Δευτέρα, Μαΐου 14, 2012

9 διεθνής έκθεση βιβλίου Θεσσαλονίκης







Θα'ναι ωραία στου Αιγαίου τον κάμπο

Ξημερώματα μακριά απ'τη Θάλασσα
τις μπύρες και τις αντρικές παρέες
Πίσω στο κλουβί, με τα μικρά τετράγωνα
και τα φωτεινά ορθογώνια

Το σχήμα του τρόμου τετράγωνο

Χαιδεύω τα βιβλία μου
Διαβάζω έξι λέξεις και φεύγει το σκοτάδι
Έχω τηλεόραση, υπολογιστή και σύνδεση στο ίντερνετ
Ήπια και μια μπύρα μα κι αυτή ζεστή

Η ζωή μου τρίγωνη, όχι σαν την Πλατεία
ούτε σαν τα τρίγωνα Πανοράματος
Ρομαντική σαν τη μυρωδιά των κομμένων λουλουδιών
που σου άφησα πίσω, να εκεί  πάνω
στο βάζο στο τραπέζι της βεράντας

Που'σαι θα γυρίσω
Πριν έρθουν τα τζιτζίκια
πριν πιάσουν οι ζέστες
Πριν κλείσουν τα σχολεία
Πριν έρθουν οι θειές
οι τουρίστες , οι μάνες
τα τσίσα και τα κουβαδάκια

Να διαβάσουμε όλοι μαζί
στην παραλία τις ιστορίες του πορνόγερου
όπως στα δεκατέσσερα
Να φτιάξουμε φραπέ απ'το σπίτι
χειροποίητο γλυκό με γάλα

Να αράξουμε κάτω απ'τα πλατάνια
τι κι αν δεν ήταν η ζωή μας στρόγγυλη
Θα βουτήξω στη θάλασσα
Μαζί με τις συμβάσεις μου

Είμαι φορτωμένη

Που'σαι σε μια βδομάδα θα'μαι εκεί
να μαζέψουμε κρίταμα απ'τα βράχια
να πιούμε τσίπουρα στο Μπάτσικα
να μας πιάσει η μπόρα στο ρέμα
Να μας καίει το αλάτι στα χείλη

Τα βράδια μας θα μυρίζουν σιτρονέλα
θα ψήνουμε λουκάνικα,
δίπλα απ'το σκαραβαίο
τη βέσπα και τα ποδήλατα
Θα τα καβαλάμε και θα κάνουμε όνειρα


Και θα γράψω θα δεις
για τα τατουάζ που κάναμε στα
απόκρυφα σημεία
γι αυτά που η μάνα δεν έμαθε ποτέ
Θα'ναι ωραία θα δεις
στου Αιγαίου τον Κάμπο
δίχως τηλεόραση, facebook και like
Mε μπύρα κρύα, αστέρια και θάλασσα
θα σου φτιάξω άλλο όνειρο
από αυτό που μας χάλασαν 

Κυριακή, Μαΐου 13, 2012

Μα χαλιέσαι


Γυάλινος Κόσμος


Tennessee Williams

[JIM lights a cigarette and leans indolently back on his elbows smiling at LAURA with a warmth and charm which lights her inwardly with altar candles. She remains by the table, picks up a piece from the glass menagerie collection, and turns it in her hands to cover her tumult.]

JIM [after several reflective puffs on his cigarette]: What have you been doing since high school? 
[She seems not to hear him.] 
Huh? 
[LAURA looks up.] 
I said what have you done since high school, Laura? 
LAURA: Nothing much. 
JIM: You must have been doing something these six long years. 
LAURA: Yes. 
JIM: Well, then, such as what? 
LAURA: I took a business course at business college – 
JIM: How did that work out? 
LAURA: Well, not very – well – I had to drop out, it gave me – indigestion – 
[JIM laughs gently.] 
JIM: What are you doing now? 
LAURA: I don’t do anything – much. Oh please don’t think I sit around and do nothing! My glass collection takes up a good deal of time. Glass is something you have to take care of. 
JIM: What did you say – about glass? 
LAURA: Collection I said – I have one – [She clears her throat and turns away again, acutely shy.
JIM [abruptly]: You know what I judge to be the trouble with you? Inferiority complex! [..] Everybody excels in some one thing. Some in many! [He unconsciously glances at himself in the mirror.] All you’ve got to do is discover in what! 
[…]
LAURA: Ohhhh. 
JIM: Because I believe in the future of television! [turning his back to her.] I wish to be ready to go up right along with it. Therefore I’m planning to get in on the ground floor. In fact, I’ve already made the right connections and all that remains is for the industry itself to get under way! Full steam –  [His eyes are starry.] Knowledge – Zzzzp! Money – Zzzzp! – Power! That’s the cycle democracy is built on! 
[His attitude is convincingly dynamic. LAURA stares at him, even her shyness eclipsed in her absolute wonder. He suddenly grins.] 
I guess you think I think a lot of myself! 
LAURA: No-o-o-o, I – 
JIM: Now how about you? Isn’t there something you take more interest in than anything else? 
LAURA: Well, I do – as I said – have my –glass collection –

[A peal of girlish laughter rings from the kitchenette.]
JIM: I’m not right sure I know what you’re talking about. What kind of glass is it?
LAURA: Little articles of it, they’re ornaments mostly! Most of them are little animals made out of glass, the tiniest little animals in the world. Mother calls them a glass menagerie! Here’s an example of one, if you’d like to see it! This one is one of the oldest. It’s nearly thirteen.
     [Music: ‘The Glass Menagerie’.]
     [He stretches out his hand.]
     Oh, be careful – if you breathe, it breaks!
 JIM: I’d better not take it. I’m pretty clumsy with things.
 LAURA: Go on, I trust you with him! [She places the piece in his palm.] There now – you’re holding him gently! Hold him over the light, he loves the light! You see how the light shines through him?
 JIM: It sure does shine!
 LAURA: I shouldn’t be partial, but he is my favourite one.
 JIM: What kind of a thing is this one supposed to be?
 LAURA: Haven’t you noticed the single horn on his forehead?
 JIM: A unicorn, huh?
 LAURA: Mmmm-hmmm!
 JIM: Unicorns – aren’t they extinct in the modern world?
 LAURA: I know!
 JIM: Poor little fellow, he must feel sort of lonesome.
LAURA [smiling]: Well if he does, he doesn’t complain about it. He stays on a shelf with some horses that don’t have horns and all of them seem to get along nicely together.
 JIM: How do you know?
 LAURA [lightly]: I haven’t heard any arguments among them!
 JIM [grinning]: No arguments, huh? Well, that’s a pretty good sign! Where shall I set him?
 LAURA: Put him on the table. They all like a change of scenery once in a while!
 JIM: Well, well, well, well – [He places the glass piece on the table, then raises his arms and stretches.] Look how my big shadow is when I stretch!
 LAURA: Oh, oh yes – it stretches across the ceiling!
 JIM [crossing to the door]: I think it’s stopped raining. [He opens the fire-escape door and the background music changes to a dance tune.] Where does the music come from?
LAURA: From the Paradise Dance Hall across the alley.
JIM: How about cutting up the rug a little, Miss Wingfield?




Πέμπτη, Μαΐου 10, 2012

Ιστορίες παπουτσιών


Ήταν κι εκείνη μια κοκκινοσκουφίτσα. Περίμενε πως κάποιος θα βρισκότανε να την κάνει πρωταγωνίστρια στο παραμύθι του.Νόμιζε πως θα το έκανες εσύ. Ακόμα σε περιμένει σε εκείνη την κουζίνα με τον φωταγωγό. Δεν έμαθε να μαγειρεύει τίποτα άλλο εκτός από μπριζόλες. Σήμερα θα πήγαινε πάλι μια βόλτα στο δάσος. Άνοιξε το άσπρο ερμάριο της πίσω βεράντας.Τα πολύχρωμα σταράκια ακόμα εκεί, έστεκαν στραπατσαρισμένα και σκονισμένα, με τα κορδόνια τους γεμάτα κόμπους και ιστορίες. Τόσα παπούτσια, τόσες ιστορίες για να διηγηθούν. Λιωμένες σόλες, γέφυρες, τρεχάματα και τόσα μα τόσα πολλά αδιέξοδα. Δεν τα περίμενε. Παλιότερα πηδούσε μάντρες, τώρα λύνει μόνο σταυρόλεξα για να ξεχνιέται. Τα άρπαξε, απόψε θα τα φορούσε ξανά, θα τα έβαζε στα πόδια της, ήξερε ότι είχε ωραίες παραισθήσεις φορώντας τα.  Αρκεί να γυρνούσε μέχρι τις δώδεκα, γιατί μετά θα ξανάρχιζε το ίδιο βασανιστήριο της αναμονής. Δεν το άντεχε πια γι αυτό και δεν τα φορούσε συχνά. Τα είχε πάρει  από το Μοναστηράκι, ένα μεσημέρι που στο Σύνταγμα τραγουδούσε ο Ρουβάς ενώ η μάνα της, την περίμενε  έξω από τα MacDonald's. Πάνε έξι μπορεί και εφτά χρόνια από τότε.  Κοίτα να δεις  κρατιούνται ακόμα μια χαρά. Εμείς πάλι… Μετά γύρισε σπίτι και σου μαγείρεψε μπριζόλες, ενώ εσύ κοιμόσουν. Θυμάσαι; Σου άρεσαν....

Τα φόρεσε και μπήκε στο ασανσέρ. Επιτέλους μια βόλτα στο δάσος, με τους γεμάτους κάδους, τις νεράιδες στους δρόμους να ψάχνουν για πελάτες. Μετρούσε τα βήματα και χόρευε πάνω στην γκρι άσφαλτο του δάσους. Ξωτικά με σύριγγες πίσω από τα δέντρα, κουκουβάγιες που πουλούσαν τσάντες.Αγόρασε μπριζόλες, χοιρινές αυτές που σου αρέσανε. Βρήκε  κρεοπωλείο να διανυκτερεύει και πήγε στη στάση. Πάλι αναμονή, πάλι μπριζόλες. Πέταξε τη σακούλα στα σκυλιά, τα είδε να καταβροχθίζουν το κρέας των γουρουνιών. Δε θα έπαιζε σε κανένα παραμύθι, και είχε πάει κιόλας δώδεκα. Δεν είχε κι άλλα κουτάκια να γεμίσει με λέξεις.Επιτέλους περνούσαν τα σκουπιδιάρικα.Έβγαλε τα κορδόνια της και κρεμάστηκε στη στάση.

The first time I told my story, I felt only pain. “How could this have happened to me?” I asked.  The second time I told my story, I felt on...