Τσαλαβουτάς το εγώ μες στη χλωρίνη μέχρι να ξεξασπρίσει, να γίνει διάφανο, αόρατο, να χαθεί σαν τσίπουρο με γλυκάνισο σε ποτήρι πριν λιώσουν τα παγάκια. H ανεμελιά του παλιού σου κόσμου έχει περάσει ανεπιστρεπτί και τώρα την φτιάχνεις με τα χέρια σου για να την πάρουν μαζί τους. Τα βράδια ατελείωτα και τα πρωινά πορτοκαλί όπως το χρώμα που τρυπά απ' τα μισάνοιχτα παντζούρια και λούζει τις αγουροξυπνημένες φατσούλες τους πριν ακουστεί το πρώτο μαμά!
Το χαρτί παρακαλάει για μολύβι, ώρα για κατασκευή! Έλα μαμά, ζωγράφισε μου κάτι κι εγώ που δεν έκανα τίποτα κατά παραγγελία εκτός από όλη μου τη ζωή, άγγιζα το πάλλευκό χαρτί ξεθάβοντας μια φαντασία ξεχασμένη και υπακούοντας πάντα στην ίδια προσταγή, ζωγράφιζα κι ότι βγει και η μικρή το' χε για κληρονομιά, είναι απ' τη μαμά- είναι απ' τη μαμά κι αυτό φτάνει για να μεταμορφωθείς σε αυτό το ευαλωδύνατο πλάσμα που ανατέλλει ζωή μέσα απ' τα σπλάχνα του!
Το μόνο που ήθελα ήταν να κυλήσει έτσι ήρεμα η ζωή, όσο ήρεμα μπορεί να κυλάει με δύο νήπια δηλαδή. Παλιά η ρουτίνα με σκότωνε, τώρα θα σκότωνα για να την κρατήσω ζωντανή. Όταν ανατρέπεται πάει να πει πως κάτι δεν πάει καλά και πόσες φορές δεν το έχω ζήσει τα τελευταία χρόνια κι αντί να πας στη δουλειά και τα παιδιά σου στο σχολείο, να βάλεις την κατσαρόλα στο μάτι, βρίσκεσαι σε ένα νοσοκομείο, στις εμμονές ενός σχιζοφρενή, σε ένα κοντέινερ ή χωρίς δουλειά ή στη χειρότερη σε μια τρύπα κάτω από το χώμα ζωντανός και ενώ όλοι οι άλλοι ξέρουν ότι θα πεθάνεις εσύ εκεί να φοβάσαι και να ελπίζεις.
Δε με φοβίζει η ρουτίνα πια, οι ίδιες κινήσεις ξανά και ξανά γιατί θέλει τόσο κόπο η ασφάλεια και η ανατροφή, θέλει τόσο κόπο να φτιάχνεις με τα χέρια σου αυτή την ξεγνοιασιά, με νύχια και με δόντια για τα παιδιά για το δικαίωμα τους στην ξεγνοιασιά, δίνω τα πάντα, εξαϋλώνομαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου