Είναι
τρομερό συναίσθημα να πίνεις τον πρωινό καφέ σου στη βεράντα του σπιτιού μας στη
Ραψάνη. Είναι μια στιγμή που σίγουρα θα ήθελα να μοιραστώ με τους ανθρώπους που
αγαπώ και εκτιμώ. Είναι αυτή η απεραντοσύνη της θέας, είναι το πρωινό αεράκι του
Ολύμπου, ο ήλιος που ανατέλλει από τη θάλασσα,δεν ξέρω τι, μα τους φαντάζομαι όλους δίπλα
μου και ευτυχισμένους. Ευτυχισμένους το δίχως άλλο, έτσι όπως θα’θελα να ήταν στις
ζωές τους, τι κι αν αυτό στην πραγματικότητα πολλές φορές είναι μια αυταπάτη,
για τη βεράντα μου δεν ισχύει το ίδιο. Τους καθίζω στη σκούρα κυπαρισσί καρέκλα
και αγναντεύουμε παρέα την ανατολή. Μετά φευγάτοι από την σκέψη μου γυρίζουν στις
υλικές υποστάσεις τους και ξυπνούν από τον βαθύ τους ύπνο ανακουφισμένοι, ελπίζω.
Είναι ακόμη πιο τρομερό να ξέρω ότι σε αυτή τη βεράντα έπινε
κάποτε ο Καραγάτσης τον καφέ του, όταν μάλιστα τον τελευταίο καιρό μελετώ
το έργο του , αναλύω τη γλώσσα του,
γίνομαι ένα με τους χαρακτήρες του. Μελετώντας τον, δεν θεωρώ ότι μελετώ μόνο Δημήτρη Ροδόπουλο(το πραγματικό όνομα του
Καραγάτση), μελετώ νεοελληνική λογοτεχνία και πόσο θα’θελα να τον είχα δίπλα
μου, να μου έλεγε για τα ταξίδια του.
Όχι
δεν θα τον ρωτούσα, γιατί έγραψες αυτό, εδώ μήπως το παραφόρτωσες Δημητράκη μου,
ούτε καν για το πώς γράφει. Εξάλλου
τέτοιου είδους απορίες δεν έχουν απαντήσεις. Το να ρωτάς ένα συγγραφέα το γιατί
και το πώς γράφει είναι το ίδιο με το να ρωτάς γιατί υπάρχω, γιατί ζω και αναπνέω.
Κοίτα να δεις που θα τον ερωτευτώ στο τέλος κι έτσι θα γίνει γιατί είναι
ταξιδιάρης και ελαττωματικός και μερικές φορές μου τη δίνει στα νεύρα που το
παίζει ξερόλας αλλά ποτέ δεν μου άρεσαν οι αψεγάδιαστοι! Ποια είμαι εγώ θα μου
πεις για να πω τον Καραγάτση ελαττωματικό; Είμαι μια μεταπτυχιακή φοιτήτρια
δημιουργικής γραφής που κάνει την διπλωματική της πάνω του και με τόσα που
διάβασα και με τόσες αναλύσεις που μας έκαναν αυτά τα δυο χρόνια έφτιαξα κι εγώ
την κριτική λογοτεχνική μου άποψη ή τουλάχιστον έτσι νομίζω...
Ξεκίνησα ανάποδα να τον μελετώ, διαβάζοντας
πρώτα το τελευταίο και ανολοκλήρωτο μυθιστόρημα του «Το 10». Αναμφισβήτητα για μένα το πιο καλογραμμένο
του και το πιο ώριμο έργο του. Ξέρω ότι πολλοί τον κατηγορούσαν ως προχειρολόγο
γιατί δεν έκανε σχεδόν καμία διόρθωση στα έργα του, τα έγραφε μονοκοπανιά που
λέμε. Αυτό σίγουρα φαίνεται στο «Γιούγκερμαν»,
ένα από τα τρία πρώτα του μυθιστορήματα που αποτελούν μια τριλογία με τίτλο Εγκλιματισμός κάτω από τον Φοίβο.(Συνταγματάρχης
Λιάπκιν, Χίμαιρα, Γιούγκερμαν) αλλά από την άλλη δεν φαίνεται με τίποτα «Στο 10». Βέβαια το ένα με το άλλο έργο
γράφτηκαν και με διαφορά είκοσι ετών κοντά τριάντα.
Ναι είναι ένας προχειρογράφος,
ένας υπέροχος προχειρογράφος, φαντάσου που να είχε και λίγη υπομονή να τα
διόρθωνε κιόλας, γι αυτό τον ζήλευαν και τον κατηγορούσαν οι όμοιοι του. Ο άνθρωπος ήταν γεννημένος πεζογράφος, η
αφηγηματική του ευχέρεια δεν έχει όρια και θα ήθελα πολύ να του έπαιρνα ένα
τόσο δα μικρό κομματάκι από αυτή του την ευκολία. Μαζί του κοιμάμαι και μαζί
του ξυπνάω τον τελευταίο καιρό και τα βράδια έτσι μου έρχεται να του αρπάξω το
τσιγάρο από το στόμα και να το καπνίσω εγώ.
Κοιτάω τα πεφταστέρια που
κατακλύζουν τον ουρανό και σκέφτομαι διαρκώς τον Μιχάλη Καραμάνο. Ξέρω ότι
πίσω του κρύβεται αυτός και νομίζω ότι δεν το κρύβει κιόλας εδώ που τα λέμε. Καλώς ή κακώς αυτό
είναι άλλο θέμα.Μένω μόνη στη βεράντα, βράδιασε πια, κοίτα τα διαολεμένα τα
αστέρια πέφτουν ξανά ποιος ξέρει ποια μαύρη τρύπα να τα συμμαζεύει, κοίτα πόσες
σημειώσεις στα τετράδια με τα γατιά…