Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 05, 2011

Τάσος Λειβαδίτης, [Θα θελα να μιλήσω...]


Θα θελα να μιλήσω
Απλά
Όπως ξεκουμπώνει κανείς το πουκάμισό του
Και δείχνει ένα παλιό σημάδι
Όπως κρυώνει ο αγκώνας σου
Γυρίζεις
Και βλέπεις ότι είναι τρύπιος
Όπως κάθεται στην πέτρα ένας σύντροφος και μπαλώνει τη φανέλα του.
Να μιλήσω αν μια μέρα ξαναγυρίσω
Κουβαλώντας μια βρώμικη καραβάνα γεμάτη ξενητειά
Κουβαλώντας στις τσέπες μου δυο γροθιές σφιγμένες
Να μιλήσω απλά-
Μονάχα μια στιγμή ν΄ακουμπήσω κάπου τα δεκανίκια μου.

Κάποτε ονειρευόμαστε να γίνουμε μεγάλοι ποιητές
Μιλούσαμε για τον ήλιο.
Τώρα μας τρυπάει η καρδιά
Σαν μια πρόκα στην αρβύλα μας.
Εκεί που άλλοτε λέγαμε ουρανός, τώρα λέμε κουράγιο.
Δεν είμαστε πια ποιητές
Παρά μονάχα σύντροφοι
Με μεγάλες πληγές και πιο μεγάλα όνειρα.

Απόψε λέμε να σου γράψουμε μάνα,
Μήπως ακούσουμε τη βροχή
Να περπατάει με τα λυωμένα σου τσόκαρα
Μήπως δούμε το χαμόγελο σου
Να κρέμεται σαν παγούρι πάνω απ ΄τη δίψα μας.
Μας ταίzουν σάπιες πατάτες : μην ανησυχείς
Μας βρίζουν και μας χτυπάνε : να μας αγαπάς
Ίσως να μη γυρίσουμε – μα εσύ ν΄ανάψεις τη λάμπα
μάνα θα ρθουν άλλοι…

Αγαπημένη
Μπορεί να κρυώνω όταν βρέχει
Μπορεί να χαϊδεύω στις στέπες μου τα ψίχουλα
Της ανάμνησης
Ακόμα καίνε οι παλάμες μου που κάποτε σε κράτησαν,
Μα δεν μπορώ να γυρίσω.
Πως ν΄αρνηθώ το ξεροκόμματο που μοιράσαμε είκοσι άνθρωποι,
Πως ν αρνηθώ τη μητέρα μου που καρτεράει μια κούπα φασκόμηλο,
Πως ν αρνηθώ το παιδί μας που του τάξαμε ένα χωνάκι ουρανό,
Πως ν αρνηθώ τον Νικόλα-
Τραγουδούσε μάθαμε καθώς τον πυροβολούσαν.

Να μ΄αγαπάς.
Κι όταν κάποτε ξαναγυρίσω
Βαστώντας σαν ένα μεγάλο μπόγο την καρδιά μου
Θα καθίσουμε στα φαγωμένα σκαλοπάτια.
Δεν σ΄αρέσουν πια τα ροζιασμένα μου χέρια – θα πω.
Θα χαμογελάσεις και θα σφίξεις τα χέρια μου.
Έν΄άστρο θα κουδουνίζει στο βρεγμένο ουρανό.
Μπορεί
και να κλάψω. 

Παρασκευή, Ιουλίου 08, 2011

Πεισματική εμμονή

Πεισματική εμμονή.
Ακατάληπτη δύναμη
Αιχμαλωτίζει τη ψυχή μου
Πίσω από κάθε μικρή
καθημερινή κίνηση
Εσύ.
Στα κλειδιά πίσω από την πόρτα
Στο μαξιλάρι απάνω.
Ασάλευτε, βαλσαμωμένε έρωτα.
Δεν υπάρχουν πια
Γυμνοκέφαλοι γέροντες
Να μας πουν τι «δεν» πρέπει
                                          σ.χ  8/7/2011

Πέμπτη, Ιουνίου 30, 2011

Ας έρθει


Ανέστιο αύριο,
χωρίς εσένα
Περνάμε ωραία στο
τελματωμένο τώρα μας
το μόνο που έχουμε να περιμένουμε
το επίσημο αντίο 
θαρθεί;
θα το καταλάβουμε;
Δεν έχω πλάνο διαφυγής ούτε
και σωτηρίας
ούτε και ξαναζεσταμένα όχι
για να γαντζωθώ
Άγνωστο το αύριο
και θολό
Ας έρθει
όπως κι αν είναι
όπως κι αν μεβρει
Ας έρθει

σ.χ Λάρισα 30/6/2011

Κυριακή, Ιουνίου 26, 2011

ΑΜΙΛΗΤΟ ΝΕΡΟ

Δεν είμαι αυτός που βλέπεις
στο στάσιμο νερό σου
Είμαι κύμα στριμωγμένο
στη διχάλα σου
ποτάμι που διασχίζει
τις φωτιές σου

Κι όλα αυτά
θα κρατηθούν απ´το λίγο,
θα στερέψουν,θα ηττηθούν
Κι η ζωή σου πιο πεζή από ποτέ
στο κάθε μέρα
Κοίτα να μείνεις μουγκή
αμίλητη όπως και τώρα
σ.χ Φλώρινα
24/6/2011

Τετάρτη, Ιουνίου 15, 2011

Ζητείται

Ζητείται  εθελοντής
Διασώστης της ψυχής
Ανεξαρτήτου εθνικότητας
Αναστήματος , κοπής

Ζητείται περιπατητής
Να ξέρει δρόμους διαφυγής
Να δίνει το φιλί της ζωής
Την ώρα της ύστατης στιγμής

Ζητείται νοσηλευτής
Με ενέσεις ηθικής
Ανύψωση  αυτοπεποίθησης του γένους
Της φυλής

Ζητείται κολυμβητής
Ναυαγοσώστης περιωπής
Με μάσκες οξυγόνου
Σωσίβια-όχι τρύπια-διαλογής

Ζητείται φίλος
Ενοικιαστής της εγκαταλελειμμένης μας πνοής
Οργάνων δωρητής

Μπορεί να βοηθήσει κανείς;

Να απλώσει χέρι χωρίς να δαγκώνει
Χωρίς να ζητάει ανταλλάγματα ζωής
                                                            σ.χ 16:18 Λάρισα 15/6/2011

Το μυαλό σε χάση

Το μυαλό σε χάση
Κι αν το’ χω χάσει  
Θα’ χω ξεχάσει
Πως είναι να κοιμάσαι
Δίχως να φοβάσαι

Ακέφαλη ψυχή
Πέτα και πιάσε
Μοίρες και φτιάξε
Μια αλλιώτικη ζωή

Κλότσα τις τύψεις
Κι αυτή τη μια
Τι αδικία ;
Απ’ ανασφάλεια
Να χάνεις ευτυχία

Μια Παρασκευή
Θα ξαναγεννηθεί
Η τόλμη για ζωή
Που μ’ αφαίρεσα με βία  

Οδεύω προς την ελευθερία 
                                           σ.χ 12:30  15/6/2011 Λάρισα

Τρίτη, Ιουνίου 14, 2011

'Ατιτλο ΙΙ


ΙΙ
Στριμώχνω φυλακές
Μετράω μέχρι
Μέχρι πότε;
Τρομάζω στο για πάντα
Κλειδώνομαι
Ανάξια των ονείρων μου
Ντύνομαι φόβους
Παλεύει εμένα το εγώ μου
Νικάει
Με θάβω
σ.χ 00:30 14/6/2011
Λάρισα

Δευτέρα, Ιουνίου 13, 2011

Άτιτλο


Ζω καταστροφές
Συλλογικές κι ατομικές
Βουτάω σ’ αδιέξοδους πνιγμούς
Ανελέητους συλλογισμούς
Δεν είμαι επαρκής
Βλάκας ολκής
Είμαι αφανής
Με γνώσεις ελλιπείς
Ζητείται εκτιμητής
                         σ.χ 
13/6/2011- 23:19 
Λάρισα 

Παρασκευή, Ιουνίου 10, 2011

Τα τάματα του


 (Σονέτο)

Γεμάτος βεβαιότητες ,έρχεται
Φορώντας την καλύτερη πλευρά του
Από μέσα τρώω τα σωθικά του
Ενώ το παρελθόν προπορεύεται

Όλες τις αναμνήσεις μας ρεύεται
Δεν αντέχω πια τα καμώματα του
Χαμένα, όλα του, τα τάματα του
Το παντελόνι με ονειρεύεται

Γυρίσαμε της μοίρας το ρολόι
Το κούρδισα στο τώρα να χτυπάει
Άλλη θα είναι να ζήσουμε ζωή

Του μεγάλου έρωτα, μοιρολόι
Που άδόξα βυθίστηκε και πάει
Σ’ έχασα στου κόσμου την οχλοβοή

σ.χ 

Κοίτα να δεις που γράφω και σονέτα :P

Πέμπτη, Απριλίου 07, 2011

Η πόσθη μάγκωσε!



Σήμερα διαβάζω αυτό! 


Καλημέρες πολλές σε όλους. Ο χρόνος με πιέζει μιας και από λεπτό σε λεπτό, θα χτυπήσει το θυροτηλέφωνο μου ο φίλος Γιώργος.

Πάει και τελείωσε, το συμφωνήσαμε ότι θα πάμε σε γυμναστήριο, που να’ναι χλίδα.  Πισίνες, τζακούζια , personal trainer και ιστορίες. Να σας πω εγώ δεν πολύ ψήνομαι, πρώτον για τα λεφτά , γιατί τα βρίσκω υπερβολικά  και ειδικά σε μια περίοδο που δεν έχω δουλειά και τρώω από τα έτοιμα . Δεύτερον με ξέρω καλά και ξέρω ότι δεν θα αντέξω για πολύ καιρό. Έτσι κι αλλιώς , έχω βάλει αρκετό περπάτημα και αρκετές βόλτες στη ζωή μου, ποτέ δεν ήμουνα του διαδρόμου, το θεωρώ από τα χειρότερα βασανιστήρια! Πάω μόνο με το σκεπτικό ότι θα είναι το πολύ για δυο μήνες αλλά και πάλι με δυο μήνες, δουλειά δεν κάνεις, άρα τζάμπα τα λεφτά και καταλήγω στο ότι  με βλέπω να πηγαίνω σχεδόν καθημερινά μόνο για την πισίνα και το τζακούζι!

Σήμερα έτσι για αλλαγή λέω να μην κάνουμε μετάφραση . Θα πάρω ένα αγαπημένο μου ποίημα και θα του αλλάξουμε τα φώτα  με την τεχνική Ουλιπό S+7 που σας έλεγα και σε προηγούμενη ανάρτηση εδώ .Το αποτέλεσμα δεν είναι και τόσο ικανοποιητικό αλλά τουλάχιστον έμαθα λέξεις που δεν ήξερα . Για την διαδικασία χρησιμοποίησα το μικρούλικο ορθογραφικό λεξικό του Τεγόπουλου-Φυτράκη που έδινε κάποτε η Ελευθεροτυπία. Θα μου πείτε δεν έχεις άλλο και θα σας πω, αυτό το σπίτι πνίγεται από λεξικά και βιβλία αλλά το συγκεκριμένο χωράει παντού και είναι το αγαπημένο μου εδώ και χρόνια! Tι είναι η μέθοδος S+7; Βρίσκουμε σε κάθε στίχο τα ουσιαστικά  , πάμε τα βρίσκουμε στο λεξικό και μετράμε εφτά λήμματα πιο κάτω και αντικαθιστούμε τη λέξη. Αν δεν είναι η λέξη ουσιαστικό προχωράμε παρακάτω μέχρι να βρούμε ουσιαστικό


Ωδή στα πουλιά

Πάνος Θεοδωρίδης, Στην αγκαλιά της Ντεζιρέ, Ύψιλον/Βιβλία, Αθήνα, 1980

Σκάστε πουλιά, η αγάπη μου κοιμάται
σ'ενα στρώμα βαρύ από υγρασία
το παράθυρο δεν κλείνει , η πόρτα μάγκωσε
και συ δε με θυμάσαι πια

Θα'ρθει καιρός σε κάποια ταβέρνα
που θα μεθύσουμε πάλι μαζί
θα νιώσω τότε στενό τον καβάλο
και το θάνατο να σ'αγγίζει

γλυκά.Μα εσύ δεν με θυμάσαι πια
οργιάζοντας κάπου στο προσκέφαλο
ενώ αγωνίζομαι να κοιμηθώ
μέσα στο στόμα μιας άλλης κυράς

Ει, θα'ναι όμορφα τέτοιες μέρες
στη δυτική Χαλκιδική. Σκάστε πουλιά
η, πως την λένε, ροχαλίζει απάνθρωπα
και να δακρύσω δε μπορώ


Μετατροπή με S+7

Σκάστε πούρα το αγγείο μου κοιμάται
Σ’ ένα στύλο βαρύ από υδατοκαλλιέργεια
Η παράκαμψη δεν κλείνει, η πόσθη[1] μάγκωσε

Θα’ ρθει η κακεντρέχεια σε κάποιον ταγό
Που θα μεθύσουμε πάλι μαζί
Θα νιώσω τότε στενό το καβουρνιστήρι
Και τον θαυματοποιό να σ’αγγίζει

Γλυκά. Μα εσύ δεν με θυμάσαι πια
Οργιάζοντας κάπου στο προσκύνημα
Ενώ αγωνίζομαι να κοιμηθώ
Μέσα στη στοργή μιας άλλης κυρίευσης  


Ει, θα'ναι όμορφα τέτοια μερμήγκια
στη δυτική Χαλκιδική. Σκάστε πούρα
η, πως την λένε, ροχαλίζει απάνθρωπα
και να δακρύσω δε μπορώ

Υ.Σ Είδα χθες την Χρεοκρατία. Μπράβο για την προσπάθεια αλλά δεν τρελάθηκα κιόλας!

Υ.Σ Έπεσα πάνω στην λέξη σύγλινο και δεν ήξερα τι σημαίνει. Τελικά το ανακάλυψα  εδώ

Υ.Σ Ήθελα χθες να δω την συνέντευξη του Ορχάν Παμούκ αλλά ήμουνα έξω και δεν την πρόλαβα!



[1] Πόσθη < αρχαία ελληνική, θηλυκό, χωρίς πληθυντικό
(ανατομία) το δέρμα που περιβάλλει το πέος 



Τετάρτη, Απριλίου 06, 2011

Circe’s Palace


«Κίρκη»: ζωγραφικός πίνακας του Τζον Γουίλιαμ Γουότερχάουζ.
Circe’s Palace
Around her fountain which flows
With the voice of men in pain,
Are flowers that no man knows.
Their petals are fanged and red
With hideous streak and stain;
They sprang from the limbs of the dead.—
We shall not come here again.
Panthers rise from their lairs
In the forest which thickens below,
Along the garden stairs
The sluggish python lies;
The peacocks walk, stately and slow,
And they look at us with the eyes
Of men whom we knew long ago
  T.S ELIOT

ΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ
Γύρω από το συντριβάνι της που τρέχει
Με τη φωνή ανθρώπου που πονεί
Είναι λουλούδια που κανείς δεν έχει
Ξαναδεί. Με μυρωδιά σιχαμερή
Και πέταλα που στάζουν φαρμάκι.
Φυτρώνουν απ’ τα μέλη των νεκρών.
Ποτέ να μην ξανάρθουμε εδώ.

Πάνθηρες λιάζονται στη βρύση.
Το δάσος σκοτεινιάζει πιο πέρα.
Στις σκάλες του κήπου στριφογυρίζει
ο πύθωνας. Παγόνια περπατούν
αργά κι επίσημα. Και μας κοιτούν
με μάτια ανθρώπων που είχαμε γνωρίσει.

Σήμερα  ξημέρωσε μια μέρα που τα είχα όλα και καφέ και  σοκολατένια kelloggs ! Χθες πήγα από τον Πηνειό για να τραβήξω τα άλογα αλλά ήταν απόγευμα και τα είχανε πάρει. Μόνο τα πρωινά φαίνεται κάνουν την εμφάνιση τους!  Όσο σκέφτομαι και εκείνα τα χάδια της Σαββίνας Γιαννάτου. Ναι μας έκανε κι αυτή μάθημα σε αυτό το μεταπτυχιακό. Τι μας έκανε;  Ασκήσεις φωνητικής. Τι σχέση έχουν με την δημιουργική γραφή; Δεν ξέρω, ούτε εκείνη ήξερε αλλά ήταν ωραία όλα, τα οοοο και τα ααα, τα άσε με , τα σιιι σιιι χαμηλά από την κοιλιά ή όταν κάναμε το δάσος ή κάποιον πλανόδιο  της ανατολής, το μάγο, τον μουγγό . Το Μάιο έχουμε μάθημα και με Αλκίνοο Ιωαννίδη. Αυτός τι θα κάνει μαθήματα κιθάρας; Ενδιαφέρομαι!!! Το νέο είναι ότι τα μαθήματα αντί για Φλώρινα θα γίνουν στην Ωχρίδα ή αλλιώς Αχρίδα κατά το αρχαιότερο. Σας φιλώ και καλή σας μέρα… 

Υ.Σ 1 T.S.Eliot




Και το καλύτερο το άφησα για το τέλος , άσχετο με γραφή αλλά σχετικό με τσίπουρα!


Το Σάββατο το βράδυ, όλοι οι σύνεδροι είναι καλεσμένοι από την Οργανωτική επιτροπή σε κλασικό τσιπουράδικο του Βόλου! 

Κυριακή, Απριλίου 03, 2011

Ρόδο

Το ρόδο μου, τ’ άφησα,
Πάει
Το κρίμα στο λαιμό μου
Αν έκανα καλά
Θα το δω
Πριν απ’ το θάνατο μου
                                       σ.χ  

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 21, 2011

σε περιμένω...



Σε περιμένω. Μη ρωτάς γιατί. 
Μη ρωτάς γιατί περιμένει εκείνος 
Που δεν έχει τι να περιμένει 
Και όμως περιμένει. 

Γιατι σαν πάψει να περιμένει 
Είναι σα να παύει να βλέπει 
Σα να παύει να κοιτά τον ουρανό 
Να παύει να ελπίζει 
Σα να παύει να ζει.
Μ. Λουντέμης 

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 16, 2011

Ο έρωτας στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου

Ο έρωτας στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου - της Γιόλας Αργυροπούλου - Παπαδοπούλου*
By Christianna Loupa
Created 15/02/2011 - 19:22

Το άρθρο αυτό το αφιερώνω με πολλή συγκίνηση στη ΜΝΗΜΗ του Επίκουρου Καθηγητή της Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιώργου Κατσή, εκλεκτού συναδέλφου και φίλου μου, ο οποίος έφυγε τόσο πρόωρα από κοντά μας, αφήνοντας ένα τεράστιο κενό στον χώρο του Πανεπιστημίου Αθηνών, και μια βαθύτατη θλίψη στην ψυχή όλων εκείνων που τον γνώρισαν και τον αγάπησαν.

Γιόλα Αργυροπούλου - Παπαδοπούλου

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ

Έρωτα, κύμα φωτεινό στη θύελλα των σκιών,

Εσύ δικαιώνεις τη ζωή γκρεμίζοντας τα ερέβη·

πάνω απ’ το σάλο υψώνεσαι, λαμπρόχρωμη αλκυών,

και των ματιών Σου η θαλπωρή το πέλαγο ημερεύει.

………………………………………………………..

Στης λογικής το πρόσταγμα η καρδιά δε θ’ αντιδρά,

σάρκα και νους θα δένονται στην άρπα Σου ένα τέλι

κι από τα δάση των ξανθών βλεφάρων Σου φαιδρά

θα βλέπουν οι έκθαμβοι άνθρωποι: τον Ήλιο ν’ ανατέλλει.

Είναι η πρώτη και η τελευταία στροφή ενός ποιήματος του Γιάννη Ρίτσου με τίτλο Ωδή στον Έρωτα. Η μεγάλη έκταση του ποιήματος, αποτελούμενου από 41 τετράστιχες στροφές (δηλαδή 164 συνολικά στίχους), δεν μας εκπλήσσει, αφού ο έρωτας αποτελεί για τον Ρίτσο μια αστείρευτη πηγή έμπνευσης, ένα σύνηθες μοτίβο στο τεράστιο σε ποσότητα και ποιότητα ποιητικό του έργο.

Από τα παιδικά, ανέφελα χρόνια του, ο ποιητής είχε δείξει σημάδια της ευαισθησίας του. Στη Μονεμβασιά, όπου και γεννήθηκε τον Μάιο του 1909, γινόταν ένα με τη φύση, κολυμπούσε, παρατηρούσε τα πουλιά και τα έντομα. Όταν ήταν μαθητής, τα τετράδιά του των μαθηματικών ήταν γεμάτα από ήλιους κι από λουλούδια. «Έφτιαχνα μαργαρίτες και παπαρούνες σβήνοντας τους αριθμούς» έλεγε ο ίδιος. Η ευαίσθητη φύση του σε συνδυασμό με το περιβάλλον, που οικοδομούσε γύρω του η μητέρα του Ελευθερία Ρίτσου, τον οδήγησαν από νωρίς, σε ηλικία μόλις 8 ετών, να γράψει τους πρώτους του στίχους. Η μετέπειτα ζωή του υπήρξε ταραγμένη και περιπετειώδης, χαρακτηριζόμενη από ασθένειες και πολιτικές διώξεις. Ο Γιάννης Ρίτσος θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της νεοελληνικής ποίησης. Ο ίδιος ο Κωστής Παλαμάς είχε αναγνωρίσει την αξία του. «Να παραμερίσουμε, ποιητή, για να περάσεις» είχε γράψει σε κάποιο ποίημά του για τον Ρίτσο…

Τα μεγάλα θέματα στον ποιητικό λόγο είναι ο Θεός, η φύση, ο θάνατος και ο έρωτας. Και ο Γιάννης Ρίτσος δεν είναι μόνον ο σκεπτικιστής και υπαρξιακός ποιητής ή ο βάρδος των λαϊκών αγώνων, είναι παράλληλα ένας βαθιά ερωτικός και γνήσια αισθησιακός ποιητής.

Η Εαρινή συμφωνία, γραμμένη το 1938, αποτελεί την πρώτη εκτενή ποιητική συλλογή του Ρίτσου, με κύριο θέμα την ερωτική αγάπη. Όπως υποδηλώνει ο τίτλος, ανήκει στην άνοιξη και στη μουσική. Την άνοιξη του 1938 ο Ρίτσος, βρισκόμενος ακόμη στο Σανατόριο της Πάρνηθας, έρχεται σε καθημερινή επαφή με τη Φύση, κι εκεί προαισθάνεται τον ερχομό της προδιαγεγραμμένης από τη Μοίρα γυναίκας:

Τις νύχτες

αφουγκραζόμουν τους θρόους της σιγής…

Κ’ ήρθες εσύ.

«Κάθε ποιητής προσφέρει στίχους στην αγαπημένη του – αυτά είναι τα δώρα που διαθέτει. Το ερωτικό ποίημα είναι μια εκτόνωση: ναρκισσική επίδειξη, χειρονομία και γητειά. Ο έρωτας θέλει να φανερωθεί, να διαιωνιστεί, να γραφτεί στο μάρμαρο. Ο Ρίτσος γράφει ποιήματα, και, σαν τα ωδικά πτηνά, δεν ακούει παρά τον κελαδισμό του. Η αμαρτωλή Βαβυλώνα έχει λησμονηθεί. Το σώμα του φυματικού αναπαύεται σε μια “λευκή χιονισμένη κορυφή”. Το πνεύμα του απολαμβάνει το απόλυτο που έχει εισβάλει στη ζωή του: τον τέλειο έρωτα, την ιδανική γυναίκα, τη λύτρωση από τον πόνο. Αυτή είναι η ύλη της “Εαρινής συμφωνίας”, ποιήματος ενός ζεύγους θνητών», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Παντελής Πρεβελάκης («Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος», σ. 88).

Όχι θωπεία. Όχι όνειρο.

Πιο πέρα.

Εκεί που καταλύεται τ’ όνειρο

κ’ η φθορά έχει φθαρεί.

Κ’ ήρθες εσύ.

………………

Μη με καλέσεις ακόμη.

Ας παρατείνουμε

αυτές τις ώρες τις θαμπές

τις υπερπληρωμένες

που δυο κόσμοι

ανταμώνονται

………………

Αγαπημένη

τι προετοιμάζεται για μας

μέσα στο βλέμμα των θεών

πίσω απ’ αυτή τη φωταψία;

O ποιητικός λόγος του Ρίτσου κυλάει σαν το γάργαρο νερό μιας αστείρευτης κι αμόλυντης πηγής. Συλλαβές και λέξεις μοιάζουν με νότες μιας επουράνιας μελωδίας. Φράσεις και στίχοι αποπνέουν μιαν άφατη τρυφερότητα, και συγχρόνως ένα πάθος φλογερό κι ασίγαστο…

Εσύ μου ’φερες

τον καινούργιο καιρό

το φως της αυγής

και το αίμα μου.

…………………

Γεύομαι στα χείλη σου

την πρασινάδα της εξοχής

και τους θρύλους της θάλασσας.

Η ζέστα του κορμιού σου

με ντύνει τον ήλιο.

Αναμφισβήτητα, η αγάπη στην Εαρινή συμφωνία έχει τη μορφή της αγιότητας.

Τυλιγμένος εγώ το κορμί σου

γυμνός

δίχως άνθος φωνή και τραγούδι.

Κανένα φως άλλο

να μην ισκιώνει το φως

που ανατέλλει απ’ τη σάρκα σου.

Η αγάπη

πιο μεγάλη

απ’ τη σιωπή

γεφυρώνει το θεό με τον άνθρωπο

και γεμίζει το απέραντο χάσμα

με φτερά και λουλούδια.

Κλείνω τα μάτια.

Ζω κι αγαπώ.

«Ο έρωτας που ο Ρίτσος υμνεί στην Εαρινή συμφωνία δεν είναι φαινόμενο κοινωνικό, αλλά θεμελιακό ένστικτο. Είναι μια ειμαρμένη που οδηγεί στην αποθέωση (Δάντης – Βεατρίκη) ή στο θάνατο (Ρωμαίος – Ιουλιέτα). Υπό αυτές τις συνθήκες, το ποίημα είναι γέννημα μεθυστικής ευφορίας. Ο ποιητής έχει την απόδειξη της εντελέχειάς του, πάει να πιστέψει πως είναι θεόπνευστος, αν όχι θεός. Ο οίστρος που τον κεντά τον κάνει ικανό ν’ ανακαλύπτει πράγματα άγνωστα στους κοινούς θνητούς. Οι ομότεχνοί του βάζουν σε τάξη κανονικά βιώματα, μπορεί μάλιστα να υπερτερούν σε τεχνουργία και λογική συνέπεια. Ο δαίμων είναι εκείνος που δεν τιθασεύεται· αυθαδιάζει, παραληρεί, εκτροχιάζεται, υπερβαίνει τα όρια» αναφέρει ο Παντελής Πρεβελάκης (σσ. 88 – 89).

Αγαπημένη

όλη η ψυχή μου τρέμει

φύλλωμα ευγνωμοσύνης.

Γονατισμένος προσεύχομαι.

Θεέ μου Θεέ μου

η αγάπη μου ’χε λείψει

για να χαρώ και να νοήσω

το μεγαλείο σου.

Από την αρχέγονη ανάγκη του άντρα να συνδέσει την αγαπημένη του με το δικό του παρελθόν, και να την κάνει να γνωρίσει τις ρίζες του, ο ιδανικός εραστής της Εαρινής συμφωνίας οδηγεί τη γυναίκα που αγαπά στη γενέθλιο γη, και την εγκαθιστά στο ερημωμένο πατρικό του σπίτι.

Πιασμένοι απ’ το χέρι

θα κατεβούμε τη μαρμάρινη σκάλα

που έχει φθαρεί απ’ τα βήματα

των φθινοπωρινών σκιών.

Πάμε στους αγρούς

να φορέσουμε στα δάχτυλα

τις παπαρούνες και τον ήλιο

και την καινούργια χλόη.

Στις παιδικές αναμνήσεις, η μορφή του Χριστού παρουσιάζεται ως κυρίαρχη.

Άκου τα σήμαντρα

των εαρινών εκκλησιών.

………………………….

Αγαπημένη

κόβοντας χαμομήλια

και βλέποντας τη θάλασσα

θα ξαναπούμε

την παιδική μας δέηση

μαζί με τα πουλιά και με τα φύλλα.

Κι από βαθιά κι από μακριά τα σήμαντρα

των παιδικών εκκλησιών

θα τραγουδούν το τραγούδι

της τρυφερής Ναζαρέτ

πάνω απ’ τους πράσινους κάμπους.

Η ευτυχία των δύο νεαρών εραστών της Εαρινής συμφωνίας είναι άθικτη, αράγιστη, αδιασάλευτη· το νεαρό ζευγάρι ζει «μές στην πλήρη στιγμή, μές στην αιωνιότητα». Hic et nunc! Εδώ και τώρα!

Ένας γόος ευτυχίας

ανεβαίνει απ’ τα σπλάχνα της γης

απ’ τα σπήλαια του δάσους

μές στην έκθαμβη νύχτα

διαπερνάει το χρόνο

και το διάστημα.

Μέσα του σφαδάζει

όλη η ζωή κι όλος ο θάνατος.

Ο ποιητής της Εαρινής συμφωνίας είναι «ένα παιδί που κοιμήθηκε είκοσι οκτώ Απριλίους για να ξυπνήσει στα χέρια» της γυναίκας που του ’χε γράψει η Μοίρα.

Αγάπη Αγάπη

δε μου ’χες φέρει εμένα

μήτ’ ένα ψίχουλο φωτός για να δειπνήσω.

…………………………………………….

Γι’ αυτό κ’ οι πιο λαμπροί μου στίχοι

είχαν κρυμμένο στην καρδιά τους

ενός λυγμού το τρεμοσάλεμα

γιατί έλειπες απ’ την καρδιά μου Αγάπη.

……………………………………………

Ζητώντας το θεό

ζητούσα εσένα.

……………………………………..

Για σένα Αγάπη ετοίμασα τα πάντα

κι αν έμαθα να τραγουδώ τόσο γλυκά

είταν γιατί στην ίδια τη φωνή μου

ζητούσα να ’βρω τα ίχνη των βημάτων σου

ζητούσα να φιλήσω

μονάχα και τη σκόνη του ίσκιου σου

ω Αγάπη.

…………

Πώς θα πληρώσεις τώρα…

ένα παιδί που κοιμήθηκε

εικοσιοκτώ Απριλίους

για να ξυπνήσει στα χέρια σου;

Τώρα πια ο λυτρωμένος ποιητής υμνεί, ψάλλει το μεγαλείο του απόλυτου έρωτα, την ακυβέρνητη ορμή του παράφορου και παντοδύναμου ερωτικού πάθους.

Το κορμί μας περήφανο

απ’ της χαράς την ομορφιά.

Το χέρι μας παντοδύναμο

απ’ την ορμή της αγάπης.

Μέσα στη φούχτα της αγάπης

χωράει το σύμπαν.

Άξιζε να υπάρξουμε

για να συναντηθούμε.

………………………

Μές απ’ το βλέμμα σου

αγαπημένη

κοιτάω τον κόσμο.

…………………...

Δεν ξέρω πια να τραγουδώ.

Σου ανήκω.

Η ζωή μού ανήκει.

Ο ποιητής της Εαρινής συμφωνίας αναπολεί με απέραντη νοσταλγία τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια, δίπλα στην αγαπημένη του· γλυκό καταφύγιο, λιμάνι απάνεμο η αγκαλιά της · κι εκεί βρίσκει ξανά τη χαμένη του μητέρα.

Αγάπη εσύ μου ξανάφερες

τ’ άσπρα πουλιά της μητέρας

κι αυτή την άγκυρα που δένει

στο σιγανό λιμάνι

τα πληγωμένα καΐκια.

Όλη μου η ομορφιά συνάζεται

για να στολίσει τα μαλλιά σου.

Κι ό,τι γλυκό και τρυφερό

που είταν δικό μου κ’ έμενε σαν ξένο

και μ’ είχε λησμονήσει

ξανάρχεται στα χέρια σου

να ζεσταθεί

να ξαναζήσει

και να σε φιλήσει.

Ο ποιητής εκστασιάζεται και παραληρεί, κυριευμένος από έναν άνευ ορίων έρωτα, από μιαν απροσμέτρητη και υπεράνθρωπη ευτυχία.

Πώς θα βαστάξουμε

στους φιλημένους ώμους μας

όλη την πλάση;

……………….

Η πλήρωση έφτασε.

Δε μένει τίποτ’ άλλο.

Τύλιξέ με.

Φοβούμαι αγαπημένη.

Πώς μπορεί η γη

να κρατήσει στα χέρια της

τόση ευτυχία;

Όμως, ο αποχαιρετισμός πλησιάζει, αφού κάθε ανθρώπινο γεγονός εμπεριέχει τη φθορά και την καταστροφή του. Κι αυτός που απομακρύνεται είναι ο άντρας.

Όχι. Όχι.

Δε θέλω να φύγω.

Κράτησέ με.

Η θεϊκή τους ευδαιμονία δεν κράτησε παρά ελάχιστους μήνες, από την άνοιξη μέχρι το τέλος του φθινοπώρου.

Μας άγγιξε ψυχρό

το φθινοπωρινό λυκόφως.

…………………………..

Έρχεται η νύχτα.

Μια σιωπηλή αστραπή

ρυτιδώνει χαμηλά

τον ορίζοντα.

Παντού σαλεύουν

αποχαιρετισμών μαντήλια.

Η θνητή αγαπημένη, δίχως φωνή, βουλιάζει στην εξαθλίωση, ενώ -αντίθετα- ο ποιητής φλέγεται από έναν δημιουργικό πυρετό.

Αστράφτει ο κόσμος

έξω απ’ τη λύπη σου

φως κ’ αίμα

τραγούδι και σιωπή.

…………………….

Ανοίχτε τα παράθυρα.

……………………….

Αστράφτει ο κόσμος

ακούραστος.

Κοιτάχτε.

Στις Σημειώσεις στα περιθώρια του χρόνου (1938 – 1941) ανήκει το Γυμνό, ένα επτάστιχο θαυμάσιο ποίημα με καθαρά ερωτικό χαρακτήρα.

Εδώ, στην ακαταστασία της κάμαρας,

ανάμεσα στα σκονισμένα βιβλία

και στα γεροντικά πορτραίτα,

ανάμεσα στο ναι και στο όχι τόσων σκιών,

μια στήλη ασάλευτο φως,

εδώ, σ’ αυτή τη θέση

που ’χες γδυθεί μια νύχτα.

Στις Ασκήσεις, μια υπέροχη ποιητική συλλογή, γραμμένη την δεκαετία 1950 – 1960, διαβάζουμε ένα θαυμάσιο ποίημα, όπου με τρόπο λιτό αλλά μεστό ο Ρίτσος υμνεί τον έρωτα. Ο τίτλος του Φως.

Ένα κλαδάκι μυγδαλιάς

μπρος στο παράθυρο,

ένα κλαδάκι μοναχά

σου κρύβει το μισό χωριό.

Ο έρωτας με την παλάμη του

σου κρύβει όλο τον κόσμο.

Μένει το φως μονάχα.

Στην ίδια συλλογή ανήκει και το ερωτικό ποίημα με τίτλο Δύο.

Την ώρα που σφίγγαμε τα χέρια, δεν άκουγες

τον αγέρα που χωνόταν ανάμεσα στις παλάμες μας.

Είταν η μνήμη κιόλας που προετοιμαζόταν.

Είταν ο χωρισμός πριν απ’ την ένωση. Δεν άκουγες.

Είσουνα ολόκληρη· ζωσμένη όλη τη γύμνια σου,

τόσο περήφανα απροστάτευτη, σαν ένα δάσος μές στην πυρκαϊά.

Από τον Απρίλιο του 1974 έως τον Ιούλιο του 1975, ο Γιάννης Ρίτσος, εμπνευσμένος από την τραγωδία του Ευριπίδη «Ιππόλυτος Στεφανηφόρος», γράφει τη Φαίδρα, ένα από τα υπέροχα εκείνα αρχαιόθεμα, μυθολογικά ποιήματά του. Θεματικό πυρήνα του εκπληκτικού αυτού ερωτικού ποιήματος αποτελεί ο πασίγνωστος – ήδη από την αρχαιότητα – μύθος της Φαίδρας, θυγατέρας του Μίνωα και της Πασιφάης, και συζύγου τού Θησέα, η οποία κυριεύεται από ένα ανόσιο και παράφορο ερωτικό πάθος για τον Ιππόλυτο, γιο του άντρα της Θησέα από την πρώτη του γυναίκα, την Αμαζόνα Αντιόπη. Ο πανέμορφος νεαρός Ιππόλυτος, αφιερωμένος στην παρθενική Άρτεμη, τη θεά της αγνότητας και του κυνηγιού, προτιμάει τα κυνήγια του από τον έρωτα που του προτείνει η μητρυιά του, υποκινούμενη από τη θεά Αφροδίτη. Η Φαίδρα, παραφρονημένη από τον άμετρο έρωτά της, καταγγέλλει στον Θησέα τον γιο του πως δήθεν θέλησε να την βιάσει, και ο Θησέας εξοργισμένος ή τον εξορίζει ή (σύμφωνα με άλλη παράδοση) εμπιστεύεται την εκδίκησή του στον Ποσειδώνα, ο οποίος βγάζει από τα κύματα έναν τεράστιο δράκοντα, κάνει τα άλογα που σέρνουν το άρμα του Ιππολύτου να αφηνιάσουν, και τελικά προξενεί τον θάνατό του. Η Φαίδρα καταλαμβάνεται από τύψεις, και αυτοκτονεί.

Η Φαίδρα του Γιάννη Ρίτσου είναι έρμαιο της Μοίρας. Ο ποιητής το δηλώνει αυτό από την αρχή, καθώς θέτει στην προμετωπίδα του ποιήματός του, που το αφιερώνει στον Γιάννη Τσαρούχη, τους ευριπίδειους στίχους από τον «Ιππόλυτο»: «Είναι φυσικό, άμα οι θεοί το θέλουν, οι θνητοί να σφάλλουν». Η Φαίδρα υποκύπτει στην ερωτική μανία που της έχει εμφυσήσει η θεά Αφροδίτη. Το πάθος της δεν έχει ψυχολογικά αίτια, όπως π.χ. της Μήδειας, που αφηνιάζει από ζήλια, όταν την προδίδει ο Ιάσων, ή της Διδούς, που αλλοφρονεί, όταν την εγκαταλείπει ο Αινείας. Το πάθος της Φαίδρας είναι θεόσταλτο. Όσο για τον Ιππόλυτο, που περιφρονεί τον νόμο του έρωτα, τελικά γίνεται κι αυτός θύμα της Αφροδίτης. «Χωράει τόση οργή στις θεϊκές ψυχές;» αναρωτιέται ο μέγιστος Λατίνος ποιητής Βιργίλιος, με αφορμή τον κατατρεγμό τού Αινεία από την Ήρα… («Αινειάς» Ι, 11: tantaene animis caelestibus irae?).

Στο προλογικό σημείωμα του ποιήματος, το σκηνικό του οποίου τοποθετείται σ’ ένα αρχοντικό στην Τροιζήνα, ο Ρίτσος γράφει μεταξύ άλλων: «Ανοιξιάτικο απόγευμα, πολύ ήσυχο… Στη μεγάλη…κάμαρα, μια γυναίκα, ίσως πάνω από σαράντα χρονώ, σε μια πλεχτή κουνιστή πολυθρόνα, λικνίζεται ελαφρά… Η ακρίβεια του ρυθμού δείχνει μια αυστηρή θέληση που κινδυνεύει… Κρατάει τα μάτια της κλεισμένα… Άσπρες λεπτές κουρτίνες στα παράθυρα. Ανάμεσα στις δυο ανοιχτές μπαλκονόπορτες… ένας μεγάλος καθρέφτης. Ένα μαρμάρινο τραπέζι…Το φως, παρ’ ότι πλησιάζει το λιόγερμα, παραμένει λευκό, διάχυτο… Άξαφνα, έξω στην αυλή, οπλές αλόγων, αλυχτήματα σκυλιών, μια νεανική φωνή, κυριαρχική. Ταυτόχρονα, ο καθρέφτης, το τραπέζι, οι κουρτίνες, οι τοίχοι, πορφυρώνουν. Η γυναίκα σηκώνεται με απότομη κίνηση… Βγαίνει στο διάδρομο. Ακούγεται η φωνή της. Ίσως κάτι παραγγέλνει στην Τροφό. Επιστρέφει. Το δωμάτιο κατακόκκινο, κι αυτή κατακόκκινη. Παίρνει την πρώτη θέση της – ακίνητη τώρα. Αμέσως μπαίνει ο νέος… Όμορφος, ιδρωμένος, με ανάστατα μακριά χρυσά μαλλιά. Σίγουρα γυρίζει από κυνήγι. Χαιρετάει με σεβασμό, που δεν του λείπει κάποια αμηχανία. Η γυναίκα κοιτάζει τα εύγραμμα πόδια του, ξαναμμένα απ’ τον ήλιο… Μικρή σιωπή. Του δείχνει την πολυθρόνα αντίκρυ της. Το φως του δωματίου γυρίζει απ’ το κόκκινο προς το χρυσό μενεξελί. Τον κοιτάζει πάντα στα πόδια, όχι στο πρόσωπο… Με μια χειρονομία ανεξήγητα προκλητική, ανάβει τσιγάρο… Φυσάει τον καπνό… Μιλάει».

Σε κάλεσα. Δεν ξέρω πώς ν’ αρχίσω. Περιμένω να βραδιάσει,

να μεγαλώσουν στον κήπο οι σκιές, να μπουν στο σπίτι

οι σκιές των δέντρων και των αγαλμάτων, να μου κρύψουν το πρόσωπο, τα χέρια,

να μου κρύψουν τα λόγια που, ασχημάτιστα ακόμη, διστάζουν· - αυτά που δεν ξέρω,

που τα φοβάμαι.

Η Φαίδρα έχει πια παραδοθεί σ’ ένα μακρό μονόλογο, ενώ ο νέος παραμένει σιωπηλός. Κάθε λέξη της είναι πυρωμένη από αισθησιασμό.

Η αγιότητα της στέρησης –

έτσι έλεγες· - δεν καλοθυμάμαι· (της στέρησης ή της άρνησης έλεγες;).

Τι αστόχαστα λόγια –

η νίκη της θέλησης έλεγε

Κυριακή, Νοεμβρίου 21, 2010

Παρασκευή, Νοεμβρίου 05, 2010

Αέναες αρχές

Αέναες συγκρούσεις συνεχείς και αλλεπάλληλες.
Πολεμάω τον εαυτό μου με τον εαυτό μου
Τσακίζω τη σάρκα μου, γεμίζω δάκρια.
Πουθενά δεν μπορώ να σταθώ
Η μονόχνωτη φύση μου με οδηγεί στο περιθώριο
Καταστρώνω καρτερικά το κάθε τέλος μου
Και γεμίζω τη ζωή μου αρχές
Αέναες αρχές
σ.χ

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 16, 2010

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 14, 2010

Είδωλα

Δεν φταις εσύ που όταν κοιτάς στον καθρέφτη βλέπεις το είδωλο σου,εγώ γκαβώθηκα και όποτε τον κοιτούσα έβλεπα εσένα.
σ.χ

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 03, 2010

Μίμης Σουλιώτης, Περί ποιητικής (ξδ')

Γράφει σαν βουβός εκ γενετής,
κάτι φαντάζεται, αλλάζει χέρι ή μολύβι,
πετάει τον κόπο του απογεύματος,
βγάζει νέο χαρτί για αλλιώτικους τόνους,
θα γράψει ή καλύτερα ή χειρότερα,
στην απλή τούτη τέχνη δεν ισχύει
το «κάθε πέρσι και καλύτερα».

Από τη συλλογή Περί ποιητικής (1974-1999) (1999)