Τετάρτη, Αυγούστου 25, 2010
Μάνα;
Μπήκε στο μπάνιο μετά από έναν μεσημεριανό καλό υπνάκο.Δεν πρόλαβε να ρίξει νερό στο πρόσωπο του και άκουσε πάλι τις ίδιες φωνές να έρχονται από το μικρό παραθυράκι.Η φωνή της ίδια και απαράλλακτη,βαθιά μαστουρωμένη,από πρέζα,από αντικαταθλιπτικά;Ποιος ξέρει;Μάλλον το δεύτερο υπέθεσε και τι να λέει;Ποια η διαφορά; Απλά τα δεύτερα είναι νόμιμα ναρκωτικά.
Μένανε στον ίδιο όροφο,μεγάλωσαν μαζί στην ίδια πολυκατοικία,βέβαια εκείνη πρέπει να του έριχνε δέκα χρόνια,αλλά μια ζωή μένανε στην δίπλα πόρτα.Από όσα ήξερε και έβλεπε και από όσα ο κόσμος συνήθιζε να λέει η μητέρα τους,τους εγκατέλειψε όταν ήταν ακόμα μικρά και ήταν μόνο εκείνη με ακόμα τρις άντρες στο σπίτι,τους δυο αδερφούς της και τον πατέρα της.
Ποτέ δεν έμαθε το γιατί και το πως,εξάλλου δεν ήταν περίεργος.Bέβαια αν ρωτούσε τη Φανή από τον πρώτο όροφο,σίγουρα θα ήξερε να του πει γιατί αυτά τα παιδιά μεγάλωσαν χωρίς μάνα.Οι φήμες λένε πως είχε απλά εξαφανιστεί και ζούσε στην Αμερική.
Δεν είχε και τόσο χρόνο να παρακολουθήσει τη ζωή των διπλανών,εξάλλου και η δική του δεν ήταν εύκολη,κόντευε τα τριάντα και ακόμα έμενε στο πατρικό του.Ο πατέρας της είχε πεθάνει, ο μεγαλύτερος αδερφός της είχε πάρει τα λεωφορεία του πατέρα της, ο μικρός είχε γίνει πρεζάκιας της πόλης και εκείνη είχε μείνει με το σπίτι για προίκα και ένα πανέμορφο μωρό να μεγαλώνει.Ήταν παντρεμένη, μάλλον χωρισμένη το λες. Ο πατέρας εδώ και χρόνια είναι άφαντος. Έρχεται που και που καμιά φορά με το μηχανάκι από τη δουλειά του, είναι ντελιβεράς σε γνωστό ταχυφαγείο αλλά εκείνη κάθε φορά που έρχεται ουρλιάζει και τον διώχνει.Εκείνη ήταν άνεργη..
Θυμάται την τελευταία φορά που την είδε στο ασανσέρ,σκελετωμένη, αυτό θα πει νευρική ανορεξία, με ένα απίστευτα άσχημο πρόσωπο και ήταν τόσο όμορφη κοπέλα, με μακριά ξανθά μαλλιά και πράσινα μάτια. Ένα ανθρώπινο ερείπιο που πετάγονται από παντού τα κόκαλα της, τα μάτια τρομακτικά βαθουλωτά προς τα μέσα και γύρω-γύρω απίστευτοι μαύρη κύκλοι . Κι όμως στο δεξί της χέρι κρατούσε ένα μικρό τρυφερό χεράκι, το χεράκι του γιου της, σωστό κουκλάκι, ομορφιά ζωγραφιστή που εκείνο της χαμογελούσε με αγάπη και εκείνη το έσπρωχνε με τρόπο…
Όσο βρισκόντουσαν στο ασανσέρ δεν μίλησε, είπε μόνο και μόνο ένα καλησπέρα με το ζόρι, βαρύ και μαστουριάρικο ενώ το μικρό ξανθό αγγελουδάκι με αυτές τις ματάρες και με τα μπουκλάκια στο μαλλί την κοιτούσε με αγάπη και της χαμογελούσε.Κατέβηκαν στον ίδιο όροφο και ξεκλείδωσαν τις πόρτες δεν πρόλαβε να μπει μέσα όταν άκουσε εκείνη τη γνωστή φωνή, ούρλιαζε σε αυτό το αγγελούδι, τσίριζε ακατονόμαστα πράγματα, ακουγόντουσαν τα γοερά του κλάματα όταν αυτή τσατίστηκε παραπάνω και του φώναζε να σκάσει.
Έριχνε νερό στο πρόσωπο του για να ξυπνήσει σε έναν εφιάλτη,πάλι τα ίδια για πολλοστή φορά. Μαζί με τις σταγόνες του νερού κύλησε και ένα δάκρυ στο πρόσωπο του.Ανήμπορος να κάνει κάτι και ανήμπορος να πει ποιος φταίει .Εκείνη; Η μάνα της που την εγκατέλειψε;; Τα ψυχοφάρμακα;
Πάντως σίγουρα όχι ο μικρός άγγελος της…
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
The first time I told my story, I felt only pain. “How could this have happened to me?” I asked. The second time I told my story, I felt on...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου