Που να γυρίζεις...
Ξημερώματα του Αγίου Νικολάου ,ανοίγω τη βρύση , γεμίζω την μπανιέρα με καυτό νερό κι αφρόλουτρα , ρίχνω το κορμί μου μέσα της και βυθίζομαι χαζεύοντας τους αφρούς που επιπλέουν , η αίσθηση του καυτού νερού πάνω στην σάρκα μου με ανακουφίζει . Εξαγνίζομαι .
Τη σιωπή σπάει η φωνή του Σιδηρόπουλου που έρχεται από το διπλανό δωμάτιο , σαν σήμερα πριν δεκαέξι χρόνια μια ώρα σαν κι αυτή χανόταν πάνω σε κάποια υγρά πλακάκια , κι όμως η φωνή του είναι εδώ …
Τη σιωπή σπάει η φωνή του Σιδηρόπουλου που έρχεται από το διπλανό δωμάτιο , σαν σήμερα πριν δεκαέξι χρόνια μια ώρα σαν κι αυτή χανόταν πάνω σε κάποια υγρά πλακάκια , κι όμως η φωνή του είναι εδώ …
Το μόνο φως που υπάρχει είναι αυτό του ολόγιομού φεγγαριού , που εισβάλει δειλά μέσα από το μικρό παραθυράκι του μπάνιου , ελπίζω πως απόψε θα καταφέρω να κοιμηθώ σπίτι μου , γιατί τα τελευταία βράδια , παίρνω τους δρόμους κι όπου με βγάλει.
Κοιμάμαι πάνω σε ξένα σεντόνια , σε ράντζα , καναπέδες και κρεβάτια γνωστών και φίλων, μεθοκοπάω μέχρι το ξημέρωμα , γελάω μέχρι δακρίων , ακούω τους άλλους καθώς μου ξερνούν τα εσώψυχα τους, τους κρατώ στοργικά το κεφάλι πάνω από τη λεκάνη , καθώς αυτοί κλαίνε-γελάνε και μου εξομολογούνται τα πιο απόκρυφα μυστικά τους , κι εγώ είμαι πάντα εκεί για να τους ψιθυρίσω ένα μεθυσμένο δεν πειράζει στο αφτί . Ξυπνάω νωρίς το πρωί , φτιάχνω καφέ και τους χαζεύω να κοιμούνται , αφήνω ένα σημείωμα πάνω στο κουτάκι της ζάχαρης , φεύγω κλείνοντας την πόρτα πίσω μου σιγά , έχει πια ήδη για τα καλά ξημερώσει κι όλα έχουν ξεχαστεί . Στο δρόμο νιώθω περίεργα , για ακόμη μια φορά ανακαλύπτω πως με ελκύουνε οι αδύναμες φύσεις , πως ασυνείδητα πάντα ερωτεύομαι τα πάθη των ανθρώπων .
Κοιμάμαι πάνω σε ξένα σεντόνια , σε ράντζα , καναπέδες και κρεβάτια γνωστών και φίλων, μεθοκοπάω μέχρι το ξημέρωμα , γελάω μέχρι δακρίων , ακούω τους άλλους καθώς μου ξερνούν τα εσώψυχα τους, τους κρατώ στοργικά το κεφάλι πάνω από τη λεκάνη , καθώς αυτοί κλαίνε-γελάνε και μου εξομολογούνται τα πιο απόκρυφα μυστικά τους , κι εγώ είμαι πάντα εκεί για να τους ψιθυρίσω ένα μεθυσμένο δεν πειράζει στο αφτί . Ξυπνάω νωρίς το πρωί , φτιάχνω καφέ και τους χαζεύω να κοιμούνται , αφήνω ένα σημείωμα πάνω στο κουτάκι της ζάχαρης , φεύγω κλείνοντας την πόρτα πίσω μου σιγά , έχει πια ήδη για τα καλά ξημερώσει κι όλα έχουν ξεχαστεί . Στο δρόμο νιώθω περίεργα , για ακόμη μια φορά ανακαλύπτω πως με ελκύουνε οι αδύναμες φύσεις , πως ασυνείδητα πάντα ερωτεύομαι τα πάθη των ανθρώπων .
Σχόλια
prin ligo mpika spiti...eixa paei sto spiti toy filoy moy savva poy giortaze...kala ise?? elpizo pos nai! tha ta poyme..polla filia
kostas
Ωραίο!
Μ'αρέσει που σέρνεσαι.
Αλήθεια το λέω!
Με αγάπη το μαλακιστήρι σου !
Βέβαια άν υπήρχε περισσότερος κόσμος σαν εσένα εσύ θα ήσουν κάτι ακόμη πιο αγνό, αληθινό κ όμορφο και πάλι θα ξεχώριζες αλλα αυτό είναι άλλο θέμα.
Φιλιά πολλά και συγχαρητήρια για το άψογο ποστ.
Καλημέρα Σοφία :)