Δεν είχαμε τελειώσει καν το καρπούζι. Μετρούσαμε αστέρια και μαύρα κουκούτσια στην πιατέλα, όταν το χώμα μύρισε. Βρισκόμασταν στην πλατεία του χωριού δίπλα από την εκκλησία, βράδυ, κάπου μέσα στην καρακαμπίλα. Πήρε να βρέχει δυνατά κι όμως κανείς δεν έφυγε. Άνοιξαν κάποιοι προνοητικοί τις ομπρέλες τους και θα ήμασταν ωραία εικόνα για τα απελπισμένα γκαρσόνια, που πατούσαν τρεχάλα να μαζέψουν τα άλλα τραπέζια και να βάλουν τους βρεγμένους θαμώνες μέσα στο μαγαζί. Τρώγαμε καρπούζι στη βροχή αγκαλιασμένοι κάτω από τις πολύχρωμες ομπρέλες μας, ξεφορτώναμε όλες τις έγνοιες στα ποτήρια μας, τραγουδούσαμε δυνατά, έτσι κι αλλιώς άλλος θα πλήρωνε! Να ζήσουν τα παιδιά φωνάζαμε και τσουγκρίζαμε τα ποτήρια μας, και στο δικό μου εκείνο το βράδυ εμφανίστηκε η θειά μου η Λέλα. «Παιδί μου η ζωή θέλει υπομονή»μου είπε, μα εγώ δεν είχα, ούτε και τούτοι οι καιροί. Οι σιδερένιες καρέκλες μας βούλιαζαν κι ανοίγανε τρύπες στο χώμα σαν τυφλοπόντικες. Απολαμβάναμε τη βροχή, τ...