Παίζω κρυφτό, μετράω από μέσα. Πέντε, δέκα, δεκαπέντε, είκοσι, εικοσιπέντε, φτου και βγαίνω. Νιώθω λες και ξέχασα τις λέξεις. Πάω από την αρχή, μπουσουλάω. Ξαναβρίσκομαι στο εφηβικό μου δωμάτιο, σαν να γράφω με μανία ημερολόγια, σαν τούτη να είναι η πρώτη μου ανάρτηση. Ψάχνω στα τυφλά να βρω λίγη από την ηδονή εκείνων των χρόνων, με βοηθάει η σιωπή και ο γνώριμος ήχος από το ρολόι που είχα στο φοιτητικό μου σπίτι. Σκευοφόρος με γρανάζια η Σοφία κάνει νάζια. Ξεκινάω ανώδυνα, ρίχνω μια ματιά έξω από το καβούκι μου. Ποιος σας είπε ότι είμαι έτοιμη να βγω έξω; Σκέφτομαι τις μέρες που έβγαζα κάλους στα ακροδάχτυλα από την κιθάρα και μαύρους κύκλους στα μάτια γράφοντας για ώρες μπροστά από μια οθόνη. Ναι, τότε που τιναζόμουν από το κρεβάτι τα βράδια για να γράψω και να ξαλαφρώσω, τότε που το καθετί ήταν αφορμή για γραφή. Εντάξει τώρα το βλέπω πιο καθαρά από ποτέ πως ο χρόνος είναι χρήμα και το χρήμα είναι χρόνος, πως με την κωλοδουλειά δεν έχω χρόνο για τίποτα αλλά ας μην κρύβομαι αλ...