Ξέρω, θα μου πεις, μα τι λέει
αυτή η τρελή; Ποιες διακοπές; Ποιος καιρός; Ποιος μισθός; Ποια δουλειά; Ποια
όρεξη; Ούτε με τα κυάλια φέτος δεν βλέπω παραλία. Όχι φίλε μου, αυτός είναι ο
κατάλληλος καιρός, η ιδανική εποχή για διακοπές. Για να διακόψεις τα πάρε δώσε
με τον κακό σου εαυτό, την παλιά νοοτροπία σου, να διακόψεις μια και καλή τις όποιες σχέσεις σου με την μιζέρια και τους φόβους σου.
Πρόσεχε όμως, σου είπα μια και καλή. Γιατί ο Σεπτέμβρης θα ξανάρθει και σε
βλέπω έτοιμο να γυρίσεις πάλι στα παλιά, έτοιμο να κάνεις τα ίδια λάθη, τις
ίδιες κινήσεις, φωνάζοντας για να αλλάξουν τα πράγματα αλλά εσένα το φθινόπωρο πως
θα σε βρει;
Κάνε διακοπές οριστικές και απόλαυσε κάθε τι που σε καίει, ακόμα κι αυτόν
τον ήλιο της πόλης και το καυτό τσιμέντο. Γιατί θα ξυπνήσεις ένα πρωινό κι έξω
θα βρέχει, ο αέρας θα λυσσομανά κι εσύ θα τρίβεσαι στις κουβέρτες σου και θα
κρυώνεις , χωρίς καμία διακοπή, παρέα με τις μεγαλοπρεπείς μηδενικότητες , να
σε κυβερνούν, να σε ενημερώνουν, να κάνουν δήθεν πως σε μορφώνουν κι εσύ αγκαλιασμένος με τον καναπέ
θα φτιάχνεις φόβους νέους πιο μεγάλους για να σε αγκαλιάσουν το βράδυ για να
αποκοιμηθείς.
Δε θα’ναι τίποτα, μονάχα ένα ρήγμα, έτσι για να σε φέρει σε διάσταση με όλα
όσα σε οδήγησαν στο να μην κάνεις διακοπές, στο να μην αναρωτιέσαι, στο να
επαναλαμβάνεις κάθε μέρα τα ίδια, να ζεις κάθε μέρα στο ίδιο τετράγωνο κι αυτό
το τετράγωνο να πλαισιωνεί τα όνειρα σου, να συρικνώνει την φαντασία σου, να
μικραίνει το πνεύμα σου.
Κάνε διακοπές, γιατί το φθινόπωρο θα’ρθει ξανά και θα οπλίσει.
Υ.Σ διακοπή η [δiakopí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διακόπτω. 1α. προσωρινό ή οριστικό τέλος, σταμάτημα μιας πορείας, διαδικασίας ή δραστηριότητας: Στη διάρκεια του ταξιδιού κάναμε δυο τρεις διακοπές. Aς κάνουμε μια μικρή ~, διάλειμμα. Δουλεύει ασταμάτητα χωρίς ~.Kοιμάται με διακοπές, κάνει διακεκομμένο ύπνο. Aποφασίστηκε η ~ των έργων / των εχθροπραξιών. ~ των μαθημάτων για τρεις μέρες. β. βλάβη ή άλλη ανωμαλία που δεν επιτρέπει να λειτουργήσει ή να διεξαχθεί κτ. ομαλά: Είχαμε ~ νερού / διακοπές στην ηλεκτροδότηση. ~ της συγκοινωνίας λόγω της κακοκαιρίας. γ. παρέμβαση που εμποδίζει τη συνεχή ροή του λόγου κάποιου ομιλητή: Δεν επιτρέπει διακοπές την ώρα της διδασκαλίας. 2. (πληθ.) α. καθορισμένη περίοδος κατά την οποία διακόπτεται η λειτουργία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, των δικαστηρίων, της βουλής κτλ.: Οι διακοπές των Xριστουγέννων / του Πάσχα. Οι καλοκαιρινές διακοπές. Aρχίζουν / τελειώνουν οι διακοπές. || Tμήμα (θερινών) διακοπών της βουλής, σώμα με περιορισμένο αριθμό βουλευτών που συνεδριάζει το καλοκαίρι. β. περίοδος κατά την οποία μεγάλος αριθμός ατόμων μετακινείται από τον τόπο της μόνιμης κατοικίας του, για να ξεκουραστεί και για να ψυχαγωγηθεί: Πού πήγατε για διακοπές φέτος το καλοκαίρι; Θα κάνουμε διακοπές στο βουνό / στη θάλασσα. Περάσαμε τις διακοπές μας στο εξωτερικό. Λείπει / είναι σε διακοπές. Tο κατάστημα θα μείνει κλειστό λόγω διακοπών. (ευχή) καλές διακοπές.
Υ.Σ διακοπή η [δiakopí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διακόπτω. 1α. προσωρινό ή οριστικό τέλος, σταμάτημα μιας πορείας, διαδικασίας ή δραστηριότητας: Στη διάρκεια του ταξιδιού κάναμε δυο τρεις διακοπές. Aς κάνουμε μια μικρή ~, διάλειμμα. Δουλεύει ασταμάτητα χωρίς ~.Kοιμάται με διακοπές, κάνει διακεκομμένο ύπνο. Aποφασίστηκε η ~ των έργων / των εχθροπραξιών. ~ των μαθημάτων για τρεις μέρες. β. βλάβη ή άλλη ανωμαλία που δεν επιτρέπει να λειτουργήσει ή να διεξαχθεί κτ. ομαλά: Είχαμε ~ νερού / διακοπές στην ηλεκτροδότηση. ~ της συγκοινωνίας λόγω της κακοκαιρίας. γ. παρέμβαση που εμποδίζει τη συνεχή ροή του λόγου κάποιου ομιλητή: Δεν επιτρέπει διακοπές την ώρα της διδασκαλίας. 2. (πληθ.) α. καθορισμένη περίοδος κατά την οποία διακόπτεται η λειτουργία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, των δικαστηρίων, της βουλής κτλ.: Οι διακοπές των Xριστουγέννων / του Πάσχα. Οι καλοκαιρινές διακοπές. Aρχίζουν / τελειώνουν οι διακοπές. || Tμήμα (θερινών) διακοπών της βουλής, σώμα με περιορισμένο αριθμό βουλευτών που συνεδριάζει το καλοκαίρι. β. περίοδος κατά την οποία μεγάλος αριθμός ατόμων μετακινείται από τον τόπο της μόνιμης κατοικίας του, για να ξεκουραστεί και για να ψυχαγωγηθεί: Πού πήγατε για διακοπές φέτος το καλοκαίρι; Θα κάνουμε διακοπές στο βουνό / στη θάλασσα. Περάσαμε τις διακοπές μας στο εξωτερικό. Λείπει / είναι σε διακοπές. Tο κατάστημα θα μείνει κλειστό λόγω διακοπών. (ευχή) καλές διακοπές.
[λόγ.: 1: ελνστ. διακοπή, αρχ. σημ.: `ρήγμα΄· 2: σημδ. γαλλ. vacances (πληθ.)]
Άρθρο που γράφτηκε για το ArtnCity