Δεν ξέρω αν πάντα ήταν έτσι οι Έλληνες, εγώ θα σας μιλήσω για τους Έλληνες που έζησα εγώ. Από το σχολείο ακόμα τα μικρά παιδάκια κουβαλούσαν μέσα στην τάξη το σπίτι τους, την κοινωνία που μεγάλωναν. Χτυπούσαν, κορόιδευαν, κατέστρεφαν πράγματα, αντιμιλούσαν. Κοιτούσε το ένα παιδάκι το άλλο για να δει ποιο φοράει καλύτερα ρούχα. Κρίνανε τους ανθρώπους γύρω τους σύμφωνα με το τι μάρκα τσάντας είχανε. Οι γονείς τους, τους έμαθαν ότι έχουν μόνο δικαιώματα και καμία υποχρέωση. Aν η δασκάλα έλεγε στο γονιό ότι το παιδί του ήταν ατίθασο ή δεν ξέρω εγώ τι άλλο, αυτοί λέγανε ότι εκείνη απλά δεν ξέρει να κάνει καλά τη δουλειά της και ότι το παιδί τους ήταν μια χαρά.
Μετά γέμισαν τα ιδιωτικά και τα κολέγια. H μεγαλομανία δεν είχε όρια, θα παίρνανε δάνεια, θα κάνανε τα πάντα αρκεί το ντουβάρι τους να περνούσε τις τάξεις. Ακόμα και στο δημοτικό τα παιδιά ήταν φανατισμένα, εκτός από το Παναθηναικός -Ολυμπιακός υπήρχε και το ΠΑΣΟΚ-ΝΔ αυτά ήταν τα ιδανικά μας, άντε και το Μπράβο Ρούλα. Ακόμα θυμάμαι τότε που ήμουνα δευτέρα δημοτικού και την επόμενη των εκλογών τα παιδιά ΠΑΣΟΚ ανέβαιναν πάνω στα θρανία και πανηγύριζαν ενώ τα παιδιά ΝΔ καθόντουσαν με κατήφεια στα θρανία τους. Τρομερό... Παντού υπήρχε η αίσθηση ότι για να είσαι έξυπνος και μάγκας, έπρεπε να είχες έναν μπάρμπα βουλευτή, να είχες βάλει όλο σου το σόι στο δημόσιο ενώ είχανε βγάλει το δημοτικό μόνο, να τα άρπαζες από παντού και να μην σεβόσουν κανέναν και τίποτα.Μαγκιά, κλανιά και ο βουλευτής να'ναι καλά.
Στο γυμνάσιο γινόντουσαν καταλήψεις, καίγανε τα σχολεία, τους υπολογιστές, τα θρανία, τα πάντα για ένα σπαστό καλαμάκι αν και το πρόβλημα ήταν άλλου. Στο αστικό, κανένα τσογλάνι δεν θα παραχωρούσε τη θέση του, σε ηλικιωμένο, εγκυμονούσα ή ανήμπορο κι αν κανένας γεράκος τολμούσε να του κάνει και παρατήρηση κινδύνευε από το να ακούσει ένα απλό μπινελίκι μέχρι και να φάει μπουκέτο. (όσο για εισιτήριο...)
Στη μόδα ήταν τα δάνεια, το χρηματιστήριο, οι γκόμενες και τα μπουζούκια. Σε μια νύχτα γίνανε όλοι πλούσιοι, βγάλανε εύκολα λεφτά και δύσκολα γούστα. Ο μπαμπάς σου έπρεπε να έχει τουλάχιστον δυο γκομενίτσες αλλιώς ήταν μπας κλας. Τα διαζύγια πηγαίνανε αβέρτα και προσπαθούσανε να βρουν ισορροπία με παιδοψυχολόγους. Δίνανε φακελάκια στα νοσοκομεία που και καλά ήταν δημόσια και οι ίδιοι γιατροί που τα παίρνανε,παίρνανε άλλα τόσα "δωράκια" από τους ιατρικούς επισκέπτες για να πλασάρουν τα φάρμακα τους.
Πήγαινες σε έναν οδοντίατρο να σου φτιάξει μια κουφάλα και αν είχες "καλό" ταμείο εκείνος έγραφε ότι σου είχε φτιάξει όλα τα δόντια. Μέσα σε αυτή την κοινωνία μεγάλωσα, άπειρες φορές αντίκρισα γύρω μου μίσος, ζήλια και φθόνο, όπως είχε πει και ο Χριστόδουλος, δεν μας ένοιαζε αν θα είχαμε δικιά μας κατσίκα αρκεί να ψοφούσε του γείτονα, οποιοσδήποτε πετύχαινε κάτι με την αξία του, απαξιωνότανε ή απλά τον λέγανε μαλάκα και χαζό που τα κατάφερε μόνος του και δεν έφαγε κι αυτός από το δημόσιο. Στην Ελλάδα που μεγάλωσα εγώ αν ήσουνα από χοντρό παιδάκι, καλός μαθητής, παιδί μεταναστών ή ανάπηρος, σε κάνανε οι γύρω σου να νιώθεις τόσο άσχημα, που το καλύτερο που είχες να κάνεις θα ήτανε να κλειστείς στο μπουντρούμι που σου είχανε φτιάξει.
Θράσος, τσαμπουκάδες, ψευτομαγκιά. Ακόμα και στη δήθεν τέχνη, αν δεν έπαιρνες τίποτα επιχορηγήσεις δεν γινότανε τίποτα. Στο ποδόσφαιρο και εκεί αξιοκρατία όπως και παντού άλλωστε στην Ελλάδα. Στο Λύκειο τα ίδια, φροντιστήρια, λεφτά, λεφτά, λεφτά, πεταμένα λεφτά, ιδιαίτερα, ανύπαρκτο σχολείο. Το πιο τραγικό ήταν ότι στην πολυκατοικία μας, ο ίδιος μαθηματικός που είχανε τα παιδιά στο σχολείο ερχότανε και τους έκανε ιδιαίτερα στο σπίτι!
Όσο μετά, για τις σπουδές, τα κόμματα μέσα στα πανεπιστήμια, την οργάνωση και την μόρφωση,τι να πω; Αν κατάφερνες να περάσεις κάπου, ο μπαμπάς σου θα σου έκανε σούπερ αυτοκινητάκι δώρο, αν πάλι δεν κατάφερνες και τα είχε θα σε έκανε με το ζόρι αυτό που ήθελε στέλνοντας το βλαστάρι του στο εξωτερικό. Τα παιδιά τώρα μπορεί να μην σε έκριναν με το τι μάρκα σάκας έχεις αλλά υπήρχαν άλλα τόσα για να σε εκτιμήσουν, αυτοκίνητο, μάρκα υπολογιστή, κινητού κλπ.
Η τηλεόραση όπως πάντα είχε ριάλιτι, Μενεγάκη και Τριανταφυλλόπουλο. Μετά αναρωτιέστε γιατί φτάσαμε εδώ. Αν υπάρχει θεία δίκη έπρεπε να μας είχε πάρει όλους και να μας είχε σηκώσει, όπως σηκωνόντουσαν τα αυθαίρετα, όπως καίγαμε τα δάση, όπως βασανίζαμε τα αδέσποτα. Μη μου λέτε λοιπόν, πως δεν φταίμε, να ένα άλλο χαρακτηριστικό του νεοέλληνα , κάποιος άλλος έχει την ευθύνη και όχι εγώ , εγώ τα έκανα όλα τέλεια.
Φυσικά υπάρχουν και εξαιρέσεις, φυσικά υπάρχουν άνθρωποι που δεν έκαναν τίποτα από όλα αυτά αλλά πρώτον είναι ελάχιστοι και δεύτερον κάποιοι παρασύρθηκαν, όπως ακριβώς οι νέοι δημόσιοι υπάλληλοι και να είχανε όρεξη για δουλειά μπαίνανε μέσα και αλλοτριωνόντουσαν κι αυτοί. Η σιωπή είναι συνενοχή. Σχεδόν όλα τα παιδιά της γενιάς μου, μείναμε με τον πούλο στο χέρι, τώρα δεν ξέρω αν θα ανέβουν πάνω σε κάποιο θρανίο για να πανηγυρίσουν, δεν ξέρω αν κολλήσουν αφίσες ή πάνε σε πάρτυ της παράταξης τους. Τώρα το πάρτυ τελείωσε και πρώτοι και καλύτεροι πληρώνουμε εμείς τα σπασμένα. Μερικές φορές σκέφτομαι και πως λίγα μας κάνουνε, εκείνο που τρέμω περισσότερο δεν είναι ότι μάλλον δεν θα με αφήσουν να προχωρήσω τη ζωή μου, εκείνο που φοβάμαι είναι ότι δεν θα απαλλαγούμε ποτέ από αυτή τη νοοτροπία που μας έφερε εδώ.