Πάει καιρός που μπολιάστηκε του δέντρου η ρίζα κι οι αλητάμπουρες τριγύρω μου γινήκαν κυρίζα, ωριμάσανε, σαπίσανε και πέσανε, άλλοι παντρύτηκαν και πήγανε και δέσανε_ ντροπή φορέσανε και βρήκανε πολλές δικαιολογίες, κάποιοι ανταμώνουνε μονάχα τις αργίες, σα παναγίες που κεντάν τα σάβανά τους, φτύσαν το δρόμο που είχαν χρόνια μες στα σωθικά τους. Στα πρακτικά τους γράφεται μόνο ό,τι δε σαλεύει κι αν έμεινε κανείς τρελός εδώ να το παλεύει να γυρεύει παλιές εικόνες κι αρώματα και τα θαμμένα όνειρα μας στα χώματα. Τρελοκαμώματα για όσους ράψαν μπαλώματα στα τρύπια βράδια τους που ζούνε στα παπλώματα. Όσοι δε το βγαλαν δεν είχαν τσίπα, ενώ το είδανε το φίδι να κοιμάται στην τρύπα. Πάει καιρός που όλα τα βλέπαμε καλά γενικά και πιστεύαμε πως όλοι είναι καλά αρσενικά. Τώρα γινήκαμε από αδέρφια γειτόνοι και ξένοι, ανταμώνουμε, όταν κάποιος πεθαίνει. Πάει καιρός και τώρα εδώ στη γη του κανενός σοβαρευτήκαμε χωρίς να καταλάβουμε πως_ ...