Παρασκευή, Οκτωβρίου 19, 2012

O Μονόλογος της Μόλλυ Μπλούμ


Αχ ναι τους ξέρω καλά ποιός ήταν ο πρώτος στο σύμπαν πριν να υπάρξει κάποιος που το έφτιαξε όλο αυτό ποιός ποιός αχ αυτό δεν το ξέρουν ούτε κι εγώ έτσι λοιπόν ας δοκιμάσουν να σταματήσουν τον ήλιο να ανατείλει αύριο
ο ήλιος λάμπει για σένα είπε την ημέρα που ήμαστε ξαπλωμένοι ανάμεσα στα ροδόδεντρα στο Χάουθ με το κεφάλι στο γκρίζο μάλλινο κοστούμι του και το ψάθινο καπέλο του την ημέρα που τον έσπρωξα να με ζητήσει σε γάμο ναι
πρώτα του έδωσα το κομμάτι από το κέικ με ηλιόσπορους μέσα από το στόμα μου και ήταν δίσεχτος χρόνος όπως τώρα ναι δεκαέξι χρόνια Θεέ μου ύστερα από το μακρύ φιλί κόντεψα να χάσω την αναπνοή μου ναι είπε πως ήμουν ένα άνθος των βουνών ναι έτσι ήμαστε όλες άνθη το κορμί της γυναίκας ναι αυτό ήταν ένα αληθινό πράγμα που είπε στην ζωή του κι ο ήλιος λάμπει για σένα σήμερα ναι γι’ αυτό τον συμπάθησα γιατί είδα ότι καταλάβαινε και αισθανόταν τί είναι η γυναίκα κι ήξερα πως θα μπορούσα πάντα να τον καταφέρω και του έδωσα όλη την ευχαρίστηση που μπορούσα φέρνοντάς τον στα νερά μου μέχρι που μου ζήτησε να πω ναι και στην αρχή δεν απάντησα μόνο κοίταξα πέρα πάνω από τη θάλασσα και τον ουρανό σκεφτόμουνα τόσα πολλά πράγματα που εκείνος δεν ήξερε για τον Μάλβευ και τον κ.Στάνχοπ και την Έστερ και τον πατέρα και το γέρο λοχαγό Γκροβ και τους ναύτες που παίζανε πετάει πετάει το πουλί και τις καβάλες και το πλύνε τα πιάτα όπως το λέγανε στο μώλο κι ο φρουρός μπροστά από το σπίτι του κυβερνήτη με το πράμα γύρω από το άσπρο του κράνος φτωχοδιάβολος να σιγοψήνεται στον ήλιο και τα σπανιόλικα κορίτσια να γελάνε μέσα στις μαντίλες τους και τα ψηλά τους χτένια και οι δημοπρασίες το πρωί οι Έλληνες και οι Εβραίοι και οι Άραβες κι ο διάολος ξέρει από που αλλού απ’ όλα τα πέρατα της Ευρώπης κι η οδός Ντιούκ και η ορνιθαγορά κακαρίζοντας έξω από το Λάρμπυ Σάρονς και τα καημένα τα γαϊδούρια να γλιστράνε μισοκοιμισμένα και οι αινιγματικοί τύποι μέσα στις κελεμπίες τους να κοιμούνται στη σκιά πάνω στα σκαλοπάτια κι οι μεγάλοι τροχοί των βοιδάμαξων και το παλιό κάστρο χιλιάδες χρόνια γέρικο ναι κι αυτοί οι όμορφοι Μαυριτανοί όλοι ντυμένοι στα λευκά και τα τουρμπάνια τους σαν βασιλιάδες να σου ζητάνε να κάτσεις στα μικρά μαγαζιά τους και η Ρόντα με τα παλιά παράθυρα των ποσάντας μάτια που ρίχναν βλέμματα πίσω από τις σιδερένιες γρίλιες στον εραστή της για να φιλήσει το σίδερο κι οι ταβέρνες μισάνοιχτες τη νύχτα κι οι καστανιέτες τη βραδιά που χάσαμε το καράβι στο Αλγκεσίρας ο φύλακας να κάνει τις βόλτες του ατάραχος με τη λάμπα του και Ω αυτός ο φοβερός χείμαρρος που κατεβαίνει Ω η θάλασσα η θάλασσα κατακόκκινη μερικές φορές σαν την φωτιά και τα υπέροχα ηλιοβασιλέματα και οι συκιές στους κήπους στης Αλαμέδας ναι και όλα τα παράξενα δρομάκια και τα τριανταφυλλιά και τα γαλάζια και τα κίτρινα σπιτάκια και οι κήποι με τα τριαντάφυλλα και τα γιασεμιά και τα γεράνια και τους κάκτους και το Γιβραλτάρ ένα κορίτσι που ήμουνα τότε ένα Άνθος των βουνών ναι όταν έβαλα το τριαντάφυλλο στα μαλλιά μου όπως συνηθίζαν τα κορίτσια της Ανδαλουσίας ή θα φορέσω ένα κόκκινο ναι πως με φίλησε κάτω από το Μαυριτάνικο κάστρο και σκέφτηκα λοιπόν αυτός ή όποιος άλλος το ίδιο κάνει κι ύστερα τον κάρφωσα με τα μάτια μου για να μου κάνει πάλι την πρόταση ναι κι ύστερα μου ζήτησε αν θα ήθελα ναι να πω ναι το άνθος μου των βουνών και στην αρχή τον αγκάλιασα ναι και τον τράβηξα κάτω πάνω μου έτσι που μπο
ρούσε να νιώσει τα στήθη μου όλο άρωμα ναι κι η καρδιά του πήγαινε να σπάσει και ναι είπα ναι θέλω Ναι.
J.Joyce

Δεν υπάρχουν σχόλια:

The first time I told my story, I felt only pain. “How could this have happened to me?” I asked.  The second time I told my story, I felt on...