Βυθός
Η θάλασσα,
κάθε άνοιξη, μυρίζει λίγο Αίγυπτο—
σαν να φέρνει στις άκρες των κυμάτων
το χρώμα της άμμου και των επαναστάσεων.
Στις ακτές,
κάποιος μαζεύει παπούτσια.
Μικρά, μεγάλα, ξεβρασμένα.
Κανείς δεν γράφει τον πόνο στις εφημερίδες·
εκεί γράφουν μόνο αριθμούς.
Όμως στο βάθος,
στην καρδιά της νύχτας,
ακούω πάντα έναν ήχο:
σαν ανάσα παιδιού που σώζεται από βέβαιο πνιγμό·
σαν ύφασμα που σκίζεται επειδή κάποια
επιτέλους βγάζει τη μπούρκα·
σαν γυναίκα που λέει «φτάνει»,
κι ας μην την ακούει κανείς.
σ.χ
Σχόλια