Πέμπτη, Μαΐου 17, 2012

Πικραμένοι

Κάποιος με καταράστηκε δεν εξηγείται αλλιώς εκεί που έλεγα τι όμορφα θα περνούσαμε στην παραλία... Δεν είναι μόνο ο καιρός που είναι το λιγότερο φθινοπωρινός, είναι που αρρώστησα στα καλά καθούμενα , με πυρετούς, ανελέητο βήχα, πόνο στο στήθος και την αντιβίωση στην τσέπη. Τι να πω;

Διάβασα το Γυάλινο Κόσμο και ήταν λες και ήμουνα εγώ η Λώρα,  λες και έχω παίξει κι εγώ σε αυτό το έργο και παίζω ακόμα. Πάω να συνεχίσω τις μεταφράσεις μου. Έξω ο καιρός θυμίζει Νοέμβρη, ίσως να είναι κι αυτό ένα σημάδι για το τέλος του παλιού κόσμου, γιατί πολλά δεν θα είναι από εδώ και πέρα όπως ήταν χθες. 

Τα όνειρα εξακολουθούν να τρέχουν σαν χείμαρρος όπως και το συνάχι μου, το δεύτερο θα το σταματήσω με αντιβιοτικά, τα δε πρώτα τρώνε πάντα πόρτα απ'την πραγματικότητα αλλά εξακολουθούν να τρέχουν στη δική τους διάσταση. Μπουμπουνίζει πάλι, σωστός κατακλυσμός...




Δευτέρα, Μαΐου 14, 2012

Godforsaken hole


Φορτώνω τον Maci, με δίσκους, βιβλία, ταινίες, έρευνες και εργασίες. Γράφω τη λίστα για το σούπερ μάρκετ ακούγοντας Ρόδες και Βρώμικο. Πίνω φρέντο καπουτσίνο σπιτικό. Τι άλλο θέλουμε; Αντηλιακά, αντικουνουπικά για πριν και μετά το τσίμπημα! Τα παιδιά στην τηλεόραση τα έχω βαρεθεί! Παρωδούν μάλλον αυτό που λέγεται πολιτική και πίσω από τις λέξεις  θα κρύβεται πάντα ο Αλέξης .

Έξω μπουμπουνίζει , συννεφιές και όμως η πόλη με διώχνει μπορεί κι εγώ να θέλω να την διώξω από πάνω μου. Ανοίγω για λίγο το παράθυρο, βρεγμένο χώμα και μεθυστική μυρωδιά ακακίας. Φυσάει πάλι, σκέφτομαι τα παιδιά στην παραλία. Μετράω τις μέρες και ξαφνικά σκοτεινιάζουν  όλα και ανοίγουν οι ουρανοί! Την Παρασκευή κι αυτή η μπόρα θα είναι πλέον παρελθόν. Μια βδομάδα παράλια μετά Σαλόνικα για έκθεση βιβλίου και Ρόδες και μετά πάλι πίσω στην αμμουδιά. Κάποια μέρα θα γυρίσω όλο τον κόσμο, μέχρι τότε ας διαβάσω λίγο Μπέκετ...


Samuel Beckett: Not I
Note:Written in English in spring 1972. First performed at the Forum Theater of the Lincoln Center, New York, in September 1972. First published by Faber and Faber, London, in 1973. First performed in Britain at the Royal Court Theatre, London, on 16 January 1973.

Movement: this consists in simple sideways raising of arms from sides and their falling back, in a gesture of helpless compassion. It lessens with each recurrence till scarcely perceptible at third. There is just enough pause to contain it as MOUTH recovers from vehement refusal to relinquish third person.

Stage in darkness but for MOUTH, upstage audience right, about 8 feet above stage level, faintly lit from close-up and below, rest of face in shadow. Invisible microphone.
AUDITOR, downstage audience left, tall standing figure, sex undeterminable, enveloped from head to foot in loose black djellaba, with hood, fully faintly lit, standing on invisible podium about 4 feet high shown by attitude alone to be facing diagonally across stage intent on MOUTH, dead still throughout but for four brief movements where indicated. See Note.As house lights down MOUTH`S voice unintelligible behind curtain. House lights out. Voice continues unintelligible behind curtain, l0 seconds. With rise of curtain ad-libbing from text as required leading when curtain fully up and attention sufficient into:

MOUTH: . . . . out . . . into this world . . . this world . . . tiny little thing . . . before its time . . . in a godfor– . . . what? . . girl? . . yes . . . tiny little girl . . . into this . . . out into this . . . before her time . . . godforsaken hole called . . . called . . . no matter . . . parents unknown . . . unheard of . . . he having vanished . . . thin air . . . no sooner buttoned up his breeches . . . she similarly . . . eight months later . . . almost to the tick . . . so no love . . . spared that . . . no love such as normally vented on the . . . speechless infant . . . in the home . . . no . . . nor indeed for that matter any of any kind . . . no love of any kind . . . at any subsequent stage . . . so typical affair . . . nothing of any note till coming up to sixty when– . . . what? . . seventy?. . good God! . . coming up to seventy . . . wandering in a field . . . looking aimlessly for cowslips . . . to make a ball . . . a few steps then stop . . . stare into space . . . then on . . . a few more . . . stop and stare again . . . so on . . . drifting around . . . when suddenly . . . gradually . . . all went out . . . all that early April morning light . . . and she found herself in the--– . . . what? . . who? . . no! . . she! . . [Pause and movement 1.] . . . found herself in the dark . . . and if not exactly . . . insentient . . . insentient . . . for she could still hear the buzzing . . . so-called . . . in the ears . . . and a ray of light came and went . . . came and went . . . such as the moon might cast . . . drifting . . . in and out of cloud . . . but so dulled . . . feeling . . . feeling so dulled . . . she did not know . . . what position she was in . . . imagine! . . what position she was in! . . whether standing . . . or sitting . . . but the brain– . . . what?. . kneeling? . . yes . . . whether standing . . . or sitting . . . or kneeling . . . but the brain– . . . what? . . lying? . . yes . . whether standing . . . or sitting . . . or kneeling . . . or lying . . . but the brain still . . . still . . . in a way . . . for her first thought was . . . oh long after . . . sudden flash . . . brought up as she had been to believe . . . with the other waifs . . . in a merciful . . . [Brief laugh.] . . . God . . . [Good laugh.] 

9 διεθνής έκθεση βιβλίου Θεσσαλονίκης







Θα'ναι ωραία στου Αιγαίου τον κάμπο

Ξημερώματα μακριά απ'τη Θάλασσα
τις μπύρες και τις αντρικές παρέες
Πίσω στο κλουβί, με τα μικρά τετράγωνα
και τα φωτεινά ορθογώνια

Το σχήμα του τρόμου τετράγωνο

Χαιδεύω τα βιβλία μου
Διαβάζω έξι λέξεις και φεύγει το σκοτάδι
Έχω τηλεόραση, υπολογιστή και σύνδεση στο ίντερνετ
Ήπια και μια μπύρα μα κι αυτή ζεστή

Η ζωή μου τρίγωνη, όχι σαν την Πλατεία
ούτε σαν τα τρίγωνα Πανοράματος
Ρομαντική σαν τη μυρωδιά των κομμένων λουλουδιών
που σου άφησα πίσω, να εκεί  πάνω
στο βάζο στο τραπέζι της βεράντας

Που'σαι θα γυρίσω
Πριν έρθουν τα τζιτζίκια
πριν πιάσουν οι ζέστες
Πριν κλείσουν τα σχολεία
Πριν έρθουν οι θειές
οι τουρίστες , οι μάνες
τα τσίσα και τα κουβαδάκια

Να διαβάσουμε όλοι μαζί
στην παραλία τις ιστορίες του πορνόγερου
όπως στα δεκατέσσερα
Να φτιάξουμε φραπέ απ'το σπίτι
χειροποίητο γλυκό με γάλα

Να αράξουμε κάτω απ'τα πλατάνια
τι κι αν δεν ήταν η ζωή μας στρόγγυλη
Θα βουτήξω στη θάλασσα
Μαζί με τις συμβάσεις μου

Είμαι φορτωμένη

Που'σαι σε μια βδομάδα θα'μαι εκεί
να μαζέψουμε κρίταμα απ'τα βράχια
να πιούμε τσίπουρα στο Μπάτσικα
να μας πιάσει η μπόρα στο ρέμα
Να μας καίει το αλάτι στα χείλη

Τα βράδια μας θα μυρίζουν σιτρονέλα
θα ψήνουμε λουκάνικα,
δίπλα απ'το σκαραβαίο
τη βέσπα και τα ποδήλατα
Θα τα καβαλάμε και θα κάνουμε όνειρα


Και θα γράψω θα δεις
για τα τατουάζ που κάναμε στα
απόκρυφα σημεία
γι αυτά που η μάνα δεν έμαθε ποτέ
Θα'ναι ωραία θα δεις
στου Αιγαίου τον Κάμπο
δίχως τηλεόραση, facebook και like
Mε μπύρα κρύα, αστέρια και θάλασσα
θα σου φτιάξω άλλο όνειρο
από αυτό που μας χάλασαν 

Κυριακή, Μαΐου 13, 2012

Μα χαλιέσαι


Γυάλινος Κόσμος


Tennessee Williams

[JIM lights a cigarette and leans indolently back on his elbows smiling at LAURA with a warmth and charm which lights her inwardly with altar candles. She remains by the table, picks up a piece from the glass menagerie collection, and turns it in her hands to cover her tumult.]

JIM [after several reflective puffs on his cigarette]: What have you been doing since high school? 
[She seems not to hear him.] 
Huh? 
[LAURA looks up.] 
I said what have you done since high school, Laura? 
LAURA: Nothing much. 
JIM: You must have been doing something these six long years. 
LAURA: Yes. 
JIM: Well, then, such as what? 
LAURA: I took a business course at business college – 
JIM: How did that work out? 
LAURA: Well, not very – well – I had to drop out, it gave me – indigestion – 
[JIM laughs gently.] 
JIM: What are you doing now? 
LAURA: I don’t do anything – much. Oh please don’t think I sit around and do nothing! My glass collection takes up a good deal of time. Glass is something you have to take care of. 
JIM: What did you say – about glass? 
LAURA: Collection I said – I have one – [She clears her throat and turns away again, acutely shy.
JIM [abruptly]: You know what I judge to be the trouble with you? Inferiority complex! [..] Everybody excels in some one thing. Some in many! [He unconsciously glances at himself in the mirror.] All you’ve got to do is discover in what! 
[…]
LAURA: Ohhhh. 
JIM: Because I believe in the future of television! [turning his back to her.] I wish to be ready to go up right along with it. Therefore I’m planning to get in on the ground floor. In fact, I’ve already made the right connections and all that remains is for the industry itself to get under way! Full steam –  [His eyes are starry.] Knowledge – Zzzzp! Money – Zzzzp! – Power! That’s the cycle democracy is built on! 
[His attitude is convincingly dynamic. LAURA stares at him, even her shyness eclipsed in her absolute wonder. He suddenly grins.] 
I guess you think I think a lot of myself! 
LAURA: No-o-o-o, I – 
JIM: Now how about you? Isn’t there something you take more interest in than anything else? 
LAURA: Well, I do – as I said – have my –glass collection –

[A peal of girlish laughter rings from the kitchenette.]
JIM: I’m not right sure I know what you’re talking about. What kind of glass is it?
LAURA: Little articles of it, they’re ornaments mostly! Most of them are little animals made out of glass, the tiniest little animals in the world. Mother calls them a glass menagerie! Here’s an example of one, if you’d like to see it! This one is one of the oldest. It’s nearly thirteen.
     [Music: ‘The Glass Menagerie’.]
     [He stretches out his hand.]
     Oh, be careful – if you breathe, it breaks!
 JIM: I’d better not take it. I’m pretty clumsy with things.
 LAURA: Go on, I trust you with him! [She places the piece in his palm.] There now – you’re holding him gently! Hold him over the light, he loves the light! You see how the light shines through him?
 JIM: It sure does shine!
 LAURA: I shouldn’t be partial, but he is my favourite one.
 JIM: What kind of a thing is this one supposed to be?
 LAURA: Haven’t you noticed the single horn on his forehead?
 JIM: A unicorn, huh?
 LAURA: Mmmm-hmmm!
 JIM: Unicorns – aren’t they extinct in the modern world?
 LAURA: I know!
 JIM: Poor little fellow, he must feel sort of lonesome.
LAURA [smiling]: Well if he does, he doesn’t complain about it. He stays on a shelf with some horses that don’t have horns and all of them seem to get along nicely together.
 JIM: How do you know?
 LAURA [lightly]: I haven’t heard any arguments among them!
 JIM [grinning]: No arguments, huh? Well, that’s a pretty good sign! Where shall I set him?
 LAURA: Put him on the table. They all like a change of scenery once in a while!
 JIM: Well, well, well, well – [He places the glass piece on the table, then raises his arms and stretches.] Look how my big shadow is when I stretch!
 LAURA: Oh, oh yes – it stretches across the ceiling!
 JIM [crossing to the door]: I think it’s stopped raining. [He opens the fire-escape door and the background music changes to a dance tune.] Where does the music come from?
LAURA: From the Paradise Dance Hall across the alley.
JIM: How about cutting up the rug a little, Miss Wingfield?




The first time I told my story, I felt only pain. “How could this have happened to me?” I asked.  The second time I told my story, I felt on...