[ πολλοί σύγχρονοι λογοτέχνες ξόρκισαν το βιβλίο με τα μουχαμπέτια του Ντίνου Χριστιανόπουλου, περισσότεροι εκνευρίστηκαν με τα εσώψυχα του ποιητή έτσι όπως απομαγνητοφωνήθηκαν ( ; ) από τις συνομιλίες του με την κ. Σωτηρία Σταυρακοπούλου και πολέμησαν σφόδρα την έκδοση __ αλλά βρίσκω υπέροχα αυθεντικό, το κάτωθι μουχαμπέτι για τη γειτονιά της Αχειροποιήτου __ μέρα που είναι σήμερα ας τον μνημονεύσω ]
Γιατί και η μάνα μου ήταν από κει, από τη Μικρά Ασία, και την έστειλε η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων στη Βέροια, αλλά η μάνα μου, τσαούσα, λέει: «Εγώ στη Βέροια από την Κωνσταντινούπολη;» Και λέει και η μάνα: «Θυσιάζω όλα όσα η Επιτροπή μού δίνει». Δηλαδή, έδιναν ένα σπίτι, όταν κι εσύ είχες χάσει σπίτι εκεί. Έτσι της έδωσαν στη Βέροια ένα σπίτι μπέικο, δηλαδή πλούσιο, καλοφτιαγμένο, μεγάλο, άνετο. Και βάζει υπογραφή ότι παραιτείται από κάθε απαίτηση ιδιοκτησίας και φεύγει θεληματικά στη Θεσσαλονίκη, χωρίς να της δώσουν απολύτως τίποτε. Σκέψου! Η μάνα! Γιατί ο μπαμπάς μου ήταν λίγο άβουλος. Λοιπόν, η μάνα. Από τότε μας έφαγαν τα υπόγεια, μας έφαγαν οι χαμοκέλες, μας έφαγαν ότι κάθε χρόνο μας έδιωχναν και αλλάζαμε σπίτι, διότι δεν είχαμε και λεφτά. Ο μπαμπάς ήταν και ακαμάτης. Δεν μπορούσε να δουλέψει, να βρει δουλειά. Ήταν ένα μυστήριο πράγμα! Η μάνα, πιο ενεργητική, αλλά δυστυχώς φτωχή, παρ' όλο που από την Κωνσταντινούπολη και από το πατρικό της χωριό ο πατέρας της ήταν καραβοκύρης, δηλαδή εφοπλιστής, θα λέγαμε. Είχε δύο μεγάλα καράβια. Το ένα βούλιαξε, το άλλο το έφαγαν οι Τούρκοι. Λοιπόν, η μάνα, αρχοντοπούλα, πήρε αυτό τον μπαμπά, τον ανεπρόκοπο, τον πάμφτωχο, τον... τον... και παρ' όλ' αυτά, τα έπαιξε όλα για όλα να έρθει στη Θεσσαλονίκη. Διότι και το έλεγε κιόλα: «Δεν μπορώ εγώ από την Κωνσταντινούπολη να πάω στην καραφέρεια τώρα. Για όνομα Θεού! Καραφέρεια;» Και το έλεγε με έσχατη περιφρόνηση και αηδία. Και όχι απλώς ήρθε στη Θεσσαλονίκη, αλλά, επειδή ήταν και ουρμπανίστρια, ήθελε να κατοικεί μεταξύ Αγίας Σοφίας και Αχειροποιήτου. Όλα τα σπίτια ήταν σ' αυτό το τετράγωνο. Λίγο πιο δίπλα στην Αγιά Σοφιά, λίγο πιο πάνω στην Αχειροποίητο, εκεί. Είναι πρωτοφανές! Και αυτά, συνειδητοποιημένα. Η μάνα ήταν ουρμπανίστρια. «Ουρμπανίστρια» σημαίνει αυτή που θέλει να ζει στο κέντρο της πόλης. Ξέρεις τι σημασία που έχει να ζει κανείς στο κέντρο; Και μου έλεγε πολλά πράγματα. Ας πούμε: «Πολλοί λένε ότι είναι ωραίο να ζεις σε ωραία προάστια. Μην τα πιστεύεις, παιδί μου. Είναι λόγια. Τι θα πει «ωραία» και τι θα πει «προάστια»; Στο κέντρο. Όταν θα πας σχολείο, πού θα πας; Στην άκρη της πόλεως; Σε κανένα χωριάτικο σχολείο; Όταν θα αρρωστήσεις, πού θα πας; Πού θα βρεις γιατρό; Πού θα βρεις φαρμακοποιό; Στο κέντρο». Και τα έλεγε, τα ξαναέλεγε. Ήταν το πιστεύω της αυτό και πολλά άλλα. Ακόμη και τη μεγάλη κουβέντα: «Η Θεσσαλονίκη σού τα έδωσε όλα, μην την κλοτσήσεις ποτέ, μην τύχει και πας κάποτε στην Αθήνα· εδώ, εδώ», από το στόμα της την άκουσα. Κι εγώ ακολουθώ τις συμβουλές της. Μου είπε πολλά. Δηλαδή, μια κανονική πλύση εγκεφάλου. Και ήταν, υποτίθεται, μια αγράμματη γυναίκα. Αλλά είχε μια γενικότερη λαϊκή παιδεία και πολλά. Και όχι μόνο εξυπνάδα, είχε μια κάποια παιδεία. Και δεν είναι τυχαίο ότι ήταν ανιψιά του Μένου Φιλήντα, του λογοτέχνη. Από εκεί κρατάει πολύ το αίμα. Και ο Μένος Φιλήντας, αν και χοντρός και απωθητικός, ήταν πανέξυπνος.
Χριστιανόπουλος Ντίνος, Σταυρακοπούλου Σωτηρία, Τα εσώψυχα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, Μια εκ βαθέων δεκαετής συνομιλία 2004-2012, Εκδόσεις Ιανός 2019
φωτογραφία: Άρις Γεωργίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου