Τρίτη, Οκτωβρίου 25, 2011

Η χαμηλή φωνή





Μανόλης Αναγνωστάκης (επιμ.), Η χαμηλή φωνή (μια ανθολογία ποιημάτων χαμηλών τόνων, λυρικών,παραδοσιακών ποιητών, τα περισσότερα γραμμένα σε «παλιό ρυθμό» δηλ. έμμετρα, αλλά και κάποια  γραμμένα σε ελευθερωμένο στίχο (βλ. τα ποιήματα: Μιλτιάδης Μαλακάσης, «Βενετσάνικο» [σ. 49], Απόστολος Μελαχρινός, «Πάλι βρέχει!…» [σ. 78-79], του ίδιου, «Στο παραμύθι της ζωής σου…» [σ. 88-89], Όμηρος Μπεκές, «Απ' το μαχαλά» [σ. 102], Κώστας Καρυωτάκης, «Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα…» [σ. 118], Κλέων Παράσχος, «Αργά απ' τα βάθη μου…» [σ. 124], Τέλλος Άγρας, «Μονοτονία» [σ. 140-141], Νίκος Χάγερ-Μπουφίδης, «Πλάσματα αιθέρια…» [σ. 179]

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ:

Καρυωτάκης Κώστας

Αγάπη
Κι ήμουν στο σκοτάδι κι ήμουν
το σκοτάδι και με είδε μια αχτίδα.

Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της
Κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι
Πως μ’ έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης
Πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!

Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι
Δεν είμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος
Κι ελύγυσα σαν από τρυφερότη
Εγώ που μ’ είχε πέτρα κάνει ο πόνος



Λορέντζος Μαβίλης (1860-1912)

Φάληρο

Είχε όλα της τα μάγια η νύχτα, μόνη
εσύ έλειπες. Αργά κινάω να φύγω,
μα ξάφνου στη μπασιά του μπαρ ξανοίγω
αυτοκίνητο να γοργοζυγώνει.

Μ’ ελπίδα σταματάω. Να το, πλακώνει
παραμερίζουν οι άλλοι. Άσειστος μπήγω
τη ματιά μου στη ματιά σου. Άλλο λίγο
ακόμα, και ο σωφέρ σου με σκοτώνει.

Αρχοντοπούλα μ’ άφταστα πρωτάτα.
με των εφτά νησιών τις χίλιες χάρες,
τετράξανθη ομορφιά γαλανομάτα.

του θανάτου δε μ’ έπιασαν τρομάρες ?
γλυκύτατες με λυκώσανε λαχτάρες
να συντριφτώ κάτω από σε στη στράτα.

Ιωάννης Γρυπάρης (1870-1942)

Χωρισμός

Κ’ ήρθε μες στης αγάπης το μεθύσι
ο χωρισμός μιας πίκρα να μου βάλη
σαν και τούτη ? κι ακόμα πιο μεγάλη,
τη θάλασσα που μας έχει χωρίση.

Μια θάλασσα και στην καρδιά έχω κλείση,
που όταν ακούει το κύμα στο ακρογιάλι
το αιώνιο του παράπονο να ψάλλη,
έναν θρήνον αντίφωνο θ’ αρχίση.

Αντίφωνο ένα θρήνο κ’ ένα κλάμα
που κλαίοντας με τη θάλασσαν αντάμα
βουρκώνει πέρα ως πέρα το γιαλό.

Ως που στερνά της θάλασσας στον άμμο
ξεψυχούν οι καημοί ? και πάω και γω
τους πόνους μου τραγούδια να σου κάμω.

Κωνσταντίνος Χατζόπουλος (1868-1920)

Κι Όταν Φτάση η Άνοιξη..

Κι όταν φτάση η άνοιξη
κι έρθουν τα πουλιά
και γυρίσουν τ' άνθη,
σαν έναν καιρό
θα σε περιμένω.

Κι όταν έρθη πάλι
και το καλοκαίρι
με το μαϊστράλι,
σαν έναν καιρό 
θα σε περιμένω.

Μα όταν το φθινόπωρο
ξαναφτάση υγρό
και συννεφιασμένο,
θάρθω να σε βρω
δε θα περιμένω.

Μιλτιάδης Μαλακάσης (1869-1943)

Αγάπη

Ας μη γυρίζει ο λογισμός στα χρόνια εκείνα πίσω.
Κάλλιο μια τέτοια θύμηση για πάντα να χαθή,
Ποιος ξέρει, τώρα θάτανε γραφτό να σ' αγαπήσω,
Και τόσο που καμμιά ποτέ δεν έχει αγαπηθή.

Κι αν έφυγεν η νιότη σου, που θλίβεσαι για δαύτη,
Ως για πουλί που πέταξε μάλλα μαζί πουλιά,
Περσότερο από μια άνοιξη τον έρωτά μου ανάφτει
Του χινοπώρου τάγγιγμα στα ωραία σου τα μαλλιά.

Κι ακόμα φτάνω ν' αγαπώ σ' εσέ μιαν άλλη εικόνα,
- Τ' ορκίζομαι στα μάτια σου που τόσο λαχταρώ, -
Τον ήμερο κι ανέφελο και το γλυκό χειμώνα,
Που στο χλωμό σου πρόσωπο μια μέρα θα θωρώ.

Και μάθε το, τις μελιχρές λαμπράδες του Δεκέμβρη,
Και τις φεγγαροσκέπαστες του Γενναριού ομορφιές,
Μήτε στις τρέλλες τ' Απριλιού κανένας θα τις εύρη,
Μήτε και στις μονότονες του Μάη καλοκαιριές..

Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940)

Λυπημένα Δειλινά

Στης γειτονιάς της φτωχικής
Γυρίζει ο νους μου στα στενά,
Τα λυπημένα δειλινά
Στοχάζομαι της Κυριακής.

Μέσα στην κόκκινη αντηλιά
Το μαραμένο θηλυκό
Δίχως ελπίδα και μιλιά
Ποτίζει το βασιλικό

Κανείς διαβάτης δεν περνά
Κανένα αυτή δεν καρτερεί
Που στο μπαλκόνι ορθή φορεί
Το γιορτινό της το γκρενά.

Σα μοίρα κάθεται μια γρηά.
Στο φως μιας πόρτας ρημαδιού
Μακραίνει ο ίσκιος του παιδιού...
Καμπάνα ακούγεται μακριά.

Λάμπρος Πορφύρας (1879-1932)

Το Χαμόγελο

Ωραία γυναίκα, το τρελλί το γέλιο σου διαβαίνει,
σα μάταιος ήχος και σκορπά, κι ούτε μια ηχό ξυπνά
στην ακατάδεχτη καρδιά, που αγάπη τήνε δένει
μ' αθώα χαμόγελα βουβά.

Μ' αυτά που δείχνουνε χαρά, με κάποια που σκεπάζουν
τον πόνο τους αμίλητον οι ευγενικές ψυχές,
μ' εκείνα, που μαραίνονται κρυφά και ξεθωριάζουν,
σ' αρχαίες εικόνες σκοτεινές.

Και μ' όσα ακόμα, ούτε αλαφρά δε σκίζουνε τα χείλη,
κι αστράφτουν μόνο στων ματιών βαθιά στη σιγαλιά,
ωσάν τ' αντιφεγγίσματα που απλώνονται το δείλι
στην πελαγίσιαν ερημιά...

Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944)

Αποχαιρετισμός

Μόνος ήρθα, κάποιο βράδυ, κι ήσαν όλοι, γύρω, μόνοι,
κι όλοι ξένοι, τραγουδάμε, μες στη νύχτα που σιμώνει.

Κι όσο ζω, κι όσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, αλλοιμονό μου,
το βαθύ και το μεγάλο κι απροσμέτρητο κενό μου.

Τη στιγμή του σταυρωμού μου, και για μόνη συντροφιά μου,
μόλις ένιωσα τα χέρια που σταυρώσαν τα καρφιά μου...

Μόνος ήρθα, κάποιο βράδυ, μόνος πόνεσα για λίγο,
μόνος έζησα του κάκου - κι όπως ήρθα και θα φύγω.

Τ' είναι τάχα για τους άλλους, ο χαμός ενός ατόμου;
- κι όπως ήρθα, και θα φύγω, μόνος μές στο θάνατό μου...

Ρώμος Φιλύρας (1889-1942)

Διαθήκη

Εγώ παρήλθα, τραγουδώντας τη χαρά,
τις έμορφες, τα ρόδα και τ' αηδόνια,
χορεύοντας και πίνοντας αδρά
ένιωσα απάνω στα μαλλιά τα χιόνια.

Στου κύπελλου το κατακάθι η συμφορά
κι' η στάχτη, που αψηφούσα τόσα χρόνια.
Τώρα στο κύμα τα πετώ, μακριά,
τώρα με λυώνουν πόνοι και τριζόνια.

Σε νότα και ρυθμό, στίχο μεστό
σ' ένα τραγούδι επόθησα να κλείσω
μιαν αρμονία, νόημα σωστό.

Μα δεν κατόρθωσα θεία να μιλήσω,
παλμό να δώσω και να συγκλονίσω
την άπειρη ψυχή του κόσμου σε σεισμό.


Γιάννης Σκαρίμπας – Ο σταθμάρχης
Άξαφνα ως γλυστρούσε – σ’ ένα παραθύρι
Ένα χέρι εξαίσιο μούγνεψε και πάει
Μια σειρά άσπρα δόντια , δυο μάτια σαπφείροι
Μούστειλαν – φίλημα στα χάη!
Έμενα … Η μέρα είχε κιόλας φύγει,
Του σταθμού μου, γύρω, η ερημία αλύχτα
Κείνες οι φιλύρες πήγαιναν με ρίγη
Και με βήμα στρατιωτικό στη νύχτα…
Ω, έσύ, κυρά χέρι, δόντια , μάτι
Όνειρο και τραίνο που την πας τη νιότη,
Έδωσα σινιάλο – το κ α θ ή κ ο ν_ για τη
Διασταύρωσή μας στην αιωνιότη…

ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ ΝΙΚΟΣ
ΙΔΑΝΙΚΟΣ ΚΙ ΑΝΑΞΙΟΣ ΕΡΑΣΤΗΣ (Mal du depart)
Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων
Και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές
χωρίς να σκίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων
Για το Μαντράς, τη Σιγκαπούρ, τ’ Αλγέρι και το Σφαξ
θ’ αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία
κι εγώ σκυφτός σ’ ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία
Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ
Οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα ’χω πια ξεχάσει
κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ’ όποιον ρωτά
Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει
Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει
κι αυτό τ’ ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί
θα σημαδέψει, κι άφοβα τον φταίχτη θα χτυπήσει
Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες
θα ’χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.

BLACK AND WHITE
Μουσική: Λάκης Παπαδόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Αρλέτα


Του Άλμπορ το φανάρι πότε θα φανεί;
Οι μαθήτριες σχολάσανε του ωδείου.
Φωτεινές ρεκλάμες της οδού Σταδίου.
Γέφυρα βρεγμένη σκοτεινή.

Μάτι ταραγμένο μάταια σε κοιτώ
στον καιρόν απάνω του Σιρόκου.
Δούλευε το φτυάρι, μαύρε του Μαρόκου
που μασάς βοτάνια για τον πυρετό.

Φεμινά!... Χορός των κεφαλών.
Κ' οι Ναγκό χορεύουν στην Ασία.
Σε πειράζει - μου 'πες - η υγρασία
κ' η παλιά σου αρρώστια της Τουλών.

Τζίντζερ, που κοιτάς με το γυαλί,
το φανάρι του Άλμπορ δεν εφάνη.
Βλέπω στο Λονδίνο εγώ τη Fanny
στο κρεβάτι σου άλλον να φιλεί.

Κρέας αλατισμένο του κουτιού.
Μύωπα καπετάνιο μου και γέρο,
ένα μαγικό σκονάκι ξέρω
τέλειο για την κόρη του ματιού.

Άναψε στη γέφυρα το φως.
Μέσα μου μιλεί ένας παπαγάλος
γέρος στραβομύτης και μεγάλος
μα γιομάτος πείρα και σοφός.

Μέσα μου βαθιές αναπνοές.
Του Κολόμβου ξύπνησαν οι ναύτες.
Όλες τις ρουκέτες τώρα καφ' τες
και Marconi στείλε το S.O.S.

ΚΟΥΡΟΣΙΒΟ («μαύρη παλίρροια»)

Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε με το πρώτο.

Πέρ' απ' τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου 'πανε μια κούφια ώρα στην Αθήνα

Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ' ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μες' το μυαλό σου να σφυρίζει,
"ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι; "

Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κ' έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που 'χα με κούραση γυμνάσει.

Η λαμαρίνα! ...η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το kuro siwo σαν μια ζώνη
κ' συ κοιτάς ακόμη πάνω απ΄το τιμόνι,
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ
ΑΓΑΠΗ

Α! τι ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα,
αν είναι νάρθει θε ναρθεί, δίχως να νοιώσεις από πού,
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβημένα
θε να σου κλείσει απαλά με τ' άσπρα χέρια της τα δυο
τα ματια που κουράστηκαν τους δρομους να κυττάνε'
κι όταν, γελώντας, να της πεις θα σε ρωτήσει: "ποια είμαι εγώ;"
απ' της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποια 'ναι.
Δεν ωφελεί να καρτεράς! Αν είναι νάρθει, θε ναρθει'
κλειστά όλα νάναι, αντίκρυ σου να στέκεται θα δεις ορθή
κι ανοίγοντας τα χέρια της πρώτη θα σ' αγκαλιάσει.
Αλλιώς, κι αν είναι όλοφωτο το σπίτι για να την δεχτείς
κι έτσι ως την δεις τρέξεις σ' αυτήν κι ομπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι νάρθει θε ναρθει, αλλιώς θα προσπεράσει

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ
ΜΟΝΟ ΓΙΑΤΙ Μ’ ΑΓΑΠΗΣΕΣ

Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι' αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ' έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.
Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.
Γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες
και μου άπλωσες τα χέρια
κ' είχες μέσα στα μάτια σου το θάμπωμα
- μια αγάπη πλέρια,
γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι' αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ' ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα,
γι' αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ' αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ' έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ' αγάπησες.




Let Me Go

Δευτέρα, Οκτωβρίου 24, 2011

καροτσάκι της λαϊκής

Άκουσα το σιδερένιο καροτσάκι της λαϊκής να βγαίνει απ'τη δίπλα πόρτα. Ώρα να σηκωθώ να πάω για μπανάνες... 

Πέμπτη, Οκτωβρίου 20, 2011

Σημεία σμίξης

Μου γράφεις σ’ αγαπώ ή σ ’αγαπάω ;
Και τι βάζεις μετά;
Ξέρεις εγώ-
Κάτι τέτοια, τα μετράω

Σβήσαν τα αποσιωπητικά
Στίγματα ποιητικά
Σου μπήκαν τα ερωτηματικά
Και λες –
Δε σ’ αγαπάω

Της ζωής παρενθέσεις ή απλά
αλλαγή θέσης ;
Τώρα πια μείναν τα θαυμαστικά
Μόνα και ορθά
Να θαυμάζεις που μ’ αγαπάς
Μα δε με έχεις .

σ.χ

Πέμπτη, Οκτωβρίου 13, 2011

Μέρες εγκλωβισμού


Απ’το παράθυρο του δωματίου μου, χαζεύω το απέναντι μπαλκόνι. Μια ασπρόμαυρή γάτα ισορροπεί πάνω στα κάγκέλα . Εκπαιδευμένη. Τι να πεις ; Αιλουροειδές . Το κάνει με άνεση, πριν πραγματοποιήσει το μεγάλο της σάλτο προς το μπολ της. Ευτυχώς το δικό της είναι ακόμα γεμάτο.

Ωραίο μεσημέρι Πέμπτης, ζεστό και ηλιόλουστο από αυτά  που ανυπομονείς να τελειώσεις από τη δουλειά. Από τη δουλειά, λέμε τώρα… Αν είσαι τυχερός κι έχεις μια τέτοια.

Τις έχω ξαναζήσει αυτές τις μέρες. Τότε τις έλεγα «οι μέρες της πιτζάμας». Τώρα νομίζω πως θα τις ονομάσω «μέρες εγκλωβισμού». Όλα κυλούν αργά και σταθερά προς το χειρότερο κι αν και δεν καταλαβαίνω και πολλά από οικονομικούς όρους, τις επιπτώσεις τους  τις βλέπω πάνω μου.

Παρατηρώ τη γειτονιά μου από το κλειστό τζάμι. Δε θέλω να το ανοίξω, εξάλλου μένω στον δεύτερο. Τα σκουπίδια αγγίζουν τον πρώτο, η μπόχα θα ορμήξει  αμέσως στα ρουθούνια μου . Μου λείπουν εικόνες για να περιγράψω, ζωή για να εξιστορήσω. Εντάξει από μυρωδιές δεν έχω παράπονο…

Οι φίλοι στην ίδια κατάσταση κι αν δεν είναι τολμούν αυτά που δεν τολμάς εσύ. Οι συμβουλές τους πανομοιότυπες «Βρες πράγματα να κάνεις για να μην βαλτώσεις». Τα  βρίσκω τα κάνω, φούσκες καταδικασμένες να ξεφουσκώσουν  σαν το πνιγμένο που κρατιέται από τα μαλλιά του . Κι όσοι τα κατάφεραν, με δικαιολογημένο ύφος περηφάνιας, μερικές φορές με τον τρόπο τους σε ταπεινώνουν ακόμα περισσότερο, σε γεμίζουν ενοχές , σε κατατάσσουν στους άχρηστους επειδή κάνεις το μεγάλο λάθος και μένεις ακόμα στη χώρα σου , επειδή δεν είσαι από τους «δυνατούς».

Ο απέναντι έχει περιστέρια στην ταράτσα. Τα βλέπω που πετούν γύρω από το ξύλινο σπιτάκι τους. Γυρνάω στο γραφείο μου τραβώντας την κουρτίνα … 

Τετάρτη, Οκτωβρίου 12, 2011

ΣΗΜΥΔΕΣ

Είναι η στρογγυλάδα τους
που με κάνει και τα εμπιστεύομαι
Στρόγγυλες ώριμες σκέψεις
Κάποτε δεν μπορούσαμε
ούτε καν να τις προφέρουμε
Μα ήταν ολοφάνερο, αν είναι δυνατόν

ΟΛΟΦΑΝΕΡΟ

Ανεπούλωτες δαγκωματιές
Κι εμείς σαν λύκοι , γλείφουμε
Τις παλιές πληγές

ΞΑΝΑ

Συμφιλιωνόμαστε με τις παλιές μας ρήξεις
Γλείφουμε και ρουφάμε τις γραμμές
Γραμμές συναισθημάτων
Μήπως αλλάξουν σχήμα
Μήπως πάψουμε να είμαστε

ΕΜΕΙΣ

Εμείς που κουβαλάμε χιλιόμετρα
Σε ξεγέλασαν οι δρόμοι
Οι σκιές του μυαλού  
Όσα δημιουργήματα κι αν συσσωρεύσουμε
Μοιάζουμε
Δες στον καθρέφτη
Σε βλέπω…
Κοίτα εκεί

ΕΓΩ
ΕΣΥ

Νεκρός ψίθυρος
Κοίταξε με

Θέλω να ελευθερωθώ
Απ’ τα δεσμά του νου
Να ανθίσουν μέσα μου
Σημύδες   
Μέσα από τον βόρβορο  

ΣΗΜΥΔΕΣ 

Παρασκευή, Οκτωβρίου 07, 2011

Ο φίλος μου είναι gay

Βγήκε έξω τρέχοντας έσβησε με μανία το τσιγάρο στο γρασίδι και προσπαθούσε να ανασάνει μέσα από το στενό κυριλέ της φόρεμα… Δεν άντεχε άλλο έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε,πέταξε τις γόβες και φώναζε με όλη τη δύναμη που είχε.. Είναι Πουστάρααααααααααααα,γκέι,αδερφή,γουστάρει αγοράκια να τον βάζουν στα τέσσερα πως το λένε!Αφού ξέσπασε,σωριάστηκε στο γρασίδι και έβαλε τα γέλια,ήταν σκνίπα.

Ήταν σαν να την έπνιγε το δίκιο.Με το Θανάση ήταν φίλοι από μικροί,στα δεκατέσσερα της ήταν ο πρώτος εφηβικός της έρωτας,ο πρώτος έρωτας που για εκείνον το έσκαγε από το σπίτι,για εκείνον έκανε εκείνους τους επικούς καυγάδες με τους γονείς της.Ο Θανάσης τότε ήταν δεκαεφτά αν και σακάτης,αφού στα δέκα του τον είχε πατήσει νταλίκα και είχε επιζήσει από θαύμα παραλύοντας το αριστερό του χέρι οριστικά,χάνοντας μισό γοφό και ατελείωτα σημάδια στο κορμί του και παρά ότι κούτσαινε ελαφρά ήταν τόσο γοητευτικός,ακόμα είναι.Ο πρώτος σακάτης μοντέλο,άνετα θα μπορούσε να ακολουθήσει τέτοια καριέρα,αν δεν είχε πάθει το ατύχημα.

Ο ερωτάς τους έσβησε μέσα από πολλές εντάσεις,έμεινε για πάντα πλατωνικός άσχετα αν ο Θανάσης κόμπαζε στους φίλους του ότι είχανε ολοκληρώσει.Όχι ότι δεν θα μπορούσε να είχε γίνει όμως ο Θανάσης δεν μπορούσε,δεν είχε ποτέ μαζί της στύση όσα φιλάκια και χαδάκια κι αν κάνανε.Εκείνη δεν είχε καμία εμπειρία πιο πριν νόμιζε στην αρχή ότι απλά έτσι είχανε τα πράγματα και απογοητεύτηκε, πολύ αργότερα όταν θα άρχιζε την ενεργή σεξουαλική της ζωή θα καταλάβαινε πως είχανε στα αλήθεια τα πράγματα!

Σχεδόν μετά από μια δεκαετία ξαναβρεθήκανε και έκαναν πολύ παρέα,πως τα φέρνει έτσι η ζωή και ο Θανάσης έγινε ο καλύτερος της φίλος μέχρι που ένα βράδυ της αποκάλυψε ότι ήταν γκέι.Της είπε,ότι την περίοδο που τα είχανε τότε, ψαχνότανε ακόμα,ότι έμπαινε συνέχεια στα gay site κι ότι είχε μια τεράστια ερωτική ποικιλία από παπάδες διπλανών χωριών,παντρεμένων,πολύτεκνων,επιφανών της μικρής επαρχιακής πόλης όπου μένανε κι άλλα πολλά.

Συνέχισαν να κάνουνε παρέα.Ο Θανάσης δεν έκανε τίποτα και οι γκόμενες έπεφταν στα πόδια του,σας είπα αν και σακάτης είχε μια σατανική ομορφιά.Πόσες γκομενίτσες πέρασαν από τη ζωή του δεν λέγεται,αλλά καμία σχέση του δεν κράτησε πάνω από τρεις μήνες. Τυχαίο;Δεν νομίζω.

Του έλεγε γιατί το έκανε,γιατί πλήγωνε τόσες ψυχές,της έλεγε ότι πρέπει να έχει άλλοθι ότι όλες αυτές ήταν στάχτη στα μάτια του μπαμπά του και της κοινωνίας, αδιαφορώντας για όλα τα άλλα.Εξάλλου της υπενθύμιζε ότι και οι ετεροφυλόφιλοι δεν πηγαίνανε πίσω, πόσους ανθρώπους δεν είχατε στις ζωές σας απλά και μόνο για να περνάει ο καιρός σας ή για να ξεπεράσετε άλλους, της έλεγε.

Εκείνη δεν ήτανε σαν τους υπόλοιπους ανθρώπους το ήξερε κι εκείνος,γι αυτό και της το είχε πει, ήταν τόσο κουλ σαν να μην τρέχει τίποτα αν και η ψυχούλα της το ξέρει τι τραβούσε όταν ο Θανάσης έκλαιγε στον ώμο της για γκόμενους και της έλεγε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες από το κρεβάτι του.

Συνέχεια της έλεγε να φύγουνε μαζί,να τα παρατήσουνε όλα και να πάνε να ζήσουν στην Αμερική .Εκεί ήθελε ο Θανάσης, για να ζήσει ελεύθερος πια,με την κανονική του ταυτότητα, αντί γι αυτό, σήμερα ήταν κουμπάρα σε έναν γάμο καταδίκη, σήμερα μόλις είχε παντρέψει το Θανάση στη μικρή επαρχιακή τους πόλη!

Ο έτερος κουμπάρος ήταν ο μεγαλύτερος έρωτας του Θανάση.Τι φρίκη! Τι δυστυχία!Ήθελε να ανέβει πάνω στην πίστα, να σταματήσει τα κλαρίνα και να το φωνάξει σε όλους. Ο Θανάσης δεν ήταν ο λεβέντης άντρακλας που όλοι νομίζανε πως άλλαζε τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα, δεν ήτανε καν ενεργητικός!

Πώς να ήτανε; Ποτέ δεν της το παραδέχτηκε αλλά εκείνη ήξερε ότι μπορεί να είχε γίνει γκέι όχι από επιλογή αλλά από ανάγκη, καθώς τότε στα δέκα του η νταλίκα δεν πρέπει να παρέλυσε μόνο το αριστερό του χέρι, αλλά και το ατροφικό πια μόριο του!

Σηκώθηκε από το γρασίδι,φόρεσε τις γόβες,έκανε μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να ισορροπήσει,τα κατάφερε,έσκυψε μάζεψε την γόπα από το γρασίδι και ξαναμπήκε μέσα στο κέντρο για να σύρει το χορό!