Πέμπτη, Ιανουαρίου 22, 2009

Σσσς…. Ησυχία Κοιμάμαι


Παραμονή Χριστουγέννων έφυγα από την εφημερίδα γιατί δεν είχανε να μου δώσουνε δεκάρα τσακιστεί, την Παρασκευή και μια μέρα πριν φύγω για Πάτρα, ο διευθυντής με κάλεσε να πιούμε καφέ και μου ζήτησε να γυρίσω πίσω, του είπα θα το σκεφτώ, μου ζήτησε μέχρι την Δευτέρα να του απαντήσω, του απάντησα Κυριακή.

Προέκυψαν κάτι τρεξίματα με Πύργο, οι αγρότες έκλεισαν τους δρόμους, ο Θωμάς τραγουδούσε live στην Καβάτζα, ήπια 3 κάβες μαυροδάφνη, καθάριζα το σπίτι της Τάνιας, γύριζα την Πάτρα με τη Σοφία, άρχισε το καρναβάλι, έκοψα το φαί άρχισα το κάπνισμα, έχασα πέντε κιλά, πίναμε depon max με τον Ανδρέα, μετρούσαμε τις άσπρες τρίχες μας, γελούσαμε με τα 24 γενέθλια μας που έρχονται.

Γνώρισα τον γκόμενο της Τάνιας, όπου νοίκιασε το σπίτι που έμενε η Γοριδάρη. Το κουδούνι γράφει ακόμα το όνομα μου στον Πύργο, ο Κούτρας μας είδε και μας αποκαλούσε φαντάσματα, ο Χρήστος με έψαχνε για το blog, ο Κώστας αναρωτιότανε Σοφία, σοφάκι σε πήρε το αυλάκι;

Ο Γιώργος έκλαιγε, εγώ πονούσα. Δεν έτρωγα τίποτα, έπινα, και κάπνιζα ότι πίνεται και ότι καπνίζεται. Ο Θανάσης έκανε προπόνηση στο χόκεϊ επί χόρτου, ο Βαγγέλης μάζευε το χόρτο, ο Θανάσης παράτησε το jumpnews, το ίδιο κι εγώ, μου είπε παίξε μπάλα κι εγώ λιποθύμησα.

Στη γραμματεία ήταν εξυπηρετικοί, έτριψα τα μάτια μου να δω αν είναι αλήθεια, ρώτησα πότε θα μας δώσουνε τα πτυχία, μου είπανε του αγίου πούτσου ανήμερα. Ζήλεψα, μίλησα με τη Δέσποινα μου είπε πήγε στην Αθήνα, το ίδιο και η Χαρά και η Αρχόντισσα και τόσοι άλλοι, κι εγώ ήμουν ακόμα εδώ ανήμπορη να κοιμηθώ.
Έκλαιγα και ο μαύρος κύκλος από την αϋπνία δεν έλεγε να φύγει… Είδα τη Βούλα, και μου είπε πως όταν πάω στην Αθήνα να περάσω από τη Νίκαια να μου δώσει η μάνα της φανταστική τυρόπιττα που κάνει, τα έσπασα στην Καβάτζα με τον Ανδρέα τον ναύτη, τη Βούλα, τη Δέσποινα και τον γκόμενο της τον οδοντίατρο και αφιέρωσαν σε μια Σοφία το «Τι σου’ κανα και πίνεις τσιγάρο στο τσιγάρο….»

Ένα βράδυ πήρα πάλι τη Λένα και πήγαμε στην Αμαλιάδα, έτρωγα παστίτσιο και πίναμε πάλι μέχρι το πρωί, ενώ βλέπαμε στο youtube το τελευταίο επεισόδιο από τους «Δύο ξένους», κάψιμο. Ο πονοκέφαλος δεν έλεγε να φύγει, όσο περνούσαν οι μέρες οι ημικρανίες όλο και φουντώνανε και κόντευα να τρελαθώ, έπρεπε να τους γράψω όλους στα αρχίδια μου αλλά δεν μπορούσα.

Έφυγα από Πύργο χθες στη μία το μεσημέρι, έφτασα μέχρι Διακοφτό, κατεβήκαμε από το τρένο, μπήκαμε σε λεωφορεία του ΟΣΕ, φτάσαμε στο Κιάτο, μπήκα στον προαστιακό έφτασα σταθμό Λαρίσης στις 6 το απόγευμα, έκανα 5 ώρες, από Πύργο για να φτάσω Αθήνα, κατέβηκα περίμενα μισή ώρα με το ρολόι στην ουρά για να βγάλω εισιτήριο να φύγω με τον 7:30 για Λάρισα ο Γιώργος ήθελε να έρθει να με δει, δούλευε και δεν πρόλαβε.

Έβγαλα το προτελευταίο εισιτήριο που υπήρχε μου έπιασαν τον κώλο ήταν intercity και δεν το ήξερα, κάπνιζα στο σταθμό Λαρίσης, θα πάω Αθήνα είπα. Στον Διευθυντή απάντησα πως δεν μπορώ να γυρίσω για κανένα μήνα, αλλά μέσα μου ξέρω ότι δεν θέλω να γυρίσω ούτε στην εφημερίδα ούτε στη Λάρισα, μπήκα στο τρένο και αποχαιρέτησα την Αθήνα και άφησα όσα αγαπώ πίσω μου. Είμαι ένα ράκος, κάθισα δίπλα με ένα ωραίο παλικάρι που με βοήθησε να ταχτοποιήσω τα μπαγκάζια μου, κοιμήθηκα και ονειρευόμουν καλύτερες μέρες, μέρες που να μπορώ να χωράω στα ρούχα μου, στις μουσικές μου, μέρες που θα γελάω όπως παλιά, μέρες που θα κλαίω για μικροπράγματα, μέρες ήρεμες δικιές μου.

Με πήρες τηλέφωνο και έκλαιγες, δεν μπορούσα να κλάψω άλλο, έφτασα έντεκα παρά στη Λάρισα, ήρθε και με πήρα ο αδερφός μου με τη μάνα μου, πήγαμε και πήραμε κάτι να φάω από το Dallas στον Άγιο Κωνσταντίνο, γύρισα σπίτι, έκανα μπάνιο και έπεσα για ύπνο, έκλεισα το φως και πήρα αγκαλιά τον Τζίμη.

Σήμερα ξύπνησα στις 2, ήπια καφέ, έλιωσα στο pc, πρέπει να πάρω αποφάσεις, πολλές και σημαντικές, πρέπει να φύγω από τη Λάρισα, αλλά όχι σήμερα, όχι τώρα, σήμερα δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Το τηλέφωνο δεν χτύπησε ούτε μια φορά, η μάνα μου χτύπησε την πόρτα από το δωμάτιο μου μπήκε μέσα και μου είπε ότι θα έκλει
νε εισιτήρια για το Θεσσαλικό Θέατρο αν θέλω να πάω, της είπα ναι, έξω βράδιασε και δεν νιώθω τίποτα, σήμερα δεν θα βγω από το σπίτι, ούτε αύριο, κάποια μέρα, αλλά όχι σήμερα.


Υ.Σ
Όταν θα'ρθείς να με ξεθάψεις απ'τις στάχτες
και διώξεις από πάνω μου όλη τη σκουριά
και ξαναβάλεις τις ρόδες μου σε ράγες
και εγώ αχίσω να κυλάω ξανά

Τότε οι λύπες θα με ψάχνουν
και άνεργες θα θρηνούν
Θα πέφτουν μανιασμένες οι βροχές
και θα ρωτούν

Τι έγινε εκείνο το τρένο που έβλεπε
τα άλλα τρένα να περνούν

5 σχόλια:

snikolas είπε...

Μην αφήνεις τον χρόνο να περνάει. Σήμερα, όχι αύριο!

Sophia Choleva είπε...

Έχεις δίκαιο Νικόλα, έχω μείνει ήδη πολύ πίσω. Είμαι απλά ακόμα ράκος και προσπαθώ να συνέλθω, θα επανέλθω ζητάω μόνο λίγο καιρό για να χαλαρώσω και να ηρεμίσω μέχρι να επανακάμψω

diastimata είπε...

τζα και σε σενα! Ρούφα τη ζωή!

Sophia Choleva είπε...

Χα-χα-χα! Ρούφα τη ζωή … Αυτό το ρούφα εμένα μου θυμίζει το «ρούφα τα και μη μιλάς»,χα-χα-χα…Ακόμα είναι περίοδος πένθους, αλλά υπόσχομαι στον εαυτό μου ότι θα ξαναγίνω travel girl,αν και κάπως γέρασα γι αυτά, θα βάλω μπρός για να πραγματοποιήσω τα όνειρα μου και που ξέρεις ίσως με κεράσεις κάποια στιγμή μπουγάτσα διαίτης στην Θεσσαλονίκη!!

old biker είπε...

μην σταματησεις να γραφεις...

The first time I told my story, I felt only pain. “How could this have happened to me?” I asked.  The second time I told my story, I felt on...