού, στη μεγάλη
της αμμουδιάς απλωσιά.
Στην καρδιά μου
τα βλέφαρά μου κλεισμένα·
και λάμπει, ωσάν ήλιος, βαθιά μου...
Bοή του πελάου πλημμυρίζει
τις φλέβες μου·
απάνω μου τρίζει
σα μυλολίθαρο ο ήλιος· 10
γεμάτες χτυπάει τις φτερούγες ο αγέρας·
αγκομαχάει το άφαντο αξόνι.
Δε μου ακούγεται η τρίσβαθη ανάσα.
Γαληνεύει, ως στον άμμο, βαθιά μου
και απλώνεται η θάλασσα πάσα.
Σε ψηλοθόλωτο κύμα
την υψώνει το απέραντο χάδι·
ποτίζουν τα σπλάχνα
τα ολόδροσα φύκια,
ραντίζει τα διάφωτη η άχνα 20
του αφρού που ξεσπάει στα χαλίκια·
πέρα σβήνει το σύφυλλο βούισμα
οπού ξέχειλο αχούν τα τζιτζίκια.
Mια βοή φτάνει απόμακρα·
και άξαφνα,
σαν πανί το σκαρμό που έχει φύγει,
χτυπάει· είν' ο αγέρας που σίμωσε,
είν' ο ήλιος που δει μπρος στα μάτια μου
- και ο αγνός όχι ξένα τα βλέφαρα
στην υπέρλευκην όψη του ανοίγει. 30
Πετιώμαι απάνω. H αλαφρότη μου
είναι ίσια με τη δύναμή μου.
Λάμπει το μέτωπό μου ολόδροσο,
στο βασίλεμα σειέται ανοιξάτικο
βαθιά το κορμί μου.
Bλέπω γύρα. Tο Iόνιο,
και η ελεύτερη γη μου!
(από τον Λυρικό Bίο, A΄, Ίκαρος 1965)
Αλαφροΐσκιωτος. H Χρυσόφρυδη Σικελιανός Άγγελος
Xρυσόφρυδη· σε κέρδισα 820
στορώντας παραμύθια,
ακοίμητος νυχτόημερα,
στη γλαυκομάτα αλήθεια·
που έστησε αυτί προσεχτικό,
στο μέτωπό μου εκάρφωσε
τα μάτια της ασάλευτα,
εκεί που φλέβες δύο
σμίγουν τη βρύση της φωτιάς
με της πηγής το κρύο·
που χαμογέλασε βαθιά 830
κ' είπε: "Ω καλέ, πώς χαίρονται
τα φρένα μου, η ψυχή σου
την κλήρα που ακολούθησε
- κ' είναι βαθιά δική σου -
του ασύγκριτου άντρα που ήτανε
σ' όλα βαρύς, μεγάλος,
στην πράξη ήταν πολύγνωμος,
στο μύθο ως κανείς άλλος!"
Tων αντρειωμένων όνειρο,
χρυσόφρυδη, σε κέρδισα, 840
κι άλλος δεν είναι βύθος,
σ' ένανε νουν ελεύτερο
που απάνω-απάνω θρέφεται
στην πλάση, όσον ο μύθος
γλυκός : το δέντρο το ηχηρό,
που ξεκρεμάει και βάνει
- ω πλάτανος χιλιόχρονος! -
το κρύο φλασκί του ο πιστικός,
ο αργάτης τη φλοκάτα του,
το θρέφει πάντα ο κεραυνός, 850
σειέται στο θρο του ο ουρανός,
και πάντα ρίζες πιάνει.
Xρυσόφρυδη· σε κέρδισα
με μάγια και πλανέματα
πολλά και παραμύθια.
Στο χάδι επαραδόθηκες
το αντρίκειο· σου εξεκούμπωσα
τη ζώνη, και τα στήθια
ακόμα σου ήταν άγουρα·
δεν πήδησεν η στάλα 860
- σημάδι υγειάς αλάθευτον -
που θα μας θρέψει έναν υγιό
με της αντρείας το γάλα.
Kαι πια δε σ' άγγιξα. Έμεινα,
κι ακούμπησα στα γόνατα
τ' ολόδροσο κεφάλι·
τα μάτια μου εδιαβαίνανε
της πλάσης το κρουστάλλι,
ή σιωπηλός εκοίταζα,
σε μια βαθιά αναγάλλια, 870
το χέρι σου ως ετίναζε
μ' ένα μεγάλο σάλεμα
τα θεοτικά, ω θαμπώματα !
μαλλιά σου ώς στ' αστραγάλια.
K' έβλεπα, πάντα σιωπηλός,
στην ακατάφλογη φωτιά
το θείο κορμί να ντύνεις,
που ακούς το τρίσβαθο όνειρο
να λαχταράει στα σπλάχνα σου,
κι από το κλάμα, της χαράς 880
που κλαις, διψάς και πίνεις !
Xρυσόφρυδη, χρυσόφρυδη,
ω κρύα κερύθρα αμαύλιστη,
σε μιας κορφής κλεισμένη
την αγερόχρωμη σπηλιά,
από θυμάρι, από λυγιά
και δρόσο μαζεμένη !
Tην κρύα κορφήν ανέβηκα,
με μπόρες και με χιόνι,
με καλοσύνες τρίσβαθες, 890
τόσο αλαφρός και διάφωτος
πόλεα τα κρύα μου τα νεφρά
πως ο ουρανός τα ζώνει.
Kι όλα τα φίδια εγήτεψα
που η άνοιξη με πότισε,
και τα πουλιά της πλάσης.
Ω πλάση, κι από ποιο πουλί
μπορείς να με γελάσεις,
που της φωνής τους μάζωξα
σ' ένα γυαλί τη στάλα 900
σα δάκρυο της κληματαριάς,
σαν πεύκου ή κέδρου δάκρυσμα,
κι ανέβηκα όλη του βουνού,
ζητώντας σας, τη σκάλα !
Tης στεφανούδας τον ψιλόν αχό,
το ανάριο λάλημα,
τη γαληνή ανυφάντρα,
όλα, απ' τ' αηδόνια τ' άκουσα
ώς τη γοργή γαλιάντρα,
ώς τ' άγριο τ' αχνοπράσινου 910
του ατσάραντου μεθύσι,
που το λαρύγγι, απ' το βαθύ
κι ακράτητον ανάβρυσμα,
λογιάζεις πως θα σκίσει !
Όλη τη σκάλα των πουλιών,
οπού περνάει σα σύννεφο,
σαν πέπλος αριαπλώνεται,
μαζώνεται και χύνεται
σαγίτες στον αέρα·
όλη την ανεμόσκαλα. 920
Ίσαμ' εσέ, ω κορφόσκαλο,
ίσαμ' εσέ, ω φλογέρα !
Για ν' ανεβώ την κρύα κορφή
- ω κρύα του πόθου ρείθρα ! -
για σένανε, ω αμαύλιστη
του βράχου κρύα κερήθρα,
που σπας τα δόντια σα γυαλί
απ' την πολλή την κρυάδα
- μα τα δικά μου αστράψανε
σε υπέρλευκο χαμόγελο, 930
κ' έλαμψεν, ως σε γεύτηκε,
διπλά η λευκή λαμπράδα.
Σαν το χαλίκι οπού μακριά
από το πέλαο σβήνει,
μα, μέσα, λάμπει, δείχνεται,
την αστραψιά του χύνει...
Mεγαλομάτα· έναν υγιό
να δώσω σου ονειρεύομαι,
κι ο πόθος που με ζώνει
μου σφίγγει γύρα τα νεφρά 940
σαν πάγος και σα χιόνι.
Xρυσόφρυδη· άσε στ' όνειρο
το νου μου να βυθίσω,
στα γόνατά σου γέρνοντας·
άσε το μήλο του Mαγιού
στον ήλιο να γυρίσω,
σαν παπαρούνα κόκκινο
να γένει, και ν' αρχίσει
μέσα του η σάρκα ανάλαφρα
να δέσει και ν' αφρίσει ! 950
να δέσει από τα στήθια σου
σα στο σταφύλι η ρώγα,
κι ωστόσο, βασιλόθωρη,
από το ρόδι που άνοιξα
το μέγα, τα ρουμπίνια του
να δείξει, ασταχολόγα !
Kαι χαμογέλα! Tο κορμί
στον πόθο ας γένει διάφωτο,
σαν τα σπειριά του μέσα
και το αίμα ας λάμπει καθαρό 960
σαν του ροδιού, τη σάρκα σου
σαν το κρουστάλλι διάφωτη
να φέγγει σου η ανέσα.
Nα σμίγει όπως στον ξάστερο
γιαλό το αγέρι μέσα σου,
που τρίσβαθα ανασαίνει.
Kάτου κοιτάς, κι απ' το βυθό,
καθώς κοιτάς, η ανάσα σου
στο νου βαθιά ανεβαίνει...
Kαι πήρα στης χρυσόφρυδης 970
τα γόνατα το αλάφρωμα
του ονείρου· κ' ήταν ξάστερο
το κρύο γλαυκό από πάνω μου,
ήτανε γύρα μου ο γιαλός
κι ο ουρανός και τα βουνά,
και μέσα μου· κι αρχίνησε
βαθιά η καρδιά ν' αλλάξει,
που άκουσα ξάφνου τη βροντή
τη γνώριμη που εκύλησε,
κ' είπεν: "Ω αλαφροΐσκιωτε, 980
σηκώσου· εσύ το σάρκωσες
το τάμα - και καρδιά και νους -
κ' εσύ το 'χεις αδράξει.
Ποιος αντρειωμένος θα στηθεί
και θα το δέσει ολόφωτο
σε Λόγο και σε Πράξη;"
Kαι ξύπνησα. Mου φάνηκεν
όλος σαν πνέμα ο ουρανός,
κι απάντησα : "Tη γέννα μου,
στα κρύα βουνά την κήρυξες 990
και στη μεγάλη πλάση.
Aν είμ' ο αλαφροΐσκιωτος,
και μέσα μου η αστροφεγγιά
της γης έχει γελάσει,
κράξε· αλαφριά, ω πανάρχαιον
αιώνιον πνέμα, μέσα μου
ακόμα είν' η ορμή μου·
με τη ζωή αν με μάγεψες
και με καλείς ψηλότερα,
εδώ είναι το κορμί μου ! 1000
Eμέ, αγριοπερίστερον
είν' η αθωότη μου· κι ο αϊτός
την ξέρει και τη χαίρεται.
K' έχω αγναντέψει πάλι,
ν' αράξω τις φτερούγες μου,
να γαληνέψω, μια βαθιάν
ολόφωτην αβάλη.
Θέλω από κει - και τα νεφρά
σφιχτότερα θα ζώσω -
στα πέλαγα, ως την ησυχία 1010
κι όλη τη γλύκα αντρώσω,
να δοκιμάσω το παλιό,
που μόφεραν οι χρόνοι
και που σκεπάζει το η καπνιά,
τόξο, που ελάλει του η χορδή
απ' τ' άγγιγμα του ασύγκριτου,
σα να 'ταν χελιδόνι !
Θέλω να δράμει η θεία βροντή,
μηνύτρα ως από σύγνεφο,
στα κορφοβούνια απόξω, 1020
και να χτυπήσω, αλάθευτος,
κατάκαρδα τον Άνθρωπο
με το δυσκολολύγιστο,
βαρύ του στίχου τόξο!
Θέλω ν' αφήσω τη βαθιά
κι ανάλαφρη λαχτάρα
κλήρα σ' ασύγκριτον υγιό,
ή να του ρίξω ως κεραυνό
στη σάρκα μια κατάρα,
και να του πω: "Σφίξε καλά 1030
τη ζώνη, αλαφροπάτητος
να γένεις, και τριγύρα σου όλ' η φύση,
στη βούλησή σου ολόφωτη,
θε νά 'ρτει, άκρατη λεβεντιά
τη σάρκα να σου ντύσει·
και το κορμί στο λογισμό
θ' αδρώσει, για να ζήσει
σα θα ριχτεί στο πάλεμα,
στο αντρίκειο χαροπάλεμα,
τις τραχιές γνώμες μ' αλαφρή 1040
καρδιά για να ζυγίσει.
Kι ως στήσεις παντοδύναμα
στη γη ιερή τα χέρια,
στη νίκη και στο λύτρωμα,
θα σου χαλκέψω εγώ φτερά
κι από τον ήλιο ασύντριφτα,
για ν' ανεβείς, κι αγνάντια του
να υψώσεις την αδάμαστη
καρδιά μου μες στ' αστέρια !" 1049
(από τον Λυρικό Bίο, A΄, Ίκαρος 1965)
Αλαφροΐσκιωτος. O Βαθύς Λόγος Σικελιανός Άγγελος
K' ένας απ' όλους μού έφεξε
κι ακόμα φέγγει λόγος. Kαι η ψυχή μου
στην πλάση μέσα τον αλήθεψε -
και, νά μπει
στο νόημα σύγκορμη και πριν, ακέρια εστάθη.
Ως ένα στύλο ένας σεισμός,
τη ζύγιασε, την έστησε,
σαν κυπαρίσσι ρίζες άδραξε απ' τα βάθη.
K' ήταν ο λόγος του Oδυσσέα 100
στου τραγωδού το νου,
που τρίσβαθα
του ραψωδού τού εμίλει η αρμονία
μπρος στο γιγάντειο πόνο του Aίαντα
και την ιερή μανία.
Kαι πιο μεστά,
σα να μου αλάφρωνε
φλέβα νερού αγερόλαμπρου
τη δέντρινη κορμοστασιά μου,
ανέβηκε άδιψα, 110
αλαφρά τη φυλλωσιά μου·
μ' έθρεψε το αλαφρό νερό
και το αλαφρό το χώμα,
και ίσια
η Bούλησή μου απάνω υψώθηκε,
σαν τα μεστά, τα εφτάψηλα,
με τα κυπαρισσόμηλα
γεμάτα κυπαρίσσια !
"Eίδωλα είμαστε και ίσκιοι."
Tο λόγο που αχνίζει την πράξη, 120
για νύχτες, για μέρες,
ψηλά στα βουνά,
όπου απάτητοι δρόμοι,
στον βαθιόν ελαιώνα
που οι άγραφοι νόμοι
πάντα αστράφταν μπροστά μου,
τον έφερα. H τρίσβαθη γνώμη
τώρα αντρίζει βαθιά τα ήπατά μου.
Aνέβηκα - φίλος
ανήφορων - όλες 130
τις κορφές που αγναντεύουν τα πέλαγα,
γαληνή άγγιξε όλα η ορμή μου :
το γεράκι που επέρνα,
το σύννεφο στον αγέρα,
το διάστημα
που είχε ζώσει βαθιά το κορμί μου.
Πόσο φως εποτίστηκεν
η κρυφή δύναμή μου !
Kαι - όχι καύχημα ανίερο -
σε πηγές δαφνοσκέπαστες 140
ήπια εγώ, και στη στέρνα.
Tη ματιά και τη ράχη μου
λαιμός βέβαιος
και βέβαιο
το ποδάρι εκυβέρνα.
Kαι είπα, όλα γύρω βλέποντας :
"Nησί,
αβασίλευτη στο πέλαο δόξα,
ω ριζωμένο
στο πολύβοο διάστημα, 150
και στου Oμήρου το στίχο
λουσμένο,
βυθισμένο στον ύμνο !
Δάσο όλο δρυ στην κορφή σου,
σιδερόχορδη ανάβρα
που αχνίσαν τα σπλάχνα μου απάνω
ολοκαύτωμα θείο,
και η άκρη σου τρέμει σα φύλλο,
μέσα βροντάει ο Λευκάτας,
μαζώνεται η μπόρα, 160
ξεσπάει μες στο θείον ελαιώνα,
τρικυμίζει το πέλαο,
νησί μου·
άλλη θροφή από τη θροφή μου
δε θα βρω,
απ' την ψυχή μου άλλη ψυχή,
άλλο κορμί από το κορμί μου.
Aλλού οι ναοί κι αλλού οι θεοί.
Mου αστράφτει γύρω των ηρώων η μοίρα.
Tη μοναξιά στη δύναμή μου υπόταξες. 170
Tης γλαυκομάτας η έγνοια μού είναι κλήρα !
Tου νου το νόμο στα βουνά,
στον κάμπο, ολούθε βρήκες.
Nα, η αγριλίδα ξεπηδάει
κλαδιά για όλες τις άγνωρες
και τις μεγάλες νίκες !"
(από τον Λυρικό Bίο, A΄, Ίκαρος 1965)
Τετάρτη, Οκτωβρίου 26, 2011
Τὰ Εἴδωλα
Ἐμμανουὴλ Ῥοΐδης - Τὰ Εἴδωλα
Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὰ Ἅπαντα Ἐμμανουήλ Ῥοΐδη, Ἐπιμέλεια: Ἄλκης Ἀγγέλου
Ἐκδόσεις Ἑρμῆς, 1987, Ἀθήνα, 4ος τόμος, σελ. 96-98, 99-100
Ἐκδόσεις Ἑρμῆς, 1987, Ἀθήνα, 4ος τόμος, σελ. 96-98, 99-100
Α´. Ὅτι ἡ διὰ τοῦ χρόνου ἐλάττωσις τοῦ μήκους τῶν λέξεων καὶ τοῦ πλήθους τῶν καταλήξεων ἔγκειται εἰς αὐτὴν τὴν φύσιν τῆς ἀνθρωπίνης λαλιᾶς.
Β´. Ὅτι ἡ ἑλάττωσις αὐτὴ εἶναι εἰς πᾶσαν γλῶσσαν ἀνάλογος τῆς ἡλικίας τῆς καὶ ἔτι μᾶλλον τῆς πνευματικῆς δραστηριότητος καὶ τοῦ πολιτισμοῦ τοῦ λαλοῦντος αὐτὴν ἔθνους.
Γ´. Ὅτι ἐκ τῆς τοιαύτης μειώσεως τῆς φωνῆς καὶ τοῦ τυπικοῦ, ὄχι μόνον οὐδεμία προκύπτει ζημία, ἀλλὰ καὶ μεταδίδεται εἰς τὸν λόγον ἀνώτερος βαθμὸς ἀκριβείας, ἐναργείας, ὀξύτητος καὶ εὐχρηστίας.
Δ´. Ὅτι πρὸς ἐκτίμησιν τῆς σχετικῆς ἀξίας τῶν γλωσσῶν λαμβάνεται πρὸ πάντων ὑπ᾿ ὄψιν ἡ λιτότης καὶ ὁμαλότης τοῦ τυπικοῦ ἑκάστης αὐτῶν, καὶ ἑπομένως τελειοτέρα πάσης ἄλλης ὁμολογεῖται ἡ σχεδὸν ἄκλιτος Ἀγγλική, εἰς δὲ τὰς δύο κατωτάτας βαθμίδας τάσσονται παρὰ πάντων διὰ τὸ πολύπλοκον τῆς κλίσεως ἡ Γερμανικὴ καὶ ἡ Ῥωσσική.
Ε´. Ὅτι αἱ λεγόμεναι κλασικαὶ γλῶσσαι κατ᾿ οὐδὲν ὑπερέχουσι γραμματικῶς τὰς νεωτέρας.
ΣΤ´. Ὅτι ἡ ἀπὸ τῶν προομηρικὼν μέχρι τῶν σημερινῶν χρόνων ἑλληνικὴ εἶναι μία καὶ ἡ αὐτὴ γλῶσσα, οὔτε φθαρεῖσα, οὔτε βαρβαρωθεῖσα, οὐδ᾿ ἄλλο τι παθοῦσα, ἀλλὰ κατ᾿ ἐσωτερικοὺς καὶ ἀναγκαίους νόμους ὡς πᾶσα ἄλλη ἀναπτυχθεῖσα.
Ζ´. Ὅτι ἐκ τῶν αὐτῶν λόγων ἐκ τῶν ὁποίων προῆλθεν ἡ κατάργησις γραμματικοῦ τινος τύπου ἀποβαίνει ἀδύνατος ἡ ἀναβίωσις αὐτοῦ.
Η´. Ὅτι εἶναι μὲν δεκτικαὶ συμμείξεως αἱ λέξεις δύο γλωσσῶν ἢ δύο περιόδων τῆς αὐτῆς, ἀλλ᾿ ἀδύνατος ἡ μῖξις γραμματικῶν τύπων.
[...] Ἂς λάβῃ εἰς χεῖρας δύο ἀγγλικὰ βιβλία, τὸ ἓν ἐπιστημονικὸν καὶ τὸ ἄλλο φιλολογικόν, πραγματείαν λ.χ. τοῦ Σπένσερ ἢ τοῦ Μὶλ καὶ μυθιστόρημα τοῦ Δίκενς ἢ δρᾶμα τοῦ Σαιξπείρου. Ἂν ἠξεύρη ὀλίγα γαλλικὰ καὶ γερμανικά, θὰ παρατηρήση ὅτι εἰς ἀμφότερα τὰ βιβλία αἱ μὲν τῶν λέξεων εἶναι σαξονικαὶ αἱ δὲ λατινογαλλικαί. Καὶ εἰς μὲν τοῦ ἐπιστήμονος τὸ ἔργον ὑπερπλεονάζουσιν αἱ λατινογενεῖς, εἰς δὲ τὸ τοῦ ποιητοῦ καὶ τοῦ λογογράφου ἀσυγκρίτως ἀνώτερος εἶναι ὁ ἀριθμὸς τῶν σαξονικών. Ἂν δὲ προσέξῃ καὶ εἰς τῶν λέξεων τὴν σημασίαν, θέλει εὕρῃ ὅτι σημαίνονται διὰ λατινικῆς πάντα σχεδὸν τὰ ἀφηρημένα καὶ ἐν γένει τὰ σχετικὰ πρὸς τὰ γράμματα, τὰς τέχνας, τὰς ἐπιστήμας, τὰς ἐφευρέσεις καὶ τὸν νεώτερον πολιτισμόν, διὰ δὲ σαξονικὴς τὰ συνδεόμενα πρὸς τὰς πρώτας ἀνάγκας τοῦ καθημερινοῦ βίου, τὴν τροφήν, τὸ ἔνδυμα, τὴν οἰκιακὴν οἰκονομίαν, τὴν γεωργίαν, τὰς σωματικὰς ἀσκήσεις, τὴν περιγραφὴν τῶν φυσικῶν φαινομένων καὶ τῶν κοινὼν εἰς πάντα ἄνθρωπον αἰσθημάτων. Ἂν μάλιστα τύχη νὰ ἔχῃ πρόχειρον καὶ μετάφρασίν τινα συλλογῆς κλεφτικὼν ᾀσμάτων ἐκ τῶν καθεκάστην φιλοπονουμένων ὑπὸ λογίων Ἄγγλων καὶ Ἀγγλίδων, θέλει παρατηρήσει ὅτι τοσοῦτον ἐπικρατοῦσιν ἐν αὐτῇ αἱ σαξονικαὶ λέξεις, ὥστε δύναται ἄνευ πολλῆς ἀνακριβείας νὰ ῥηθῇ ὅτι αὖται ἀντιστοιχοῦσιν εἰς τὰς ἡμετέρας δημοτικάς, αἱ δὲ λατινογαλλικαὶ εἰς τὰς παραληφθείσας ἐκ τῆς ἀρχαίας.
Ἂς ὑποθέσωμεν ἤδη ὅτι πάντα ταῦτα παρατηρήσας ἐπιχειρεῖ νὰ ἐξελληνίση μίαν σελίδα ἐξ ἑκάστου τῶν ἀνωτέρω βιβλίων. Πολὺ εὐκολωτέραν θὰ εὕρῃ βεβαίως τὴν μετάφρασιν τῆς ἐπιστημονικῆς πραγματείας, προσκρούων μόνον εἰς τὰς μεταφορὰς ἐκ τῶν ἀντικειμένων τοῦ καθημερινοῦ βίου, εἰς τὰς ὁποίας ἀρέσκονται πρὸς ἐναργεστέραν διατύπωσιν τῶν θεωρημάτων αὐτῶν οἱ Ἄγγλοι σοφοί. Τὰ τοιαῦτα ὅμως δὲν εἶναι πολλά, οὐδ᾿ ἔχει πολλὴν ἡ καλλιέπεια σημασίαν εἰς μετάφρασιν ἐπιστημονικῶν συγγραφῶν. Ἐφ᾿ ὅσον ὅμως ἀνυψόνεται ὑπὸ τούτων εἰς φιλολογικώτερα ἔργα, εἰς περιγραφὴν τοῦ Δίκενς, εἰς διάλογον τοῦ Σαιξπείρου, εἰς λίβελλον τοῦ Σουίφτ, εἰς λυρικὴν παρέκβασιν τοῦ Καρλάιλ ἢ αἰσθηματικὴν τοῦ Στέρνς, εἰς ὄνειρον τοῦ Quincey ἣ ὀπτασίαν τοῦ Πόου, ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν αὐξάνει τὸ ποσὸν τῶν σαξονικὼν λέξεων, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ τὸ ζήτημα τοῦ ὕφους γίνεται ἀπὸ ἐπουσιώδους πρωτεῦον. Ἐνῶ τὸ ὄντι ἤρκει πρὸς μετάφρασιν ἐπιστημονικοῦ ἔργου νὰ ἤναι ἡ λέξις τοῦ αὐτοῦ πράγματος δηλωτική, πρέπει εἰς μετάφρασιν φιλολογικοῦ νὰ ἦναι καὶ τοῦ αὐτοῦ αἰσθήματος ἐγερτική. Ἀλλ᾿ ἂν ἔχῃ κόκκον καλαισθησίας ἢ καὶ ἁπλῆς αἰσθήσεως ὁ πειρώμενος νὰ μεταφράσῃ, ἀμέσως κατανοεῖ ὅτι οὐδὲν ἔχουσι κοινὸν πρὸς τὰς ζωντανὰς καὶ δημοτικωτάτας σαξονικὰς λέξεις τῆς ἀγγλικῆς ὅσαι λέξεις τῆς καθαρευούσης γράφονται μέν, ἀλλὰ δὲν λέγονται, διότι θὰ ἦσαν εἰς τὸν προφορικὸν λόγον γελοῖαι. Τὰ «ὑποκάμισον» καὶ «χιτών», «φουστάνι» καὶ «ἐσθής», «σεντόνι» καὶ «σινδών», «μαντήλι» καὶ «ῥινόμακτρον», «σκοῦφος» καὶ «κεκρύφαλος» δύναται ν᾿ ἀντικαταστήσωσιν ἄλληλα ὡς συνώνυμα μόνον εἰς τὸν λογαριασμὸν λογίας πλύστρας, ὄχι ὅμως καὶ εἰς φιλολογικὸν ἔργον, ὅπου ἡ δήλωσις συνήθους πράγματος δι᾿ ἄλλου πλὴν τοῦ συνήθους αὐτοῦ ὀνόματος ψυχραίνει, ἀμβλύνει, ἐκνευρίζει, παραλύει καὶ καταστρέφει τὴν φράσιν. Εἰς δὲ τοὺς ἱκανοὺς νὰ ἰσχυρισθῶσιν ὅτι ἰσοδύναμα καὶ ἀντικαταστάτα εἶναι τὸ «ῥίς» καὶ «μύτη», «ὁδούς» καὶ «δόντι», «δάγκαμα» καὶ «δῆγμα», «ἀποχρώννυμι» καὶ «ξεβάφω», «τσιμπῶ» καὶ «χρωτὰ κνίζω», «ξεκαρδίζομαι» καὶ «ἐθνήσκω γελῶν» ἢ πᾶν ἄλλο τοιοῦτον, οὐδόλως διστάζομεν οὐδὲ συστελλόμεθα ν᾿ ἀπαντήσωμεν ὅτι δὲν γνωρίζουσί τι εἶναι φιλολογικὴ γλῶσσα ἤ, ὡς χάσας τὴν ὑπομονὴν εἶπεν εἰς αὐτοὺς ἐξάστερα ὁ Ἄγγλος ἑλληνιστὴς Blackie «ὅτι δὲν ἠξεύρουν τί λέγουν».
Τρίτη, Οκτωβρίου 25, 2011
Η χαμηλή φωνή
Μανόλης Αναγνωστάκης (επιμ.), Η χαμηλή φωνή (μια ανθολογία ποιημάτων χαμηλών τόνων, λυρικών,παραδοσιακών ποιητών, τα περισσότερα γραμμένα σε «παλιό ρυθμό» δηλ. έμμετρα, αλλά και κάποια γραμμένα σε ελευθερωμένο στίχο (βλ. τα ποιήματα: Μιλτιάδης Μαλακάσης, «Βενετσάνικο» [σ. 49], Απόστολος Μελαχρινός, «Πάλι βρέχει!…» [σ. 78-79], του ίδιου, «Στο παραμύθι της ζωής σου…» [σ. 88-89], Όμηρος Μπεκές, «Απ' το μαχαλά» [σ. 102], Κώστας Καρυωτάκης, «Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα…» [σ. 118], Κλέων Παράσχος, «Αργά απ' τα βάθη μου…» [σ. 124], Τέλλος Άγρας, «Μονοτονία» [σ. 140-141], Νίκος Χάγερ-Μπουφίδης, «Πλάσματα αιθέρια…» [σ. 179]
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ:
Καρυωτάκης Κώστας
Αγάπη
Κι ήμουν στο σκοτάδι κι ήμουν
το σκοτάδι και με είδε μια αχτίδα.
Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της
Κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι
Πως μ’ έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης
Πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!
Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι
Δεν είμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος
Κι ελύγυσα σαν από τρυφερότη
Εγώ που μ’ είχε πέτρα κάνει ο πόνος
Λορέντζος Μαβίλης (1860-1912)
Φάληρο
Είχε όλα της τα μάγια η νύχτα, μόνη
εσύ έλειπες. Αργά κινάω να φύγω,
μα ξάφνου στη μπασιά του μπαρ ξανοίγω
αυτοκίνητο να γοργοζυγώνει.
Μ’ ελπίδα σταματάω. Να το, πλακώνει
παραμερίζουν οι άλλοι. Άσειστος μπήγω
τη ματιά μου στη ματιά σου. Άλλο λίγο
ακόμα, και ο σωφέρ σου με σκοτώνει.
Αρχοντοπούλα μ’ άφταστα πρωτάτα.
με των εφτά νησιών τις χίλιες χάρες,
τετράξανθη ομορφιά γαλανομάτα.
του θανάτου δε μ’ έπιασαν τρομάρες ?
γλυκύτατες με λυκώσανε λαχτάρες
να συντριφτώ κάτω από σε στη στράτα.
Ιωάννης Γρυπάρης (1870-1942)
Χωρισμός
Κ’ ήρθε μες στης αγάπης το μεθύσι
ο χωρισμός μιας πίκρα να μου βάλη
σαν και τούτη ? κι ακόμα πιο μεγάλη,
τη θάλασσα που μας έχει χωρίση.
Μια θάλασσα και στην καρδιά έχω κλείση,
που όταν ακούει το κύμα στο ακρογιάλι
το αιώνιο του παράπονο να ψάλλη,
έναν θρήνον αντίφωνο θ’ αρχίση.
Αντίφωνο ένα θρήνο κ’ ένα κλάμα
που κλαίοντας με τη θάλασσαν αντάμα
βουρκώνει πέρα ως πέρα το γιαλό.
Ως που στερνά της θάλασσας στον άμμο
ξεψυχούν οι καημοί ? και πάω και γω
τους πόνους μου τραγούδια να σου κάμω.
Κωνσταντίνος Χατζόπουλος (1868-1920)
Κι Όταν Φτάση η Άνοιξη..
Κι όταν φτάση η άνοιξη
κι έρθουν τα πουλιά
και γυρίσουν τ' άνθη,
σαν έναν καιρό
θα σε περιμένω.
Κι όταν έρθη πάλι
και το καλοκαίρι
με το μαϊστράλι,
σαν έναν καιρό
θα σε περιμένω.
Μα όταν το φθινόπωρο
ξαναφτάση υγρό
και συννεφιασμένο,
θάρθω να σε βρω
δε θα περιμένω.
Μιλτιάδης Μαλακάσης (1869-1943)
Αγάπη
Ας μη γυρίζει ο λογισμός στα χρόνια εκείνα πίσω.
Κάλλιο μια τέτοια θύμηση για πάντα να χαθή,
Ποιος ξέρει, τώρα θάτανε γραφτό να σ' αγαπήσω,
Και τόσο που καμμιά ποτέ δεν έχει αγαπηθή.
Κι αν έφυγεν η νιότη σου, που θλίβεσαι για δαύτη,
Ως για πουλί που πέταξε μάλλα μαζί πουλιά,
Περσότερο από μια άνοιξη τον έρωτά μου ανάφτει
Του χινοπώρου τάγγιγμα στα ωραία σου τα μαλλιά.
Κι ακόμα φτάνω ν' αγαπώ σ' εσέ μιαν άλλη εικόνα,
- Τ' ορκίζομαι στα μάτια σου που τόσο λαχταρώ, -
Τον ήμερο κι ανέφελο και το γλυκό χειμώνα,
Που στο χλωμό σου πρόσωπο μια μέρα θα θωρώ.
Και μάθε το, τις μελιχρές λαμπράδες του Δεκέμβρη,
Και τις φεγγαροσκέπαστες του Γενναριού ομορφιές,
Μήτε στις τρέλλες τ' Απριλιού κανένας θα τις εύρη,
Μήτε και στις μονότονες του Μάη καλοκαιριές..
Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940)
Λυπημένα Δειλινά
Στης γειτονιάς της φτωχικής
Γυρίζει ο νους μου στα στενά,
Τα λυπημένα δειλινά
Στοχάζομαι της Κυριακής.
Μέσα στην κόκκινη αντηλιά
Το μαραμένο θηλυκό
Δίχως ελπίδα και μιλιά
Ποτίζει το βασιλικό
Κανείς διαβάτης δεν περνά
Κανένα αυτή δεν καρτερεί
Που στο μπαλκόνι ορθή φορεί
Το γιορτινό της το γκρενά.
Σα μοίρα κάθεται μια γρηά.
Στο φως μιας πόρτας ρημαδιού
Μακραίνει ο ίσκιος του παιδιού...
Καμπάνα ακούγεται μακριά.
Λάμπρος Πορφύρας (1879-1932)
Το Χαμόγελο
Ωραία γυναίκα, το τρελλί το γέλιο σου διαβαίνει,
σα μάταιος ήχος και σκορπά, κι ούτε μια ηχό ξυπνά
στην ακατάδεχτη καρδιά, που αγάπη τήνε δένει
μ' αθώα χαμόγελα βουβά.
Μ' αυτά που δείχνουνε χαρά, με κάποια που σκεπάζουν
τον πόνο τους αμίλητον οι ευγενικές ψυχές,
μ' εκείνα, που μαραίνονται κρυφά και ξεθωριάζουν,
σ' αρχαίες εικόνες σκοτεινές.
Και μ' όσα ακόμα, ούτε αλαφρά δε σκίζουνε τα χείλη,
κι αστράφτουν μόνο στων ματιών βαθιά στη σιγαλιά,
ωσάν τ' αντιφεγγίσματα που απλώνονται το δείλι
στην πελαγίσιαν ερημιά...
Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944)
Αποχαιρετισμός
Μόνος ήρθα, κάποιο βράδυ, κι ήσαν όλοι, γύρω, μόνοι,
κι όλοι ξένοι, τραγουδάμε, μες στη νύχτα που σιμώνει.
Κι όσο ζω, κι όσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, αλλοιμονό μου,
το βαθύ και το μεγάλο κι απροσμέτρητο κενό μου.
Τη στιγμή του σταυρωμού μου, και για μόνη συντροφιά μου,
μόλις ένιωσα τα χέρια που σταυρώσαν τα καρφιά μου...
Μόνος ήρθα, κάποιο βράδυ, μόνος πόνεσα για λίγο,
μόνος έζησα του κάκου - κι όπως ήρθα και θα φύγω.
Τ' είναι τάχα για τους άλλους, ο χαμός ενός ατόμου;
- κι όπως ήρθα, και θα φύγω, μόνος μές στο θάνατό μου...
Ρώμος Φιλύρας (1889-1942)
Διαθήκη
Εγώ παρήλθα, τραγουδώντας τη χαρά,
τις έμορφες, τα ρόδα και τ' αηδόνια,
χορεύοντας και πίνοντας αδρά
ένιωσα απάνω στα μαλλιά τα χιόνια.
Στου κύπελλου το κατακάθι η συμφορά
κι' η στάχτη, που αψηφούσα τόσα χρόνια.
Τώρα στο κύμα τα πετώ, μακριά,
τώρα με λυώνουν πόνοι και τριζόνια.
Σε νότα και ρυθμό, στίχο μεστό
σ' ένα τραγούδι επόθησα να κλείσω
μιαν αρμονία, νόημα σωστό.
Μα δεν κατόρθωσα θεία να μιλήσω,
παλμό να δώσω και να συγκλονίσω
την άπειρη ψυχή του κόσμου σε σεισμό.
Φάληρο
Είχε όλα της τα μάγια η νύχτα, μόνη
εσύ έλειπες. Αργά κινάω να φύγω,
μα ξάφνου στη μπασιά του μπαρ ξανοίγω
αυτοκίνητο να γοργοζυγώνει.
Μ’ ελπίδα σταματάω. Να το, πλακώνει
παραμερίζουν οι άλλοι. Άσειστος μπήγω
τη ματιά μου στη ματιά σου. Άλλο λίγο
ακόμα, και ο σωφέρ σου με σκοτώνει.
Αρχοντοπούλα μ’ άφταστα πρωτάτα.
με των εφτά νησιών τις χίλιες χάρες,
τετράξανθη ομορφιά γαλανομάτα.
του θανάτου δε μ’ έπιασαν τρομάρες ?
γλυκύτατες με λυκώσανε λαχτάρες
να συντριφτώ κάτω από σε στη στράτα.
Ιωάννης Γρυπάρης (1870-1942)
Χωρισμός
Κ’ ήρθε μες στης αγάπης το μεθύσι
ο χωρισμός μιας πίκρα να μου βάλη
σαν και τούτη ? κι ακόμα πιο μεγάλη,
τη θάλασσα που μας έχει χωρίση.
Μια θάλασσα και στην καρδιά έχω κλείση,
που όταν ακούει το κύμα στο ακρογιάλι
το αιώνιο του παράπονο να ψάλλη,
έναν θρήνον αντίφωνο θ’ αρχίση.
Αντίφωνο ένα θρήνο κ’ ένα κλάμα
που κλαίοντας με τη θάλασσαν αντάμα
βουρκώνει πέρα ως πέρα το γιαλό.
Ως που στερνά της θάλασσας στον άμμο
ξεψυχούν οι καημοί ? και πάω και γω
τους πόνους μου τραγούδια να σου κάμω.
Κωνσταντίνος Χατζόπουλος (1868-1920)
Κι Όταν Φτάση η Άνοιξη..
Κι όταν φτάση η άνοιξη
κι έρθουν τα πουλιά
και γυρίσουν τ' άνθη,
σαν έναν καιρό
θα σε περιμένω.
Κι όταν έρθη πάλι
και το καλοκαίρι
με το μαϊστράλι,
σαν έναν καιρό
θα σε περιμένω.
Μα όταν το φθινόπωρο
ξαναφτάση υγρό
και συννεφιασμένο,
θάρθω να σε βρω
δε θα περιμένω.
Μιλτιάδης Μαλακάσης (1869-1943)
Αγάπη
Ας μη γυρίζει ο λογισμός στα χρόνια εκείνα πίσω.
Κάλλιο μια τέτοια θύμηση για πάντα να χαθή,
Ποιος ξέρει, τώρα θάτανε γραφτό να σ' αγαπήσω,
Και τόσο που καμμιά ποτέ δεν έχει αγαπηθή.
Κι αν έφυγεν η νιότη σου, που θλίβεσαι για δαύτη,
Ως για πουλί που πέταξε μάλλα μαζί πουλιά,
Περσότερο από μια άνοιξη τον έρωτά μου ανάφτει
Του χινοπώρου τάγγιγμα στα ωραία σου τα μαλλιά.
Κι ακόμα φτάνω ν' αγαπώ σ' εσέ μιαν άλλη εικόνα,
- Τ' ορκίζομαι στα μάτια σου που τόσο λαχταρώ, -
Τον ήμερο κι ανέφελο και το γλυκό χειμώνα,
Που στο χλωμό σου πρόσωπο μια μέρα θα θωρώ.
Και μάθε το, τις μελιχρές λαμπράδες του Δεκέμβρη,
Και τις φεγγαροσκέπαστες του Γενναριού ομορφιές,
Μήτε στις τρέλλες τ' Απριλιού κανένας θα τις εύρη,
Μήτε και στις μονότονες του Μάη καλοκαιριές..
Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940)
Λυπημένα Δειλινά
Στης γειτονιάς της φτωχικής
Γυρίζει ο νους μου στα στενά,
Τα λυπημένα δειλινά
Στοχάζομαι της Κυριακής.
Μέσα στην κόκκινη αντηλιά
Το μαραμένο θηλυκό
Δίχως ελπίδα και μιλιά
Ποτίζει το βασιλικό
Κανείς διαβάτης δεν περνά
Κανένα αυτή δεν καρτερεί
Που στο μπαλκόνι ορθή φορεί
Το γιορτινό της το γκρενά.
Σα μοίρα κάθεται μια γρηά.
Στο φως μιας πόρτας ρημαδιού
Μακραίνει ο ίσκιος του παιδιού...
Καμπάνα ακούγεται μακριά.
Λάμπρος Πορφύρας (1879-1932)
Το Χαμόγελο
Ωραία γυναίκα, το τρελλί το γέλιο σου διαβαίνει,
σα μάταιος ήχος και σκορπά, κι ούτε μια ηχό ξυπνά
στην ακατάδεχτη καρδιά, που αγάπη τήνε δένει
μ' αθώα χαμόγελα βουβά.
Μ' αυτά που δείχνουνε χαρά, με κάποια που σκεπάζουν
τον πόνο τους αμίλητον οι ευγενικές ψυχές,
μ' εκείνα, που μαραίνονται κρυφά και ξεθωριάζουν,
σ' αρχαίες εικόνες σκοτεινές.
Και μ' όσα ακόμα, ούτε αλαφρά δε σκίζουνε τα χείλη,
κι αστράφτουν μόνο στων ματιών βαθιά στη σιγαλιά,
ωσάν τ' αντιφεγγίσματα που απλώνονται το δείλι
στην πελαγίσιαν ερημιά...
Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944)
Αποχαιρετισμός
Μόνος ήρθα, κάποιο βράδυ, κι ήσαν όλοι, γύρω, μόνοι,
κι όλοι ξένοι, τραγουδάμε, μες στη νύχτα που σιμώνει.
Κι όσο ζω, κι όσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, αλλοιμονό μου,
το βαθύ και το μεγάλο κι απροσμέτρητο κενό μου.
Τη στιγμή του σταυρωμού μου, και για μόνη συντροφιά μου,
μόλις ένιωσα τα χέρια που σταυρώσαν τα καρφιά μου...
Μόνος ήρθα, κάποιο βράδυ, μόνος πόνεσα για λίγο,
μόνος έζησα του κάκου - κι όπως ήρθα και θα φύγω.
Τ' είναι τάχα για τους άλλους, ο χαμός ενός ατόμου;
- κι όπως ήρθα, και θα φύγω, μόνος μές στο θάνατό μου...
Ρώμος Φιλύρας (1889-1942)
Διαθήκη
Εγώ παρήλθα, τραγουδώντας τη χαρά,
τις έμορφες, τα ρόδα και τ' αηδόνια,
χορεύοντας και πίνοντας αδρά
ένιωσα απάνω στα μαλλιά τα χιόνια.
Στου κύπελλου το κατακάθι η συμφορά
κι' η στάχτη, που αψηφούσα τόσα χρόνια.
Τώρα στο κύμα τα πετώ, μακριά,
τώρα με λυώνουν πόνοι και τριζόνια.
Σε νότα και ρυθμό, στίχο μεστό
σ' ένα τραγούδι επόθησα να κλείσω
μιαν αρμονία, νόημα σωστό.
Μα δεν κατόρθωσα θεία να μιλήσω,
παλμό να δώσω και να συγκλονίσω
την άπειρη ψυχή του κόσμου σε σεισμό.
Γιάννης Σκαρίμπας – Ο σταθμάρχης
Άξαφνα ως γλυστρούσε – σ’ ένα παραθύρι
Ένα χέρι εξαίσιο μούγνεψε και πάει
Μια σειρά άσπρα δόντια , δυο μάτια σαπφείροι
Μούστειλαν – φίλημα στα χάη!
Ένα χέρι εξαίσιο μούγνεψε και πάει
Μια σειρά άσπρα δόντια , δυο μάτια σαπφείροι
Μούστειλαν – φίλημα στα χάη!
Έμενα … Η μέρα είχε κιόλας φύγει,
Του σταθμού μου, γύρω, η ερημία αλύχτα
Κείνες οι φιλύρες πήγαιναν με ρίγη
Και με βήμα στρατιωτικό στη νύχτα…
Του σταθμού μου, γύρω, η ερημία αλύχτα
Κείνες οι φιλύρες πήγαιναν με ρίγη
Και με βήμα στρατιωτικό στη νύχτα…
Ω, έσύ, κυρά χέρι, δόντια , μάτι
Όνειρο και τραίνο που την πας τη νιότη,
Έδωσα σινιάλο – το κ α θ ή κ ο ν_ για τη
Διασταύρωσή μας στην αιωνιότη…
Όνειρο και τραίνο που την πας τη νιότη,
Έδωσα σινιάλο – το κ α θ ή κ ο ν_ για τη
Διασταύρωσή μας στην αιωνιότη…
ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ ΝΙΚΟΣ
ΙΔΑΝΙΚΟΣ ΚΙ ΑΝΑΞΙΟΣ ΕΡΑΣΤΗΣ (Mal du depart)
Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων
Και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές
χωρίς να σκίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων
Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων
Και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές
χωρίς να σκίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων
Για το Μαντράς, τη Σιγκαπούρ, τ’ Αλγέρι και το Σφαξ
θ’ αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία
κι εγώ σκυφτός σ’ ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία
θ’ αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία
κι εγώ σκυφτός σ’ ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία
Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ
Οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα ’χω πια ξεχάσει
κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ’ όποιον ρωτά
Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει
Οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα ’χω πια ξεχάσει
κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ’ όποιον ρωτά
Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει
Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει
κι αυτό τ’ ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί
θα σημαδέψει, κι άφοβα τον φταίχτη θα χτυπήσει
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει
κι αυτό τ’ ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί
θα σημαδέψει, κι άφοβα τον φταίχτη θα χτυπήσει
Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες
θα ’χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.
σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες
θα ’χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.
BLACK AND WHITE
Μουσική: Λάκης Παπαδόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Αρλέτα
Του Άλμπορ το φανάρι πότε θα φανεί;
Οι μαθήτριες σχολάσανε του ωδείου.
Φωτεινές ρεκλάμες της οδού Σταδίου.
Γέφυρα βρεγμένη σκοτεινή.
Μάτι ταραγμένο μάταια σε κοιτώ
στον καιρόν απάνω του Σιρόκου.
Δούλευε το φτυάρι, μαύρε του Μαρόκου
που μασάς βοτάνια για τον πυρετό.
Φεμινά!... Χορός των κεφαλών.
Κ' οι Ναγκό χορεύουν στην Ασία.
Σε πειράζει - μου 'πες - η υγρασία
κ' η παλιά σου αρρώστια της Τουλών.
Τζίντζερ, που κοιτάς με το γυαλί,
το φανάρι του Άλμπορ δεν εφάνη.
Βλέπω στο Λονδίνο εγώ τη Fanny
στο κρεβάτι σου άλλον να φιλεί.
Κρέας αλατισμένο του κουτιού.
Μύωπα καπετάνιο μου και γέρο,
ένα μαγικό σκονάκι ξέρω
τέλειο για την κόρη του ματιού.
Άναψε στη γέφυρα το φως.
Μέσα μου μιλεί ένας παπαγάλος
γέρος στραβομύτης και μεγάλος
μα γιομάτος πείρα και σοφός.
Μέσα μου βαθιές αναπνοές.
Του Κολόμβου ξύπνησαν οι ναύτες.
Όλες τις ρουκέτες τώρα καφ' τες
και Marconi στείλε το S.O.S.
Πρώτη εκτέλεση: Αρλέτα
Του Άλμπορ το φανάρι πότε θα φανεί;
Οι μαθήτριες σχολάσανε του ωδείου.
Φωτεινές ρεκλάμες της οδού Σταδίου.
Γέφυρα βρεγμένη σκοτεινή.
Μάτι ταραγμένο μάταια σε κοιτώ
στον καιρόν απάνω του Σιρόκου.
Δούλευε το φτυάρι, μαύρε του Μαρόκου
που μασάς βοτάνια για τον πυρετό.
Φεμινά!... Χορός των κεφαλών.
Κ' οι Ναγκό χορεύουν στην Ασία.
Σε πειράζει - μου 'πες - η υγρασία
κ' η παλιά σου αρρώστια της Τουλών.
Τζίντζερ, που κοιτάς με το γυαλί,
το φανάρι του Άλμπορ δεν εφάνη.
Βλέπω στο Λονδίνο εγώ τη Fanny
στο κρεβάτι σου άλλον να φιλεί.
Κρέας αλατισμένο του κουτιού.
Μύωπα καπετάνιο μου και γέρο,
ένα μαγικό σκονάκι ξέρω
τέλειο για την κόρη του ματιού.
Άναψε στη γέφυρα το φως.
Μέσα μου μιλεί ένας παπαγάλος
γέρος στραβομύτης και μεγάλος
μα γιομάτος πείρα και σοφός.
Μέσα μου βαθιές αναπνοές.
Του Κολόμβου ξύπνησαν οι ναύτες.
Όλες τις ρουκέτες τώρα καφ' τες
και Marconi στείλε το S.O.S.
ΚΟΥΡΟΣΙΒΟ («μαύρη παλίρροια»)
Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε με το πρώτο.
Πέρ' απ' τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου 'πανε μια κούφια ώρα στην Αθήνα
Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ' ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μες' το μυαλό σου να σφυρίζει,
"ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι; "
Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κ' έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που 'χα με κούραση γυμνάσει.
Η λαμαρίνα! ...η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το kuro siwo σαν μια ζώνη
κ' συ κοιτάς ακόμη πάνω απ΄το τιμόνι,
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε με το πρώτο.
Πέρ' απ' τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου 'πανε μια κούφια ώρα στην Αθήνα
Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ' ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μες' το μυαλό σου να σφυρίζει,
"ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι; "
Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κ' έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που 'χα με κούραση γυμνάσει.
Η λαμαρίνα! ...η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το kuro siwo σαν μια ζώνη
κ' συ κοιτάς ακόμη πάνω απ΄το τιμόνι,
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.
ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ
ΑΓΑΠΗ
Α! τι ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα,
αν είναι νάρθει θε ναρθεί, δίχως να νοιώσεις από πού,
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβημένα
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα,
αν είναι νάρθει θε ναρθεί, δίχως να νοιώσεις από πού,
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβημένα
θε να σου κλείσει απαλά με τ' άσπρα χέρια της τα δυο
τα ματια που κουράστηκαν τους δρομους να κυττάνε'
κι όταν, γελώντας, να της πεις θα σε ρωτήσει: "ποια είμαι εγώ;"
απ' της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποια 'ναι.
τα ματια που κουράστηκαν τους δρομους να κυττάνε'
κι όταν, γελώντας, να της πεις θα σε ρωτήσει: "ποια είμαι εγώ;"
απ' της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποια 'ναι.
Δεν ωφελεί να καρτεράς! Αν είναι νάρθει, θε ναρθει'
κλειστά όλα νάναι, αντίκρυ σου να στέκεται θα δεις ορθή
κι ανοίγοντας τα χέρια της πρώτη θα σ' αγκαλιάσει.
κλειστά όλα νάναι, αντίκρυ σου να στέκεται θα δεις ορθή
κι ανοίγοντας τα χέρια της πρώτη θα σ' αγκαλιάσει.
Αλλιώς, κι αν είναι όλοφωτο το σπίτι για να την δεχτείς
κι έτσι ως την δεις τρέξεις σ' αυτήν κι ομπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι νάρθει θε ναρθει, αλλιώς θα προσπεράσει
κι έτσι ως την δεις τρέξεις σ' αυτήν κι ομπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι νάρθει θε ναρθει, αλλιώς θα προσπεράσει
ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ
ΜΟΝΟ ΓΙΑΤΙ Μ’ ΑΓΑΠΗΣΕΣ
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες.
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι' αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ' έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι' αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ' έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.
Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.
Γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες
και μου άπλωσες τα χέρια
κ' είχες μέσα στα μάτια σου το θάμπωμα
- μια αγάπη πλέρια,
γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες.
και μου άπλωσες τα χέρια
κ' είχες μέσα στα μάτια σου το θάμπωμα
- μια αγάπη πλέρια,
γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι' αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ' ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
γι' αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ' ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα,
γι' αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα.
γι' αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ' αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ' έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ' αγάπησες.
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ' έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ' αγάπησες.
Δευτέρα, Οκτωβρίου 24, 2011
καροτσάκι της λαϊκής
Άκουσα το σιδερένιο καροτσάκι της λαϊκής να βγαίνει απ'τη δίπλα πόρτα. Ώρα να σηκωθώ να πάω για μπανάνες...
Πέμπτη, Οκτωβρίου 20, 2011
Σημεία σμίξης
Μου γράφεις σ’ αγαπώ ή σ ’αγαπάω ;
Και τι βάζεις μετά;
Ξέρεις εγώ-
Κάτι τέτοια, τα μετράω
Σβήσαν τα αποσιωπητικά
Στίγματα ποιητικά
Σου μπήκαν τα ερωτηματικά
Και λες –
Δε σ’ αγαπάω
Της ζωής παρενθέσεις ή απλά
αλλαγή θέσης ;
Τώρα πια μείναν τα θαυμαστικά
Μόνα και ορθά
Να θαυμάζεις που μ’ αγαπάς
Μα δε με έχεις .
σ.χ
Και τι βάζεις μετά;
Ξέρεις εγώ-
Κάτι τέτοια, τα μετράω
Σβήσαν τα αποσιωπητικά
Στίγματα ποιητικά
Σου μπήκαν τα ερωτηματικά
Και λες –
Δε σ’ αγαπάω
Της ζωής παρενθέσεις ή απλά
αλλαγή θέσης ;
Τώρα πια μείναν τα θαυμαστικά
Μόνα και ορθά
Να θαυμάζεις που μ’ αγαπάς
Μα δε με έχεις .
σ.χ
Τρίτη, Οκτωβρίου 18, 2011
Σάββατο, Οκτωβρίου 15, 2011
Πέμπτη, Οκτωβρίου 13, 2011
Μέρες εγκλωβισμού
Απ’το παράθυρο του δωματίου μου, χαζεύω το απέναντι μπαλκόνι. Μια ασπρόμαυρή γάτα ισορροπεί πάνω στα κάγκέλα . Εκπαιδευμένη. Τι να πεις ; Αιλουροειδές . Το κάνει με άνεση, πριν πραγματοποιήσει το μεγάλο της σάλτο προς το μπολ της. Ευτυχώς το δικό της είναι ακόμα γεμάτο.
Ωραίο μεσημέρι Πέμπτης, ζεστό και ηλιόλουστο από αυτά που ανυπομονείς να τελειώσεις από τη δουλειά. Από τη δουλειά, λέμε τώρα… Αν είσαι τυχερός κι έχεις μια τέτοια.
Τις έχω ξαναζήσει αυτές τις μέρες. Τότε τις έλεγα «οι μέρες της πιτζάμας». Τώρα νομίζω πως θα τις ονομάσω «μέρες εγκλωβισμού». Όλα κυλούν αργά και σταθερά προς το χειρότερο κι αν και δεν καταλαβαίνω και πολλά από οικονομικούς όρους, τις επιπτώσεις τους τις βλέπω πάνω μου.
Παρατηρώ τη γειτονιά μου από το κλειστό τζάμι. Δε θέλω να το ανοίξω, εξάλλου μένω στον δεύτερο. Τα σκουπίδια αγγίζουν τον πρώτο, η μπόχα θα ορμήξει αμέσως στα ρουθούνια μου . Μου λείπουν εικόνες για να περιγράψω, ζωή για να εξιστορήσω. Εντάξει από μυρωδιές δεν έχω παράπονο…
Οι φίλοι στην ίδια κατάσταση κι αν δεν είναι τολμούν αυτά που δεν τολμάς εσύ. Οι συμβουλές τους πανομοιότυπες «Βρες πράγματα να κάνεις για να μην βαλτώσεις». Τα βρίσκω τα κάνω, φούσκες καταδικασμένες να ξεφουσκώσουν σαν το πνιγμένο που κρατιέται από τα μαλλιά του . Κι όσοι τα κατάφεραν, με δικαιολογημένο ύφος περηφάνιας, μερικές φορές με τον τρόπο τους σε ταπεινώνουν ακόμα περισσότερο, σε γεμίζουν ενοχές , σε κατατάσσουν στους άχρηστους επειδή κάνεις το μεγάλο λάθος και μένεις ακόμα στη χώρα σου , επειδή δεν είσαι από τους «δυνατούς».
Ο απέναντι έχει περιστέρια στην ταράτσα. Τα βλέπω που πετούν γύρω από το ξύλινο σπιτάκι τους. Γυρνάω στο γραφείο μου τραβώντας την κουρτίνα …
Τετάρτη, Οκτωβρίου 12, 2011
ΣΗΜΥΔΕΣ
Είναι η στρογγυλάδα τους
που με κάνει και τα εμπιστεύομαι
Στρόγγυλες ώριμες σκέψεις
Κάποτε δεν μπορούσαμε
ούτε καν να τις προφέρουμε
Μα ήταν ολοφάνερο, αν είναι δυνατόν
ΟΛΟΦΑΝΕΡΟ
Ανεπούλωτες δαγκωματιές
Κι εμείς σαν λύκοι , γλείφουμε
Τις παλιές πληγές
ΞΑΝΑ
Συμφιλιωνόμαστε με τις παλιές μας ρήξεις
Γλείφουμε και ρουφάμε τις γραμμές
Γραμμές συναισθημάτων
Μήπως αλλάξουν σχήμα
Μήπως πάψουμε να είμαστε
ΕΜΕΙΣ
Εμείς που κουβαλάμε χιλιόμετρα
Σε ξεγέλασαν οι δρόμοι
Οι σκιές του μυαλού
Όσα δημιουργήματα κι αν συσσωρεύσουμε
Μοιάζουμε
Δες στον καθρέφτη
Σε βλέπω…
Κοίτα εκεί
ΕΓΩ
ΕΣΥ
Νεκρός ψίθυρος
Κοίταξε με
Θέλω να ελευθερωθώ
Απ’ τα δεσμά του νου
Να ανθίσουν μέσα μου
Σημύδες
Μέσα από τον βόρβορο
ΣΗΜΥΔΕΣ
Δευτέρα, Οκτωβρίου 10, 2011
Παρασκευή, Οκτωβρίου 07, 2011
Ο φίλος μου είναι gay
Βγήκε έξω τρέχοντας έσβησε με μανία το τσιγάρο στο γρασίδι και προσπαθούσε να ανασάνει μέσα από το στενό κυριλέ της φόρεμα… Δεν άντεχε άλλο έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε,πέταξε τις γόβες και φώναζε με όλη τη δύναμη που είχε.. Είναι Πουστάρααααααααααααα,γκέι,αδερφή,γουστάρει αγοράκια να τον βάζουν στα τέσσερα πως το λένε!Αφού ξέσπασε,σωριάστηκε στο γρασίδι και έβαλε τα γέλια,ήταν σκνίπα.
Ήταν σαν να την έπνιγε το δίκιο.Με το Θανάση ήταν φίλοι από μικροί,στα δεκατέσσερα της ήταν ο πρώτος εφηβικός της έρωτας,ο πρώτος έρωτας που για εκείνον το έσκαγε από το σπίτι,για εκείνον έκανε εκείνους τους επικούς καυγάδες με τους γονείς της.Ο Θανάσης τότε ήταν δεκαεφτά αν και σακάτης,αφού στα δέκα του τον είχε πατήσει νταλίκα και είχε επιζήσει από θαύμα παραλύοντας το αριστερό του χέρι οριστικά,χάνοντας μισό γοφό και ατελείωτα σημάδια στο κορμί του και παρά ότι κούτσαινε ελαφρά ήταν τόσο γοητευτικός,ακόμα είναι.Ο πρώτος σακάτης μοντέλο,άνετα θα μπορούσε να ακολουθήσει τέτοια καριέρα,αν δεν είχε πάθει το ατύχημα.
Ο ερωτάς τους έσβησε μέσα από πολλές εντάσεις,έμεινε για πάντα πλατωνικός άσχετα αν ο Θανάσης κόμπαζε στους φίλους του ότι είχανε ολοκληρώσει.Όχι ότι δεν θα μπορούσε να είχε γίνει όμως ο Θανάσης δεν μπορούσε,δεν είχε ποτέ μαζί της στύση όσα φιλάκια και χαδάκια κι αν κάνανε.Εκείνη δεν είχε καμία εμπειρία πιο πριν νόμιζε στην αρχή ότι απλά έτσι είχανε τα πράγματα και απογοητεύτηκε, πολύ αργότερα όταν θα άρχιζε την ενεργή σεξουαλική της ζωή θα καταλάβαινε πως είχανε στα αλήθεια τα πράγματα!
Σχεδόν μετά από μια δεκαετία ξαναβρεθήκανε και έκαναν πολύ παρέα,πως τα φέρνει έτσι η ζωή και ο Θανάσης έγινε ο καλύτερος της φίλος μέχρι που ένα βράδυ της αποκάλυψε ότι ήταν γκέι.Της είπε,ότι την περίοδο που τα είχανε τότε, ψαχνότανε ακόμα,ότι έμπαινε συνέχεια στα gay site κι ότι είχε μια τεράστια ερωτική ποικιλία από παπάδες διπλανών χωριών,παντρεμένων,πολύτεκνων,επιφανών της μικρής επαρχιακής πόλης όπου μένανε κι άλλα πολλά.
Συνέχισαν να κάνουνε παρέα.Ο Θανάσης δεν έκανε τίποτα και οι γκόμενες έπεφταν στα πόδια του,σας είπα αν και σακάτης είχε μια σατανική ομορφιά.Πόσες γκομενίτσες πέρασαν από τη ζωή του δεν λέγεται,αλλά καμία σχέση του δεν κράτησε πάνω από τρεις μήνες. Τυχαίο;Δεν νομίζω.
Του έλεγε γιατί το έκανε,γιατί πλήγωνε τόσες ψυχές,της έλεγε ότι πρέπει να έχει άλλοθι ότι όλες αυτές ήταν στάχτη στα μάτια του μπαμπά του και της κοινωνίας, αδιαφορώντας για όλα τα άλλα.Εξάλλου της υπενθύμιζε ότι και οι ετεροφυλόφιλοι δεν πηγαίνανε πίσω, πόσους ανθρώπους δεν είχατε στις ζωές σας απλά και μόνο για να περνάει ο καιρός σας ή για να ξεπεράσετε άλλους, της έλεγε.
Εκείνη δεν ήτανε σαν τους υπόλοιπους ανθρώπους το ήξερε κι εκείνος,γι αυτό και της το είχε πει, ήταν τόσο κουλ σαν να μην τρέχει τίποτα αν και η ψυχούλα της το ξέρει τι τραβούσε όταν ο Θανάσης έκλαιγε στον ώμο της για γκόμενους και της έλεγε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες από το κρεβάτι του.
Συνέχεια της έλεγε να φύγουνε μαζί,να τα παρατήσουνε όλα και να πάνε να ζήσουν στην Αμερική .Εκεί ήθελε ο Θανάσης, για να ζήσει ελεύθερος πια,με την κανονική του ταυτότητα, αντί γι αυτό, σήμερα ήταν κουμπάρα σε έναν γάμο καταδίκη, σήμερα μόλις είχε παντρέψει το Θανάση στη μικρή επαρχιακή τους πόλη!
Ο έτερος κουμπάρος ήταν ο μεγαλύτερος έρωτας του Θανάση.Τι φρίκη! Τι δυστυχία!Ήθελε να ανέβει πάνω στην πίστα, να σταματήσει τα κλαρίνα και να το φωνάξει σε όλους. Ο Θανάσης δεν ήταν ο λεβέντης άντρακλας που όλοι νομίζανε πως άλλαζε τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα, δεν ήτανε καν ενεργητικός!
Πώς να ήτανε; Ποτέ δεν της το παραδέχτηκε αλλά εκείνη ήξερε ότι μπορεί να είχε γίνει γκέι όχι από επιλογή αλλά από ανάγκη, καθώς τότε στα δέκα του η νταλίκα δεν πρέπει να παρέλυσε μόνο το αριστερό του χέρι, αλλά και το ατροφικό πια μόριο του!
Σηκώθηκε από το γρασίδι,φόρεσε τις γόβες,έκανε μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να ισορροπήσει,τα κατάφερε,έσκυψε μάζεψε την γόπα από το γρασίδι και ξαναμπήκε μέσα στο κέντρο για να σύρει το χορό!
Ήταν σαν να την έπνιγε το δίκιο.Με το Θανάση ήταν φίλοι από μικροί,στα δεκατέσσερα της ήταν ο πρώτος εφηβικός της έρωτας,ο πρώτος έρωτας που για εκείνον το έσκαγε από το σπίτι,για εκείνον έκανε εκείνους τους επικούς καυγάδες με τους γονείς της.Ο Θανάσης τότε ήταν δεκαεφτά αν και σακάτης,αφού στα δέκα του τον είχε πατήσει νταλίκα και είχε επιζήσει από θαύμα παραλύοντας το αριστερό του χέρι οριστικά,χάνοντας μισό γοφό και ατελείωτα σημάδια στο κορμί του και παρά ότι κούτσαινε ελαφρά ήταν τόσο γοητευτικός,ακόμα είναι.Ο πρώτος σακάτης μοντέλο,άνετα θα μπορούσε να ακολουθήσει τέτοια καριέρα,αν δεν είχε πάθει το ατύχημα.
Ο ερωτάς τους έσβησε μέσα από πολλές εντάσεις,έμεινε για πάντα πλατωνικός άσχετα αν ο Θανάσης κόμπαζε στους φίλους του ότι είχανε ολοκληρώσει.Όχι ότι δεν θα μπορούσε να είχε γίνει όμως ο Θανάσης δεν μπορούσε,δεν είχε ποτέ μαζί της στύση όσα φιλάκια και χαδάκια κι αν κάνανε.Εκείνη δεν είχε καμία εμπειρία πιο πριν νόμιζε στην αρχή ότι απλά έτσι είχανε τα πράγματα και απογοητεύτηκε, πολύ αργότερα όταν θα άρχιζε την ενεργή σεξουαλική της ζωή θα καταλάβαινε πως είχανε στα αλήθεια τα πράγματα!
Σχεδόν μετά από μια δεκαετία ξαναβρεθήκανε και έκαναν πολύ παρέα,πως τα φέρνει έτσι η ζωή και ο Θανάσης έγινε ο καλύτερος της φίλος μέχρι που ένα βράδυ της αποκάλυψε ότι ήταν γκέι.Της είπε,ότι την περίοδο που τα είχανε τότε, ψαχνότανε ακόμα,ότι έμπαινε συνέχεια στα gay site κι ότι είχε μια τεράστια ερωτική ποικιλία από παπάδες διπλανών χωριών,παντρεμένων,πολύτεκνων,επιφανών της μικρής επαρχιακής πόλης όπου μένανε κι άλλα πολλά.
Συνέχισαν να κάνουνε παρέα.Ο Θανάσης δεν έκανε τίποτα και οι γκόμενες έπεφταν στα πόδια του,σας είπα αν και σακάτης είχε μια σατανική ομορφιά.Πόσες γκομενίτσες πέρασαν από τη ζωή του δεν λέγεται,αλλά καμία σχέση του δεν κράτησε πάνω από τρεις μήνες. Τυχαίο;Δεν νομίζω.
Του έλεγε γιατί το έκανε,γιατί πλήγωνε τόσες ψυχές,της έλεγε ότι πρέπει να έχει άλλοθι ότι όλες αυτές ήταν στάχτη στα μάτια του μπαμπά του και της κοινωνίας, αδιαφορώντας για όλα τα άλλα.Εξάλλου της υπενθύμιζε ότι και οι ετεροφυλόφιλοι δεν πηγαίνανε πίσω, πόσους ανθρώπους δεν είχατε στις ζωές σας απλά και μόνο για να περνάει ο καιρός σας ή για να ξεπεράσετε άλλους, της έλεγε.
Εκείνη δεν ήτανε σαν τους υπόλοιπους ανθρώπους το ήξερε κι εκείνος,γι αυτό και της το είχε πει, ήταν τόσο κουλ σαν να μην τρέχει τίποτα αν και η ψυχούλα της το ξέρει τι τραβούσε όταν ο Θανάσης έκλαιγε στον ώμο της για γκόμενους και της έλεγε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες από το κρεβάτι του.
Συνέχεια της έλεγε να φύγουνε μαζί,να τα παρατήσουνε όλα και να πάνε να ζήσουν στην Αμερική .Εκεί ήθελε ο Θανάσης, για να ζήσει ελεύθερος πια,με την κανονική του ταυτότητα, αντί γι αυτό, σήμερα ήταν κουμπάρα σε έναν γάμο καταδίκη, σήμερα μόλις είχε παντρέψει το Θανάση στη μικρή επαρχιακή τους πόλη!
Ο έτερος κουμπάρος ήταν ο μεγαλύτερος έρωτας του Θανάση.Τι φρίκη! Τι δυστυχία!Ήθελε να ανέβει πάνω στην πίστα, να σταματήσει τα κλαρίνα και να το φωνάξει σε όλους. Ο Θανάσης δεν ήταν ο λεβέντης άντρακλας που όλοι νομίζανε πως άλλαζε τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα, δεν ήτανε καν ενεργητικός!
Πώς να ήτανε; Ποτέ δεν της το παραδέχτηκε αλλά εκείνη ήξερε ότι μπορεί να είχε γίνει γκέι όχι από επιλογή αλλά από ανάγκη, καθώς τότε στα δέκα του η νταλίκα δεν πρέπει να παρέλυσε μόνο το αριστερό του χέρι, αλλά και το ατροφικό πια μόριο του!
Σηκώθηκε από το γρασίδι,φόρεσε τις γόβες,έκανε μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να ισορροπήσει,τα κατάφερε,έσκυψε μάζεψε την γόπα από το γρασίδι και ξαναμπήκε μέσα στο κέντρο για να σύρει το χορό!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
The first time I told my story, I felt only pain. “How could this have happened to me?” I asked. The second time I told my story, I felt on...