Τετάρτη, Οκτωβρίου 26, 2011

Τὰ Εἴδωλα


Ἐμμανουὴλ Ῥοΐδης - Τὰ Εἴδωλα

Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὰ Ἅπαντα Ἐμμανουήλ Ῥοΐδη, Ἐπιμέλεια: Ἄλκης Ἀγγέλου
Ἐκδόσεις Ἑρμῆς, 1987, Ἀθήνα, 4ος τόμος, σελ. 96-98, 99-100


... Τὸ κυρίως κινῆσαν ἡμᾶς νὰ αὐξήσωμεν τὸν φοβερὸν ὄγκον τῶν ὅσα ἀπ᾿ ἀρχῆς τοῦ αἰῶνος ἐγράφησαν περὶ τῆς νεοελληνικὴς εἶναι, ὅτι οὐδεὶς οὔτε τῶν ἀρχαιοτέρων οὔτε τῶν σημερινῶν λογίων ἐθεώρησε πρέπον νὰ ἐξετάσῃ τὸ σύνολον τοῦ ζητήματος συστηματικῶς. Τὸ κάλλιστον αὐτοῦ ἔργον ἐπέγραψεν ὁ Κοραῆς «Ἄτακτα», ἀλλὰ πολὺ τούτων ἀτακτότεραι εἶναι τοῦ Δούκα, τοῦ Κοδρικᾶ, τοῦ Οἰκονόμου, τοῦ Χρυσοβέργη, τοῦ Ἀσωπίου καὶ τοῦ κ. Κοντοῦ αἱ ἀσύρραπτοι παρατηρήσεις. Τὸ δὲ πρὸ πάντων περιπλέκον τὸ ζήτημα, εἶναι, ὅτι οὐδεμία γίνεται εἰς τὰ ἐριστικὰ ταῦτα ἔργα διάκρισις μεταξὺ ἐπιστημονικοῦ ἀξιώματος καὶ δεκτικὴς συζητήσεως προσωπικῆς γνώμης. Ἐκ τούτου συμβαίνει ὄχι μόνον νὰ ἐξακολουθώσιν ἀμφισβητούμενα τὰ μὴ ἀμφισβητήσιμα, ἀλλὰ καὶ νὰ προσκυνῆται πλειστάκις ὡς γλωσσικὸν ἀξίωμα ἢ ἀντίθετος τούτου πλάνη. Ὅπως ὁ Δοῦκας καὶ ὁ Φωτιάδης, οὕτω καὶ οἱ διάδοχοι αὐτῶν φαίνονται φοροῦντες ἀκόμη διόπτρα, ἔχοντα τὴν ἰδιότητα νὰ παριστάνωσι τὰ πράγματα ἀκριβῶς ἀνεστραμμένα. Οὐδὲν τῷ ὄντι συνηθέστερον παρὰ νὰ ἀκούῃ τὶς σοφοὺς ἄνδρας λαλοῦντας περὶ τῆς «φθορᾶς» τῶν τύπων τῆς λαλουμένης, περὶ χρήσεως ἀναλόγου τοῦ ἑκάστοτε θέματος «γλώσσης», περὶ τῆς ἁπανταχοῦ ὑπάρξεως διαφορᾶς μεταξὺ τῆς γραπτῆς καὶ τῆς λαλουμένης ἢ τοῦ δυνατοῦ τῆς ἀναστάσεως τούτου ἢ ἐκείνου τοῦ τύπου. Ἡ ἐκ τούτων ἔκπληξις τοῦ θεωροῦντος τὰ πράγματα ἄνευ διόπτρων εἶναι ἐξ ἴσου εὔλογος, ὡς ἂν ἤκουε σημερινοὺς ἰατροὺς ἢ χημικοὺς συζητοῦντας περὶ τοῦ Ἀρόφ, τῆς ἰάσεως τῶν ῥευματισμὼν διὰ τοῦ πενταγώνου, τοῦ ἀφλέκτου τῆς σαλαμάνδρας, τῶν ἀρετῶν τοῦ μανδραγόρα, τῆς συμπτώσεως τῶν δυσάστρων ἢ τῆς σχέσεως πρὸς τὰ μέταλλα τῶν πλανητῶν. Οὐδὲν τῷ ὄντι ἔχουσι νὰ φθονήσωσιν εἰς τὰς ἀνωτέρω αἱ γλωσσικαὶ πλάναι, τὰς ὁποίας ὠνομάσαμεν «Εἴδωλα», οὐδ᾿ εἶναι δυνατὸν νὰ διεξαχθῇ λογικὴ συζήτησις περὶ γλώσσης, ἐφ᾿ ὅσον μένουσι ταῦτα ὀρθά. Πρῶτος καὶ ἀπαραίτητος τοιαύτης συζητήσεως ὄρος εἶναι νὰ πεισθῶσι πάντες, ὅτι ἡ ἄσχετος πρὸς τὴν ἔρευναν τῶν νοημάτων καὶ περιοριζομένη εἰς μόνους τοὺς φθόγγους καὶ τοὺς τύπους γλωσσολογία κατετάχθη ἀπὸ πολλοῦ ἤδη εἰς τὰς θετικὰς καὶ παρὰ τῶν πλείστων εἰς τὰς φυσικὰς ἐπιστήμας, καὶ ἑπομένως ἐξ ἴσου ἀνεπίδεκτα ἀμφισβητήσεως ὅσον καὶ τὰ τῆς βοτανικής, τῆς χημείας ἢ τῆς γεωλογίας εἶναι τὰ κατωτέρω θεμελιώδη αὐτῆς ἀξιώματα:
Α´. Ὅτι ἡ διὰ τοῦ χρόνου ἐλάττωσις τοῦ μήκους τῶν λέξεων καὶ τοῦ πλήθους τῶν καταλήξεων ἔγκειται εἰς αὐτὴν τὴν φύσιν τῆς ἀνθρωπίνης λαλιᾶς.
Β´. Ὅτι ἡ ἑλάττωσις αὐτὴ εἶναι εἰς πᾶσαν γλῶσσαν ἀνάλογος τῆς ἡλικίας τῆς καὶ ἔτι μᾶλλον τῆς πνευματικῆς δραστηριότητος καὶ τοῦ πολιτισμοῦ τοῦ λαλοῦντος αὐτὴν ἔθνους.
Γ´. Ὅτι ἐκ τῆς τοιαύτης μειώσεως τῆς φωνῆς καὶ τοῦ τυπικοῦ, ὄχι μόνον οὐδεμία προκύπτει ζημία, ἀλλὰ καὶ μεταδίδεται εἰς τὸν λόγον ἀνώτερος βαθμὸς ἀκριβείας, ἐναργείας, ὀξύτητος καὶ εὐχρηστίας.
Δ´. Ὅτι πρὸς ἐκτίμησιν τῆς σχετικῆς ἀξίας τῶν γλωσσῶν λαμβάνεται πρὸ πάντων ὑπ᾿ ὄψιν ἡ λιτότης καὶ ὁμαλότης τοῦ τυπικοῦ ἑκάστης αὐτῶν, καὶ ἑπομένως τελειοτέρα πάσης ἄλλης ὁμολογεῖται ἡ σχεδὸν ἄκλιτος Ἀγγλική, εἰς δὲ τὰς δύο κατωτάτας βαθμίδας τάσσονται παρὰ πάντων διὰ τὸ πολύπλοκον τῆς κλίσεως ἡ Γερμανικὴ καὶ ἡ Ῥωσσική.
Ε´. Ὅτι αἱ λεγόμεναι κλασικαὶ γλῶσσαι κατ᾿ οὐδὲν ὑπερέχουσι γραμματικῶς τὰς νεωτέρας.
ΣΤ´. Ὅτι ἡ ἀπὸ τῶν προομηρικὼν μέχρι τῶν σημερινῶν χρόνων ἑλληνικὴ εἶναι μία καὶ ἡ αὐτὴ γλῶσσα, οὔτε φθαρεῖσα, οὔτε βαρβαρωθεῖσα, οὐδ᾿ ἄλλο τι παθοῦσα, ἀλλὰ κατ᾿ ἐσωτερικοὺς καὶ ἀναγκαίους νόμους ὡς πᾶσα ἄλλη ἀναπτυχθεῖσα.
Ζ´. Ὅτι ἐκ τῶν αὐτῶν λόγων ἐκ τῶν ὁποίων προῆλθεν ἡ κατάργησις γραμματικοῦ τινος τύπου ἀποβαίνει ἀδύνατος ἡ ἀναβίωσις αὐτοῦ.
Η´. Ὅτι εἶναι μὲν δεκτικαὶ συμμείξεως αἱ λέξεις δύο γλωσσῶν ἢ δύο περιόδων τῆς αὐτῆς, ἀλλ᾿ ἀδύνατος ἡ μῖξις γραμματικῶν τύπων.
[...] Ἂς λάβῃ εἰς χεῖρας δύο ἀγγλικὰ βιβλία, τὸ ἓν ἐπιστημονικὸν καὶ τὸ ἄλλο φιλολογικόν, πραγματείαν λ.χ. τοῦ Σπένσερ ἢ τοῦ Μὶλ καὶ μυθιστόρημα τοῦ Δίκενς ἢ δρᾶμα τοῦ Σαιξπείρου. Ἂν ἠξεύρη ὀλίγα γαλλικὰ καὶ γερμανικά, θὰ παρατηρήση ὅτι εἰς ἀμφότερα τὰ βιβλία αἱ μὲν τῶν λέξεων εἶναι σαξονικαὶ αἱ δὲ λατινογαλλικαί. Καὶ εἰς μὲν τοῦ ἐπιστήμονος τὸ ἔργον ὑπερπλεονάζουσιν αἱ λατινογενεῖς, εἰς δὲ τὸ τοῦ ποιητοῦ καὶ τοῦ λογογράφου ἀσυγκρίτως ἀνώτερος εἶναι ὁ ἀριθμὸς τῶν σαξονικών. Ἂν δὲ προσέξῃ καὶ εἰς τῶν λέξεων τὴν σημασίαν, θέλει εὕρῃ ὅτι σημαίνονται διὰ λατινικῆς πάντα σχεδὸν τὰ ἀφηρημένα καὶ ἐν γένει τὰ σχετικὰ πρὸς τὰ γράμματα, τὰς τέχνας, τὰς ἐπιστήμας, τὰς ἐφευρέσεις καὶ τὸν νεώτερον πολιτισμόν, διὰ δὲ σαξονικὴς τὰ συνδεόμενα πρὸς τὰς πρώτας ἀνάγκας τοῦ καθημερινοῦ βίου, τὴν τροφήν, τὸ ἔνδυμα, τὴν οἰκιακὴν οἰκονομίαν, τὴν γεωργίαν, τὰς σωματικὰς ἀσκήσεις, τὴν περιγραφὴν τῶν φυσικῶν φαινομένων καὶ τῶν κοινὼν εἰς πάντα ἄνθρωπον αἰσθημάτων. Ἂν μάλιστα τύχη νὰ ἔχῃ πρόχειρον καὶ μετάφρασίν τινα συλλογῆς κλεφτικὼν ᾀσμάτων ἐκ τῶν καθεκάστην φιλοπονουμένων ὑπὸ λογίων Ἄγγλων καὶ Ἀγγλίδων, θέλει παρατηρήσει ὅτι τοσοῦτον ἐπικρατοῦσιν ἐν αὐτῇ αἱ σαξονικαὶ λέξεις, ὥστε δύναται ἄνευ πολλῆς ἀνακριβείας νὰ ῥηθῇ ὅτι αὖται ἀντιστοιχοῦσιν εἰς τὰς ἡμετέρας δημοτικάς, αἱ δὲ λατινογαλλικαὶ εἰς τὰς παραληφθείσας ἐκ τῆς ἀρχαίας.
Ἂς ὑποθέσωμεν ἤδη ὅτι πάντα ταῦτα παρατηρήσας ἐπιχειρεῖ νὰ ἐξελληνίση μίαν σελίδα ἐξ ἑκάστου τῶν ἀνωτέρω βιβλίων. Πολὺ εὐκολωτέραν θὰ εὕρῃ βεβαίως τὴν μετάφρασιν τῆς ἐπιστημονικῆς πραγματείας, προσκρούων μόνον εἰς τὰς μεταφορὰς ἐκ τῶν ἀντικειμένων τοῦ καθημερινοῦ βίου, εἰς τὰς ὁποίας ἀρέσκονται πρὸς ἐναργεστέραν διατύπωσιν τῶν θεωρημάτων αὐτῶν οἱ Ἄγγλοι σοφοί. Τὰ τοιαῦτα ὅμως δὲν εἶναι πολλά, οὐδ᾿ ἔχει πολλὴν ἡ καλλιέπεια σημασίαν εἰς μετάφρασιν ἐπιστημονικῶν συγγραφῶν. Ἐφ᾿ ὅσον ὅμως ἀνυψόνεται ὑπὸ τούτων εἰς φιλολογικώτερα ἔργα, εἰς περιγραφὴν τοῦ Δίκενς, εἰς διάλογον τοῦ Σαιξπείρου, εἰς λίβελλον τοῦ Σουίφτ, εἰς λυρικὴν παρέκβασιν τοῦ Καρλάιλ ἢ αἰσθηματικὴν τοῦ Στέρνς, εἰς ὄνειρον τοῦ Quincey ἣ ὀπτασίαν τοῦ Πόου, ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν αὐξάνει τὸ ποσὸν τῶν σαξονικὼν λέξεων, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ τὸ ζήτημα τοῦ ὕφους γίνεται ἀπὸ ἐπουσιώδους πρωτεῦον. Ἐνῶ τὸ ὄντι ἤρκει πρὸς μετάφρασιν ἐπιστημονικοῦ ἔργου νὰ ἤναι ἡ λέξις τοῦ αὐτοῦ πράγματος δηλωτική, πρέπει εἰς μετάφρασιν φιλολογικοῦ νὰ ἦναι καὶ τοῦ αὐτοῦ αἰσθήματος ἐγερτική. Ἀλλ᾿ ἂν ἔχῃ κόκκον καλαισθησίας ἢ καὶ ἁπλῆς αἰσθήσεως ὁ πειρώμενος νὰ μεταφράσῃ, ἀμέσως κατανοεῖ ὅτι οὐδὲν ἔχουσι κοινὸν πρὸς τὰς ζωντανὰς καὶ δημοτικωτάτας σαξονικὰς λέξεις τῆς ἀγγλικῆς ὅσαι λέξεις τῆς καθαρευούσης γράφονται μέν, ἀλλὰ δὲν λέγονται, διότι θὰ ἦσαν εἰς τὸν προφορικὸν λόγον γελοῖαι. Τὰ «ὑποκάμισον» καὶ «χιτών», «φουστάνι» καὶ «ἐσθής», «σεντόνι» καὶ «σινδών», «μαντήλι» καὶ «ῥινόμακτρον», «σκοῦφος» καὶ «κεκρύφαλος» δύναται ν᾿ ἀντικαταστήσωσιν ἄλληλα ὡς συνώνυμα μόνον εἰς τὸν λογαριασμὸν λογίας πλύστρας, ὄχι ὅμως καὶ εἰς φιλολογικὸν ἔργον, ὅπου ἡ δήλωσις συνήθους πράγματος δι᾿ ἄλλου πλὴν τοῦ συνήθους αὐτοῦ ὀνόματος ψυχραίνει, ἀμβλύνει, ἐκνευρίζει, παραλύει καὶ καταστρέφει τὴν φράσιν. Εἰς δὲ τοὺς ἱκανοὺς νὰ ἰσχυρισθῶσιν ὅτι ἰσοδύναμα καὶ ἀντικαταστάτα εἶναι τὸ «ῥίς» καὶ «μύτη», «ὁδούς» καὶ «δόντι», «δάγκαμα» καὶ «δῆγμα», «ἀποχρώννυμι» καὶ «ξεβάφω», «τσιμπῶ» καὶ «χρωτὰ κνίζω», «ξεκαρδίζομαι» καὶ «ἐθνήσκω γελῶν» ἢ πᾶν ἄλλο τοιοῦτον, οὐδόλως διστάζομεν οὐδὲ συστελλόμεθα ν᾿ ἀπαντήσωμεν ὅτι δὲν γνωρίζουσί τι εἶναι φιλολογικὴ γλῶσσα ἤ, ὡς χάσας τὴν ὑπομονὴν εἶπεν εἰς αὐτοὺς ἐξάστερα ὁ Ἄγγλος ἑλληνιστὴς Blackie «ὅτι δὲν ἠξεύρουν τί λέγουν».

Τρίτη, Οκτωβρίου 25, 2011

Η χαμηλή φωνή





Μανόλης Αναγνωστάκης (επιμ.), Η χαμηλή φωνή (μια ανθολογία ποιημάτων χαμηλών τόνων, λυρικών,παραδοσιακών ποιητών, τα περισσότερα γραμμένα σε «παλιό ρυθμό» δηλ. έμμετρα, αλλά και κάποια  γραμμένα σε ελευθερωμένο στίχο (βλ. τα ποιήματα: Μιλτιάδης Μαλακάσης, «Βενετσάνικο» [σ. 49], Απόστολος Μελαχρινός, «Πάλι βρέχει!…» [σ. 78-79], του ίδιου, «Στο παραμύθι της ζωής σου…» [σ. 88-89], Όμηρος Μπεκές, «Απ' το μαχαλά» [σ. 102], Κώστας Καρυωτάκης, «Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα…» [σ. 118], Κλέων Παράσχος, «Αργά απ' τα βάθη μου…» [σ. 124], Τέλλος Άγρας, «Μονοτονία» [σ. 140-141], Νίκος Χάγερ-Μπουφίδης, «Πλάσματα αιθέρια…» [σ. 179]

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ:

Καρυωτάκης Κώστας

Αγάπη
Κι ήμουν στο σκοτάδι κι ήμουν
το σκοτάδι και με είδε μια αχτίδα.

Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της
Κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι
Πως μ’ έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης
Πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!

Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι
Δεν είμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος
Κι ελύγυσα σαν από τρυφερότη
Εγώ που μ’ είχε πέτρα κάνει ο πόνος



Λορέντζος Μαβίλης (1860-1912)

Φάληρο

Είχε όλα της τα μάγια η νύχτα, μόνη
εσύ έλειπες. Αργά κινάω να φύγω,
μα ξάφνου στη μπασιά του μπαρ ξανοίγω
αυτοκίνητο να γοργοζυγώνει.

Μ’ ελπίδα σταματάω. Να το, πλακώνει
παραμερίζουν οι άλλοι. Άσειστος μπήγω
τη ματιά μου στη ματιά σου. Άλλο λίγο
ακόμα, και ο σωφέρ σου με σκοτώνει.

Αρχοντοπούλα μ’ άφταστα πρωτάτα.
με των εφτά νησιών τις χίλιες χάρες,
τετράξανθη ομορφιά γαλανομάτα.

του θανάτου δε μ’ έπιασαν τρομάρες ?
γλυκύτατες με λυκώσανε λαχτάρες
να συντριφτώ κάτω από σε στη στράτα.

Ιωάννης Γρυπάρης (1870-1942)

Χωρισμός

Κ’ ήρθε μες στης αγάπης το μεθύσι
ο χωρισμός μιας πίκρα να μου βάλη
σαν και τούτη ? κι ακόμα πιο μεγάλη,
τη θάλασσα που μας έχει χωρίση.

Μια θάλασσα και στην καρδιά έχω κλείση,
που όταν ακούει το κύμα στο ακρογιάλι
το αιώνιο του παράπονο να ψάλλη,
έναν θρήνον αντίφωνο θ’ αρχίση.

Αντίφωνο ένα θρήνο κ’ ένα κλάμα
που κλαίοντας με τη θάλασσαν αντάμα
βουρκώνει πέρα ως πέρα το γιαλό.

Ως που στερνά της θάλασσας στον άμμο
ξεψυχούν οι καημοί ? και πάω και γω
τους πόνους μου τραγούδια να σου κάμω.

Κωνσταντίνος Χατζόπουλος (1868-1920)

Κι Όταν Φτάση η Άνοιξη..

Κι όταν φτάση η άνοιξη
κι έρθουν τα πουλιά
και γυρίσουν τ' άνθη,
σαν έναν καιρό
θα σε περιμένω.

Κι όταν έρθη πάλι
και το καλοκαίρι
με το μαϊστράλι,
σαν έναν καιρό 
θα σε περιμένω.

Μα όταν το φθινόπωρο
ξαναφτάση υγρό
και συννεφιασμένο,
θάρθω να σε βρω
δε θα περιμένω.

Μιλτιάδης Μαλακάσης (1869-1943)

Αγάπη

Ας μη γυρίζει ο λογισμός στα χρόνια εκείνα πίσω.
Κάλλιο μια τέτοια θύμηση για πάντα να χαθή,
Ποιος ξέρει, τώρα θάτανε γραφτό να σ' αγαπήσω,
Και τόσο που καμμιά ποτέ δεν έχει αγαπηθή.

Κι αν έφυγεν η νιότη σου, που θλίβεσαι για δαύτη,
Ως για πουλί που πέταξε μάλλα μαζί πουλιά,
Περσότερο από μια άνοιξη τον έρωτά μου ανάφτει
Του χινοπώρου τάγγιγμα στα ωραία σου τα μαλλιά.

Κι ακόμα φτάνω ν' αγαπώ σ' εσέ μιαν άλλη εικόνα,
- Τ' ορκίζομαι στα μάτια σου που τόσο λαχταρώ, -
Τον ήμερο κι ανέφελο και το γλυκό χειμώνα,
Που στο χλωμό σου πρόσωπο μια μέρα θα θωρώ.

Και μάθε το, τις μελιχρές λαμπράδες του Δεκέμβρη,
Και τις φεγγαροσκέπαστες του Γενναριού ομορφιές,
Μήτε στις τρέλλες τ' Απριλιού κανένας θα τις εύρη,
Μήτε και στις μονότονες του Μάη καλοκαιριές..

Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940)

Λυπημένα Δειλινά

Στης γειτονιάς της φτωχικής
Γυρίζει ο νους μου στα στενά,
Τα λυπημένα δειλινά
Στοχάζομαι της Κυριακής.

Μέσα στην κόκκινη αντηλιά
Το μαραμένο θηλυκό
Δίχως ελπίδα και μιλιά
Ποτίζει το βασιλικό

Κανείς διαβάτης δεν περνά
Κανένα αυτή δεν καρτερεί
Που στο μπαλκόνι ορθή φορεί
Το γιορτινό της το γκρενά.

Σα μοίρα κάθεται μια γρηά.
Στο φως μιας πόρτας ρημαδιού
Μακραίνει ο ίσκιος του παιδιού...
Καμπάνα ακούγεται μακριά.

Λάμπρος Πορφύρας (1879-1932)

Το Χαμόγελο

Ωραία γυναίκα, το τρελλί το γέλιο σου διαβαίνει,
σα μάταιος ήχος και σκορπά, κι ούτε μια ηχό ξυπνά
στην ακατάδεχτη καρδιά, που αγάπη τήνε δένει
μ' αθώα χαμόγελα βουβά.

Μ' αυτά που δείχνουνε χαρά, με κάποια που σκεπάζουν
τον πόνο τους αμίλητον οι ευγενικές ψυχές,
μ' εκείνα, που μαραίνονται κρυφά και ξεθωριάζουν,
σ' αρχαίες εικόνες σκοτεινές.

Και μ' όσα ακόμα, ούτε αλαφρά δε σκίζουνε τα χείλη,
κι αστράφτουν μόνο στων ματιών βαθιά στη σιγαλιά,
ωσάν τ' αντιφεγγίσματα που απλώνονται το δείλι
στην πελαγίσιαν ερημιά...

Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944)

Αποχαιρετισμός

Μόνος ήρθα, κάποιο βράδυ, κι ήσαν όλοι, γύρω, μόνοι,
κι όλοι ξένοι, τραγουδάμε, μες στη νύχτα που σιμώνει.

Κι όσο ζω, κι όσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, αλλοιμονό μου,
το βαθύ και το μεγάλο κι απροσμέτρητο κενό μου.

Τη στιγμή του σταυρωμού μου, και για μόνη συντροφιά μου,
μόλις ένιωσα τα χέρια που σταυρώσαν τα καρφιά μου...

Μόνος ήρθα, κάποιο βράδυ, μόνος πόνεσα για λίγο,
μόνος έζησα του κάκου - κι όπως ήρθα και θα φύγω.

Τ' είναι τάχα για τους άλλους, ο χαμός ενός ατόμου;
- κι όπως ήρθα, και θα φύγω, μόνος μές στο θάνατό μου...

Ρώμος Φιλύρας (1889-1942)

Διαθήκη

Εγώ παρήλθα, τραγουδώντας τη χαρά,
τις έμορφες, τα ρόδα και τ' αηδόνια,
χορεύοντας και πίνοντας αδρά
ένιωσα απάνω στα μαλλιά τα χιόνια.

Στου κύπελλου το κατακάθι η συμφορά
κι' η στάχτη, που αψηφούσα τόσα χρόνια.
Τώρα στο κύμα τα πετώ, μακριά,
τώρα με λυώνουν πόνοι και τριζόνια.

Σε νότα και ρυθμό, στίχο μεστό
σ' ένα τραγούδι επόθησα να κλείσω
μιαν αρμονία, νόημα σωστό.

Μα δεν κατόρθωσα θεία να μιλήσω,
παλμό να δώσω και να συγκλονίσω
την άπειρη ψυχή του κόσμου σε σεισμό.


Γιάννης Σκαρίμπας – Ο σταθμάρχης
Άξαφνα ως γλυστρούσε – σ’ ένα παραθύρι
Ένα χέρι εξαίσιο μούγνεψε και πάει
Μια σειρά άσπρα δόντια , δυο μάτια σαπφείροι
Μούστειλαν – φίλημα στα χάη!
Έμενα … Η μέρα είχε κιόλας φύγει,
Του σταθμού μου, γύρω, η ερημία αλύχτα
Κείνες οι φιλύρες πήγαιναν με ρίγη
Και με βήμα στρατιωτικό στη νύχτα…
Ω, έσύ, κυρά χέρι, δόντια , μάτι
Όνειρο και τραίνο που την πας τη νιότη,
Έδωσα σινιάλο – το κ α θ ή κ ο ν_ για τη
Διασταύρωσή μας στην αιωνιότη…

ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ ΝΙΚΟΣ
ΙΔΑΝΙΚΟΣ ΚΙ ΑΝΑΞΙΟΣ ΕΡΑΣΤΗΣ (Mal du depart)
Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων
Και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές
χωρίς να σκίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων
Για το Μαντράς, τη Σιγκαπούρ, τ’ Αλγέρι και το Σφαξ
θ’ αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία
κι εγώ σκυφτός σ’ ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία
Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ
Οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα ’χω πια ξεχάσει
κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ’ όποιον ρωτά
Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει
Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει
κι αυτό τ’ ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί
θα σημαδέψει, κι άφοβα τον φταίχτη θα χτυπήσει
Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες
θα ’χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.

BLACK AND WHITE
Μουσική: Λάκης Παπαδόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Αρλέτα


Του Άλμπορ το φανάρι πότε θα φανεί;
Οι μαθήτριες σχολάσανε του ωδείου.
Φωτεινές ρεκλάμες της οδού Σταδίου.
Γέφυρα βρεγμένη σκοτεινή.

Μάτι ταραγμένο μάταια σε κοιτώ
στον καιρόν απάνω του Σιρόκου.
Δούλευε το φτυάρι, μαύρε του Μαρόκου
που μασάς βοτάνια για τον πυρετό.

Φεμινά!... Χορός των κεφαλών.
Κ' οι Ναγκό χορεύουν στην Ασία.
Σε πειράζει - μου 'πες - η υγρασία
κ' η παλιά σου αρρώστια της Τουλών.

Τζίντζερ, που κοιτάς με το γυαλί,
το φανάρι του Άλμπορ δεν εφάνη.
Βλέπω στο Λονδίνο εγώ τη Fanny
στο κρεβάτι σου άλλον να φιλεί.

Κρέας αλατισμένο του κουτιού.
Μύωπα καπετάνιο μου και γέρο,
ένα μαγικό σκονάκι ξέρω
τέλειο για την κόρη του ματιού.

Άναψε στη γέφυρα το φως.
Μέσα μου μιλεί ένας παπαγάλος
γέρος στραβομύτης και μεγάλος
μα γιομάτος πείρα και σοφός.

Μέσα μου βαθιές αναπνοές.
Του Κολόμβου ξύπνησαν οι ναύτες.
Όλες τις ρουκέτες τώρα καφ' τες
και Marconi στείλε το S.O.S.

ΚΟΥΡΟΣΙΒΟ («μαύρη παλίρροια»)

Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε με το πρώτο.

Πέρ' απ' τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου 'πανε μια κούφια ώρα στην Αθήνα

Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ' ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μες' το μυαλό σου να σφυρίζει,
"ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι; "

Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κ' έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που 'χα με κούραση γυμνάσει.

Η λαμαρίνα! ...η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το kuro siwo σαν μια ζώνη
κ' συ κοιτάς ακόμη πάνω απ΄το τιμόνι,
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ
ΑΓΑΠΗ

Α! τι ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα,
αν είναι νάρθει θε ναρθεί, δίχως να νοιώσεις από πού,
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβημένα
θε να σου κλείσει απαλά με τ' άσπρα χέρια της τα δυο
τα ματια που κουράστηκαν τους δρομους να κυττάνε'
κι όταν, γελώντας, να της πεις θα σε ρωτήσει: "ποια είμαι εγώ;"
απ' της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποια 'ναι.
Δεν ωφελεί να καρτεράς! Αν είναι νάρθει, θε ναρθει'
κλειστά όλα νάναι, αντίκρυ σου να στέκεται θα δεις ορθή
κι ανοίγοντας τα χέρια της πρώτη θα σ' αγκαλιάσει.
Αλλιώς, κι αν είναι όλοφωτο το σπίτι για να την δεχτείς
κι έτσι ως την δεις τρέξεις σ' αυτήν κι ομπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι νάρθει θε ναρθει, αλλιώς θα προσπεράσει

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ
ΜΟΝΟ ΓΙΑΤΙ Μ’ ΑΓΑΠΗΣΕΣ

Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι' αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ' έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.
Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.
Γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες
και μου άπλωσες τα χέρια
κ' είχες μέσα στα μάτια σου το θάμπωμα
- μια αγάπη πλέρια,
γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι' αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ' ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα,
γι' αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ' αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ' έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ' αγάπησες.




Let Me Go

Δευτέρα, Οκτωβρίου 24, 2011

καροτσάκι της λαϊκής

Άκουσα το σιδερένιο καροτσάκι της λαϊκής να βγαίνει απ'τη δίπλα πόρτα. Ώρα να σηκωθώ να πάω για μπανάνες... 

Πέμπτη, Οκτωβρίου 20, 2011

Σημεία σμίξης

Μου γράφεις σ’ αγαπώ ή σ ’αγαπάω ;
Και τι βάζεις μετά;
Ξέρεις εγώ-
Κάτι τέτοια, τα μετράω

Σβήσαν τα αποσιωπητικά
Στίγματα ποιητικά
Σου μπήκαν τα ερωτηματικά
Και λες –
Δε σ’ αγαπάω

Της ζωής παρενθέσεις ή απλά
αλλαγή θέσης ;
Τώρα πια μείναν τα θαυμαστικά
Μόνα και ορθά
Να θαυμάζεις που μ’ αγαπάς
Μα δε με έχεις .

σ.χ

The first time I told my story, I felt only pain. “How could this have happened to me?” I asked.  The second time I told my story, I felt on...