Σάββατο, Οκτωβρίου 31, 2020
Πέμπτη, Οκτωβρίου 29, 2020
Τρίτη, Οκτωβρίου 27, 2020
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ:ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗ
ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΞΑΜΗΝΟΥ ΣΤΗ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ_ΔΗΔ21
ΣΟΦΙΑ ΧΟΛΕΒΑ
ΛΑΡΙΣΑ 2019
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΠΙΝΑΚΑΣ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ.................................................................................2
ΕΙΣΑΓΩΓΗ..................................................................................................................3
ΚΥΡΙΩΣ
ΘΕΜΑ........................................................................................................ 3-8
i.
ΣΥΓΧΡΟΝΟ
ΚΡΑΤΟΣ................................................................................. 3-4
ii.
ΦΟΡΝΤΙΣΤΙΚΟ
ΜΟΝΤΕΛΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ.................. 5-6
iii.
ΜΑΡΞ-ΒΕΜΠΕΡ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ....................................... 6-7-8
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ....................................................................................................
9
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ..........................................................................................................10
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στο πρώτο μέρος της παρούσας εργασίας
θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε εν συντομία την έννοια του σύγχρονου κράτους
έχοντας πάντα ως στόχο μας να παρουσιάσουμε τις καινοτομίες που αυτό έφερε, όπως
ο εδαφικός παράγοντας, οι μόνιμοι και απρόσωποι θεσμοί, η κυριαρχία του κράτους
σε μια ορισμένη γεωγραφική περιοχή ενώ ακολούθως θα αναφερθούμε και στις μορφές
που έλαβε ως τύπος κοινωνικής οργάνωσης
.[1]
Στο δεύτερο μέρος της εργασίας μας
θα αναφερθούμε στα βασικά χαρακτηριστικά του φορντιστικού οικονομικού μοντέλου,
όπως ο επιμερισμός της εργασίας, η μαζική παραγωγή και κατανάλωση ενώ παράλληλα
θα εξετάσουμε και τα αίτια που το έφεραν σε κρίση σύμφωνα με τη «Σχολή της
Ρύθμισης».
Στο τρίτο και τελευταίο μέρος, θα
παρουσιάσουμε αναλυτικά την μαρξιστική και την βεμπεριανή θεωρία για τις
κοινωνικές τάξεις και θα εξετάσουμε τις ομοιότητες και τις διαφορές των δύο
παραπάνω θεωριών. Κλείνοντας θα συνοψίσουμε τις τρείς θεματικές ενότητες της
εργασίας μας και θα καταγράψουμε τα συμπεράσματα μας.
ΚΥΡΙΩΣ ΘΕΜΑ
i.
ΣΥΓΧΡΟΝΟ
ΚΡΑΤΟΣ
Για να αποπειραθούμε να ορίσουμε το
σύγχρονο κράτος θα πρέπει πρωταρχικά να γίνει αντιληπτό πως το
κράτος δεν υπήρχε πάντα. Στο μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας οι φυλές
ήταν οργανωμένες σε κοινότητες χωρίς κρατική οντότητα. Τα κράτη από την
εμφάνιση τους μέχρι και σήμερα έχουν λάβει πολλές διαφορετικές μορφές και
αποδίδουν εξουσία με διαφορετικούς τρόπους, αυτό γίνεται εύκολα κατανοητό αν
αναλογιστούμε την ύπαρξη των αυτοκρατοριών, των φεουδαρχιών και των απόλυτων
μοναρχιών.
Την
έννοια του σύγχρονου κράτους την συναντούμε στον τύπο του κράτους που
εμφανίζεται στο ευρωπαϊκό σύστημα κρατών από τον 16ο αιώνα και μετά
ως ένα διοικητικό μηχανισμό σε προσδιορισμένα εδαφικά όρια. «Όλα τα σύγχρονα κράτη είναι εθνικά-πολιτικοί
μηχανισμοί, ξεχωριστοί τόσο από τους κυβερνώντες όσο και από τους κυβερνώμενους,
με υπέρτατη δικαιοδοσία σε μία οριοθετημένη εδαφική επικράτεια, που
υποστηρίζονται από μία αξίωση μονοπώλησης της καταναγκαστικής ισχύος και
απολαμβάνουν ένα ελάχιστο επίπεδο υποστήριξης ή πίστης από τους πολίτες τους»
[2]
Από
τον παραπάνω ορισμό γίνεται εμφανές πως οι σημαντικότερες καινοτομίες του σύγχρονου
κράτους είναι οι ακόλουθες: α)εδαφικότητα (έχουν οριστεί ακριβή σύνορα), β)έλεγχος
των μέσων βίας (μόνιμος στρατός και αστυνομία που έχει το μονοπώλιο της ισχύος
και των καταναγκαστικών μέσων), γ)απρόσωπη δομή εξουσίας (μια νόμιμα
καθορισμένη εξουσιαστική δομή με ανώτατη δικαιοδοσία σε μια επικράτεια, δ) νομιμότητα
(για να γίνουν οι άνθρωποι ενεργοί πολίτες και όχι πειθαρχημένοι υπήκοοι όπως
είχαν συνηθίσει, θα έπρεπε τα σύγχρονα κράτη να κερδίσουν την εμπιστοσύνη και την
αφοσίωση τους κι αυτό για να γίνει χρειαζόταν το κράτος να είναι νόμιμο και να
αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα και τις ανάγκες τους.)
Για
να κατανοήσουμε καλύτερα τις παραπάνω καινοτομίες του σύγχρονου κράτους καλό
είναι να αναφέρουμε και τις διάφορες μορφές που αυτό πήρε: α)συνταγματικό
κράτος(το σύνταγμα είναι ένα σύνολο κανόνων που ορίζει τα όρια της κρατικής
δραστηριότητας και διαφυλάττει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών, οι
οποίοι είναι οι καλύτεροι κριτές των συμφερόντων τους), β)φιλελεύθερο κράτος(τα
κύρια χαρακτηριστικά του φιλελεύθερου κράτους ήταν το σύνταγμα, η ανταγωνιστική
οικονομία αλλά και η πατριαρχία. Ήθελε να απελευθερώσει τα δικαιώματα των
ατόμων από κρατικές παρεμβάσεις και να θέσει όρια στην κρατική εξουσία αλλά
όταν μιλούσε για κοινωνία των πολιτών αναφερότανε σε άνδρες της μεσαίας και
αστικής τάξης), γ) φιλελεύθερο δημοκρατικό κράτος (είναι εκείνο που έχει
αντιπροσωπευτική δημοκρατία, δηλαδή οι αποφάσεις που επηρεάζουν «όλους» τους πολίτες λαμβάνονται από μια
ομάδα αντιπροσώπων τους οποίους έχει εκλέξει ο λαός), δ) μονοκομματικό καθεστώς
(ένα μόνο κόμμα έχει την νόμιμη έκφραση της βούλησης του λαού. Ο λαός το μόνο
που μπορεί να κάνει με την ψήφο του εδώ είναι να επιβεβαιώνει την επιλογή που
έχει κάνει ήδη το κόμμα για αυτόν.)
ii.
ΦΟΡΝΤΙΣΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ
ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ
Ο Φορντισμός αποτέλεσε μια
βιομηχανική εποχή και ένα καθεστώς συσσώρευσης που ως κύριο χαρακτηριστικό του
είχε την καθετοποιημένη μαζική παραγωγή και τη συνεχή λειτουργία των
εργοστασιακών μονάδων με πλήρη παραγωγή και απασχόληση. Ο όρος φορντισμός
χρησιμοποιήθηκε ευρέως για πρώτη φορά τη δεκαετία του τριάντα. Ο πρώτος που
αναφέρθηκε στον όρο ήταν ο Αντόνιο Γκράμσι για να αποτυπώσει το μοντέλο
οικονομικής ανάπτυξης μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Κάποια
από τα κύρια χαρακτηριστικά του φορντιστικού μοντέλου θα λέγαμε πως είναι ο επιμερισμός
της εργασίας, οι ανειδίκευτοι και οι ημι-ειδικεύομενοι εργάτες, η ιεραρχική,
γραφειοκρατική οργάνωση της εργασίας, η κρατική διαχείριση της οικονομίας μέσω
«κεινσιανών» πολιτικών που ρύθμιζαν τα επίπεδα εισοδήματος, ζήτησης και
πρόνοιας, οι αυτοματοποιημένες διαδικασίες παραγωγής, τα τυποποιημένα προϊόντα
καθώς και η μαζική παραγωγή και κατανάλωση.[3]
Τη
δεκαετία του εβδομήντα ο Μισέλ Αλιέτα, μέλος της «Σχολής της Ρύθμισης»
σκιαγράφησε για πρώτη φορά τη δομή του φορντισμού και προέβλεψε ότι επέρχεται
κρίση καθώς την εποχή εκείνη είχαμε επιβράδυνση της παραγωγικότητας στις ΗΠΑ αλλά
και στις περισσότερες βιομηχανικές οικονομίες της Ευρώπης. Η δομική κρίση του
φορντισμού οφείλεται σε μια σειρά παραγόντων όπως ο κορεσμός της
αγοράς, το συνδικαλιστικό κίνημα, η μετακίνηση της προτίμησης των καταναλωτών
από τυποποιημένα προϊόντα σε περισσότερο εξειδικευμένα και οικοτεχνικά. Όλα τα
παραπάνω είχαν ήδη δημιουργήσει εντάσεις στο κεϋνσιανό καθεστώς κοινωνικής
ρύθμισης. Επίσης σύμφωνα με τον Ντέιβιντ Χάρβεϊ το
νέο καθεστώς συσσώρευσης σχετίζεται με την αστάθεια των οικονομιών των
αναπτυγμένων χωρών και τον ανταγωνισμό με τα αναπτυσσόμενα έθνη που μπορούσαν
να παράγουν μαζικά και φθηνά τυποποιημένα προϊόντα[4].
Αν συνδυάσουμε όλα τα παραπάνω με το «πετρελαϊκό σοκ» του εβδομήντα τρία που
οδήγησε σε δραματική αύξηση του ενεργειακού κόστους καταλαβαίνουμε πως η άνθηση
του φορντισμού φαινότανε πως έφτανε στο τέλος της.
Για
τους θεωρητικούς της Σχολής της Ρύθμισης οι οικονομικές κρίσεις δεν μπορούν να
επιλυθούν μόνο μέσω της ανταγωνιστικότητας της αγοράς αλλά κύριο ρόλο για την
επίλυση τους πρέπει να αναλαμβάνουν οι θεσμοί και κυρίως το κράτος το οποίο θα
πρέπει να ρυθμίζει αλλά και να εξισορροπεί το πρότυπο παραγωγής με την
κοινωνική ζήτηση. Επομένως το πρότυπο ανάπτυξής και συσσώρευσης σε μια
οικονομία διασφαλίζεται τόσο μέσω της κοινωνικής όσο και της οικονομικής
ρύθμισης.
Η
φορντιστική εργασιακή διαδικασία δεν μπορούσε πλέον να φέρει περισσότερα κέρδη
στο πλαίσιο της μεταποίησης αλλά ούτε είχε και ευρεία εφαρμογή στον τομέα των
υπηρεσιών, αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την πραγματική μείωση των μισθών και κατά
συνέπεια την μείωση της καταναλωτικής δύναμης των εργαζομένων και τις πρώτες
ενδείξεις μείωσης της απασχόλησης. Όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με τους
ανιαρούς επαναληπτικούς εργασιακούς ρυθμούς του φορντιστικού μοντέλου είχαν σαν
αποτέλεσμα την αντίδραση του εργατικού δυναμικού, με αύξηση των απουσιών και
συγκρούσεις ανάμεσα στους εργάτες. Έτσι τα ίδια χαρακτηριστικά που κάποτε
αποτελούσαν την επιτυχημένη συνταγή του φορντιστικού μοντέλου, τα ίδια είχανε
μετατραπεί πλέον σε εμπόδια για τη διαδικασία της συσσώρευσης.
Μέσα σε αυτό το κλίμα αναδύθηκαν άλλες ισχυρές οικονομίες και αμφισβήτησαν την ηγεμονία του δολαρίου ως διεθνούς ρυθμιστικού νομίσματος. Η επίδραση της αυξανόμενης ανταγωνιστικότητας έγινε η αρχή για μια παγκόσμια αστάθεια και διεθνή οικονομική ύφεση.
iii.
ΜΑΡΞ-ΒΕΜΠΕΡ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
Κατά
τον Μαρξ το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της βιομηχανικής κοινωνίας ήταν η
καπιταλιστική της μορφή, όταν δηλαδή αυτός που έχει το κεφάλαιο συναντά στην
ελεύθερη αγορά τον εργάτη που του πωλεί την εργασία του. Έτσι έχουμε τη
δημιουργία της αστικής τάξης από τη μία και της εργατικής τάξης από την άλλη.
Ανάμεσα σε αυτές τις δύο τάξεις ο Μαρξ αναγνώριζε ότι υπήρχε μια σχέση
εξάρτησης και ανταγωνισμού ταυτόχρονα. Η εργατική τάξη από τη μία χρειαζότανε
την αστική τάξη δηλαδή τους καπιταλιστές ώστε να τους παρέχουν εργασία αλλά και
οι καπιταλιστές χρειαζόντουσαν τους εργάτες για να μπορέσουν να παράγουν κέρδη.
Πρόκειται επομένως για μια καθαρά συγκρουσιακή σχέση λόγω της εκμεταλλευτικής
φύσης των οικονομικών μηχανισμών.
Σύμφωνα
με τον Μαρξ οι εργάτες δεν πληρωνόντουσαν την πλήρη αξία των αγαθών που
παρήγαγαν αλλά κατά τη διάρκεια ενός μέρους παρήγαγαν αγαθά ίδιας αξίας με τις
ανάγκες συντήρησης τους και στον υπόλοιπο χρόνο εργασίας τους τα αγαθά που
παρήγαγαν αντιπροσώπευαν μια επιπλέον αξία. Αυτή την επιπλέον αξία την
καρπωνόντουσαν οι καπιταλιστές με τη μορφή κέρδους, πράγμα που μπορεί να
θεωρηθεί λογικό αν αναλογιστεί κανείς τους κινδύνους και τα ρίσκα που έπαιρναν
με τις επενδύσεις τους, όμως ο Μαρξ πίστευε ακριβώς το αντίθετο, ότι δηλαδή
ήταν η εργασία της εργατικής τάξης που παρήγαγε ουσιαστικά τα αγαθά με τις
δικές της προσπάθειες, δεξιότητες και κόπους, επομένως είχε δικαίωμα στην
υπεραξία. Άρα το κέρδος για τους καπιταλιστές προκύπτει από
την απόσπαση της υπεραξίας από τους εργάτες μέσω των περικοπών των μισθών και
της αύξησης της παραγωγικότητας εργασίας. Αυτό συνιστά και την εκμετάλλευση του
εργάτη από τον καπιταλιστή κατά τον Μαρξ. Έτσι αφού το πραγματικό κέρδος το
παίρνει ο καπιταλιστής, ο εργάτης χάνει σταδιακά το ενδιαφέρον του για εργασία
και επέρχεται η αλλοτρίωση του.
Σύμφωνα
πάντα με το Μαρξ, αν οι εργάτες κατανοούσαν την εκμετάλλευση που υφίστανται, θα
αγωνιζόντουσαν για να την αλλάξουν. Μόνο
μέσω της καλλιέργειας της συνείδησης των εργατών θα μπορούσε να υπάρξει
ανατροπή του καπιταλισμού. Κάτω από αυτό το πρίσμα, η εργατική τάξη του Μαρξ είναι
μια επαναστατική δύναμη που στόχο έχει το σοσιαλισμό. Ο Μαρξ αναγνωρίζει την ύπαρξη
κάποιων ενδιάμεσων τάξεων όπως οι
αγρότες και οι επαγγελματίες, οι οποίες
όμως γι αυτόν δεν παίζουν σημαντικό ρόλο στον αγώνα κατά του κεφαλαίου.
Από
την άλλη αρκετά χρόνια αργότερα ο Βέμπερ έδωσε άλλη σημασία σε αυτές τις
ενδιάμεσες τάξεις που ο Μαρξ δεν θεωρούσε σημαντικές για τον αγώνα κατά του
κεφαλαίου. Αυτές οι ενδιάμεσες τάξεις δημιουργήθηκαν και αυξήθηκαν μετά την
ανάπτυξη της γραφειοκρατίας και αποτελούνταν από υπαλλήλους, διευθυντές και
δασκάλους που κι αυτοί όπως οι εργάτες έπρεπε να πωλούν την εργασία τους για να
ζήσουν αλλά απολάμβαναν κάποια υψηλότερα κοινωνικά οφέλη σε σχέση με την
εργατική τάξη και έτσι υπήρχε ένα είδος αντιπαλότητας και ανταγωνισμού ανάμεσα
τους. Παράλληλα ο Βέμπερ θεωρούσε πως με την εμφάνιση και ανάπτυξη αυτών των
μεσαίων τάξεων, ενισχύθηκε η πολυπλοκότητα της ταξικής δομής οπότε η ταξική
πάλη του Μαρξ δεν μπορούσε να εφαρμοστεί.
Η
κυριότερη διαφορά ανάμεσα σε Μαρξ και Βέμπερ είναι ότι ο δεύτερος ναι μεν
αποδέχεται ότι υπάρχει σημαντική διάκριση ανάμεσα σε κατέχουσες και μη
κατέχουσες τάξεις όπως και ο Μαρξ αλλά από την άλλη έδωσε έμφαση στους διαχωρισμούς
που υπήρχαν στο εσωτερικό αυτών των ομάδων. Για τον Βέμπερ δεν υπήρχαν ρήξεις μόνο
ανάμεσα σε αστική, μεσαία και εργατική
τάξη αλλά υπήρχαν ρωγμές και συγκρούσεις και μέσα στην ίδια την εργατική τάξη
και όλες αυτές οι συγκρούσεις δημιουργούνταν
από την ίδια την αγορά που πλήρωνε διαφορετικά τα άτομα ανάλογα με τα
προσόντα που είχανε προς πώληση. Για παράδειγμα εξειδικευμένοι εργάτες θα
αμειβόντουσαν καλύτερα από ανειδίκευτους, ενώ και οι μεσαίες τάξεις είχαν
διάφορα επίπεδα προσόντων κατάρτισης και εκπαίδευσης. Εκτός από τους
εργαζόμενους βέβαια υπάρχει και η ομάδα των ιδιοκτητών που κι εδώ διαχωρίζονται
βάση της ιδιοκτησίας που κατέχουν. Αυτός ο διαχωρισμός συνεχίζει και υφίσταται
και στην σημερινή οικονομία και είναι αυτός ανάμεσα στο χρηματικό και
βιομηχανικό κεφάλαιο.
Καταλήγουμε
λοιπόν, πως ενώ ο Μαρξ με τη θεωρία της εκμετάλλευσης και την ταξική σύγκρουση
έδινε έμφαση στην ενότητα στο εσωτερικό της αστικής και εργατικής τάξης, ο
Βέμπερ θεωρεί ότι υπάρχει διαχωρισμός και αντιπαλότητα και μεταξύ των τάξεων,
αστικής, μεσαίας και εργατικής αλλά και στο εσωτερικό αυτών λόγω του
διαχωριστικού ρόλου της αγοράς που προαναφέραμε.
Στη
συνέχεια θα δούμε ότι ο Βέμπερ διέκρινε
και ακόμη δύο κοινωνικές διαιρέσεις και τις ονόμασε κοινωνική θέση (status) και πολιτικό κόμμα. Η κοινωνική
θέση παράγει διαφοροποιήσεις που υπονομεύουν την ταξική ενότητα ενώ παράλληλα
επισημαίνει και το ρόλο των πολιτικών κομμάτων ως θεσμών που τέμνουν τις τάξεις
και αμβλύνουν τις αντιθέσεις. Για
παράδειγμα, η προσπάθεια συντηρητικών κομμάτων να προσεγγίσουν υποστηρικτές από
την εργατική τάξη.
Παρατήρησε
πως η καπιταλιστική παρακίνηση είχε ένα δέσιμο με τον προτεσταντισμό δηλαδή η
«προτεσταντική ηθική» που βασιζότανε πάνω σε σκληρή δουλειά, αποταμίευση και
λιτότητα ήταν ακριβώς αυτό που ζητούσε και ο καπιταλισμός από τους ανθρώπους.
Με την πάροδο του χρόνου βέβαια τα θρησκευτικά κίνητρα εξασθένησαν αλλά το
καπιταλιστικό δόγμα συνέχισε απτόητο προς τον μοναδικό του στόχο δηλαδή το
κέρδος, χωρίς να έχει ανάγκη την πίστη ή τις χάρες του Θεού για πρόσχημα. Για
τον Βέμπερ η καπιταλιστική, γραφειοκρατική κοινωνία απειλούσε την ανθρώπινη
δημιουργικότητα και ελευθερία.
Τελικά ο Βέμπερ δεν είχε ιδιαίτερες διαφωνίες με τον Μαρξ και οι δυο θεωρούσαν τους καπιταλιστές, τους εργάτες και την αγορά ως τα τρία κύρια χαρακτηριστικά της βιομηχανικής κοινωνίας, απλά ο Βέμπερ σε αντίθεση με τον Μαρξ ανέλυσε περισσότερο την καπιταλιστική τάξη.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Κλείνοντας την εργασία μας καλό θα
ήταν να θυμόμαστε πως το κράτος σαν κοινωνική μορφή οργάνωσης
δεν υπήρχε πάντα και πως στο μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας οι φυλές
των ανθρώπων ήταν οργανωμένες σε κοινότητες χωρίς κρατική οντότητα. Επίσης να
μην ξεχνάμε πως έχουν υπάρξει πολλές αλλαγές στην ιστορία της ανθρωπότητας από
τη μια κρατική μορφή στην άλλη μέχρι να φτάσουμε στη μορφή του σύγχρονου
εθνικού κράτους που τελικά κυριάρχησε και έγινε η μορφή κοινωνικής οργάνωσης
που εξακολουθεί να κυριαρχεί σε διάφορες μορφές μέχρι και σήμερα. Αυτός ο
κοινωνικός μετασχηματισμός προς το σύγχρονο κράτος έχει τις ρίζες του προπάντων
σε κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες και στους εσωτερικούς μετασχηματισμούς των
ευρωπαϊκών κρατών με τις μεταβαλλόμενες γεωγραφικές σχέσεις και δυνάμεις που
δημιουργήθηκαν στην πάροδο των χρόνων.
Στο
δεύτερο μέρος της εργασίας μας αναφερθήκαμε στο φορντιστικό μοντέλο οικονομικής
οργάνωσης και παραγωγής που είναι βασισμένο σε γραμμές συναρμολόγησης στη
μαζική παραγωγή και κατανάλωση που προϋποθέτει τη δυνατότητα διαρκώς
αυξανόμενης κατανάλωσης από ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού ενώ
παράλληλα έδωσε ένα νέο σκοπό στο πολιτικό σύστημα με στόχο την απρόσκοπτη
παροχή εργασίας, την κατανομή του πλούτου προς τις κοινωνικές τάξεις που
καταναλώνουν, και την αύξηση της αποτελεσματικότητας της εργασίας με προσφορά
υπηρεσιών θεμελιώνοντας έτσι ένα κράτος «Πρόνοιας». Δηλαδή ο Φορντισμός
συνδέεται με τις έννοιες τεχνολογία παραγωγής (οργάνωση), συσσώρευση
(οικονομία), κράτος ευημερίας και πρόνοιας (πολιτική και κοινωνία).[5]
Παρόλα αυτά βρέθηκε σε κρίση που οφείλεται σε μια σειρά
παραγόντων όπως ο κορεσμός της αγοράς, το συνδικαλιστικό
κίνημα, η μετακίνηση της προτίμησης των καταναλωτών από τυποποιημένα προϊόντα
σε περισσότερο εξειδικευμένα και οικοτεχνικά κ.α
Τέλος
αναλύσαμε τις διαφορές και τις ομοιότητες της μαρξιστικής και βεμπεριανής
θεωρίας για τις κοινωνικές τάξεις καταλήγοντας πως παρά
τις όποιες διαφορές ή ομοιότητες των θεωριών τους και οι δυο θεωρούσαν τους καπιταλιστές, τους
εργάτες και την αγορά ως τα τρία κύρια χαρακτηριστικά της βιομηχανικής
κοινωνίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ø
Hall, S.
& Gieben, B., Η διαμόρφωση της νεωτερικότητας, Αθήνα 2003
Ø
Hall,
S., Mc Grew, A., Held, D. (2003),Η
νεωτερικότητα σήμερα, Αθήνα 2003
Ø
https://el.wikipedia.org/wiki/Φορντισμός (Ανακτήθηκε
26/05/2019)
Ø
http://www.kathimerini.gr/731273/opinion/epikairothta/arxeio-monimes-sthles/to-sygxrono-kratos-einai-mesaiwniko
«Το σύγχρονο κράτος
είναι... Μεσαιωνικό»,Πάσχος Μανδραβέλης(Ανακτήθηκε 28/05/2019)
Ø https://eclass.upatras.gr/modules/document/file.php (Ανακτήθηκε 30/5/2019)
[1] http://www.kathimerini.gr/731273/opinion/epikairothta/arxeio-monimes-sthles/to-sygxrono-kratos-einai-mesaiwniko (Ανακτήθηκε 28/5/2019)
[2] Hall, S. & Gieben, B., 2003, Η διαμόρφωση της νεωτερικότητας σ.137,Αθήνα[Skinner,1978,σ.349-358 Giddens,1985,σ.17-31,116-121]
[3].Hall, S., Mc Grew, A., Held, D. (2003),Η νεωτερικότητα σήμερα, σελ. 270
[4]https://el.wikipedia.org/wiki/Φορντισμός (Ανακτήθηκε 26/05/2019)
[5] https://eclass.upatras.gr/modules/document/file.php (Ανακτήθηκε 30/5/2019)
ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
ΣΠΟΥΔΩΝ:ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗ
ΕΡΓΑΣΙΑ
ΕΞΑΜΗΝΟΥΣΤΗ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
ΒΑΣΙΚΕΣ
ΑΡΧΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ _ΔΗΔ11
ΣΟΦΙΑ ΧΟΛΕΒΑ
ΛΑΡΙΣΑ 2018
ΠΙΝΑΚΑΣ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΠΙΝΑΚΑΣ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ................................................................................... 2
ΕΙΣΑΓΩΓΗ..................................................................................................................3
ΚΥΡΙΩΣ
ΘΕΜΑ......................................................................................................4-10
i.
ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ
ΑΡΧΗ.................................................................. 4-5-6
ii.
ΑΡΧΗ
ΤΗΣ ΔΕΔΗΛΩΜΕΝΗΣ......................................................................6-7
iii.
Η
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ............................7
iv.
ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟΣ-ΚΡΙΣΗ
ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟΥ....................8
v.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ
ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟΥ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ...............................................................................................8-9-10
vi.
ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ
ΔΙΚΑΙΟ......................................................................................10
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ................................................................11
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ......................................................................12
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στην
παρούσα εργασία θα εξετάσουμε την έννοια της κοινοβουλευτικής αρχής, τη
σημασία που έχει αυτή για το πολίτευμα καθώς και το που αυτή διαχρονικά κατοχυρώνεται στο
Σύνταγμα. Προσπαθώντας να δώσουμε τον ορισμό της κοινοβουλευτικής αρχής θα
λέγαμε πως πρόκειται για τον κανόνα σύμφωνα με τον οποίο η κυβέρνηση που
διορίζεται από τον αρχηγό του κράτους και ασκεί την εκτελεστική εξουσία
εξάρταται από την εμπιστοσύνη της Βουλής. Με άλλα λόγια θα λέγαμε πως η
κοινοβουλευτική αρχή συνίσταται στην πρωταρχικότητα της Βουλής ως
αντιπροσωπείας του κυρίαρχου λαού και στην εξάρτηση της Κυβέρνησης από την
εμπιστοσύνη της Βουλής σε όλη την πορεία της αλλά και κατά τη φάση διορισμού της.[1]
Επίσης θα δούμε πως γεννήθηκε η αρχή της δεδηλωμένης και πως αυτή συνδέεται με την κοινοβουλευτική αρχή. Επιπρόσθετα θα εξετάσουμε τη λειτουργία της κοινοβουλευτικής αρχής, που είναι υπεύθυνη για τον καθορισμό του πολιτεύματος και στη συνέχεια θα δούμε εν συντομία το κοινοβουλευτικό σύστημα κυβέρνησης σε αντιπαραβολή με άλλης μορφής δημοκρατικά πολιτεύματα.Επιπλέον θα αναφερθούμε επιγραμματικά στον κοινοβουλευτισμό και στην κρίση τουκαι τέλος θα δώσουμε έμφαση στην διαχρονική καταγραφή της ρητής κατοχύρωσης της κοινοβουλευτικής αρχήςστο ελληνικόΣύνταγμα και θα δούμεπαράλληλα τι γίνεται σε Ευρωπαϊκό επίπεδο Δικαίου
ΚΥΡΙΩΣ ΘΕΜΑ
i.ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΑΡΧΗ
Η κοινοβουλευτική
αρχή είναι μια θεμελιώδης αρχή της συνταγματικής τάξης και οργανωτική βάση του
πολιτεύματος, όπως για παράδειγμα είναι και η αρχή της διάκρισης των
λειτουργιών, η δημοκρατική αρχή κ.α.Η σημασία της κοινοβουλευτικής αρχής είναι
τέτοια, ώστε καθορίζει τον ίδιο τον χαρακτήρα του συστήματος κυβέρνησης, το
οποίο ακολουθείται σε ορισμένη συνταγματική τάξη.[2]
Υπό την ισχύ της κοινοβουλευτικής αρχής το πολίτευμα χαρακτηρίζεται
κοινοβουλευτικό, σε αντιπαραβολή άλλων μορφών οργάνωσης, όπως είναι το
προεδρικό, το ημι-προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης ή το σύστημα της κυβερνώσας
βουλής .
Η
ισχύς της κοινοβουλευτικής αρχής στο ισχύον Σύνταγμα προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ.1 του
Συντάγματος, με την οποία διακηρύσσεται το πολίτευμα της Ελλάδας ως «Προεδρευόμενη
Κοινοβουλεύτικη Δημοκρατία» και επίσης αποτελεί μία μη αναθεωρημένη επιλογή,
σύμφωνα με την ρητή αναφορά στο άρθρο 110 παρ. 1 του Συντάγματος. Επιπρόσθετα η
ισχύς της κοινοβουλευτικής αρχής προβλέπεται εμμέσως πλην σαφώς και από τις
διατάξεις του άρθρου 84 του Συντάγματος, με τις οποίες ρυθμίζεται η ευθύνη της
Κυβέρνησης έναντι της Βουλής κατά τα οριακά στάδια της παροχής ψήφου
εμπιστοσύνης και τυχόν υπερψήφισης πρότασης δυσπιστίας. Επομένως ακόμα και αν
δεν υπήρχε η διατύπωση της αρχής στο άρθρο 1 παρ. 1, δεν θα υπήρχε θέμα
αμφισβήτησης του χαρακτήρα του πολιτεύματος ως κοινοβουλευτικού.[3]
Η
κοινοβουλευτική αρχή εφαρμόζεται σε πλαίσιο μη αυστηρής τριμερούς διάκρισης των
λειτουργιών και ρυθμίζει τις σχέσεις αλληλεξάρτησεις μεταξύ των φορέων της
εκτελεστικής και της νομοθετικής λειτουργίας.[4] Η
Κυβέρνηση ως το όργανο το οποίο ασκεί κατεξοχήν την εκτελεστική
λειτουργία(άρθρα 26 παρ. 2 και 82 παρ. 1 του Συντάγματος) πρέπει να διαθέτει
την εμπιστοσύνη του νομοθετικού σώματος. Σύμφωνα με το ισχύον Σύνταγμα,
ειδικότερες εκφάνσεις της κοινοβουλευτικής αρχής αποτελούν οι συνταγματικές
διατάξεις κατά τις οποίες ρυθμίζεται ο διορισμός και η απαλλαγή της Κυβέρνησης
από τα καθήκοντα της (άρθρα 37επ. και 84 παρ.1), η διάλυση της Βουλής(άρθρο 41)
και η υπαγωγή της Κυβέρνησης σε κοινοbουλευτικό έλεγχο(άρθρα 66,68 και 70 παρ.
6). Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 84 του Συντάγματος, η Κυβέρνηση οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής.
Μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την ορκωμοσία του Πρωθυπουργού,η Κυβέρνηση
υποχρεούται να ζήτησει ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής και μπορεί να τη ζητεί και
οποτεδήποτε άλλωτε. Η Βουλή, αν έχουν διακοπεί οι εργασίες της κατά τον
σχηματισμό της κυβέρνησης καλείται μέσα σε δεκαπέντε μέρες να αποφανθεί για την
πρόταση εμπιστοσύνης. Πρόταση εμπιστοσύνης δεν μπορεί να γίνει δεκτή, αν δεν
εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, οι οποίοι όμως δεν
επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα δυο πέμπτα του όλου αριθμού των βουλευτών.
Πρόταση δυσπιστίας γίνεται δεκτή, μόνο αν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία
του όλου αριθμού των βουλευτών.
Ο Πρωθυπουργός επομένως μπορεί να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου(δυνητική ψήφος εμπιστοσύνης). Η πρόταση γίνεται δεκτή, με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη των δύο πέμπτων δηλαδή εκατών είκοσι βουλευτών. Όσο για την πρόταση δυσπιστίας η βουλή έχει το δικαίωμα να αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την Κυβέρνηση ή από μέλος της, η πρόταση δυσπιστίας αποτελεί το πλέον ακραίο μέσο κοινοβουλευτικού ελέγχου στη διάθεση της αντιπολίτευσης. Τέλος οι σχέσεις Βουλής, Κυβέρνησης είναι ουσιαστικά οι σχέσεις κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και αντιπολίτευσης.[5]
Εκείνο
που πρέπει να γίνει αντιληπτό είναι πως η ισχύς της κοινοβουλευτικής αρχής στη
σύγχρονη εκδοχή της απορρέει από την υπεροχή του Λαού(άρθρο 1. παράγραφος 2 του
Συντάγματος). Ας μην ξεχνάμε πως ο Λαός είναι εκείνος που σε μια
αντιπροσωπευτική δημοκρατία ενεργεί μέσω του κοινοβουλίου το οποίο διαθέτει και
την άμεση νομιμοποίηση και για τον έλεγχο όσων ασκούν την εκτελεστική
λειτουργία. Όπως και να έχει, εκείνο που πρέπει να επισημάνουμε είναι πως
μπορεί να υπάρχει δημοκρατική αρχή και ύπαρξη δημοκρατικού πολιτεύματος χωρίς
να υπάρχει ισχύς της κοινοβουλευτικής αρχής. Αυτό μπορούμε εύκολα να το
καταλάβουμε από το ότι υπάρχουν κι άλλα πολιτεύματα τα οποία είναι μεν
δημοκρατικά αλλά όχι κοινοβουλευτικά, όπως για παράδειγμα είναι τα προεδρικά
και ημι-προεδρικά πολιτεύματα. Επίσης στα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα όπως και
στην περίπτωση της χώρας μας που έχουμε «Προεδρευόμενη Κοινοβουλεύτικη
Δημοκρατία» ο αρχηγός του Κράτους στην περίπτωση μας ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας, περιορίζεται κατά βάση σε έναν ρυθμιστικό και συμβολικό ρόλο.
ii.ΗΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΕΔΗΛΩΜΕΝΗΣ
Μια
ειδικότερη έννοια σε σχέση με την κοινοβουλευτική αρχή αποτελεί και η αρχή της
δεδηλωμένης. Από τη μία η κοινοβουλευτική αρχή είναι εκείνη που ρυθμίζει εν
γένει τις σχέσεις μεταξύ κυβέρνησης και βουλής και από την άλλη
η αρχή της δεδηλωμένης αφορά κυρίως το στάδιο του διορισμού της
κυβέρνησης και έτσι αποτελεί μια μικρότερη έκφανση της κοινοβουλευτικής αρχής.[6] Η
αρχή της δεδηλωμένης «γεννήθηκε» μετά την καταγγελία του Χ. Τρικούπη ότι ο
βασιλιάς διόριζε αυταρχικά υπουργούς από την μειοψηφία. Από τότε οι κυβερνήσεις
πρέπει να έχουν «δεδηλωμένη» την απόλυτη πλειοψηφία.[7]
Από το 1927 και μέχρι σήμερα ακολούθησε εκτός από την αρχή της δεδηλωμένης και
η ρητή καταγραφή της κοινοβουλευτικής αρχής στο κείμενο του Συντάγματος, με
στόχο τη βελτίωση και εμπέδωση της λειτουργίας των κοινοβουλευτικών θεσμών.
Πάντως αυτό που ουσιαστικά σημαίνει η αρχή της δεδηλωμένης το φανερώνει ο ίδιος
της ο τίτλος, πρόκειται δηλαδή για την εμπιστοσύνη της Βουλής η οποία
απαιτείται να υπάρχει από το αρχικό στάδιο του διορισμού της από τον αρχηγό του
κράτους, ανεξάρτητα από το εάν αυτός είναι αιρετώς ή κληρονομικός(π.χ στη
Μ.Βρετανία, υπάρχει κοινοβουλευτική αρχή με κληρονομικό ανώτατο
άρχοντα)υποχρεούται να διορίσει στο αξίωμα του Πρωθυπουργού τον αρχηγό της
δεδηλωμένης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας(άρθρο 37 παρ.2 του Συντάγματος). Στην
περίπτωση αυτή επομένως η κυβέρνηση που θα σχηματιστεί από τον πρωθυπουργό θα
απολαμβάνει και την εμπιστοσύνη της Βουλής.
iii.Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ
Συνεχίζοντας
θα εξετάσουμε τη λειτουργία της κοινοβουλευτικής αρχής που είναι ουσιαστικά υπεύθυνη
για τον καθορισμό του πολιτεύματος που εφαρμόζεται σε μια ορισμένη χώρα. Έτσι,
όταν η κυβέρνηση εξαρτάται από την εμπιστοσύνη της Βουλής και οι σχέσεις μεταξύ
νομοθετικής και εκτελεστικής λειτουργίας ρυθμίζονται τυποποιημένα το σύστημα
κυβέρνησης χαρακτηρίζεται ως «κοινοβουλευτικό». Υπο την ισχύ της
κοινοβουλευτικής αρχής λοιπόν έχουμε κοινοβουλευτικό σύστημα σε αντιπαραβολή
άλλων μορφών οργάνωσης, όπως είναι το προεδρικό που εφαρμόζεται π.χ στις Η.Π.Α
και στην Κύπρο όπου εκεί δεν τίθεται θέμα παροχής εμπιστοσύνης προς τους
υπουργούς αφού τους διορίζει ο ίδιος ο Πρόεδροςή το σύστημα της κυβερνώσας
βουλής, στο οποίο φορέας της εκτελεστικής λειτουργίας είναι η ίδια η βουλή,
ενεργώντας συνήθως μέσω επιτροπής, ενώ δεν ιφίσταται διακριτικό όργανο του
κράτους για την ανάθεση της εκτελεστικής αρμοδιότητας, καθώς εδώ δεν υπάρχει η
διάκριση των λειτουργιών. Πάντως το σύστημα της
κυβερνώσας βουλής στις μέρες μας τείνει να εκλείψει.
Όσο για το ημιπροεδρικό σύστημα η διαφορά του με το κοινοβουλευτικό έγκειται στο ότι στην περίπτωση αυτή η κυβέρνηση εξαρτάται τόσο από την εμπιστοσύνη της βουλής όσο και από την εμπιστοσύνη του αρχηγού του κράτους. Πάντως και στο προεδρικό και στο ημιπροεδρικό σύστημα ο πρόεδρος εκλέγεται κατευθείαν από το Λαό κι αυτός είναι και ο λόγος που έχει αυξημένες αρμοδιότητες σε σχέση με τον αρχηγό του κράτους στα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα που έχει συμβολικό ρόλο.
iv. ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟΣ- ΚΡΙΣΗ
ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟΥ
Η
κοινοβουλευτική αρχή διαφέρει από τον κοινοβουλευτισμό. Ο κοινοβουλευτισμός
είναι μια γενικότερη έννοια με την οποία ουσιαστικά περιγράφονται διάφορες
μορφές συνελεύσεων εκπροσώπησης, από διορισμένα ή και εκλεγμένα μέλη με άλλωτε
συμβουλευτικές ή και αποφασιστικές αρμοδιότητες. Παρ’όλα αυτά σίγουρα ο
κοινοβουλευτισμός δεν παύει να αποτελεί τη βάση του σύγχρονου
κοινοβουλευτισμού.
Πρώτη
φορά κατά την περίοδο του μεσοπολέμου στην Ελλάδα, παρατηρήθηκαν οισιώδεις
πολιτικές αλλαγές που επηρέασαν την οργάνωση των σχέσεων μεταξύ εκτελεστικής
και νομοθετικής λειτουργίας. Έτσι με τον όρο «κρίση του κοινοβουλευτισμού»
ουσιαστικά αναφερόμαστε στις πολιτικές συνθήκες οι οποίες οδήγησαν σε ενίσχυση
της κυβερνητικής λειτουργίας σε βάρος της αποτελεσματικότητας της βουλής κι
αυτό γιατί η κυβέρνηση ταυτίζεται με την πλειοψηφία των βουλευτών και γίνεται
παράλληλα παράκαμψη της αρχής της ελεύθερης εντολής (άρθρο 60 παρ.1) μέσω της κομματικής πειθαρχίας[8].
Συζήτηση για την κρίση του κοινοβουλευτισμού πάντως ιφύσταται μέχρι και στις
μέρες μας με αφορμή το συγκεκριμένο κομματικό σύστημα που επικρατεί και με την
έντονη εξάρτηση των βουλευτών από τον αρχηγό του κόμματος.
v.ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟΥ ΣΤΟ
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Όπως
προαναφέρθηκε ρητή καταγραφή της κοινοβουλευτικής αρχής στο Σύνταγμα είχαμε
πρώτη φορά το 1927 και συγκεκριμένα στο άρθρο 89 του Συντάγματος όπου απαιτείτο
η Κυβέρνηση να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Όμως το Σύνταγμα του
1927 υπήρξε βραχύβιο λόγω της πολιτικής
αστάθειας που ακολούθησε μετά τη θέσπιση του, οπότε δεν συνέβαλε καθόλου ως προς
την εμπέδωση των κοινοβουλευτικών θεσμών. Η διάταξη του άρθρου 89 του συντάγματος
του 1927 αντιγράφηκε και στο σύνταγμα του 1952 και συγκεκριμένα στο άρθρο 78.
Παρόλα αυτά εξακολούθησαν να υπάρχουν παραβιάσεις της κοινοβουλευτικής αρχής εκ
μέρους του Βασιλιά γιατί ας μην ξεχνάμε πως στο σύνταγμα του 1952 υπήρχαν
παράλληλα ακόμα και αυξημένες βασιλικές αρμοδιότητες σε σχέση με τον διορισμό
της κυβέρνησης και τη διάλυση της βουλής. Παρόμοιοι λόγοι είχαν γίνει η αιτία
της γέννησης της αρχής της δεδηλωμένης επί Χαριλάου Τρικούπη. Πάντως χαρακτηριστική
περίπτωση παρεβάσεων σε αντίθεση με τη λαική κυριαρχία, υπήρξε και η περίοδος
της δεκαετίας του 1960, η οποία και τελικά κατέληξε στην επιβολή της
δικτατορίας τον Απρίλιο του 1967.[9]
Πρώτη
φορά που το πολίτευμα της Ελλάδας χαρακτηρίστηκε ρητώς ως «κοινοβουλευτική
δημοκρατία», απόφαση που όπως προείπαμε δεν υπάγεται σε αναθεώρηση, ήταν έπειτα
από την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ε’ Αναθεωρητική Βουλή με το άρθρο 1. παρ.1
του Συντάγματος του 1975. Πέρα όμως από αυτή τη διακύρηξη, στο άρθρο 84 παρ.1
καταγράφεται και η πεμπτουσία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, αφού
προβλέπεται ρητά ότι η κυβέρνηση «οφείλει» να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της
βουλής και της οποίας την εμπιστοσύνη εάν χάσει οφείλει να παραιτηθεί.
Επιπρόσθετα θεσπίστηκαν διατάξεις με τις οποίες ρυθμίζονται λεπτομερώς οι σχέσεις
κυβέρνησης και βουλής και επίσης οριοθετείται και καθορίζεται ο ρόλος του
αρχηγού του κράτους σχετικά(άρθρα 35,37,38,41,82 και 84 του Συντάγματος του
1975). Στο πλαίσιο της ρύθμισης των σχέσεων μεταξύ των φορέων της εκτελεστικής
και της νομοθετικής λειτουργίας κατά τη θέσπιση του
συνταγματος του 1975 υιοθετήθηκαν και συγκεκριμένες ρυθμιστικές αρμοδιότητες
του Προέδρου της Δημοκρατίας και συγκεκριμένα η δυνατότητα παύσης της
κυβέρνησης, την αρμοδιότητα παύσης της βουλής λόγω προφανούς δυσαρμονίας με το
λαικό αίσθημα και την αρμοδιότητα προκύρηξης δημοψηφίσματος. Με την αναθεώρηση
του Συντάγματος το 1986 όλες οι παραπάνω διατάξεις καταργήθηκαν αν και
ουσιαστικά δεν ασκήθηκαν ποτέ. Με τον τρόπο αυτό μειώθηκαν οι δυνατότητες
παρέμβασεις του αρχηγού του κράτους στην πολιτική ζωή της χώρας.Στην μόνη
περίπτωση που μπορούσε να παρέμβει ακόμη ήταν στη διάλυση της βουλής για
έλλειψη κυβερνητικής σταθερότητας, σύμφωνα με το άρθρο 41 του Συντάγματος οπού
απαιτείται να συντρέχουν συγκεκριμένα δεδομένα, δηλαδή να έχει προηγηθεί παραίτηση
ή καταψήφιση δύο κυβερνήσεων. Ύπο μια έννοια θα μπορούσαμε να πούμε πως με την
αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975 επιτεύχθηκε η θεσμική ολοκλήρωση του
κοινοβουλευτικού συστήματος.Παρόλα αυτά υπήρξε και αντίλογος ειδικά μετά την
αναθεώρηση του 1986 σχετικά με τον περιορισμό του ρόλου του Προέδρου της
Δημοκρατίας σε καθαρά συμβολικό χαρακτήρα καθώς αυτό σήμαινε και την κατάργηση
ενός σημαντικού «θεσμικού αντίβαρου» που έχει ως συνέπεια την υπερβολική
ενίσχυση της θέσης του Πρωθυπουργού. Πάντως από το 1986 και έκτοτε ποτέ δεν τέθηκε
θέμα επαναφοράς των καταργηθέντων αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας.
vii.
ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ
ΔΙΚΑΙΟ
Το κοινοβουλευτικό σύστημα ως ένα κοινό ευρωπαϊκό μοντέλο οργάνωσης της εξουσίας, υπάρχει και στο πρωτογενές δίκαιο της Ε.Ε, ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο τη δημοκρατική νομιμοποίηση των αποφάσεων της Ένωσης.Το Ευρωπαικό Κοινοβούλιο είναι ένας δημοκρατικά νομιμοποιημένος νομοθέτης επομένως που ενεργεί παράλληλα και από κοινού με άλλα νομοθετικά όργανα της Ε.Ε αλλά επίσης είναι και ένα ελεγκτικό όργανο των φορέων εκτελεστικών αρμοδιοτήτων(άρθρα 226&234 ΣΛΕΕ). Στο πλαίσιο του πρωτογενούς ευρωπαικού δικαίου, οι επιμέρους συνταγματικοί εθνικοί κανόνες σχετικά με την καθιέρωση της κοινοβουλευτικής αρχής έχουν ιδιαίτερη σημασία, ειδικά στο μέτρο κατά το οποίο σύμφωνα με το νέο άρθρο 10 παρ.2 εδ β’ ΣΕΕ αναγνωρίζεται ότι η απόδοση ευθύνης σε σχέση με τη δράση των εκπροσώπων των κυβερνήσεων και αρχηγών των κρατών μελών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και στο Συμβούλιο διαμεσολαβείται από τις σχετικές ελεγκτικές αρμοδιότητες των εθνικών κοινοβουλίων.[10]
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Συμπερασματικά το
κοινοβουλευτικό σύστημα αποτελεί μορφή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας αλλά
μπορεί να υπάρχει δημοκρατική αρχή και χωρίς κοινοβουλευτικό σύστημα. Το
κοινοβουλευτικό σύστημα είναι ένα κυβερνητικό σύστημα που επηρεάζει την
κυβέρνηση και διαφέρει βασικά από άλλα συστήματα.[11] Η
κοινοβουλευτική αρχή συνίσταται στην πρωταρχικότητα της Βουλής ως αντιπροσωπείας
του κυρίαρχου λαού και στην εξάρτηση της Κυβέρνησης από την εμπιστοσύνη της
Βουλής.Ο κοινοβουλευτισμός χωρίζεται σε τρεις διαστάσεις, πρώτον την ανάδειξη,
τον έλεγχο και τη διατήρηση της κυβέρνησης στην εξουσία.
Με
την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975/86 επιτεύχθηκε η θεσμική ολοκλήρωση του
κοινοβουλευτικού συστήματος στην Ελλάδα και από τότε μέχρι πριν μερικά χρόνια το
κοινοβουλευτικό σύστημα λειτούργησε ομαλά, αφού κατά κανόνα έβγαιναν
αυτοδύναμες, μονοκομματικές κυβερνήσεις. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο λόγω της
οικονομικής κρίσης, δημιουργήθηκαν έντονες αντιπαραθέσεις σχετικά με τα μέτρα
δημοσιονομικής πειθαρχίας που υποχρεώθηκε η χώρα να τηρεί και πλέον δεν φαίνεται
πια εύκολα να μπορεί να επιτευχθεί πλειοψηφία στη Βουλή. Κλείνοντας ας
κρατήσουμε πως η εξέλιξη του κοινοβουλευτικού συστήματος συμβαδίζει με την εξέλιξη της Δημοκρατίας σε
εθνικό και ευρωπαϊκό
επίπεδο.
..
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ø Αντωνίου
Θ.(επιμ)(2014). Γενικές Αρχές Δημοσίου Δικαίου, Σειρά:Εγχειρίδια Δημοσίου
Δικαίου και Ευρωπαικού Δημοσίου Δικαίου
Ø Παπαδοπούλου
Λίνα, Α.Π.Θ, Ανοιχτά Ακαδημαικά Μαθήματα «Ενότητα δέκατη» Κοινοβουλευτική αρχή
https://opencourses.auth.gr/modules/units/?course=OCRS101&id=1066
Ø Παραράς Π.(1991)- Σύνταγμα 1975 -Corpus III, άρθρα 81-92, Κυβέρνηση-Δικαστική εξουσία Ι
Ø
Περγούλη
Αναστασία, Αθήνα 2010, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών «Έννοια και
διαστάσεις του κοινοβουλευτικού συστήματος» https://eclass.uoa.gr/modules/document/file.php/
(ανακτήθηκε 11/12/2018)
Ø
https://www.mixanitouxronou.gr/i-archi-tis-dedilomenis-gennithike-meta-tin-katangelia-tou-ch-trikoupi-oti-o-vasilias-diorize-aftarchika-ipourgous-apo-tin-miopsifia-apo-tote-i-kivernisis-prepi-na-echoun-dedilomeni-tin-apoli/ (ανακτήθηκε 10/12/2018)
[1]Παπαδοπούλου Λίνα, Α.Π.Θ, Ανοιχτά Ακαδημαικά Μαθήματα
«Ενότητα δέκατη» Κοινοβουλευτική αρχή
https://opencourses.auth.gr/modules/units/?course=OCRS101&id=1066
[2]Αντωνίου Θ. (Επιμ.) (2014). Γενικές Αρχές Δημοσίου Δικαίου, Σειρά: Εγχειρίδια Δημοσίου Δικαίου και Ευρωπαϊκού Δημοσίου Δικαίου. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη. Αικ. Ηλιάδου σελ 68
[3]Παραράς Π.(1991)- Σύνταγμα 1975 -Corpus III, άρθρα 81-92, Κυβέρνηση-Δικαστική εξουσία Ι , σελ 143, αρ. Περ.9
[4]Αντωνίου Θ. (Επιμ.) (2014). Γενικές Αρχές Δημοσίου
Δικαίου, Σειρά: Εγχειρίδια Δημοσίου Δικαίου και Ευρωπαϊκού Δημοσίου Δικαίου.
Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη. Αικ. Ηλιάδου σελ 69
[5]Παπαδοπούλου Λίνα, Α.Π.Θ, Ανοιχτά Ακαδημαικά Μαθήματα
«Ενότητα δέκατη» Κοινοβουλευτική αρχή
https://opencourses.auth.gr/modules/units/?course=OCRS101&id=1066
[6]Αντωνίου Θ. (Επιμ.) (2014). Γενικές Αρχές Δημοσίου Δικαίου, Σειρά: Εγχειρίδια Δημοσίου Δικαίου και Ευρωπαϊκού Δημοσίου Δικαίου. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη. Αικ. Ηλιάδου σελ 70
[7]https://www.mixanitouxronou.gr/i-archi-tis-dedilomenis-gennithike-meta-tin-katangelia-tou-ch-trikoupi-oti-o-vasilias-diorize-aftarchika-ipourgous-apo-tin-miopsifia-apo-tote-i-kivernisis-prepi-na-echoun-dedilomeni-tin-apoli/
[8]Αντωνίου Θ. (Επιμ.) (2014). Γενικές Αρχές Δημοσίου
Δικαίου, Σειρά: Εγχειρίδια Δημοσίου Δικαίου και Ευρωπαϊκού Δημοσίου Δικαίου.
Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη. Αικ. Ηλιάδου σελ 71
[9]Αντωνίου Θ. (Επιμ.) (2014). Γενικές Αρχές Δημοσίου
Δικαίου, Σειρά: Εγχειρίδια Δημοσίου Δικαίου και Ευρωπαϊκού Δημοσίου Δικαίου.
Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη. Αικ. Ηλιάδου σελ 77
[10]Αντωνίου Θ. (Επιμ.) (2014). Γενικές Αρχές Δημοσίου
Δικαίου, Σειρά: Εγχειρίδια Δημοσίου Δικαίου και Ευρωπαϊκού Δημοσίου Δικαίου.
Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη. Αικ. Ηλιάδου σελ 80
[11]Περγούλη Αναστασία, Αθήνα 2010, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών «Έννοια και διαστάσεις του κοινοβουλευτικού συστήματος» https://eclass.uoa.gr/modules/document/file.php/ (ανακτήθηκε 11/12/2018)
The first time I told my story, I felt only pain. “How could this have happened to me?” I asked. The second time I told my story, I felt on...