Χτυπούσε το τηλέφωνο επίμονα. Αν και κουρασμένη έπρεπε να πλύνω τα πιάτα, το ίδιο απορρυπαντικό πιάτων Rol ξύδι. Η ίδια ακριβώς μυρωδιά με τότε, που έπλενα ανυποψίαστη τα πιάτα σε μια κουζίνα ισογείου που έβλεπε στο φωταγωγό.
Δεν άλλαξαν και πολλά πράγματα από τότε. Απελπιστικά υποψιασμένη πια με τις φλέβες των χεριών μου πρησμένες από την κούραση πλένω τα αποφάγια σε κάποια το ίδιο ασφυκτικά μικρή κουζίνα, αυτή τη φορά όμως σε ρετιρέ και με παράθυρο με θέα θάλασσα , ίσως να είναι το μοναδικό πράγμα που αξίζει να βιώσει κανείς μεγαλώνοντας, να αποκτήσει μια κουζίνα με θεα τη θάλασσα.
Στο μέσα δωμάτιο κανείς , τουλάχιστον παλιότερα υπήρχε ένας ίσκιος .
Δεν νιώθω τα χέρια μου , τα τυλίγω μέσα στην πετσέτα κάθομαι στο σκαμπό αποκαμωμένη . Έτρεξα τόσο πολύ , δούλεψα τόσο , και έπρεπε να είμαι τέλεια , τα κατάφερα . Τουλάχιστον αυτό έβλεπαν οι γύρω μου.
Συνεπής πάντα και παντού , με ένα λαιμό διαρκώς στεγνό από το λαχάνιασμα, είναι η εποχή τέτοια , είναι η ώρα που πρέπει να ανέβω το βουνό για να μπορώ να δω τη θάλασσα μου ψιθύρισα , κι όταν έρθει η ώρα της κατρακύλας ποιος νοιάζεται ; Αμφιβάλλω αν θα ζω μέχρι τότε.
Λόγια , που μουρμουράω μόνη μου , για να πείσω τον εαυτό μου για κάτι που δεν πείθεται . Ώρα για να καταρρίψω τα μεγάλα ΔΕΝ μου .
Τα κατάφερα όλα , και ; Στο τέλος μια κούραση μένει , ίσως να φταίει ο πεσμένος αιματοκρίτης …
Πάω για ύπνο τώρα , θα βάλω τα χέρια μου κάτω από τις μασχάλες για να μην πονάνε. Κλείνω το παράθυρο, είναι ωραία η θάλασσα μόνο που στην επιφάνεια της επιπλέουν οι φελλοί και τα σκατά και η μπόχα είναι αφόρητη , ο φωταγωγός πάντα θα έχει άλλη χάρη .