Τετάρτη, Μαΐου 11, 2011

Get up Stand up



Σαν σήμερα πέθανε ο αγαπημένος μου Bob Marley το 1981 . Έζησε μόλις τριάντα έξι χρόνια αλλά κι αυτά ήταν υπεραρκετά για να τραγουδήσει τους ακόλουθους στίχους :

One love, one heart
Let’s get together
and feel allright!

Όλα πάνε από το κακό στο χειρότερο, στην Αθήνα σφάζονται για κάμερες, οι άνθρωποι δεν έχουν να φάνε, η γενιά μου ή μεταναστεύει ή μένει άνεργη ή τρώει ακόμα από τα λεφτά του μπαμπά που λιγοστεύουν. Η χώρα δεν πάει για φούντο γιατί ήδη έχει φουντάρει και το χειρότερο από όλα  είναι ότι βλέπεις κάποιους αιώνια βολεμένους επειδή τώρα τους μπήκε λιγουλάκι  αγγουράκι και στη δική τους κωλοτρυπίδα  να μας σπάνε τα παπάρια για επανάσταση. Εντάξει δε λέω δεν είναι ώρα για τέτοια, όχι εσύ φταις λιγότερο, εσύ περισσότερο γιατί στο τέλος θα βρεθούμε να πλακωνόμαστε αναμεταξύ μας πάλι και άκρη δε θα βγάλουμε.

Κάθε εποχή ανήκει στη γενιά της , απλά στο τώρα άλλος ήπιε , άλλος έφαγε και άλλως πληρώνει . Δεν είναι η πρώτη φορά μην τρελαθούμε , ο κόσμος πέρασε  και χειρότερα απλά τόση μαλακία συσσωρευμένη πρώτη φορά στην εποχή μας ζούμε. Απορώ γιατί οργίζονται κάποιοι τόσο, αφού εδώ και αρκετά χρόνια η κατάσταση έδειχνε που θα πάει και υπεύθυνοι περισσότερο από όλους είναι όσοι έφαγαν και όντως φάγανε πολλοί , άλλοι πολύ άλλοι λιγότερο για μένα ηθικά είναι όλοι ένοχοι. Πληρώνουν όμως το τίμημα όλοι, κι αυτοί απλά που έβλεπαν τους άλλους να τρώνε. Ο Bob to είπε :

Get up, stand up: stand up for your rights! 
Get up, stand up: stand up for your rights! 
Get up, stand up: stand up for your rights! 
Get up, stand up: don't give up the fight! 

 
Η κατάντια μας δεν είναι τόσο οικονομική στο κάτω-κάτω. Τα περισσότερα μυαλά είναι σάπια. Αξία, ηθική, άγνωστές λέξεις, τα ίδια θα λέμε τώρα ;Παράθυρα, μίζες, κλεψιά. Πάτα επί πτωμάτων αρκεί εσύ να’ σαι καλά. Αυτό που μας έφαγε ήταν η μπασταρδεμένη δημοκρατία τους και η ασυδοσία τους . Σε ακραίες εποχές, ακραία αντιδράς  ή μένεις και βουλιάζεις και όπως και να το θέλετε δεν θα βουλιάξουμε όλοι παρέα. Κάποιοι αρνιούνται το σκοτάδι σας ακόμα και τώρα, κάποιοι από τα μυαλά τους βγάζουν φως. Κάποιοι κράτησαν τα ιδανικά τους, τα μυαλά τους τα αερίζανε κάθε μέρα , κάποιοι ξέρουν ότι υπάρχουν αξίες μεγαλύτερες από το χρήμα, όσοι τις έχουν κρατιούνται από εκεί. Όπως έστρωσε ο καθένας θα κοιμηθεί . Πιστεύω ακράδαντα ότι όποιος πραγματικά αξίζει δε θα χαθεί όσο κι αν άθελα του θα επηρεασθεί και η δική του ζωή. «Το Φως ορκίστηκε να μην παραδοθεί» Νίκος Καζαντζάκης .

Αι σιχτίρ με τους μαλάκες δηλαδή. Ζώσου με εκρηκτικά και πήγαινε και σκάσε μέσα στη Βουλή στο κάτω-κάτω αν είσαι επαναστάτης , μαλακοχλεχλέ να πούμε.

Λοιπόν πηδάω σε άλλο θέμα τώρα, εκτός από το ομαδικό δράμα που ζούμε σαν χώρα, σαν Ευρώπη, σαν πλανήτης , πάντα και παντού υπήρχαν άνθρωποι που ζούσανε τα δικά τους δράματα στα σπίτια τους και οι περισσότεροι τα αντιμετώπιζαν και τα αντιμετωπίζουν με αξιοπρέπεια, γιατί για μένα μέχρι και η επιλογή της αυτοκτονίας είναι ακόμα μια αξιοπρεπής στάση. Με αφορμή λοιπόν το παρακάτω γεγονός http://www.guardian.co.uk/uk/2011/may/09/mother-killed-autistic-son-trial,  αλλά και το ρεαλιστικό διήγημα του Σωτήρη Δημητρίου, Ένα παιδί από τη Θεσσαλονίκη, «Με νύχια και με δόντια», Κέρδος ,Αθήνα 1989. Σας παρουσιάζω την πρώτη γραφή της παρακάτω απόπειρας μεταποίησης του κειμένου σε μοντερνιστικό. Καλό θα ήταν κάποιος να έχει διαβάσει και του Δημητρίου πρώτα.

Σπλάχνο μου τι να σε κάνω
Ειρωνεία της τύχης μου
Διάδρομοι νοσοκομείων ∙ ατροφικά άκρα
Γυρισμένες κόρες. Ιδρύματα
Κουκουδιασμένη ζωή, κολλημένη στα τσίνορα
Αλύτρωτα παραλογίζομαι
Πόσες φορές ζωντανό να σε θάψω;
Το είχα πει –να το πεθάνετε
Τα ουρλιαχτά του  μας ντροπιάζανε
Στις συνελεύσεις της πολυκατοικίας
Σκιές παρατηρήσεων στους τοίχους
Ερχότανε και μας χέζανε το χαλάκι της εξώπορτας για εκδίκηση
Η αδερφή σου,
Σάλεψε.  Έμενε εκεί στο μικρό μπάνιο
Να κλείνει το ένα το αυτί με το ένα χέρι και με το άλλο
Να προσπαθεί να μεταφράσει τα ουρλιαχτά σου
Ουυυ και μουυυ και ουγκ
Σάλια.
Παπάδες
Μοιράζανε  απλόχερα  αμαρτίες
Σταυρός από σάρκα, με το δικό μου αίμα.
Αχ , το μπαλοντίβανο
Κοιμόμασταν παρέα
και στα όνειρα
 ήθελες συμπαράσταση
Το’ καψα.
Υγρές βλεφαρίδες
ΚοινΩνία
Γεννήθηκες για να καταπιείς το γέλιο μου
Δεν ξαναγέλασα ποτέ από τότε που ήρθες
Τι το’ θελε  κι εκείνο το παιδικό πάρτυ  η μικρή
Είπαμε ότι θα κλείναμε την πόρτα.
Μην τον δουν τα άλλα παιδιά
Τα ουρλιαχτά του όμως πώς να τα χωρέσεις
σε ένα δωμάτιο;;;;
Πώς να τα καταπιείς  με κλειδί;
Και έτυχε να ανοίξει η πόρτα,  ήταν
η Μαρούλα εκεί. Το παιδάκι τρόμαξε
η  μάνα της μου έκανε  παρατηρήσεις
η μικρή έπαψε να πηγαίνει στο ίδιο σχολείο
Και όταν ποια την ρωτούσαν αν έχει αδέρφια, έλεγε όχι- όχι-όχι
Μαύρες ψυχές, όλοι μας
Πόνος μεγαλύτερος από το θάνατο
Αν σε είχα θάψει τότε, θα’ χα ξενοιάσει
Θα’ χα βγάλει και τα μαύρα.
Κάθε μέρα, αργός θάνατος .
Μαύρη ψυχή
Δε ξέρω ποιος φταίει
Όχι εσύ.
Όχι
Όχι αλήθεια
Αφού αντέξαμε εδώ
Η κόλαση είναι παράδεισος
‘Έστω  και ακρωτηριασμένοι
Το χειρότερο είναι η κατανόηση
Κανείς δε μπορεί
Βαρέθηκα πια να δίνω εξηγήσεις
Ο πατέρας σου
Δεν ξέρω ποιον αγαπούσε  περισσότερο
Εσένα ή τον εαυτό του
Ο πατέρας σου μια αγκαλιά
Γι αυτό σε σκότωσε
Με αυτή σε σκότωσε
Όταν εγώ παρέδωσα
Εκείνος σε κράτησε
Εκείνος σκούπιζε με σφουγγαράκια
Τον κώλο σου και μετά
Πήγαινε στην τουαλέτα και
Έκανε εμετό
Κάθε πρωί  έκανε εμετό.
Τουλάχιστον τώρα, ησύχασε η ψυχή του
Ησύχασε γενικώς.
Σύζυγος δεν ήταν πια
Δε φταίει
Ούτε εγώ ήμουνα
Παραδομένος στα ζεμπέκικα  σου
Πνιγμένος
 Έβγαλα 
Καρκίνο
Θυμήθηκα τότε στο ίδρυμα
Που ερχόμουνα και σε έβρισκα
Με δεμένα τα χέρια στα κάγκελα
Ίδιος ο εσταυρωμένος
Τόση πίκρα έφαγα
Τόσους κόμπους δέθηκα
Αρρώστησα
Γέννηση
Θάνατος
Μακάρι να είχαμε ζήσει στη διαδρομή
Θαμμένοι ζωντανοί
Ανάσταση για μας
Ο  Θάνατος
Ουυυ και μουυυ και ουγκ
Σάλια
Μ’ ακούς μάνα;
Εδώ  οι ψυχές
Μιλάν την ίδια γλώσσα
Δεν ουρλιάζω!
Κανείς δε με κρύβει
Ούτε μου δένουνε τα χέρια
Σε κάγκελα
Εδώ βάζω το πόδι στο στόμα
Και κανείς δε δίνει σημασία
Ούτε και έχει σίδερα για να καώ
Θυμάσαι τότε που χτύπησε το τηλέφωνο;
Πήγες να απαντήσεις κι έμεινα
Μόνος δίπλα στην σιδερώστρα
Ήθελα να δω τι κάνει
Κάηκα
Όταν ήρθες έκλαιγες
Ψάχνω τον μπαμπά
Δεν τον βρίσκω
Δεν βρίσκω κανέναν
Είμαι μόνος
Ψάχνω το καροτσάκι μου
Που είναι το μπαλοντίβανο;
Εδώ κανείς δεν φοράει τίποτα,
περιφέρουν όλοι
Τους κώλους τους άντυτους
Εδώ δεν κολλάς Μηνιγγίτιδα
Δεν ξέρω καν αν μπορείς να
Πεθάνεις
Δεν θα αφήσω ξανά κανένα πούστη
Να με κρατήσει με το έτσι θέλω στη ζωή
Και να μου την πάρει όταν ΜΕ κουραστεί
Δύσκολο να ζεις μ’ ένα φάντασμα έτσι;
Είμαι Ε λ εύ  ΘΕΡΟΣ 


σ.χ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

The first time I told my story, I felt only pain. “How could this have happened to me?” I asked.  The second time I told my story, I felt on...