Τρίτη, Φεβρουαρίου 22, 2011

Με τη Σοφία Νικολαΐδου στον Ερμή

Το Ρώσικο Μαιευτήριο, ο Τσελεμεντές και η δολοφονία ενός βασιλιά.

ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΩΤΗ ΒΑΛΛΑΤΟ

http://www.lifo.gr/mag/features/2522
Περπατώντας προς την πλατεία Ελευθερίας, εκεί απέναντι από τις «θρυλικές» πια αποθήκες του Φεστιβάλ (ένα εισιτήριο μηδενικό, πάρτι με δωρεάν ντόπια ρετσίνα του σπόνσορα και κιλά φυλλάδια του Κέντρου Κινηματογράφου), σκέφτομαι μερικές εικόνες από το βιβλίο της Σοφίας Νικολαΐδου. Το κοριτσάκι που κατουρήθηκε πάνω του και πιτσίλισε το παπούτσι του Ανδρέα Παπανδρέου, τη γιαγιά που περιέλουσε με καυτό λάδι μια γάτα, τη Θεσσαλονίκη στις φλόγες. Τα σουτζουκάκια του Ρογκότη, εκεί στο δεξί μέρος της πλατείας (στη γωνία με την Καλαποθάκη), έχουν παραδώσει πια τα ηνία σε μια (καλή) μοντέρνα κρεατοταβέρνα, τα ψηλά δέντρα της πλατείας όμως παραμένουν και σου προκαλούν το αίσθημα ότι είσαι κοντά σε θάλασσα ή σε λίμνη ή σε κάποιο ποτάμι (τι δέντρα είναι αυτά, άραγε;). Η Σοφία Νικολαΐδου που έγραψε αυτό το υπέροχο βιβλίο με τίτλο Απόψε δεν έχουμε φίλους με περιμένει στο στενάκι της οδού Ρογκότη, κάτω από μια απλωμένη (κερκυραϊκού τύπου) μπουγάδα με ρούχα που έχουν τη στάμπα του Αρκτούρου - προφανώς διαφημιστικό τρικ για το κατάστημα με αναμνηστικά της περιβαλλοντικής οργάνωσης που βρίσκεται στον ίδιο δρόμο. Το ραντεβού μας είναι έξω από τον Ερμή, αυτό το πρώην μπακάλικο-οινομαγειρείο, που έχει πια επεκταθεί μέχρι την παρακείμενη στοά χωρίς να έχει χάσει τη γοητεία του παλαιού μπιστρό. Ένα μαγαζί που μου θυμίζει συνδυασμό ενός εστιατορίου στην Κοπεγχάγη, ενός μπαρ στις Βρυξέλλες και μιας μπρασερί στη Νίκαια. Κόκκινο κρασί δικής τους παραγωγής, φιλέτο με άγρια μανιτάρια, σπέσιαλ χουνκιάρ μπεγιεντί, ψάρια από «μιλημένο» ψαρά και minimal techno στα ηχεία. Η Σοφία έχει έρθει κατευθείαν από τη Φλώρινα, όπου κάθε Σαββατοκύριακο διδάσκει δημιουργική γραφή στους φοιτητές του εκεί πανεπιστημίου. «Είναι ένα βιβλίο με τρεις γενιές Ελλήνων. Είναι η γενιά της Κατοχής, η γενιά του '80 και η γενιά των Δεκεμβριανών του 2008. Η γενιά της Κατοχής παίρνει τις αποφάσεις της σε πολύ κρίσιμα πράγματα, καθώς και πάνω στο δίλημμα "ζωή ή θάνατος". Στη δεκαετία του '80 οι αποφάσεις της τότε γενιάς είχαν να κάνουν με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ενώ στην τελευταία γενιά, αυτή των Δεκεμβριανών, τα πράγματα είναι ρευστά». Μέχρι εκείνη την Κυριακή του Δεκεμβρίου του 2008 είχε σχεδόν έτοιμο το βιβλίο της. Η Κατοχή και η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία συνέθεταν το παζλ που έδενε την ιστορία της πόλης με την κινηματογραφική φαντασία της. Απόκληροι ήρωες, προδότες, αισιοδοξία, μια πόλη, μια χώρα που αλλάζει κάθε λεπτό, αυτό. «Εκείνο το απόγευμα της εβδόμης Δεκεμβρίου επέστρεφα με το τρένο από τη Φλώρινα, χωρίς να έχω απόλυτη συναίσθηση του τι συνέβαινε σε όλη τη χώρα ύστερα από τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου. Έφτασα στον σταθμό της Θεσσαλονίκης και αντίκρισα μια άλλη, διαφορετική πόλη. Τη διέσχισα ανάμεσα σε φωτιές και συντρίμμια για να φτάσω σπίτι μου και ήταν κάτι τόσο ισχυρό που μου πυροδότησε κάτι εξίσου έντονο ώστε να ενταχθεί μέσα στην ιστορία που ήθελα να διηγηθώ στο βιβλίο μου. Ξαφνικά, έδεσε το παζλ και κάποια πράγματα ξαναγράφτηκαν με βάση αυτή την οπτική». Τώρα το techno έχει δώσει την θέση του στο «Be thankful for what you got» του William DeVaughn και ο νεο-mod μπάρμαν του μαγαζιού εξηγεί στους θαμώνες την ουσία των στίχων («είναι γραμμένο για τους ράπερ που μεγαλοπιάνονται όταν βγάζουν λεφτά, είναι για  να τους θυμίζει την καταγωγή τους και την ταπεινότητα μέσα στην οποία μεγάλωσαν»). Η Σοφία πίνει αργά ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και μου αναλύει το γεγονός ότι το βιβλίο της αποδομεί τρεις διαφορετικές γενιές των Ελλήνων σε τρεις διαφορετικές κομβικές στάσεις της Ιστορίας, μιας Ιστορία που υπάρχει χαραγμένη σε κάθε γωνιά της πόλης. «Ο απλός κόσμος δεν παρατηρεί την Ιστορία της πόλης του γιατί υπάρχει η επιχωμάτωση της καθημερινότητας. Στη Βασιλίσσης Όλγας, για παράδειγμα, υπάρχει ένα σημείο στο οποίο είχαν δολοφονήσει τον Γεώργιο Α'. Απέναντι έχει ένα περίπτερο. Ο περιπτεράς δεν δίνει σημασία γιατί έχει τα δικά του θέματα, τη μείωση της πελατείας, τους φόρους που χρωστάει κ.λπ. Αλλά, ταυτόχρονα είναι και ένας τόπος που εκλύει και άλλα πράγματα, εκτός από αυτά. Είναι τα επάλληλα στρώματα της πραγματικότητας, η οποία καταπίνει τα πάντα». Το Ρώσικο Μαιευτήριο, τα απολυμαντήρια στην Καλαμαριά («εκεί που τώρα είναι καφετέριες, αλλά κάποτε κράταγαν τους πρόσφυγες πριν τους δώσουν την άδεια να βγουν στην πόλη»), η πλατεία μπροστά από το Ντορέ, η κατάβαση από τα Κάστρα ένα απόγευμα με καλό καιρό όταν η θέα φτάνει μέχρι τον Θερμαϊκό και τα παπόρια που είναι αρόδο στην σκοτεινή θάλασσα, τα μνήματα πίσω από τα πανεπιστήμια («το μέρος που ζω»), το υποβλητικό κτίριο της Φιλοσοφικής («εκεί που σπούδασα»), τα νοσοκομεία της πόλης. Η Θεσσαλονίκη της Σοφίας Νικολαΐδου. « Έχω πάει σε νοσοκομείο, έχω χάσει άνθρωπο, έχω θάψει άνθρωπο και έχω γεννήσει. Έχω δει πώς είναι ένα διανυκτερεύον νοσοκομείο». Ανεβαίνουμε στον πάνω όροφο, εκεί όπου έχει παραμείνει η παλιά ατμόσφαιρα του οινομαγειρείου. Σε ένα ράφι δίπλα από άδειες καράφες, μπουκάλια ούζου και στοιχισμένα κρασοπότηρα υπάρχουν οι δυο τόμοι του Τσελεμεντέ. Η Σοφία αρπάζει τον πρώτο με ενθουσιασμό, ανοίγει στην πρώτη σελίδα και διαβάζει φωναχτά: «Η εφεύρεση ενός νέου φαγητού φέρνει μεγαλύτερη ευτυχία στην ανθρωπότητα απ' όση η ανακάλυψη ενός νέου άστρου». Το βλέμμα της αστράφτει, πίνει μια τελευταία γουλιά από το κρασί της και μοντάρει νοερά μια νέα ιστορία για το επόμενο βιβλίο της.

ΕΡΜΗΣ- Ρογκότη 4, Θεσσαλονίκη, 2310 270783. Το βιβλίο της Σοφίας Νικολαΐδου «Απόψε δεν έχουμε φίλους» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Κριτικές της για βιβλία δημοσιεύονται στα «Νέα Σαββατοκύριακο». snikolaidou.gr

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 21, 2011

σε περιμένω...



Σε περιμένω. Μη ρωτάς γιατί. 
Μη ρωτάς γιατί περιμένει εκείνος 
Που δεν έχει τι να περιμένει 
Και όμως περιμένει. 

Γιατι σαν πάψει να περιμένει 
Είναι σα να παύει να βλέπει 
Σα να παύει να κοιτά τον ουρανό 
Να παύει να ελπίζει 
Σα να παύει να ζει.
Μ. Λουντέμης 

Κυριακή, Φεβρουαρίου 20, 2011

Μονόγραμμα ΙΙΙ


διαβάζει: Pεβάχ Pενέ, Aνέκδοτη ηχογράφηση, 2000
 
Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Eπειδή σ' αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Nα μπαίνω σαν Πανσέληνος
Aπό παντού, για το μικρό το πόδι σου μέσ' στ' αχανή
      σεντόνια
Nα μαδάω γιασεμιά - κι έχω τη δύναμη
Aποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Mέσ' από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας
      στοές
Yπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε

Aκουστά σ' έχουν τα κύματα
Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το "τί" και το "έ"
Tριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά

Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό
      πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Tο βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά

Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Tα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά
      που μεγαλώνει
Tο γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Eπειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το
      εξαργυρώνει:

Tόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Tόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Tριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Kαμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα
Tόσο η ελάχιστή σου αναπνοή

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Mέσ' στους τέσσερεις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Nα φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Nα μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι
Eπειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
Δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς
Eίναι νωρίς ακόμη μέσ' στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Nα μιλώ για σένα και για μένα.
Άκουσε το

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 16, 2011

Open Book

Ο έρωτας στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου

Ο έρωτας στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου - της Γιόλας Αργυροπούλου - Παπαδοπούλου*
By Christianna Loupa
Created 15/02/2011 - 19:22

Το άρθρο αυτό το αφιερώνω με πολλή συγκίνηση στη ΜΝΗΜΗ του Επίκουρου Καθηγητή της Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιώργου Κατσή, εκλεκτού συναδέλφου και φίλου μου, ο οποίος έφυγε τόσο πρόωρα από κοντά μας, αφήνοντας ένα τεράστιο κενό στον χώρο του Πανεπιστημίου Αθηνών, και μια βαθύτατη θλίψη στην ψυχή όλων εκείνων που τον γνώρισαν και τον αγάπησαν.

Γιόλα Αργυροπούλου - Παπαδοπούλου

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ

Έρωτα, κύμα φωτεινό στη θύελλα των σκιών,

Εσύ δικαιώνεις τη ζωή γκρεμίζοντας τα ερέβη·

πάνω απ’ το σάλο υψώνεσαι, λαμπρόχρωμη αλκυών,

και των ματιών Σου η θαλπωρή το πέλαγο ημερεύει.

………………………………………………………..

Στης λογικής το πρόσταγμα η καρδιά δε θ’ αντιδρά,

σάρκα και νους θα δένονται στην άρπα Σου ένα τέλι

κι από τα δάση των ξανθών βλεφάρων Σου φαιδρά

θα βλέπουν οι έκθαμβοι άνθρωποι: τον Ήλιο ν’ ανατέλλει.

Είναι η πρώτη και η τελευταία στροφή ενός ποιήματος του Γιάννη Ρίτσου με τίτλο Ωδή στον Έρωτα. Η μεγάλη έκταση του ποιήματος, αποτελούμενου από 41 τετράστιχες στροφές (δηλαδή 164 συνολικά στίχους), δεν μας εκπλήσσει, αφού ο έρωτας αποτελεί για τον Ρίτσο μια αστείρευτη πηγή έμπνευσης, ένα σύνηθες μοτίβο στο τεράστιο σε ποσότητα και ποιότητα ποιητικό του έργο.

Από τα παιδικά, ανέφελα χρόνια του, ο ποιητής είχε δείξει σημάδια της ευαισθησίας του. Στη Μονεμβασιά, όπου και γεννήθηκε τον Μάιο του 1909, γινόταν ένα με τη φύση, κολυμπούσε, παρατηρούσε τα πουλιά και τα έντομα. Όταν ήταν μαθητής, τα τετράδιά του των μαθηματικών ήταν γεμάτα από ήλιους κι από λουλούδια. «Έφτιαχνα μαργαρίτες και παπαρούνες σβήνοντας τους αριθμούς» έλεγε ο ίδιος. Η ευαίσθητη φύση του σε συνδυασμό με το περιβάλλον, που οικοδομούσε γύρω του η μητέρα του Ελευθερία Ρίτσου, τον οδήγησαν από νωρίς, σε ηλικία μόλις 8 ετών, να γράψει τους πρώτους του στίχους. Η μετέπειτα ζωή του υπήρξε ταραγμένη και περιπετειώδης, χαρακτηριζόμενη από ασθένειες και πολιτικές διώξεις. Ο Γιάννης Ρίτσος θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της νεοελληνικής ποίησης. Ο ίδιος ο Κωστής Παλαμάς είχε αναγνωρίσει την αξία του. «Να παραμερίσουμε, ποιητή, για να περάσεις» είχε γράψει σε κάποιο ποίημά του για τον Ρίτσο…

Τα μεγάλα θέματα στον ποιητικό λόγο είναι ο Θεός, η φύση, ο θάνατος και ο έρωτας. Και ο Γιάννης Ρίτσος δεν είναι μόνον ο σκεπτικιστής και υπαρξιακός ποιητής ή ο βάρδος των λαϊκών αγώνων, είναι παράλληλα ένας βαθιά ερωτικός και γνήσια αισθησιακός ποιητής.

Η Εαρινή συμφωνία, γραμμένη το 1938, αποτελεί την πρώτη εκτενή ποιητική συλλογή του Ρίτσου, με κύριο θέμα την ερωτική αγάπη. Όπως υποδηλώνει ο τίτλος, ανήκει στην άνοιξη και στη μουσική. Την άνοιξη του 1938 ο Ρίτσος, βρισκόμενος ακόμη στο Σανατόριο της Πάρνηθας, έρχεται σε καθημερινή επαφή με τη Φύση, κι εκεί προαισθάνεται τον ερχομό της προδιαγεγραμμένης από τη Μοίρα γυναίκας:

Τις νύχτες

αφουγκραζόμουν τους θρόους της σιγής…

Κ’ ήρθες εσύ.

«Κάθε ποιητής προσφέρει στίχους στην αγαπημένη του – αυτά είναι τα δώρα που διαθέτει. Το ερωτικό ποίημα είναι μια εκτόνωση: ναρκισσική επίδειξη, χειρονομία και γητειά. Ο έρωτας θέλει να φανερωθεί, να διαιωνιστεί, να γραφτεί στο μάρμαρο. Ο Ρίτσος γράφει ποιήματα, και, σαν τα ωδικά πτηνά, δεν ακούει παρά τον κελαδισμό του. Η αμαρτωλή Βαβυλώνα έχει λησμονηθεί. Το σώμα του φυματικού αναπαύεται σε μια “λευκή χιονισμένη κορυφή”. Το πνεύμα του απολαμβάνει το απόλυτο που έχει εισβάλει στη ζωή του: τον τέλειο έρωτα, την ιδανική γυναίκα, τη λύτρωση από τον πόνο. Αυτή είναι η ύλη της “Εαρινής συμφωνίας”, ποιήματος ενός ζεύγους θνητών», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Παντελής Πρεβελάκης («Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος», σ. 88).

Όχι θωπεία. Όχι όνειρο.

Πιο πέρα.

Εκεί που καταλύεται τ’ όνειρο

κ’ η φθορά έχει φθαρεί.

Κ’ ήρθες εσύ.

………………

Μη με καλέσεις ακόμη.

Ας παρατείνουμε

αυτές τις ώρες τις θαμπές

τις υπερπληρωμένες

που δυο κόσμοι

ανταμώνονται

………………

Αγαπημένη

τι προετοιμάζεται για μας

μέσα στο βλέμμα των θεών

πίσω απ’ αυτή τη φωταψία;

O ποιητικός λόγος του Ρίτσου κυλάει σαν το γάργαρο νερό μιας αστείρευτης κι αμόλυντης πηγής. Συλλαβές και λέξεις μοιάζουν με νότες μιας επουράνιας μελωδίας. Φράσεις και στίχοι αποπνέουν μιαν άφατη τρυφερότητα, και συγχρόνως ένα πάθος φλογερό κι ασίγαστο…

Εσύ μου ’φερες

τον καινούργιο καιρό

το φως της αυγής

και το αίμα μου.

…………………

Γεύομαι στα χείλη σου

την πρασινάδα της εξοχής

και τους θρύλους της θάλασσας.

Η ζέστα του κορμιού σου

με ντύνει τον ήλιο.

Αναμφισβήτητα, η αγάπη στην Εαρινή συμφωνία έχει τη μορφή της αγιότητας.

Τυλιγμένος εγώ το κορμί σου

γυμνός

δίχως άνθος φωνή και τραγούδι.

Κανένα φως άλλο

να μην ισκιώνει το φως

που ανατέλλει απ’ τη σάρκα σου.

Η αγάπη

πιο μεγάλη

απ’ τη σιωπή

γεφυρώνει το θεό με τον άνθρωπο

και γεμίζει το απέραντο χάσμα

με φτερά και λουλούδια.

Κλείνω τα μάτια.

Ζω κι αγαπώ.

«Ο έρωτας που ο Ρίτσος υμνεί στην Εαρινή συμφωνία δεν είναι φαινόμενο κοινωνικό, αλλά θεμελιακό ένστικτο. Είναι μια ειμαρμένη που οδηγεί στην αποθέωση (Δάντης – Βεατρίκη) ή στο θάνατο (Ρωμαίος – Ιουλιέτα). Υπό αυτές τις συνθήκες, το ποίημα είναι γέννημα μεθυστικής ευφορίας. Ο ποιητής έχει την απόδειξη της εντελέχειάς του, πάει να πιστέψει πως είναι θεόπνευστος, αν όχι θεός. Ο οίστρος που τον κεντά τον κάνει ικανό ν’ ανακαλύπτει πράγματα άγνωστα στους κοινούς θνητούς. Οι ομότεχνοί του βάζουν σε τάξη κανονικά βιώματα, μπορεί μάλιστα να υπερτερούν σε τεχνουργία και λογική συνέπεια. Ο δαίμων είναι εκείνος που δεν τιθασεύεται· αυθαδιάζει, παραληρεί, εκτροχιάζεται, υπερβαίνει τα όρια» αναφέρει ο Παντελής Πρεβελάκης (σσ. 88 – 89).

Αγαπημένη

όλη η ψυχή μου τρέμει

φύλλωμα ευγνωμοσύνης.

Γονατισμένος προσεύχομαι.

Θεέ μου Θεέ μου

η αγάπη μου ’χε λείψει

για να χαρώ και να νοήσω

το μεγαλείο σου.

Από την αρχέγονη ανάγκη του άντρα να συνδέσει την αγαπημένη του με το δικό του παρελθόν, και να την κάνει να γνωρίσει τις ρίζες του, ο ιδανικός εραστής της Εαρινής συμφωνίας οδηγεί τη γυναίκα που αγαπά στη γενέθλιο γη, και την εγκαθιστά στο ερημωμένο πατρικό του σπίτι.

Πιασμένοι απ’ το χέρι

θα κατεβούμε τη μαρμάρινη σκάλα

που έχει φθαρεί απ’ τα βήματα

των φθινοπωρινών σκιών.

Πάμε στους αγρούς

να φορέσουμε στα δάχτυλα

τις παπαρούνες και τον ήλιο

και την καινούργια χλόη.

Στις παιδικές αναμνήσεις, η μορφή του Χριστού παρουσιάζεται ως κυρίαρχη.

Άκου τα σήμαντρα

των εαρινών εκκλησιών.

………………………….

Αγαπημένη

κόβοντας χαμομήλια

και βλέποντας τη θάλασσα

θα ξαναπούμε

την παιδική μας δέηση

μαζί με τα πουλιά και με τα φύλλα.

Κι από βαθιά κι από μακριά τα σήμαντρα

των παιδικών εκκλησιών

θα τραγουδούν το τραγούδι

της τρυφερής Ναζαρέτ

πάνω απ’ τους πράσινους κάμπους.

Η ευτυχία των δύο νεαρών εραστών της Εαρινής συμφωνίας είναι άθικτη, αράγιστη, αδιασάλευτη· το νεαρό ζευγάρι ζει «μές στην πλήρη στιγμή, μές στην αιωνιότητα». Hic et nunc! Εδώ και τώρα!

Ένας γόος ευτυχίας

ανεβαίνει απ’ τα σπλάχνα της γης

απ’ τα σπήλαια του δάσους

μές στην έκθαμβη νύχτα

διαπερνάει το χρόνο

και το διάστημα.

Μέσα του σφαδάζει

όλη η ζωή κι όλος ο θάνατος.

Ο ποιητής της Εαρινής συμφωνίας είναι «ένα παιδί που κοιμήθηκε είκοσι οκτώ Απριλίους για να ξυπνήσει στα χέρια» της γυναίκας που του ’χε γράψει η Μοίρα.

Αγάπη Αγάπη

δε μου ’χες φέρει εμένα

μήτ’ ένα ψίχουλο φωτός για να δειπνήσω.

…………………………………………….

Γι’ αυτό κ’ οι πιο λαμπροί μου στίχοι

είχαν κρυμμένο στην καρδιά τους

ενός λυγμού το τρεμοσάλεμα

γιατί έλειπες απ’ την καρδιά μου Αγάπη.

……………………………………………

Ζητώντας το θεό

ζητούσα εσένα.

……………………………………..

Για σένα Αγάπη ετοίμασα τα πάντα

κι αν έμαθα να τραγουδώ τόσο γλυκά

είταν γιατί στην ίδια τη φωνή μου

ζητούσα να ’βρω τα ίχνη των βημάτων σου

ζητούσα να φιλήσω

μονάχα και τη σκόνη του ίσκιου σου

ω Αγάπη.

…………

Πώς θα πληρώσεις τώρα…

ένα παιδί που κοιμήθηκε

εικοσιοκτώ Απριλίους

για να ξυπνήσει στα χέρια σου;

Τώρα πια ο λυτρωμένος ποιητής υμνεί, ψάλλει το μεγαλείο του απόλυτου έρωτα, την ακυβέρνητη ορμή του παράφορου και παντοδύναμου ερωτικού πάθους.

Το κορμί μας περήφανο

απ’ της χαράς την ομορφιά.

Το χέρι μας παντοδύναμο

απ’ την ορμή της αγάπης.

Μέσα στη φούχτα της αγάπης

χωράει το σύμπαν.

Άξιζε να υπάρξουμε

για να συναντηθούμε.

………………………

Μές απ’ το βλέμμα σου

αγαπημένη

κοιτάω τον κόσμο.

…………………...

Δεν ξέρω πια να τραγουδώ.

Σου ανήκω.

Η ζωή μού ανήκει.

Ο ποιητής της Εαρινής συμφωνίας αναπολεί με απέραντη νοσταλγία τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια, δίπλα στην αγαπημένη του· γλυκό καταφύγιο, λιμάνι απάνεμο η αγκαλιά της · κι εκεί βρίσκει ξανά τη χαμένη του μητέρα.

Αγάπη εσύ μου ξανάφερες

τ’ άσπρα πουλιά της μητέρας

κι αυτή την άγκυρα που δένει

στο σιγανό λιμάνι

τα πληγωμένα καΐκια.

Όλη μου η ομορφιά συνάζεται

για να στολίσει τα μαλλιά σου.

Κι ό,τι γλυκό και τρυφερό

που είταν δικό μου κ’ έμενε σαν ξένο

και μ’ είχε λησμονήσει

ξανάρχεται στα χέρια σου

να ζεσταθεί

να ξαναζήσει

και να σε φιλήσει.

Ο ποιητής εκστασιάζεται και παραληρεί, κυριευμένος από έναν άνευ ορίων έρωτα, από μιαν απροσμέτρητη και υπεράνθρωπη ευτυχία.

Πώς θα βαστάξουμε

στους φιλημένους ώμους μας

όλη την πλάση;

……………….

Η πλήρωση έφτασε.

Δε μένει τίποτ’ άλλο.

Τύλιξέ με.

Φοβούμαι αγαπημένη.

Πώς μπορεί η γη

να κρατήσει στα χέρια της

τόση ευτυχία;

Όμως, ο αποχαιρετισμός πλησιάζει, αφού κάθε ανθρώπινο γεγονός εμπεριέχει τη φθορά και την καταστροφή του. Κι αυτός που απομακρύνεται είναι ο άντρας.

Όχι. Όχι.

Δε θέλω να φύγω.

Κράτησέ με.

Η θεϊκή τους ευδαιμονία δεν κράτησε παρά ελάχιστους μήνες, από την άνοιξη μέχρι το τέλος του φθινοπώρου.

Μας άγγιξε ψυχρό

το φθινοπωρινό λυκόφως.

…………………………..

Έρχεται η νύχτα.

Μια σιωπηλή αστραπή

ρυτιδώνει χαμηλά

τον ορίζοντα.

Παντού σαλεύουν

αποχαιρετισμών μαντήλια.

Η θνητή αγαπημένη, δίχως φωνή, βουλιάζει στην εξαθλίωση, ενώ -αντίθετα- ο ποιητής φλέγεται από έναν δημιουργικό πυρετό.

Αστράφτει ο κόσμος

έξω απ’ τη λύπη σου

φως κ’ αίμα

τραγούδι και σιωπή.

…………………….

Ανοίχτε τα παράθυρα.

……………………….

Αστράφτει ο κόσμος

ακούραστος.

Κοιτάχτε.

Στις Σημειώσεις στα περιθώρια του χρόνου (1938 – 1941) ανήκει το Γυμνό, ένα επτάστιχο θαυμάσιο ποίημα με καθαρά ερωτικό χαρακτήρα.

Εδώ, στην ακαταστασία της κάμαρας,

ανάμεσα στα σκονισμένα βιβλία

και στα γεροντικά πορτραίτα,

ανάμεσα στο ναι και στο όχι τόσων σκιών,

μια στήλη ασάλευτο φως,

εδώ, σ’ αυτή τη θέση

που ’χες γδυθεί μια νύχτα.

Στις Ασκήσεις, μια υπέροχη ποιητική συλλογή, γραμμένη την δεκαετία 1950 – 1960, διαβάζουμε ένα θαυμάσιο ποίημα, όπου με τρόπο λιτό αλλά μεστό ο Ρίτσος υμνεί τον έρωτα. Ο τίτλος του Φως.

Ένα κλαδάκι μυγδαλιάς

μπρος στο παράθυρο,

ένα κλαδάκι μοναχά

σου κρύβει το μισό χωριό.

Ο έρωτας με την παλάμη του

σου κρύβει όλο τον κόσμο.

Μένει το φως μονάχα.

Στην ίδια συλλογή ανήκει και το ερωτικό ποίημα με τίτλο Δύο.

Την ώρα που σφίγγαμε τα χέρια, δεν άκουγες

τον αγέρα που χωνόταν ανάμεσα στις παλάμες μας.

Είταν η μνήμη κιόλας που προετοιμαζόταν.

Είταν ο χωρισμός πριν απ’ την ένωση. Δεν άκουγες.

Είσουνα ολόκληρη· ζωσμένη όλη τη γύμνια σου,

τόσο περήφανα απροστάτευτη, σαν ένα δάσος μές στην πυρκαϊά.

Από τον Απρίλιο του 1974 έως τον Ιούλιο του 1975, ο Γιάννης Ρίτσος, εμπνευσμένος από την τραγωδία του Ευριπίδη «Ιππόλυτος Στεφανηφόρος», γράφει τη Φαίδρα, ένα από τα υπέροχα εκείνα αρχαιόθεμα, μυθολογικά ποιήματά του. Θεματικό πυρήνα του εκπληκτικού αυτού ερωτικού ποιήματος αποτελεί ο πασίγνωστος – ήδη από την αρχαιότητα – μύθος της Φαίδρας, θυγατέρας του Μίνωα και της Πασιφάης, και συζύγου τού Θησέα, η οποία κυριεύεται από ένα ανόσιο και παράφορο ερωτικό πάθος για τον Ιππόλυτο, γιο του άντρα της Θησέα από την πρώτη του γυναίκα, την Αμαζόνα Αντιόπη. Ο πανέμορφος νεαρός Ιππόλυτος, αφιερωμένος στην παρθενική Άρτεμη, τη θεά της αγνότητας και του κυνηγιού, προτιμάει τα κυνήγια του από τον έρωτα που του προτείνει η μητρυιά του, υποκινούμενη από τη θεά Αφροδίτη. Η Φαίδρα, παραφρονημένη από τον άμετρο έρωτά της, καταγγέλλει στον Θησέα τον γιο του πως δήθεν θέλησε να την βιάσει, και ο Θησέας εξοργισμένος ή τον εξορίζει ή (σύμφωνα με άλλη παράδοση) εμπιστεύεται την εκδίκησή του στον Ποσειδώνα, ο οποίος βγάζει από τα κύματα έναν τεράστιο δράκοντα, κάνει τα άλογα που σέρνουν το άρμα του Ιππολύτου να αφηνιάσουν, και τελικά προξενεί τον θάνατό του. Η Φαίδρα καταλαμβάνεται από τύψεις, και αυτοκτονεί.

Η Φαίδρα του Γιάννη Ρίτσου είναι έρμαιο της Μοίρας. Ο ποιητής το δηλώνει αυτό από την αρχή, καθώς θέτει στην προμετωπίδα του ποιήματός του, που το αφιερώνει στον Γιάννη Τσαρούχη, τους ευριπίδειους στίχους από τον «Ιππόλυτο»: «Είναι φυσικό, άμα οι θεοί το θέλουν, οι θνητοί να σφάλλουν». Η Φαίδρα υποκύπτει στην ερωτική μανία που της έχει εμφυσήσει η θεά Αφροδίτη. Το πάθος της δεν έχει ψυχολογικά αίτια, όπως π.χ. της Μήδειας, που αφηνιάζει από ζήλια, όταν την προδίδει ο Ιάσων, ή της Διδούς, που αλλοφρονεί, όταν την εγκαταλείπει ο Αινείας. Το πάθος της Φαίδρας είναι θεόσταλτο. Όσο για τον Ιππόλυτο, που περιφρονεί τον νόμο του έρωτα, τελικά γίνεται κι αυτός θύμα της Αφροδίτης. «Χωράει τόση οργή στις θεϊκές ψυχές;» αναρωτιέται ο μέγιστος Λατίνος ποιητής Βιργίλιος, με αφορμή τον κατατρεγμό τού Αινεία από την Ήρα… («Αινειάς» Ι, 11: tantaene animis caelestibus irae?).

Στο προλογικό σημείωμα του ποιήματος, το σκηνικό του οποίου τοποθετείται σ’ ένα αρχοντικό στην Τροιζήνα, ο Ρίτσος γράφει μεταξύ άλλων: «Ανοιξιάτικο απόγευμα, πολύ ήσυχο… Στη μεγάλη…κάμαρα, μια γυναίκα, ίσως πάνω από σαράντα χρονώ, σε μια πλεχτή κουνιστή πολυθρόνα, λικνίζεται ελαφρά… Η ακρίβεια του ρυθμού δείχνει μια αυστηρή θέληση που κινδυνεύει… Κρατάει τα μάτια της κλεισμένα… Άσπρες λεπτές κουρτίνες στα παράθυρα. Ανάμεσα στις δυο ανοιχτές μπαλκονόπορτες… ένας μεγάλος καθρέφτης. Ένα μαρμάρινο τραπέζι…Το φως, παρ’ ότι πλησιάζει το λιόγερμα, παραμένει λευκό, διάχυτο… Άξαφνα, έξω στην αυλή, οπλές αλόγων, αλυχτήματα σκυλιών, μια νεανική φωνή, κυριαρχική. Ταυτόχρονα, ο καθρέφτης, το τραπέζι, οι κουρτίνες, οι τοίχοι, πορφυρώνουν. Η γυναίκα σηκώνεται με απότομη κίνηση… Βγαίνει στο διάδρομο. Ακούγεται η φωνή της. Ίσως κάτι παραγγέλνει στην Τροφό. Επιστρέφει. Το δωμάτιο κατακόκκινο, κι αυτή κατακόκκινη. Παίρνει την πρώτη θέση της – ακίνητη τώρα. Αμέσως μπαίνει ο νέος… Όμορφος, ιδρωμένος, με ανάστατα μακριά χρυσά μαλλιά. Σίγουρα γυρίζει από κυνήγι. Χαιρετάει με σεβασμό, που δεν του λείπει κάποια αμηχανία. Η γυναίκα κοιτάζει τα εύγραμμα πόδια του, ξαναμμένα απ’ τον ήλιο… Μικρή σιωπή. Του δείχνει την πολυθρόνα αντίκρυ της. Το φως του δωματίου γυρίζει απ’ το κόκκινο προς το χρυσό μενεξελί. Τον κοιτάζει πάντα στα πόδια, όχι στο πρόσωπο… Με μια χειρονομία ανεξήγητα προκλητική, ανάβει τσιγάρο… Φυσάει τον καπνό… Μιλάει».

Σε κάλεσα. Δεν ξέρω πώς ν’ αρχίσω. Περιμένω να βραδιάσει,

να μεγαλώσουν στον κήπο οι σκιές, να μπουν στο σπίτι

οι σκιές των δέντρων και των αγαλμάτων, να μου κρύψουν το πρόσωπο, τα χέρια,

να μου κρύψουν τα λόγια που, ασχημάτιστα ακόμη, διστάζουν· - αυτά που δεν ξέρω,

που τα φοβάμαι.

Η Φαίδρα έχει πια παραδοθεί σ’ ένα μακρό μονόλογο, ενώ ο νέος παραμένει σιωπηλός. Κάθε λέξη της είναι πυρωμένη από αισθησιασμό.

Η αγιότητα της στέρησης –

έτσι έλεγες· - δεν καλοθυμάμαι· (της στέρησης ή της άρνησης έλεγες;).

Τι αστόχαστα λόγια –

η νίκη της θέλησης έλεγε

Τρίτη, Φεβρουαρίου 15, 2011

Μαθαίνεται η υψηλή σκέψη;

George Steiner, Δέκα (πιθανοί) λόγοι για τη μελαγχολία της σκέψης, μτφ. Σεραφείμ Βελέντζας, Scripta, 2007, σ.73-5

Μαθαίνεται η υψηλή σκέψη; Διδάσκεται; Η εκγύμναση και η εξάσκηση μπορεί να δυναμώσουν τη μνήμη. Τεχνικές διαλογισμού μπορεί να δώσουν βάθος στη συγκέντρωση του νου, στα χρονικά διαστήματα εσωτερικότητας και αυτοσυγκέντρωσης. Σε ορισμένες ανατολικές και μυστικιστικές παραδόσεις, στον βουδισμό λόγου χάρη, αυτή η πειθαρχία μπορεί να οδηγήσει σε σχεδόν απίστευτο βαθμό αφαίρεσης και έντασης[…]

Το να εμποδίζουμε τα παιδιά να μαθαίνουν μέσω αποστήθισης σημαίνει ότι φροντίζουμε να ατροφήσουν, ίσως μονίμως, οι μύες του μυαλού. Οπότε, όσον αφορά τις εγκεφαλικές δεξιότητες, την ανεπτυγμένη δεκτικότητα και την ερμηνεία, υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορεί να ενισχυθούν και να εμπλουτιστούν με τη διδασκαλία και την πρακτική εξάσκηση.
Όσο γνωρίζουμε, όμως, δεν υπάρχει παιδαγωγικό κλειδί για τη δημιουργικότητα.

Η καινοτόμος, η μεταμορφωτική σκέψη, τόσο στις τέχνες όσο και στις επιστήμες, τόσο στη φιλοσοφία όσο και στην πολιτική θεωρία, μοιάζει να γεννιέται από «προσκρούσεις», από κβαντικά άλματα στη γωνία επαφής μεταξύ υποσυνειδήτου και συνειδητού, μεταξύ του τυπικού και του οργανικού σ’ ένα παιχνίδι και μια «ηλεκτρική» τέχνη ψυχοσωματικών φορέων, που ως επί το πλείστον είναι απρόσιτοι τόσο για τη βούλησή μας όσο και για την κατανόησή μας.

Τα βοηθητικά μέσα μπορούν να διδαχτούν- η μουσική σημειογραφία, η σύνταξη και η μετρική, ο μαθηματικός συμβολισμός και οι συμβάσεις, η ανάμειξη χρωστικών ουσιών. Η μεταμορφωτική όμως χρήση αυτών των μέσων με στόχο νέες διαμορφώσεις του νοήματος και νέες χαρτογραφήσεις των ανθρώπινων δυνατοτήτων, με στόχο μια vita nuova της πίστης και του αισθήματος, δεν μπορεί ούτε να προβλεφθεί ούτε να θεσμοθετηθεί. Δεν υπάρχει δημοκρατία για την ιδιοφυία, μόνο μια τρομερή αδικία κι ένα θανάσιμο βάρος. Οι λίγοι, όπως είπε ο Χαίλντερλιν, είναι αναγκασμένοι να πιάνουν τον κεραυνό με γυμνά χέρια.

Αυτή η ανισορροπία, μαζί με τις συνέπειές της, η έλλειψη προσαρμογής της μεγάλης σκέψης και της δημιουργικότητας στα ιδανικά της κοινωνικής δικαιοσύνης είναι μια ένατη πηγή μελαγχολίας.

hey bobby marley



sometimes i dream about reality

sometimes i feel so gone

sometimes i dream about a wild wild world

sometimes i feel so lonesome

hey bobby marley

sing something good to me

this world go crazy

it's an emergency

tonight

i dream about fraternity

tonight i said: one day!

one day my dreams will be reality

like bobby said to me

hey bobby marley

The first time I told my story, I felt only pain. “How could this have happened to me?” I asked.  The second time I told my story, I felt on...