Τρίτη, Οκτωβρίου 27, 2020

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

 

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ:ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΞΑΜΗΝΟΥ ΣΤΗ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ_ΔΗΔ21

 

 

Macintosh HD:Users:sophiacholeva:Desktop:democracy-word-cloud-10093433.jpg

 

 

 

ΣΟΦΙΑ ΧΟΛΕΒΑ
ΛΑΡΙΣΑ 2019
 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ.................................................................................2

ΕΙΣΑΓΩΓΗ..................................................................................................................3

ΚΥΡΙΩΣ ΘΕΜΑ........................................................................................................  3-8

i.                 ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΡΑΤΟΣ.................................................................................  3-4

ii.               ΦΟΡΝΤΙΣΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ.................. 5-6

iii.              ΜΑΡΞ-ΒΕΜΠΕΡ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ....................................... 6-7-8

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ.................................................................................................... 9

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ..........................................................................................................10


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στο πρώτο μέρος της παρούσας εργασίας θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε εν συντομία την έννοια του σύγχρονου κράτους έχοντας πάντα ως στόχο μας να παρουσιάσουμε τις καινοτομίες που αυτό έφερε, όπως ο εδαφικός παράγοντας, οι μόνιμοι και απρόσωποι θεσμοί, η κυριαρχία του κράτους σε μια ορισμένη γεωγραφική περιοχή ενώ ακολούθως θα αναφερθούμε και στις μορφές που έλαβε  ως τύπος κοινωνικής οργάνωσης .[1]

Στο δεύτερο μέρος της εργασίας μας θα αναφερθούμε στα βασικά χαρακτηριστικά του φορντιστικού οικονομικού μοντέλου, όπως ο επιμερισμός της εργασίας, η μαζική παραγωγή και κατανάλωση ενώ παράλληλα θα εξετάσουμε και τα αίτια που το έφεραν σε κρίση σύμφωνα με τη «Σχολή της Ρύθμισης».

Στο τρίτο και τελευταίο μέρος, θα παρουσιάσουμε αναλυτικά την μαρξιστική και την βεμπεριανή θεωρία για τις κοινωνικές τάξεις και θα εξετάσουμε τις ομοιότητες και τις διαφορές των δύο παραπάνω θεωριών. Κλείνοντας θα συνοψίσουμε τις τρείς θεματικές ενότητες της εργασίας μας και θα καταγράψουμε τα συμπεράσματα μας.

ΚΥΡΙΩΣ ΘΕΜΑ

i.                 ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΡΑΤΟΣ

Για να αποπειραθούμε να ορίσουμε το σύγχρονο κράτος θα πρέπει πρωταρχικά να γίνει αντιληπτό πως το κράτος δεν υπήρχε πάντα. Στο μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας οι φυλές ήταν οργανωμένες σε κοινότητες χωρίς κρατική οντότητα. Τα κράτη από την εμφάνιση τους μέχρι και σήμερα έχουν λάβει πολλές διαφορετικές μορφές και αποδίδουν εξουσία με διαφορετικούς τρόπους, αυτό γίνεται εύκολα κατανοητό αν αναλογιστούμε την ύπαρξη των αυτοκρατοριών, των φεουδαρχιών και των απόλυτων μοναρχιών.

Την έννοια του σύγχρονου κράτους την συναντούμε στον τύπο του κράτους που εμφανίζεται στο ευρωπαϊκό σύστημα κρατών από τον 16ο αιώνα και μετά ως ένα διοικητικό μηχανισμό σε προσδιορισμένα εδαφικά όρια. «Όλα τα σύγχρονα κράτη είναι εθνικά-πολιτικοί μηχανισμοί, ξεχωριστοί τόσο από τους κυβερνώντες όσο και από τους κυβερνώμενους, με υπέρτατη δικαιοδοσία σε μία οριοθετημένη εδαφική επικράτεια, που υποστηρίζονται από μία αξίωση μονοπώλησης της καταναγκαστικής ισχύος και απολαμβάνουν ένα ελάχιστο επίπεδο υποστήριξης ή πίστης από τους πολίτες τους» [2]

Από τον παραπάνω ορισμό γίνεται εμφανές πως οι σημαντικότερες καινοτομίες του σύγχρονου κράτους είναι οι ακόλουθες: α)εδαφικότητα (έχουν οριστεί ακριβή σύνορα), β)έλεγχος των μέσων βίας (μόνιμος στρατός και αστυνομία που έχει το μονοπώλιο της ισχύος και των καταναγκαστικών μέσων), γ)απρόσωπη δομή εξουσίας (μια νόμιμα καθορισμένη εξουσιαστική δομή με ανώτατη δικαιοδοσία σε μια επικράτεια, δ) νομιμότητα (για να γίνουν οι άνθρωποι ενεργοί πολίτες και όχι πειθαρχημένοι υπήκοοι όπως είχαν συνηθίσει, θα έπρεπε τα σύγχρονα κράτη να κερδίσουν την εμπιστοσύνη και την αφοσίωση τους κι αυτό για να γίνει χρειαζόταν το κράτος να είναι νόμιμο και να αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα και τις ανάγκες τους.)

Για να κατανοήσουμε καλύτερα τις παραπάνω καινοτομίες του σύγχρονου κράτους καλό είναι να αναφέρουμε και τις διάφορες μορφές που αυτό πήρε: α)συνταγματικό κράτος(το σύνταγμα είναι ένα σύνολο κανόνων που ορίζει τα όρια της κρατικής δραστηριότητας και διαφυλάττει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών, οι οποίοι είναι οι καλύτεροι κριτές των συμφερόντων τους), β)φιλελεύθερο κράτος(τα κύρια χαρακτηριστικά του φιλελεύθερου κράτους ήταν το σύνταγμα, η ανταγωνιστική οικονομία αλλά και η πατριαρχία. Ήθελε να απελευθερώσει τα δικαιώματα των ατόμων από κρατικές παρεμβάσεις και να θέσει όρια στην κρατική εξουσία αλλά όταν μιλούσε για κοινωνία των πολιτών αναφερότανε σε άνδρες της μεσαίας και αστικής τάξης), γ) φιλελεύθερο δημοκρατικό κράτος (είναι εκείνο που έχει αντιπροσωπευτική δημοκρατία, δηλαδή οι αποφάσεις που επηρεάζουν  «όλους» τους πολίτες λαμβάνονται από μια ομάδα αντιπροσώπων τους οποίους έχει εκλέξει ο λαός), δ) μονοκομματικό καθεστώς (ένα μόνο κόμμα έχει την νόμιμη έκφραση της βούλησης του λαού. Ο λαός το μόνο που μπορεί να κάνει με την ψήφο του εδώ είναι να επιβεβαιώνει την επιλογή που έχει κάνει ήδη το κόμμα για αυτόν.)


ii.               ΦΟΡΝΤΙΣΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ

Ο Φορντισμός αποτέλεσε μια βιομηχανική εποχή και ένα καθεστώς συσσώρευσης που ως κύριο χαρακτηριστικό του είχε την καθετοποιημένη μαζική παραγωγή και τη συνεχή λειτουργία των εργοστασιακών μονάδων με πλήρη παραγωγή και απασχόληση. Ο όρος φορντισμός χρησιμοποιήθηκε ευρέως για πρώτη φορά τη δεκαετία του τριάντα. Ο πρώτος που αναφέρθηκε στον όρο ήταν ο Αντόνιο Γκράμσι για να αποτυπώσει το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Κάποια από τα κύρια χαρακτηριστικά του φορντιστικού μοντέλου θα λέγαμε πως είναι ο επιμερισμός της εργασίας, οι ανειδίκευτοι και οι ημι-ειδικεύομενοι εργάτες, η ιεραρχική, γραφειοκρατική οργάνωση της εργασίας, η κρατική διαχείριση της οικονομίας μέσω «κεινσιανών» πολιτικών που ρύθμιζαν τα επίπεδα εισοδήματος, ζήτησης και πρόνοιας, οι αυτοματοποιημένες διαδικασίες παραγωγής, τα τυποποιημένα προϊόντα καθώς και η μαζική παραγωγή και κατανάλωση.[3]

Τη δεκαετία του εβδομήντα ο Μισέλ Αλιέτα, μέλος της «Σχολής της Ρύθμισης» σκιαγράφησε για πρώτη φορά τη δομή του φορντισμού και προέβλεψε ότι επέρχεται κρίση καθώς την εποχή εκείνη είχαμε επιβράδυνση της παραγωγικότητας στις ΗΠΑ αλλά και στις περισσότερες βιομηχανικές οικονομίες της Ευρώπης. Η δομική κρίση του φορντισμού οφείλεται σε μια σειρά παραγόντων όπως ο κορεσμός της αγοράς, το συνδικαλιστικό κίνημα, η μετακίνηση της προτίμησης των καταναλωτών από τυποποιημένα προϊόντα σε περισσότερο εξειδικευμένα και οικοτεχνικά. Όλα τα παραπάνω είχαν ήδη δημιουργήσει εντάσεις στο κεϋνσιανό καθεστώς κοινωνικής ρύθμισης. Επίσης σύμφωνα με τον Ντέιβιντ Χάρβεϊ το νέο καθεστώς συσσώρευσης σχετίζεται με την αστάθεια των οικονομιών των αναπτυγμένων χωρών και τον ανταγωνισμό με τα αναπτυσσόμενα έθνη που μπορούσαν να παράγουν μαζικά και φθηνά τυποποιημένα προϊόντα[4]. Αν συνδυάσουμε όλα τα παραπάνω με το «πετρελαϊκό σοκ» του εβδομήντα τρία που οδήγησε σε δραματική αύξηση του ενεργειακού κόστους καταλαβαίνουμε πως η άνθηση του φορντισμού φαινότανε πως έφτανε στο τέλος της.

Για τους θεωρητικούς της Σχολής της Ρύθμισης οι οικονομικές κρίσεις δεν μπορούν να επιλυθούν μόνο μέσω της ανταγωνιστικότητας της αγοράς αλλά κύριο ρόλο για την επίλυση τους πρέπει να αναλαμβάνουν οι θεσμοί και κυρίως το κράτος το οποίο θα πρέπει να ρυθμίζει αλλά και να εξισορροπεί το πρότυπο παραγωγής με την κοινωνική ζήτηση. Επομένως το πρότυπο ανάπτυξής και συσσώρευσης σε μια οικονομία διασφαλίζεται τόσο μέσω της κοινωνικής όσο και της οικονομικής ρύθμισης.

Η φορντιστική εργασιακή διαδικασία δεν μπορούσε πλέον να φέρει περισσότερα κέρδη στο πλαίσιο της μεταποίησης αλλά ούτε είχε και ευρεία εφαρμογή στον τομέα των υπηρεσιών, αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την πραγματική μείωση των μισθών και κατά συνέπεια την μείωση της καταναλωτικής δύναμης των εργαζομένων και τις πρώτες ενδείξεις μείωσης της απασχόλησης. Όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με τους ανιαρούς επαναληπτικούς εργασιακούς ρυθμούς του φορντιστικού μοντέλου είχαν σαν αποτέλεσμα την αντίδραση του εργατικού δυναμικού, με αύξηση των απουσιών και συγκρούσεις ανάμεσα στους εργάτες. Έτσι τα ίδια χαρακτηριστικά που κάποτε αποτελούσαν την επιτυχημένη συνταγή του φορντιστικού μοντέλου, τα ίδια είχανε μετατραπεί πλέον σε εμπόδια για τη διαδικασία της συσσώρευσης.

Μέσα σε αυτό το κλίμα αναδύθηκαν άλλες ισχυρές οικονομίες και αμφισβήτησαν την ηγεμονία του δολαρίου ως διεθνούς ρυθμιστικού νομίσματος. Η επίδραση της αυξανόμενης ανταγωνιστικότητας έγινε η αρχή για μια παγκόσμια αστάθεια και διεθνή οικονομική ύφεση.

iii.              ΜΑΡΞ-ΒΕΜΠΕΡ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ

Κατά τον Μαρξ το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της βιομηχανικής κοινωνίας ήταν η καπιταλιστική της μορφή, όταν δηλαδή αυτός που έχει το κεφάλαιο συναντά στην ελεύθερη αγορά τον εργάτη που του πωλεί την εργασία του. Έτσι έχουμε τη δημιουργία της αστικής τάξης από τη μία και της εργατικής τάξης από την άλλη. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο τάξεις ο Μαρξ αναγνώριζε ότι υπήρχε μια σχέση εξάρτησης και ανταγωνισμού ταυτόχρονα. Η εργατική τάξη από τη μία χρειαζότανε την αστική τάξη δηλαδή τους καπιταλιστές ώστε να τους παρέχουν εργασία αλλά και οι καπιταλιστές χρειαζόντουσαν τους εργάτες για να μπορέσουν να παράγουν κέρδη. Πρόκειται επομένως για μια καθαρά συγκρουσιακή σχέση λόγω της εκμεταλλευτικής φύσης των οικονομικών μηχανισμών.

Σύμφωνα με τον Μαρξ οι εργάτες δεν πληρωνόντουσαν την πλήρη αξία των αγαθών που παρήγαγαν αλλά κατά τη διάρκεια ενός μέρους παρήγαγαν αγαθά ίδιας αξίας με τις ανάγκες συντήρησης τους και στον υπόλοιπο χρόνο εργασίας τους τα αγαθά που παρήγαγαν αντιπροσώπευαν μια επιπλέον αξία. Αυτή την επιπλέον αξία την καρπωνόντουσαν οι καπιταλιστές με τη μορφή κέρδους, πράγμα που μπορεί να θεωρηθεί λογικό αν αναλογιστεί κανείς τους κινδύνους και τα ρίσκα που έπαιρναν με τις επενδύσεις τους, όμως ο Μαρξ πίστευε ακριβώς το αντίθετο, ότι δηλαδή ήταν η εργασία της εργατικής τάξης που παρήγαγε ουσιαστικά τα αγαθά με τις δικές της προσπάθειες, δεξιότητες και κόπους, επομένως είχε δικαίωμα στην υπεραξία. Άρα το κέρδος για τους καπιταλιστές προκύπτει από την απόσπαση της υπεραξίας από τους εργάτες μέσω των περικοπών των μισθών και της αύξησης της παραγωγικότητας εργασίας. Αυτό συνιστά και την εκμετάλλευση του εργάτη από τον καπιταλιστή κατά τον Μαρξ. Έτσι αφού το πραγματικό κέρδος το παίρνει ο καπιταλιστής, ο εργάτης χάνει σταδιακά το ενδιαφέρον του για εργασία και επέρχεται η αλλοτρίωση του.

Σύμφωνα πάντα με το Μαρξ, αν οι εργάτες κατανοούσαν την εκμετάλλευση που υφίστανται, θα  αγωνιζόντουσαν για να την αλλάξουν. Μόνο μέσω της καλλιέργειας της συνείδησης των εργατών θα μπορούσε να υπάρξει ανατροπή του καπιταλισμού. Κάτω από αυτό το πρίσμα, η εργατική τάξη του Μαρξ είναι μια επαναστατική δύναμη που στόχο έχει το σοσιαλισμό. Ο Μαρξ αναγνωρίζει την ύπαρξη κάποιων ενδιάμεσων τάξεων  όπως οι αγρότες και  οι επαγγελματίες, οι οποίες όμως γι αυτόν δεν παίζουν σημαντικό ρόλο στον αγώνα κατά του κεφαλαίου.

Από την άλλη αρκετά χρόνια αργότερα ο Βέμπερ έδωσε άλλη σημασία σε αυτές τις ενδιάμεσες τάξεις που ο Μαρξ δεν θεωρούσε σημαντικές για τον αγώνα κατά του κεφαλαίου. Αυτές οι ενδιάμεσες τάξεις δημιουργήθηκαν και αυξήθηκαν μετά την ανάπτυξη της γραφειοκρατίας και αποτελούνταν από υπαλλήλους, διευθυντές και δασκάλους που κι αυτοί όπως οι εργάτες έπρεπε να πωλούν την εργασία τους για να ζήσουν αλλά απολάμβαναν κάποια υψηλότερα κοινωνικά οφέλη σε σχέση με την εργατική τάξη και έτσι υπήρχε ένα είδος αντιπαλότητας και ανταγωνισμού ανάμεσα τους. Παράλληλα ο Βέμπερ θεωρούσε πως με την εμφάνιση και ανάπτυξη αυτών των μεσαίων τάξεων, ενισχύθηκε η πολυπλοκότητα της ταξικής δομής οπότε η ταξική πάλη του Μαρξ δεν μπορούσε να εφαρμοστεί.

Η κυριότερη διαφορά ανάμεσα σε Μαρξ και Βέμπερ είναι ότι ο δεύτερος ναι μεν αποδέχεται ότι υπάρχει σημαντική διάκριση ανάμεσα σε κατέχουσες και μη κατέχουσες τάξεις όπως και ο Μαρξ αλλά από την άλλη έδωσε έμφαση στους διαχωρισμούς που υπήρχαν στο εσωτερικό αυτών των ομάδων. Για τον Βέμπερ δεν υπήρχαν ρήξεις μόνο ανάμεσα σε  αστική, μεσαία και εργατική τάξη αλλά υπήρχαν ρωγμές και συγκρούσεις και μέσα στην ίδια την εργατική τάξη και όλες αυτές οι συγκρούσεις δημιουργούνταν  από την ίδια την αγορά που πλήρωνε διαφορετικά τα άτομα ανάλογα με τα προσόντα που είχανε προς πώληση. Για παράδειγμα εξειδικευμένοι εργάτες θα αμειβόντουσαν καλύτερα από ανειδίκευτους, ενώ και οι μεσαίες τάξεις είχαν διάφορα επίπεδα προσόντων κατάρτισης και εκπαίδευσης. Εκτός από τους εργαζόμενους βέβαια υπάρχει και η ομάδα των ιδιοκτητών που κι εδώ διαχωρίζονται βάση της ιδιοκτησίας που κατέχουν. Αυτός ο διαχωρισμός συνεχίζει και υφίσταται και στην σημερινή οικονομία και είναι αυτός ανάμεσα στο χρηματικό και βιομηχανικό κεφάλαιο.

Καταλήγουμε λοιπόν, πως ενώ ο Μαρξ με τη θεωρία της εκμετάλλευσης και την ταξική σύγκρουση έδινε έμφαση στην ενότητα στο εσωτερικό της αστικής και εργατικής τάξης, ο Βέμπερ θεωρεί ότι υπάρχει διαχωρισμός και αντιπαλότητα και μεταξύ των τάξεων, αστικής, μεσαίας και εργατικής αλλά και στο εσωτερικό αυτών λόγω του διαχωριστικού ρόλου της αγοράς που προαναφέραμε.

Στη συνέχεια θα δούμε ότι ο Βέμπερ διέκρινε  και ακόμη δύο κοινωνικές διαιρέσεις και τις ονόμασε κοινωνική θέση (status) και πολιτικό κόμμα. Η κοινωνική θέση παράγει διαφοροποιήσεις που υπονομεύουν την ταξική ενότητα ενώ παράλληλα επισημαίνει  και το ρόλο των  πολιτικών κομμάτων ως θεσμών που τέμνουν τις τάξεις και αμβλύνουν τις  αντιθέσεις. Για παράδειγμα, η προσπάθεια συντηρητικών κομμάτων να προσεγγίσουν υποστηρικτές από την εργατική τάξη.

Παρατήρησε πως η καπιταλιστική παρακίνηση είχε ένα δέσιμο με τον προτεσταντισμό δηλαδή η «προτεσταντική ηθική» που βασιζότανε πάνω σε σκληρή δουλειά, αποταμίευση και λιτότητα ήταν ακριβώς αυτό που ζητούσε και ο καπιταλισμός από τους ανθρώπους. Με την πάροδο του χρόνου βέβαια τα θρησκευτικά κίνητρα εξασθένησαν αλλά το καπιταλιστικό δόγμα συνέχισε απτόητο προς τον μοναδικό του στόχο δηλαδή το κέρδος, χωρίς να έχει ανάγκη την πίστη ή τις χάρες του Θεού για πρόσχημα. Για τον Βέμπερ η καπιταλιστική, γραφειοκρατική κοινωνία απειλούσε την ανθρώπινη δημιουργικότητα και ελευθερία.

Τελικά ο Βέμπερ δεν είχε ιδιαίτερες διαφωνίες με τον Μαρξ και οι δυο θεωρούσαν τους καπιταλιστές, τους εργάτες και την αγορά ως τα τρία κύρια χαρακτηριστικά της βιομηχανικής κοινωνίας, απλά ο Βέμπερ σε αντίθεση με τον Μαρξ ανέλυσε περισσότερο την καπιταλιστική τάξη.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Κλείνοντας την εργασία μας καλό θα ήταν να θυμόμαστε πως το κράτος σαν κοινωνική μορφή οργάνωσης δεν υπήρχε πάντα και πως στο μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας οι φυλές των ανθρώπων ήταν οργανωμένες σε κοινότητες χωρίς κρατική οντότητα. Επίσης να μην ξεχνάμε πως έχουν υπάρξει πολλές αλλαγές στην ιστορία της ανθρωπότητας από τη μια κρατική μορφή στην άλλη μέχρι να φτάσουμε στη μορφή του σύγχρονου εθνικού κράτους που τελικά κυριάρχησε και έγινε η μορφή κοινωνικής οργάνωσης που εξακολουθεί να κυριαρχεί σε διάφορες μορφές μέχρι και σήμερα. Αυτός ο κοινωνικός μετασχηματισμός προς το σύγχρονο κράτος έχει τις ρίζες του προπάντων σε κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες και στους εσωτερικούς μετασχηματισμούς των ευρωπαϊκών κρατών με τις μεταβαλλόμενες γεωγραφικές σχέσεις και δυνάμεις που δημιουργήθηκαν στην πάροδο των χρόνων.

Στο δεύτερο μέρος της εργασίας μας αναφερθήκαμε στο φορντιστικό μοντέλο οικονομικής οργάνωσης και παραγωγής που είναι βασισμένο σε γραμμές συναρμολόγησης στη μαζική παραγωγή και κατανάλωση που προϋποθέτει τη δυνατότητα διαρκώς αυξανόμενης κατανάλωσης από ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού ενώ παράλληλα έδωσε ένα νέο σκοπό στο πολιτικό σύστημα με στόχο την απρόσκοπτη παροχή εργασίας, την κατανομή του πλούτου προς τις κοινωνικές τάξεις που καταναλώνουν, και την αύξηση της αποτελεσματικότητας της εργασίας με προσφορά υπηρεσιών θεμελιώνοντας έτσι ένα κράτος «Πρόνοιας». Δηλαδή ο Φορντισμός συνδέεται με τις έννοιες τεχνολογία παραγωγής (οργάνωση), συσσώρευση (οικονομία), κράτος ευημερίας και πρόνοιας (πολιτική και κοινωνία).[5] Παρόλα αυτά βρέθηκε σε κρίση που οφείλεται σε μια σειρά παραγόντων όπως ο κορεσμός της αγοράς, το συνδικαλιστικό κίνημα, η μετακίνηση της προτίμησης των καταναλωτών από τυποποιημένα προϊόντα σε περισσότερο εξειδικευμένα και οικοτεχνικά κ.α

Τέλος αναλύσαμε τις διαφορές και τις ομοιότητες της μαρξιστικής και βεμπεριανής θεωρίας για τις κοινωνικές τάξεις καταλήγοντας πως παρά τις όποιες διαφορές ή ομοιότητες των θεωριών τους  και οι δυο θεωρούσαν τους καπιταλιστές, τους εργάτες και την αγορά ως τα τρία κύρια χαρακτηριστικά της βιομηχανικής κοινωνίας.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ø  Hall, S. & Gieben, B., Η διαμόρφωση της νεωτερικότητας, Αθήνα 2003

Ø  Hall, S., Mc Grew, A., Held, D. (2003),Η νεωτερικότητα σήμερα, Αθήνα 2003

Ø  https://el.wikipedia.org/wiki/Φορντισμός (Ανακτήθηκε 26/05/2019)

Ø  http://www.kathimerini.gr/731273/opinion/epikairothta/arxeio-monimes-sthles/to-sygxrono-kratos-einai-mesaiwniko «Το σύγχρονο κράτος είναι... Μεσαιωνικό»,Πάσχος Μανδραβέλης(Ανακτήθηκε 28/05/2019)

Ø  https://eclass.upatras.gr/modules/document/file.php (Ανακτήθηκε 30/5/2019)


[2]  Hall, S. & Gieben, B., 2003, Η διαμόρφωση της νεωτερικότητας σ.137,Αθήνα[Skinner,1978,σ.349-358 Giddens,1985,σ.17-31,116-121]

 

[3].Hall, S., Mc Grew, A., Held, D. (2003),Η νεωτερικότητα σήμερα, σελ. 270

[4]https://el.wikipedia.org/wiki/Φορντισμός (Ανακτήθηκε 26/05/2019)

[5] https://eclass.upatras.gr/modules/document/file.php (Ανακτήθηκε 30/5/2019)

Δεν υπάρχουν σχόλια: