Ψηφιακό νεκροταφείο...

«Δεν φοβάμαι τον θάνατο. 

Φοβάμαι να μην με θυμηθεί κανείς». 
Post, χωρίς likes. 


Ο Μάνος

Ο Μάνος δεν είχε πια ούτε πρόσωπα ούτε φωνές γύρω του. Το δωμάτιο μύριζε φάρμακο και παλιό καπνό. Η ανάσα του κόμπιαζε. Κάθε βράδυ άνοιγε την οθόνη σαν να ήταν παράθυρο. Δεν του μιλούσε κανείς. Έγραφε μικρά κομμάτια, κι έπειτα έσβηνε. Τις ώρες που δεν άντεχε άλλο, πατούσε «δημοσίευση». 

«Σήμερα η σκιά μου μου φάνηκε ξένη. Περπατούσε πιο γρήγορα από μένα». 

Κανείς δεν απάντησε. Ένα τυχαίο emoji από έναν παλιό συμφοιτητή, που μάλλον δεν ήξερε ότι ο Μάνος σάπιζε στο ίδιο του το σώμα. 

Το κρεβάτι του μιλούσε πιο πολύ απ’ τους ανθρώπους. Τα σεντόνια κρατούσαν το αποτύπωμα της αρρώστιας. Η πόρτα δεν χτυπούσε. Ούτε τηλέφωνο, ούτε μήνυμα. Σκέφτηκε να καλέσει βοήθεια, μα ύστερα κατάλαβε: δεν ήθελε βοήθεια. Ήθελε να υπάρχει. 

Καμιά φορά σήκωνε το κινητό και έβγαζε φωτογραφία το χέρι του. Ραβδωτό από τις φλέβες. 
«Έτσι μοιάζει η ζωή όταν αποχωρεί. Σαν ξεραμένος κλάδος». 

Τον πονούσε το στήθος. Δεν είχε κανέναν να του κρατήσει το μέτωπο. Έβαζε παγάκια μέσα σε μια πετσέτα και την ακουμπούσε μόνος. 

Κι έπειτα ανέβαζε ξανά: 
«Όταν φύγω, ας με θυμάται το φως στο παράθυρο. Τουλάχιστον εκείνο δεν μ’ εγκατέλειψε ποτέ». 

---

Ο Βάσος

Ο Βάσος δεν ήταν μόνος από πάντα. Ήταν μόνος ξαφνικά. 

Η γυναίκα του, πολύ νεότερη, πήρε τα παιδιά κι έφυγε. Δεν άντεξε το βάρος ενός άντρα που σαπίζει μπροστά της. Τον άφησε με μια βαλίτσα γεμάτη σιωπή. Από τότε το σπίτι βούιζε σαν κενό δοχείο. 

Έγραφε κι εκείνος. Μα όχι σιγά. Έγραφε οργισμένα. 
«Η ζωή δεν είναι παραμύθι. Μερικές φορές σε παρατάνε ακριβώς όταν η ανάσα σου κοστίζει». 

Κάποιοι σχολίασαν. Λίγοι. Οι περισσότεροι έκαναν scroll. 
Η νεότερη γυναίκα του πόσταρε selfies με τα παιδιά. Γελαστά πρόσωπα, παραλίες, φίλοι. Κάτω απ’ το δικό του post, σιωπή. 

«Σήμερα είδα τα παιδιά στο προφίλ σου. Δεν με είδαν εκείνα. Δεν με άφησες να τα δω. Δεν με άφησες ούτε να πεθάνω σαν πατέρας». 

Κι ύστερα τίποτα. Ένα βράδυ, ξαφνικά, ο Βάσος σωριάστηκε. Η καρδιά δεν άντεξε. Έφυγε χωρίς τελετουργία. Το έμαθαν όλοι από μια ανάρτηση ενός ξαδέλφου: 
«Έφυγε ο Βάσος. Καλό ταξίδι, αδελφέ». 

Σχόλια από ανθρώπους που δεν τον είχαν πάρει ούτε ένα τηλέφωνο όσο ζούσε. Likes με δάκρυα. Το προφίλ του έμεινε ανοιχτό. Τα posts του βγήκαν στην επιφάνεια, σαν μπουρμπουλήθρες από βυθό. 

---

Η Νίνα

Η Νίνα αγαπούσε τις γάτες και τα φυτά της. Μια ανύπαντρη δασκάλα, με ήσυχη φωνή στην τάξη, αλλά μέσα της αντηχούσε μια κραυγή. Η διάγνωση ήταν καθαρή: ανίατη. Ο χρόνος έλιωνε σαν πάγος στο ποτήρι. 

Οι γάτες κοιμούνταν δίπλα της. Τα φυτά μεγάλωναν σιωπηλά. Η Νίνα έγραφε γι’ αυτά. 
«Αν λείψω, ποιος θα ποτίσει την μπιγκόνια; Ποιος θα χαϊδέψει τη Ρίτα όταν νιαουρίζει τα χαράματα;» 

Τα παιδιά στο σχολείο δεν ήξεραν. Έγραφε επιστολές που δεν θα τους δώσει ποτέ. 
«Να θυμάστε ότι τα μαθηματικά δεν είναι μόνο αριθμοί. Είναι τρόπος να βάζεις τάξη στο χάος». 

Έπειτα κατέρρεε. Το σώμα της λιγόστευε. Έγραφε ξανά: 
«Φοβάμαι τη μοναξιά πιο πολύ κι απ’ τον θάνατο. Αν μπορούσα, θα έπαιρνα μαζί μου μια γάτα. Να νιαουρίσει λίγο στο σκοτάδι». 

Οι φίλοι της απαντούσαν με καρδιές. Μα λίγοι έρχονταν. Ο κόσμος βολεύεται με emoticons. Δεν έρχονται να κρατήσουν το χέρι. 

Ένα βράδυ ανέβασε: 
«Αν αύριο δεν ξυπνήσω, να αφήσετε τις κουρτίνες ανοιχτές. Θέλω να μπει το φως, ακόμα κι αν εγώ δεν θα το δω». 

---

Οι Φωνές Μαζί

Στο timeline εμφανίζονταν οι τρεις τους, χωρίς ποτέ να συναντηθούν. Ο Μάνος έβλεπε τη Νίνα να μιλά για τις γάτες. Έκανε like. Η Νίνα διάβασε τον Βάσο που έγραφε για τα παιδιά του· της κόπηκε η ανάσα. Ο Βάσος είχε προλάβει να δει τον Μάνο να μιλά για τις σκιές. Δεν σχολίασε. Κράτησε τη φράση μέσα του. 

Και μετά έφυγε. Ο Βάσος πρώτος. Σιωπή. Τα προφίλ των άλλων γέμισαν με «Συλλυπητήρια». Ο Μάνος το διάβασε, βουβός. Η Νίνα το διάβασε και έκλαψε πάνω από μια γάτα. 

Οι αναρτήσεις έμειναν. Χωρίς συνέχεια, σαν μισές προτάσεις. Ο Μάνος έγραψε λίγο πριν το τέλος: 
«Σήμερα είδα το όνομά του με μαύρα γράμματα. Αύριο μπορεί να είναι το δικό μου. Μην κλείσετε τα μάτια σας τόσο γρήγορα». 

Κι ύστερα έσβησε. 

Η Νίνα άντεξε λίγο ακόμα. Έγραφε πιο σπάνια. Οι φίλοι της έκαναν όλο και πιο συχνά καρδιές. Ένα πρωί δεν απάντησε σε κανέναν. Μια ξαδέλφη της ανέβασε το τελευταίο νέο: 
«Η Νίνα μας έφυγε ήσυχα. Καλό παράδεισο». 

Και κάτω, εκατοντάδες σχόλια. «Τι κρίμα», «Δεν το πιστεύω», «Καλό ταξίδι». Όλοι εκείνοι που δεν είχαν χτυπήσει την πόρτα της όσο ζούσε. 


Μάνος. Βάσος. Νίνα. 
Τρεις φωνές που γέμισαν το timeline. Που έγραψαν το δικό τους τέλος σε αναρτήσεις που κανείς δεν πήρε στα σοβαρά όσο ανέπνεαν. 

Τα προφίλ μένουν ανοιχτά. Τα posts ανεβαίνουν στην επιφάνεια σαν μικρά μνήματα. Κάποιοι κάνουν share, άλλοι γράφουν «θα μας λείψεις». Κι ο αλγόριθμος συνεχίζει να τα εμφανίζει, σαν να ήταν ακόμα εδώ. 

Και τώρα; 
Τώρα απομένουν οι σιωπές τους, κρεμασμένες σε μια οθόνη. 
Και η απελπισία τους που έγινε δημόσιο θέαμα. 
Κι εμείς, που διαβάζουμε και μετά πατάμε scroll. 

 

Ο Μάνος θυμόταν τα παιδικά καλοκαίρια στο σπίτι της γιαγιάς του. Τα δέντρα που σκέπαζαν την αυλή, η μυρωδιά του ψωμιού που έψηνε η γιαγιά, το νερό της βρύσης που έτρεχε δροσερό στα χέρια του. Τώρα τα χέρια του ήταν αδύναμα, οι φλέβες φουσκωμένες και το σώμα του προδομένο από την αρρώστια. Σηκωνόταν από το κρεβάτι για να κοιτάξει έξω από το παράθυρο, και το φως που έμπαινε τον χτυπούσε σαν υπενθύμιση ότι ο χρόνος του λιγοστεύει. 

*«Μια μέρα όλα θα τελειώσουν. Αλλά θα ήθελα να θυμάμαι το ψωμί της γιαγιάς και τα δέντρα».* 

Οι μέρες περνούσαν, αργά, σαν βαριά σύννεφα που κρέμονται πάνω από το κεφάλι του. Κάθε ήχος, κάθε κίνηση, τον έκανε να νιώθει το σώμα του πιο ξένο. Οι φίλοι του είχαν σταματήσει να τον καλούν, τα μηνύματα λιγόστεψαν, και η μοναξιά έγινε ο μόνος του σύντροφος. 

Ο Βάσος είχε μια στιγμή ανάμνησης με τα παιδιά του. Θυμόταν την πρώτη φορά που πήγε τον γιο του στο σχολείο, το μικρό χέρι που κρατούσε το δικό του, το βλέμμα γεμάτο εμπιστοσύνη. Η γυναίκα του είχε φύγει, τα παιδιά πλέον δεν ήταν πια γύρω του. Τώρα η σιωπή τους γέμιζε το σπίτι σαν ένα βαρύ κουρνιαχτό. 

*«Δεν πρόλαβα να τους δώσω όσα ήθελα. Κι εκείνοι δεν θα με θυμηθούν».* 

Μερικές φορές έπιανε το παλιό παιχνίδι του γιου του, ένα μικρό αυτοκινητάκι, και το γύριζε στο χέρι του. Σαν να μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω. Αλλά ο χρόνος δεν γύριζε ποτέ. 

Η Νίνα περνούσε τις μέρες της φροντίζοντας τις γάτες και τα φυτά της. Τα φύλλα των φυτών άγγιζαν το πρόσωπό της καθώς περπατούσε στο διαμέρισμα. Κάθε γάτα ήταν ένας σύντροφος που την υπενθύμιζε ότι η ζωή συνεχίζεται. Όμως η ασθένειά της δεν άφηνε χρόνο για ευκολία. Κάθε αναπνοή ήταν μια υπενθύμιση της εφήμερης φύσης της ύπαρξής της. 

*«Αν κάποιος βρει τα φυτά μου μετά από μένα, να ξέρει ότι τα φρόντισα με αγάπη και φόβο».* 

Έγραφε τα posts της σαν ημερολόγιο, σαν μικρές επιστολές που κανείς δεν θα διαβάσει ποτέ πραγματικά. Μερικές φορές, κοιτούσε την οθόνη και έβλεπε τα σχόλια των φίλων της. Κάποια καρδιά εδώ, ένα emoji εκεί. Ήταν η μοναδική απόδειξη ότι υπήρχε κάποιος που την σκέφτηκε. 

Ο Μάνος, κοιτάζοντας το feed, είδε ένα post της Νίνας για μια γάτα που είχε χαθεί για λίγο και επέστρεψε. Κάτι μέσα του συγκινήθηκε. Έκανε like, αλλά δεν ήξερε γιατί. Ο Βάσος διάβαζε posts άλλων ανθρώπων, βλέποντας φωνές που κάποτε ήταν δικές του, και ένιωθε σαν να περπατά σε έναν κόσμο που δεν τον περιμένει πια. 

Η νύχτα έπεφτε βαριά και στους τρεις. Ο Μάνος έσκυβε πάνω από την οθόνη του, γράφοντας: 

*«Αν αύριο δεν ξυπνήσω, αφήστε το φως στο παράθυρο. Θέλω να με θυμάται κάποιος, έστω και η σκιά μου».* 

Ο Βάσος άπλωσε το χέρι του στο παλιό αυτοκινητάκι του γιου του και έγραψε: 

*«Σας αγαπώ. Αλλά δεν μπορώ να μείνω».* 

Η Νίνα χαϊδεύοντας τη γάτα της έγραψε: 

*«Τα φυτά θα ανθίζουν και χωρίς εμένα. Εγώ όμως θα λείπω».* 

Κάπως έτσι οι τρεις τους συνέχιζαν να μιλούν μέσα από μια οθόνη, χωρίς να ξέρουν ο ένας για τον άλλον. Τα posts ήταν τα μόνα τους λόγια, οι μόνοι σύντροφοι στις νύχτες που πλησίαζαν το τέλος. 

Οι αναμνήσεις, τα σπίτια, τα αντικείμενα, οι γάτες και τα φυτά — όλα ζωντάνευαν μέσα από τις γραμμές που άφηναν στο feed. Κάθε post ήταν ένας ψίθυρος που κρατούσε ζωντανή την ύπαρξή τους, έστω και για λίγο. 

Και το σκοτάδι έξω από τα παράθυρα δεν ήταν πια απλώς η νύχτα. Ήταν ο χρόνος που κυλούσε αργά, που έφερνε τα τρία πρόσωπα πιο κοντά μέσα από την ψηφιακή τους παρουσία, παρά τη μοναξιά τους. 


Ο Μάνος καθόταν στην άκρη του κρεβατιού, το βλέμμα κολλημένο στο ταβάνι. Κάθε ήχος, ένα μικρό κλικ του ρολογιού, τον έκανε να νιώθει το σώμα του πιο ξένο. Το χέρι του έτρεμε καθώς κρατούσε το κινητό. Έγραφε: 

*«Αν αφήσω αυτή τη στιγμή, θα με θυμηθεί κανείς; Ή θα είμαι μόνο σκιά;»* 

Η απάντηση δεν ήρθε. Τα like ήταν ελάχιστα. Μερικά, ίσα για να γεμίσει η οθόνη. Ο Μάνος έκλεισε τα μάτια και θυμήθηκε τη μητέρα του να του φτιάχνει καφέ τις Κυριακές. Το άρωμα του καφέ τον έκανε να δακρύσει. Ήταν μια παλιά στιγμή που τον κράταγε ζωντανό. Αλλά το σώμα του δεν είχε πια την ίδια αντοχή. 

Ο Βάσος περπατούσε αργά στο άδειο σπίτι. Τα έπιπλα, οι τοίχοι, τα παιχνίδια των παιδιών, όλα του θύμιζαν τις μέρες που υπήρχε ζωή εκεί μέσα. Έπιασε ένα βιβλίο του γιου του και άνοιξε τυχαία σε μια σελίδα που είχε ζωγραφιές και σκίτσα. Ένα χαμόγελο ήρθε στο πρόσωπό του, θολό, γρήγορα σβησμένο από τη μοναξιά που τον κατακλύζει. 

*«Αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο, θα έκανα τα πάντα αλλιώς»* έγραψε στο κινητό του. Κανείς δεν απάντησε. Μόνο μια καρδιά από έναν παλιό φίλο. Δεν ήταν αρκετό. Ο Βάσος κάθισε στο πάτωμα, κρατώντας το αυτοκινητάκι του γιου, σαν να μπορούσε να κρατήσει και τον ίδιο τον χρόνο. 

Η Νίνα περνούσε τις μέρες της ανάμεσα στις γάτες και τα φυτά. Η Ρίτα, η μαύρη γάτα, της τριβόταν στα πόδια, ζητώντας χάδια. Η Νίνα χαμογέλασε αμυδρά και έσκυψε να τη χαϊδέψει. Τα φυτά, κάθε φύλλο τους, έμοιαζαν να την κοιτούν. Ήταν η σιωπή τους που την γαλήνευε, αλλά ταυτόχρονα την έκανε να νιώθει το πέρασμα του χρόνου. 

*«Αν φύγω, τα φυτά θα θυμούνται μόνο το χέρι που τα φρόντιζε»* έγραψε. Κανείς δεν απάντησε. Οι καρδιές των φίλων ήταν λίγες, σαν μικρά φαντάσματα της παρουσίας της στον κόσμο. 

Ο Μάνος, διαβάζοντας posts της Νίνας, ένιωσε ένα μικρό ρίγος. Το ίδιο post, μια απλή πρόταση για τις γάτες της, έγινε γέφυρα ανάμεσα στη μοναξιά του και την ύπαρξη κάποιου άλλου. Έκανε like, αλλά δεν ήξερε γιατί. Η ανάγκη να υπάρξει κάποιος άλλος στον κόσμο, έστω ψηφιακά, τον κράταγε ζωντανό. 

Ο Βάσος σκέφτηκε την τελευταία φορά που είχε δει τη γυναίκα του. Τα παιδιά κοιμόντουσαν και εκείνος στεκόταν στην κουζίνα, μόνος, ακούγοντας τους ήχους της νύχτας. Όλα ήταν σιωπηλά. Η απουσία της τον έκανε να νιώθει πως περπατά σε ένα άδειο δωμάτιο, γεμάτο σκιές από ανθρώπους που κάποτε υπήρχαν. Έγραψε ένα τελευταίο post: 

*«Αν αύριο δεν ξυπνήσω, να ξέρετε ότι προσπάθησα να σας αγαπήσω όσο μπορούσα»* 

Και κλείνοντας το κινητό, ένιωσε μια παράξενη γαλήνη. Ήταν η στιγμή που η ζωή και ο θάνατος συναντιόνταν σιωπηλά. 

Η Νίνα άνοιξε το παράθυρο για να μπει λίγο φως στο δωμάτιο. Οι γάτες κοιμήθηκαν στο περβάζι, τα φυτά κοίταξαν το πρωινό φως. Έγραψε ακόμα ένα post: 

*«Η ζωή συνεχίζεται, ακόμα κι αν εγώ δεν είμαι πια εδώ. Μην ξεχνάτε να χαμογελάτε στα μικρά πράγματα»* 

Τα posts των τριών ήταν σαν ψίθυροι που διασχίζουν τη νύχτα, σαν μικρά σημάδια ότι κάποιος υπήρξε. Οι αναμνήσεις τους, οι μοναξιές τους, οι μικρές κινήσεις, όλα συνδέονταν μέσα σε μια ψηφιακή σιωπή. Κανείς δεν έβλεπε, κανείς δεν άκουγε, κι όμως εκείνοι υπήρχαν, ακόμα και αν μόνο μέσα από ένα post, μια καρδιά ή ένα emoji. 

Ο Μάνος έκλεισε τα μάτια και είδε τις δικές του αναμνήσεις, τα παιδικά καλοκαίρια, τη γιαγιά, τα δέντρα, το ψωμί. Ο Βάσος είδε τα παιδιά του, το χαμόγελο και τη ζωγραφιά τους. Η Νίνα είδε τις γάτες και τα φυτά της, τα μικρά σημάδια αγάπης που άφησε στον κόσμο. 

Ήταν η στιγμή που οι τρεις τους συνδέθηκαν, χωρίς να το γνωρίζουν, μέσω μιας σιωπής που γέμιζε το timeline τους, μέσω ενός ψηφιακού νεκροταφείου γεμάτου αναμνήσεις, μοναξιά και υπενθύμιση ότι κάποτε υπήρξαν.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Εκεινη