Είναι πάντα το δέντρο που γέρνει μπροστά σ’ όλα τα μάτια.
Κι ένιωσα το κρύο που φέρνει πόνο στο στέρνο, στα πλευρά μου,
μα πάλι, έχει η καρδιά μου σφιχτεί χιλιάδες φορές
σ’ ένα δέμα καρδιών που δεν αναρωτιέται πια αν υπήρχε
σαν μια στιγμή της ζωής του προτού πεθάνει.
Σαν άνθρωπος, οφείλει να συλλογιέται το κακό του,
ώσπου να χάσει το φως του, ν’ ακούσει το άνοιγμα
και το κλείσιμο της πόρτας της συναγωγής,
να ξαναζήσει χωρίς περιστροφές τις ημέρες που του αναλογούσαν
προτού τα παιδιά που θα κάνει ξεχάσουν τ’ όνομά του
κι εμείς ξαφνικά τον δούμε να έρχεται ντυμένος τα ντύματα
όλων των εποχών, ρωτώντας ο ένας τον άλλον ποιος είναι αυτός,
αφού αλλάζει τον άνθρωπο η ζωή, ο θάνατος τον αλλάζει
κι ετούτος εδώ είναι ίδιος κι απαράλλαχτος.
Οπότε μάλλον δεν είναι αυτός που είναι.
Μην μας στερείς την Αποκάλυψή σου, αντίκρισέ μας
όπως ποτέ δεν είχες δεχτεί να σκεφτείς ότι μας έχεις αντικρίσει·
κρατάμε στα χέρια μας το νερό σου και το φαΐ σου,
τα πόδια μας είναι γυμνά,
λυπήσου τα μάτια μας, μαύρα σαν τα μάτια των ζώων στο σκοτάδι,
τα μαύρα μάτια μας, καθώς ολοένα και κοκκινίζει το κεφάλι
κι ο ουρανός κοκκινίζει, κι εμείς, μονάχα εμείς θα δούμε
μέσα απ’ αυτήν την τρομερή πάχνη, ανάμεσα σ’ όλους τους τυφλούς,
τα λόγια του νόμου που θ’ αρνηθούμε να πούμε για τη σωτηρία μας.
Κόψε τα πόδια μας, αν είναι να σωθούμε απ’ αυτόν τον χορό.
Κόψε μας τον λαιμό, αν είναι να σωθούμε απ’ αυτό το τραγούδι.
Ο πιο μεγάλος της χώρας μας κείται νεκρός, για κάποιους∙
για κάποιους δεν υπάρχει μέλλον, κάποιοι άλλοι είναι κιόλας ελεύθεροι·
και είμαι εδώ, συστήνομαι και κανείς δεν είχε ξανακούσει τ’ όνομά μου,
μορφάζω και κανείς δεν ήξερε πως η όψη μου ήτανε κάπως έτσι,
είμαι ελεύθερος από τότε που ο παράδεισός μου ήταν πολύ καλός
για τα δόντια της ελευθερίας, έχω μπροστά μου όλο μου το μέλλον,
το μέλλον που μ’ έβρισκε μπροστά του όλον αυτόν τον καιρό
μα κάποιος απ’ τους δυο δεν είχε τα κότσια ν’ αλλάξει δρόμο.
Τι μπορεί να πετάξει στον άνεμο, να τρέξει στη γη
και να διασχίσει τα βάθη των θαλασσών;
Ακούω τις φωνές των Επτά Απαγχονισμένων Ποιητών,
είμαι ακόμη ένα κομμάτι αυτών των πραγμάτων, υπάρχω εδώ,
μιλώ τη φωνή της μέρας και το στόμα παρακαλεί,
η ψυχή δεν ακούει τι λέει η καρδιά της·
μπορεί ο κόσμος να έχει κιόλας χαθεί·
αν εγώ δεν αντέχω το φως ούτε τα λόγια καταλαβαίνω,
τότε ποιου, ω φωτιά, είναι τούτη η στάχτη;
Αγγελική Κορρέ, Σιγκιρίγες για τον ταύρο του Τερουέλ [ Περί Πολέμου ], σσ. 56-57, Εκδόσεις Στιγμός 2023