Σάββατο, Ιανουαρίου 15, 2022

Ένας γέροντας στην ακροποταμιά..

Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε πώς προχωρούμε.Να αισθάνεσαι δε φτάνει μήτε να σκέπτεσαι μήτε να κινείσαι
μήτε να κινδυνεύει το σώμα σου στην παλιά πολεμίστρα,όταν το λάδι ζεματιστό και το λιωμένο μολύβι αυλακώνουνε τα τειχιά.

Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε κατά πού προχωρούμε,όχι καθώς ο πόνος μας το θέλει και τα πεινασμένα παιδιά μας
και το χάσμα της πρόσκλησης των συντρόφων από τον αντίπερα γιαλό·μήτε καθώς το ψιθυρίζει το μελανιασμένο φως στο πρόχειρο νοσοκομείο,το φαρμακευτικό λαμπύρισμα στο προσκέφαλο του παλικαριού που χειρουργήθηκε το μεσημέρι·αλλά με κάποιον άλλο τρόπο, μπορεί να θέλω να πω καθώςτο μακρύ ποτάμι που βγαίνει από τις μεγάλες λίμνες τις κλειστές βαθιά στην Αφρική και ήτανε κάποτε θεός κι έπειτα γένηκε δρόμος και δωρητής και δικαστής και δέλτα·που δεν είναι ποτές του το ίδιο, κατά που δίδασκαν οι παλαιοί γραμματισμένοι,κι ωστόσο μένει πάντα το ίδιο σώμα, το ίδιο στρώμα, και το ίδιο Σημείο,ο ίδιος προσανατολισμός.

Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη.Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά σιγά βουλιάζει και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.

Αν είναι ανθρώπινος ο πόνος δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε
γι’ αυτό συλλογίζομαι τόσο πολύ, τούτες τις μέρες, το μεγάλο ποτάμι
αυτό το νόημα που προχωρεί ανάμεσα σε βότανα και σε χόρτα
και ζωντανά που βόσκουν και ξεδιψούν κι ανθρώπους που σπέρνουν και που θερίζουν και σε μεγάλους τάφους ακόμη και μικρές κατοικίες των νεκρών.Αυτό το ρέμα που τραβάει το δρόμο του και που δεν είναι τόσο διαφορετικό από το αίμα των ανθρώπων κι από τα μάτια των ανθρώπων όταν κοιτάζουν ίσια – πέρα χωρίς το φόβο μες στην καρδιά τους,χωρίς την καθημερινή τρεμούλα για τα μικροπράματα ή έστω και για τα μεγάλα·όταν κοιτάζουν ίσια – πέρα καθώς ο στρατοκόπος που συνήθισε ν’ αναμετρά το δρόμο του με τ’ άστρα,όχι όπως εμείς, την άλλη μέρα, κοιτάζοντας το κλειστό περιβόλι στο κοιμισμένο αράπικο σπίτι,πίσω από τα καφασωτά, το δροσερό περιβολάκι ν’ αλλάζει σχήμα, να μεγαλώνει και να μικραίνει·αλλάζοντας καθώς κοιτάζαμε, κι εμείς, το σχήμα του πόθου μας και της καρδιάς μας,στη στάλα του μεσημεριού, εμείς το υπομονετικό ζυμάρι ενός κόσμου που μας διώχνει και που μας πλάθει,πιασμένοι στα πλουμισμένα δίχτυα μιας ζωής που ήτανε σωστή κι έγινε σκόνη και βούλιαξε μέσα στην άμμο αφήνοντας πίσω της μονάχα εκείνο το απροσδιόριστο λίκνισμα που μας ζάλισε μιας αψηλής φοινικιάς.

Ήλιος με δόντια... Ζωή με χαυλιόδοντες!


Οταν έχεις εξεταστική και διαβάζεις στις κούνιες! 

Τετάρτη, Ιανουαρίου 12, 2022

Κυκλάμινο!

Οταν δουλεύεις πια σε άλλη υπηρεσία και ο κόσμος συνεχίζει να σε ευχαριστεί γιατί τον εξυπηρέτησες για κάτι που αφορούσε την προηγούμενη υπηρεσία και δεν μπορούσε να βγάλει άκρη με τίποταααααα! 

Παρασκευή, Ιανουαρίου 07, 2022

Κάγκελα παντού

Τώρα τελευταία πιάνω πολλές φορές τον εαυτό μου να είναι θυμωμένος και είναι ένα συναίσθημα με τόση ορμή και τόση ένταση. Μου φαίνεται τρομερά περίεργο γιατί πέρασα σχεδόν όλη μου τη ζωή μέχρι τώρα χωρίς να το έχω νιώσει και όσες φορές κι αν νόμιζα ότι το είχα βιώσει σίγουρα δεν είχε καμιά σχέση με το θυμό που προσπαθώ να σας περιγράψω τώρα.

Είναι ένα πράγμα που με κυριεύει από την κορφή μέχρι τα νύχια, πολλές φορές νιώθω σαν να παραλογίζομαι ότι δεν μπορώ να πάρω ανάσα άλλες με κάνει να ντρέπομαι για όσα το μυαλό μου κατεβάζει, με κάνει και αισθάνομαι τρομερά άσχημα γιατί δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου, είμαι μια άλλη, τρομερά κακιά, τρομερά θυμωμένη, που κατεβάζει όλα τα γαμοσταυρίδια του σύμπαντος.

Νομίζω ότι δεν το είχα βιώσει ποτέ πριν, γιατί η αλήθεια είναι ότι ποτέ πριν δεν είχα αισθανθεί το αίσθημα της αδικίας, ήμουν τόσο καλά με τη ζωή μου, με τις επιλογές μου, κυρίως με το μέσα μου και ποτέ ειλικρινά δεν ασχολήθηκα με τις ζωές των άλλων, δεν με ένοιαζαν εξάλλου.

Τώρα πια, όταν με πιάνουν αυτές οι απερίγραπτες κρίσεις θυμού τους παίρνει όλους ο διάολος, πόσο μάλλον όλους αυτούς που με κάνουν και νιώθω ηλίθια, ριγμένη, συμπεριλαμβανομένου του εαυτού μου, με αυτόν κι αν τα έχω πάρει κρανίο!

Μικρά και απαίσια στρουμφάκια σας μισώ όλα, μα μόλις περάσουν αυτές οι κρίσεις οι οποίες αφήνουν ένα απίστευτο συναίσθημα ταραχής στο κορμί μου, μόλις γαληνεύει ο νους, προσπαθώ να χαλαρώσω κι αν όχι να τους αγαπήσω όλους, τουλάχιστον να τους συγχωρέσω ή έστω να αδιαφορήσω. Να μη με νοιάζει, να μην με αφορά, ούτε τι νιώθουν, ούτε τι μπορούν να δώσουν οι άλλοι , να μην τους έχω ανάγκη, όμως αυτός ήταν  και ο κυριότερος λόγος που με έφτασε ως εδώ ότι ήταν πάντα ολοφάνερο ότι δεν τους είχα ανάγκη... 

The first time I told my story, I felt only pain. “How could this have happened to me?” I asked.  The second time I told my story, I felt on...