ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
ΣΠΟΥΔΩΝ:ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗ
ΕΡΓΑΣΙΑ
ΕΞΑΜΗΝΟΥΣΤΗ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
ΒΑΣΙΚΕΣ
ΑΡΧΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ _ΔΗΔ11
ΣΟΦΙΑ ΧΟΛΕΒΑ
ΛΑΡΙΣΑ 2018
ΠΙΝΑΚΑΣ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΠΙΝΑΚΑΣ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ................................................................................... 2
ΕΙΣΑΓΩΓΗ..................................................................................................................3
ΚΥΡΙΩΣ
ΘΕΜΑ......................................................................................................4-10
i.
ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ
ΑΡΧΗ.................................................................. 4-5-6
ii.
ΑΡΧΗ
ΤΗΣ ΔΕΔΗΛΩΜΕΝΗΣ......................................................................6-7
iii.
Η
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ............................7
iv.
ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟΣ-ΚΡΙΣΗ
ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟΥ....................8
v.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ
ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟΥ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ...............................................................................................8-9-10
vi.
ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ
ΔΙΚΑΙΟ......................................................................................10
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ................................................................11
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ......................................................................12
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στην
παρούσα εργασία θα εξετάσουμε την έννοια της κοινοβουλευτικής αρχής, τη
σημασία που έχει αυτή για το πολίτευμα καθώς και το που αυτή διαχρονικά κατοχυρώνεται στο
Σύνταγμα. Προσπαθώντας να δώσουμε τον ορισμό της κοινοβουλευτικής αρχής θα
λέγαμε πως πρόκειται για τον κανόνα σύμφωνα με τον οποίο η κυβέρνηση που
διορίζεται από τον αρχηγό του κράτους και ασκεί την εκτελεστική εξουσία
εξάρταται από την εμπιστοσύνη της Βουλής. Με άλλα λόγια θα λέγαμε πως η
κοινοβουλευτική αρχή συνίσταται στην πρωταρχικότητα της Βουλής ως
αντιπροσωπείας του κυρίαρχου λαού και στην εξάρτηση της Κυβέρνησης από την
εμπιστοσύνη της Βουλής σε όλη την πορεία της αλλά και κατά τη φάση διορισμού της.[1]
Επίσης θα δούμε πως γεννήθηκε η αρχή της δεδηλωμένης και πως αυτή συνδέεται με την κοινοβουλευτική αρχή. Επιπρόσθετα θα εξετάσουμε τη λειτουργία της κοινοβουλευτικής αρχής, που είναι υπεύθυνη για τον καθορισμό του πολιτεύματος και στη συνέχεια θα δούμε εν συντομία το κοινοβουλευτικό σύστημα κυβέρνησης σε αντιπαραβολή με άλλης μορφής δημοκρατικά πολιτεύματα.Επιπλέον θα αναφερθούμε επιγραμματικά στον κοινοβουλευτισμό και στην κρίση τουκαι τέλος θα δώσουμε έμφαση στην διαχρονική καταγραφή της ρητής κατοχύρωσης της κοινοβουλευτικής αρχήςστο ελληνικόΣύνταγμα και θα δούμεπαράλληλα τι γίνεται σε Ευρωπαϊκό επίπεδο Δικαίου
ΚΥΡΙΩΣ ΘΕΜΑ
i.ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΑΡΧΗ
Η κοινοβουλευτική
αρχή είναι μια θεμελιώδης αρχή της συνταγματικής τάξης και οργανωτική βάση του
πολιτεύματος, όπως για παράδειγμα είναι και η αρχή της διάκρισης των
λειτουργιών, η δημοκρατική αρχή κ.α.Η σημασία της κοινοβουλευτικής αρχής είναι
τέτοια, ώστε καθορίζει τον ίδιο τον χαρακτήρα του συστήματος κυβέρνησης, το
οποίο ακολουθείται σε ορισμένη συνταγματική τάξη.[2]
Υπό την ισχύ της κοινοβουλευτικής αρχής το πολίτευμα χαρακτηρίζεται
κοινοβουλευτικό, σε αντιπαραβολή άλλων μορφών οργάνωσης, όπως είναι το
προεδρικό, το ημι-προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης ή το σύστημα της κυβερνώσας
βουλής .
Η
ισχύς της κοινοβουλευτικής αρχής στο ισχύον Σύνταγμα προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ.1 του
Συντάγματος, με την οποία διακηρύσσεται το πολίτευμα της Ελλάδας ως «Προεδρευόμενη
Κοινοβουλεύτικη Δημοκρατία» και επίσης αποτελεί μία μη αναθεωρημένη επιλογή,
σύμφωνα με την ρητή αναφορά στο άρθρο 110 παρ. 1 του Συντάγματος. Επιπρόσθετα η
ισχύς της κοινοβουλευτικής αρχής προβλέπεται εμμέσως πλην σαφώς και από τις
διατάξεις του άρθρου 84 του Συντάγματος, με τις οποίες ρυθμίζεται η ευθύνη της
Κυβέρνησης έναντι της Βουλής κατά τα οριακά στάδια της παροχής ψήφου
εμπιστοσύνης και τυχόν υπερψήφισης πρότασης δυσπιστίας. Επομένως ακόμα και αν
δεν υπήρχε η διατύπωση της αρχής στο άρθρο 1 παρ. 1, δεν θα υπήρχε θέμα
αμφισβήτησης του χαρακτήρα του πολιτεύματος ως κοινοβουλευτικού.[3]
Η
κοινοβουλευτική αρχή εφαρμόζεται σε πλαίσιο μη αυστηρής τριμερούς διάκρισης των
λειτουργιών και ρυθμίζει τις σχέσεις αλληλεξάρτησεις μεταξύ των φορέων της
εκτελεστικής και της νομοθετικής λειτουργίας.[4] Η
Κυβέρνηση ως το όργανο το οποίο ασκεί κατεξοχήν την εκτελεστική
λειτουργία(άρθρα 26 παρ. 2 και 82 παρ. 1 του Συντάγματος) πρέπει να διαθέτει
την εμπιστοσύνη του νομοθετικού σώματος. Σύμφωνα με το ισχύον Σύνταγμα,
ειδικότερες εκφάνσεις της κοινοβουλευτικής αρχής αποτελούν οι συνταγματικές
διατάξεις κατά τις οποίες ρυθμίζεται ο διορισμός και η απαλλαγή της Κυβέρνησης
από τα καθήκοντα της (άρθρα 37επ. και 84 παρ.1), η διάλυση της Βουλής(άρθρο 41)
και η υπαγωγή της Κυβέρνησης σε κοινοbουλευτικό έλεγχο(άρθρα 66,68 και 70 παρ.
6). Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 84 του Συντάγματος, η Κυβέρνηση οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής.
Μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την ορκωμοσία του Πρωθυπουργού,η Κυβέρνηση
υποχρεούται να ζήτησει ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής και μπορεί να τη ζητεί και
οποτεδήποτε άλλωτε. Η Βουλή, αν έχουν διακοπεί οι εργασίες της κατά τον
σχηματισμό της κυβέρνησης καλείται μέσα σε δεκαπέντε μέρες να αποφανθεί για την
πρόταση εμπιστοσύνης. Πρόταση εμπιστοσύνης δεν μπορεί να γίνει δεκτή, αν δεν
εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, οι οποίοι όμως δεν
επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα δυο πέμπτα του όλου αριθμού των βουλευτών.
Πρόταση δυσπιστίας γίνεται δεκτή, μόνο αν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία
του όλου αριθμού των βουλευτών.
Ο Πρωθυπουργός επομένως μπορεί να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου(δυνητική ψήφος εμπιστοσύνης). Η πρόταση γίνεται δεκτή, με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη των δύο πέμπτων δηλαδή εκατών είκοσι βουλευτών. Όσο για την πρόταση δυσπιστίας η βουλή έχει το δικαίωμα να αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την Κυβέρνηση ή από μέλος της, η πρόταση δυσπιστίας αποτελεί το πλέον ακραίο μέσο κοινοβουλευτικού ελέγχου στη διάθεση της αντιπολίτευσης. Τέλος οι σχέσεις Βουλής, Κυβέρνησης είναι ουσιαστικά οι σχέσεις κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και αντιπολίτευσης.[5]
Εκείνο
που πρέπει να γίνει αντιληπτό είναι πως η ισχύς της κοινοβουλευτικής αρχής στη
σύγχρονη εκδοχή της απορρέει από την υπεροχή του Λαού(άρθρο 1. παράγραφος 2 του
Συντάγματος). Ας μην ξεχνάμε πως ο Λαός είναι εκείνος που σε μια
αντιπροσωπευτική δημοκρατία ενεργεί μέσω του κοινοβουλίου το οποίο διαθέτει και
την άμεση νομιμοποίηση και για τον έλεγχο όσων ασκούν την εκτελεστική
λειτουργία. Όπως και να έχει, εκείνο που πρέπει να επισημάνουμε είναι πως
μπορεί να υπάρχει δημοκρατική αρχή και ύπαρξη δημοκρατικού πολιτεύματος χωρίς
να υπάρχει ισχύς της κοινοβουλευτικής αρχής. Αυτό μπορούμε εύκολα να το
καταλάβουμε από το ότι υπάρχουν κι άλλα πολιτεύματα τα οποία είναι μεν
δημοκρατικά αλλά όχι κοινοβουλευτικά, όπως για παράδειγμα είναι τα προεδρικά
και ημι-προεδρικά πολιτεύματα. Επίσης στα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα όπως και
στην περίπτωση της χώρας μας που έχουμε «Προεδρευόμενη Κοινοβουλεύτικη
Δημοκρατία» ο αρχηγός του Κράτους στην περίπτωση μας ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας, περιορίζεται κατά βάση σε έναν ρυθμιστικό και συμβολικό ρόλο.
ii.ΗΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΕΔΗΛΩΜΕΝΗΣ
Μια
ειδικότερη έννοια σε σχέση με την κοινοβουλευτική αρχή αποτελεί και η αρχή της
δεδηλωμένης. Από τη μία η κοινοβουλευτική αρχή είναι εκείνη που ρυθμίζει εν
γένει τις σχέσεις μεταξύ κυβέρνησης και βουλής και από την άλλη
η αρχή της δεδηλωμένης αφορά κυρίως το στάδιο του διορισμού της
κυβέρνησης και έτσι αποτελεί μια μικρότερη έκφανση της κοινοβουλευτικής αρχής.[6] Η
αρχή της δεδηλωμένης «γεννήθηκε» μετά την καταγγελία του Χ. Τρικούπη ότι ο
βασιλιάς διόριζε αυταρχικά υπουργούς από την μειοψηφία. Από τότε οι κυβερνήσεις
πρέπει να έχουν «δεδηλωμένη» την απόλυτη πλειοψηφία.[7]
Από το 1927 και μέχρι σήμερα ακολούθησε εκτός από την αρχή της δεδηλωμένης και
η ρητή καταγραφή της κοινοβουλευτικής αρχής στο κείμενο του Συντάγματος, με
στόχο τη βελτίωση και εμπέδωση της λειτουργίας των κοινοβουλευτικών θεσμών.
Πάντως αυτό που ουσιαστικά σημαίνει η αρχή της δεδηλωμένης το φανερώνει ο ίδιος
της ο τίτλος, πρόκειται δηλαδή για την εμπιστοσύνη της Βουλής η οποία
απαιτείται να υπάρχει από το αρχικό στάδιο του διορισμού της από τον αρχηγό του
κράτους, ανεξάρτητα από το εάν αυτός είναι αιρετώς ή κληρονομικός(π.χ στη
Μ.Βρετανία, υπάρχει κοινοβουλευτική αρχή με κληρονομικό ανώτατο
άρχοντα)υποχρεούται να διορίσει στο αξίωμα του Πρωθυπουργού τον αρχηγό της
δεδηλωμένης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας(άρθρο 37 παρ.2 του Συντάγματος). Στην
περίπτωση αυτή επομένως η κυβέρνηση που θα σχηματιστεί από τον πρωθυπουργό θα
απολαμβάνει και την εμπιστοσύνη της Βουλής.
iii.Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ
Συνεχίζοντας
θα εξετάσουμε τη λειτουργία της κοινοβουλευτικής αρχής που είναι ουσιαστικά υπεύθυνη
για τον καθορισμό του πολιτεύματος που εφαρμόζεται σε μια ορισμένη χώρα. Έτσι,
όταν η κυβέρνηση εξαρτάται από την εμπιστοσύνη της Βουλής και οι σχέσεις μεταξύ
νομοθετικής και εκτελεστικής λειτουργίας ρυθμίζονται τυποποιημένα το σύστημα
κυβέρνησης χαρακτηρίζεται ως «κοινοβουλευτικό». Υπο την ισχύ της
κοινοβουλευτικής αρχής λοιπόν έχουμε κοινοβουλευτικό σύστημα σε αντιπαραβολή
άλλων μορφών οργάνωσης, όπως είναι το προεδρικό που εφαρμόζεται π.χ στις Η.Π.Α
και στην Κύπρο όπου εκεί δεν τίθεται θέμα παροχής εμπιστοσύνης προς τους
υπουργούς αφού τους διορίζει ο ίδιος ο Πρόεδροςή το σύστημα της κυβερνώσας
βουλής, στο οποίο φορέας της εκτελεστικής λειτουργίας είναι η ίδια η βουλή,
ενεργώντας συνήθως μέσω επιτροπής, ενώ δεν ιφίσταται διακριτικό όργανο του
κράτους για την ανάθεση της εκτελεστικής αρμοδιότητας, καθώς εδώ δεν υπάρχει η
διάκριση των λειτουργιών. Πάντως το σύστημα της
κυβερνώσας βουλής στις μέρες μας τείνει να εκλείψει.
Όσο για το ημιπροεδρικό σύστημα η διαφορά του με το κοινοβουλευτικό έγκειται στο ότι στην περίπτωση αυτή η κυβέρνηση εξαρτάται τόσο από την εμπιστοσύνη της βουλής όσο και από την εμπιστοσύνη του αρχηγού του κράτους. Πάντως και στο προεδρικό και στο ημιπροεδρικό σύστημα ο πρόεδρος εκλέγεται κατευθείαν από το Λαό κι αυτός είναι και ο λόγος που έχει αυξημένες αρμοδιότητες σε σχέση με τον αρχηγό του κράτους στα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα που έχει συμβολικό ρόλο.
iv. ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟΣ- ΚΡΙΣΗ
ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟΥ
Η
κοινοβουλευτική αρχή διαφέρει από τον κοινοβουλευτισμό. Ο κοινοβουλευτισμός
είναι μια γενικότερη έννοια με την οποία ουσιαστικά περιγράφονται διάφορες
μορφές συνελεύσεων εκπροσώπησης, από διορισμένα ή και εκλεγμένα μέλη με άλλωτε
συμβουλευτικές ή και αποφασιστικές αρμοδιότητες. Παρ’όλα αυτά σίγουρα ο
κοινοβουλευτισμός δεν παύει να αποτελεί τη βάση του σύγχρονου
κοινοβουλευτισμού.
Πρώτη
φορά κατά την περίοδο του μεσοπολέμου στην Ελλάδα, παρατηρήθηκαν οισιώδεις
πολιτικές αλλαγές που επηρέασαν την οργάνωση των σχέσεων μεταξύ εκτελεστικής
και νομοθετικής λειτουργίας. Έτσι με τον όρο «κρίση του κοινοβουλευτισμού»
ουσιαστικά αναφερόμαστε στις πολιτικές συνθήκες οι οποίες οδήγησαν σε ενίσχυση
της κυβερνητικής λειτουργίας σε βάρος της αποτελεσματικότητας της βουλής κι
αυτό γιατί η κυβέρνηση ταυτίζεται με την πλειοψηφία των βουλευτών και γίνεται
παράλληλα παράκαμψη της αρχής της ελεύθερης εντολής (άρθρο 60 παρ.1) μέσω της κομματικής πειθαρχίας[8].
Συζήτηση για την κρίση του κοινοβουλευτισμού πάντως ιφύσταται μέχρι και στις
μέρες μας με αφορμή το συγκεκριμένο κομματικό σύστημα που επικρατεί και με την
έντονη εξάρτηση των βουλευτών από τον αρχηγό του κόμματος.
v.ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟΥ ΣΤΟ
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Όπως
προαναφέρθηκε ρητή καταγραφή της κοινοβουλευτικής αρχής στο Σύνταγμα είχαμε
πρώτη φορά το 1927 και συγκεκριμένα στο άρθρο 89 του Συντάγματος όπου απαιτείτο
η Κυβέρνηση να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Όμως το Σύνταγμα του
1927 υπήρξε βραχύβιο λόγω της πολιτικής
αστάθειας που ακολούθησε μετά τη θέσπιση του, οπότε δεν συνέβαλε καθόλου ως προς
την εμπέδωση των κοινοβουλευτικών θεσμών. Η διάταξη του άρθρου 89 του συντάγματος
του 1927 αντιγράφηκε και στο σύνταγμα του 1952 και συγκεκριμένα στο άρθρο 78.
Παρόλα αυτά εξακολούθησαν να υπάρχουν παραβιάσεις της κοινοβουλευτικής αρχής εκ
μέρους του Βασιλιά γιατί ας μην ξεχνάμε πως στο σύνταγμα του 1952 υπήρχαν
παράλληλα ακόμα και αυξημένες βασιλικές αρμοδιότητες σε σχέση με τον διορισμό
της κυβέρνησης και τη διάλυση της βουλής. Παρόμοιοι λόγοι είχαν γίνει η αιτία
της γέννησης της αρχής της δεδηλωμένης επί Χαριλάου Τρικούπη. Πάντως χαρακτηριστική
περίπτωση παρεβάσεων σε αντίθεση με τη λαική κυριαρχία, υπήρξε και η περίοδος
της δεκαετίας του 1960, η οποία και τελικά κατέληξε στην επιβολή της
δικτατορίας τον Απρίλιο του 1967.[9]
Πρώτη
φορά που το πολίτευμα της Ελλάδας χαρακτηρίστηκε ρητώς ως «κοινοβουλευτική
δημοκρατία», απόφαση που όπως προείπαμε δεν υπάγεται σε αναθεώρηση, ήταν έπειτα
από την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ε’ Αναθεωρητική Βουλή με το άρθρο 1. παρ.1
του Συντάγματος του 1975. Πέρα όμως από αυτή τη διακύρηξη, στο άρθρο 84 παρ.1
καταγράφεται και η πεμπτουσία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, αφού
προβλέπεται ρητά ότι η κυβέρνηση «οφείλει» να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της
βουλής και της οποίας την εμπιστοσύνη εάν χάσει οφείλει να παραιτηθεί.
Επιπρόσθετα θεσπίστηκαν διατάξεις με τις οποίες ρυθμίζονται λεπτομερώς οι σχέσεις
κυβέρνησης και βουλής και επίσης οριοθετείται και καθορίζεται ο ρόλος του
αρχηγού του κράτους σχετικά(άρθρα 35,37,38,41,82 και 84 του Συντάγματος του
1975). Στο πλαίσιο της ρύθμισης των σχέσεων μεταξύ των φορέων της εκτελεστικής
και της νομοθετικής λειτουργίας κατά τη θέσπιση του
συνταγματος του 1975 υιοθετήθηκαν και συγκεκριμένες ρυθμιστικές αρμοδιότητες
του Προέδρου της Δημοκρατίας και συγκεκριμένα η δυνατότητα παύσης της
κυβέρνησης, την αρμοδιότητα παύσης της βουλής λόγω προφανούς δυσαρμονίας με το
λαικό αίσθημα και την αρμοδιότητα προκύρηξης δημοψηφίσματος. Με την αναθεώρηση
του Συντάγματος το 1986 όλες οι παραπάνω διατάξεις καταργήθηκαν αν και
ουσιαστικά δεν ασκήθηκαν ποτέ. Με τον τρόπο αυτό μειώθηκαν οι δυνατότητες
παρέμβασεις του αρχηγού του κράτους στην πολιτική ζωή της χώρας.Στην μόνη
περίπτωση που μπορούσε να παρέμβει ακόμη ήταν στη διάλυση της βουλής για
έλλειψη κυβερνητικής σταθερότητας, σύμφωνα με το άρθρο 41 του Συντάγματος οπού
απαιτείται να συντρέχουν συγκεκριμένα δεδομένα, δηλαδή να έχει προηγηθεί παραίτηση
ή καταψήφιση δύο κυβερνήσεων. Ύπο μια έννοια θα μπορούσαμε να πούμε πως με την
αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975 επιτεύχθηκε η θεσμική ολοκλήρωση του
κοινοβουλευτικού συστήματος.Παρόλα αυτά υπήρξε και αντίλογος ειδικά μετά την
αναθεώρηση του 1986 σχετικά με τον περιορισμό του ρόλου του Προέδρου της
Δημοκρατίας σε καθαρά συμβολικό χαρακτήρα καθώς αυτό σήμαινε και την κατάργηση
ενός σημαντικού «θεσμικού αντίβαρου» που έχει ως συνέπεια την υπερβολική
ενίσχυση της θέσης του Πρωθυπουργού. Πάντως από το 1986 και έκτοτε ποτέ δεν τέθηκε
θέμα επαναφοράς των καταργηθέντων αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας.
vii.
ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ
ΔΙΚΑΙΟ
Το κοινοβουλευτικό σύστημα ως ένα κοινό ευρωπαϊκό μοντέλο οργάνωσης της εξουσίας, υπάρχει και στο πρωτογενές δίκαιο της Ε.Ε, ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο τη δημοκρατική νομιμοποίηση των αποφάσεων της Ένωσης.Το Ευρωπαικό Κοινοβούλιο είναι ένας δημοκρατικά νομιμοποιημένος νομοθέτης επομένως που ενεργεί παράλληλα και από κοινού με άλλα νομοθετικά όργανα της Ε.Ε αλλά επίσης είναι και ένα ελεγκτικό όργανο των φορέων εκτελεστικών αρμοδιοτήτων(άρθρα 226&234 ΣΛΕΕ). Στο πλαίσιο του πρωτογενούς ευρωπαικού δικαίου, οι επιμέρους συνταγματικοί εθνικοί κανόνες σχετικά με την καθιέρωση της κοινοβουλευτικής αρχής έχουν ιδιαίτερη σημασία, ειδικά στο μέτρο κατά το οποίο σύμφωνα με το νέο άρθρο 10 παρ.2 εδ β’ ΣΕΕ αναγνωρίζεται ότι η απόδοση ευθύνης σε σχέση με τη δράση των εκπροσώπων των κυβερνήσεων και αρχηγών των κρατών μελών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και στο Συμβούλιο διαμεσολαβείται από τις σχετικές ελεγκτικές αρμοδιότητες των εθνικών κοινοβουλίων.[10]
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Συμπερασματικά το
κοινοβουλευτικό σύστημα αποτελεί μορφή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας αλλά
μπορεί να υπάρχει δημοκρατική αρχή και χωρίς κοινοβουλευτικό σύστημα. Το
κοινοβουλευτικό σύστημα είναι ένα κυβερνητικό σύστημα που επηρεάζει την
κυβέρνηση και διαφέρει βασικά από άλλα συστήματα.[11] Η
κοινοβουλευτική αρχή συνίσταται στην πρωταρχικότητα της Βουλής ως αντιπροσωπείας
του κυρίαρχου λαού και στην εξάρτηση της Κυβέρνησης από την εμπιστοσύνη της
Βουλής.Ο κοινοβουλευτισμός χωρίζεται σε τρεις διαστάσεις, πρώτον την ανάδειξη,
τον έλεγχο και τη διατήρηση της κυβέρνησης στην εξουσία.
Με
την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975/86 επιτεύχθηκε η θεσμική ολοκλήρωση του
κοινοβουλευτικού συστήματος στην Ελλάδα και από τότε μέχρι πριν μερικά χρόνια το
κοινοβουλευτικό σύστημα λειτούργησε ομαλά, αφού κατά κανόνα έβγαιναν
αυτοδύναμες, μονοκομματικές κυβερνήσεις. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο λόγω της
οικονομικής κρίσης, δημιουργήθηκαν έντονες αντιπαραθέσεις σχετικά με τα μέτρα
δημοσιονομικής πειθαρχίας που υποχρεώθηκε η χώρα να τηρεί και πλέον δεν φαίνεται
πια εύκολα να μπορεί να επιτευχθεί πλειοψηφία στη Βουλή. Κλείνοντας ας
κρατήσουμε πως η εξέλιξη του κοινοβουλευτικού συστήματος συμβαδίζει με την εξέλιξη της Δημοκρατίας σε
εθνικό και ευρωπαϊκό
επίπεδο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ø Αντωνίου
Θ.(επιμ)(2014). Γενικές Αρχές Δημοσίου Δικαίου, Σειρά:Εγχειρίδια Δημοσίου
Δικαίου και Ευρωπαικού Δημοσίου Δικαίου
Ø Παπαδοπούλου
Λίνα, Α.Π.Θ, Ανοιχτά Ακαδημαικά Μαθήματα «Ενότητα δέκατη» Κοινοβουλευτική αρχή
https://opencourses.auth.gr/modules/units/?course=OCRS101&id=1066
Ø Παραράς Π.(1991)- Σύνταγμα 1975 -Corpus III, άρθρα 81-92, Κυβέρνηση-Δικαστική εξουσία Ι
Ø
Περγούλη
Αναστασία, Αθήνα 2010, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών «Έννοια και
διαστάσεις του κοινοβουλευτικού συστήματος» https://eclass.uoa.gr/modules/document/file.php/
(ανακτήθηκε 11/12/2018)
Ø
https://www.mixanitouxronou.gr/i-archi-tis-dedilomenis-gennithike-meta-tin-katangelia-tou-ch-trikoupi-oti-o-vasilias-diorize-aftarchika-ipourgous-apo-tin-miopsifia-apo-tote-i-kivernisis-prepi-na-echoun-dedilomeni-tin-apoli/ (ανακτήθηκε 10/12/2018)
[1]Παπαδοπούλου Λίνα, Α.Π.Θ, Ανοιχτά Ακαδημαικά Μαθήματα
«Ενότητα δέκατη» Κοινοβουλευτική αρχή
https://opencourses.auth.gr/modules/units/?course=OCRS101&id=1066
[2]Αντωνίου Θ. (Επιμ.) (2014). Γενικές Αρχές Δημοσίου Δικαίου, Σειρά: Εγχειρίδια Δημοσίου Δικαίου και Ευρωπαϊκού Δημοσίου Δικαίου. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη. Αικ. Ηλιάδου σελ 68
[3]Παραράς Π.(1991)- Σύνταγμα 1975 -Corpus III, άρθρα 81-92, Κυβέρνηση-Δικαστική εξουσία Ι , σελ 143, αρ. Περ.9
[4]Αντωνίου Θ. (Επιμ.) (2014). Γενικές Αρχές Δημοσίου
Δικαίου, Σειρά: Εγχειρίδια Δημοσίου Δικαίου και Ευρωπαϊκού Δημοσίου Δικαίου.
Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη. Αικ. Ηλιάδου σελ 69
[5]Παπαδοπούλου Λίνα, Α.Π.Θ, Ανοιχτά Ακαδημαικά Μαθήματα
«Ενότητα δέκατη» Κοινοβουλευτική αρχή
https://opencourses.auth.gr/modules/units/?course=OCRS101&id=1066
[6]Αντωνίου Θ. (Επιμ.) (2014). Γενικές Αρχές Δημοσίου Δικαίου, Σειρά: Εγχειρίδια Δημοσίου Δικαίου και Ευρωπαϊκού Δημοσίου Δικαίου. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη. Αικ. Ηλιάδου σελ 70
[7]https://www.mixanitouxronou.gr/i-archi-tis-dedilomenis-gennithike-meta-tin-katangelia-tou-ch-trikoupi-oti-o-vasilias-diorize-aftarchika-ipourgous-apo-tin-miopsifia-apo-tote-i-kivernisis-prepi-na-echoun-dedilomeni-tin-apoli/
[8]Αντωνίου Θ. (Επιμ.) (2014). Γενικές Αρχές Δημοσίου
Δικαίου, Σειρά: Εγχειρίδια Δημοσίου Δικαίου και Ευρωπαϊκού Δημοσίου Δικαίου.
Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη. Αικ. Ηλιάδου σελ 71
[9]Αντωνίου Θ. (Επιμ.) (2014). Γενικές Αρχές Δημοσίου
Δικαίου, Σειρά: Εγχειρίδια Δημοσίου Δικαίου και Ευρωπαϊκού Δημοσίου Δικαίου.
Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη. Αικ. Ηλιάδου σελ 77
[10]Αντωνίου Θ. (Επιμ.) (2014). Γενικές Αρχές Δημοσίου
Δικαίου, Σειρά: Εγχειρίδια Δημοσίου Δικαίου και Ευρωπαϊκού Δημοσίου Δικαίου.
Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη. Αικ. Ηλιάδου σελ 80
[11]Περγούλη Αναστασία, Αθήνα 2010, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών «Έννοια και διαστάσεις του κοινοβουλευτικού συστήματος» https://eclass.uoa.gr/modules/document/file.php/ (ανακτήθηκε 11/12/2018)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου