Ο έρωτας στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου - της Γιόλας Αργυροπούλου - Παπαδοπούλου*
By Christianna Loupa
Created 15/02/2011 - 19:22
Το άρθρο αυτό το αφιερώνω με πολλή συγκίνηση στη ΜΝΗΜΗ του Επίκουρου Καθηγητή της Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιώργου Κατσή, εκλεκτού συναδέλφου και φίλου μου, ο οποίος έφυγε τόσο πρόωρα από κοντά μας, αφήνοντας ένα τεράστιο κενό στον χώρο του Πανεπιστημίου Αθηνών, και μια βαθύτατη θλίψη στην ψυχή όλων εκείνων που τον γνώρισαν και τον αγάπησαν.
Γιόλα Αργυροπούλου - Παπαδοπούλου
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ
Έρωτα, κύμα φωτεινό στη θύελλα των σκιών,
Εσύ δικαιώνεις τη ζωή γκρεμίζοντας τα ερέβη·
πάνω απ’ το σάλο υψώνεσαι, λαμπρόχρωμη αλκυών,
και των ματιών Σου η θαλπωρή το πέλαγο ημερεύει.
………………………………………………………..
Στης λογικής το πρόσταγμα η καρδιά δε θ’ αντιδρά,
σάρκα και νους θα δένονται στην άρπα Σου ένα τέλι
κι από τα δάση των ξανθών βλεφάρων Σου φαιδρά
θα βλέπουν οι έκθαμβοι άνθρωποι: τον Ήλιο ν’ ανατέλλει.
Είναι η πρώτη και η τελευταία στροφή ενός ποιήματος του Γιάννη Ρίτσου με τίτλο Ωδή στον Έρωτα. Η μεγάλη έκταση του ποιήματος, αποτελούμενου από 41 τετράστιχες στροφές (δηλαδή 164 συνολικά στίχους), δεν μας εκπλήσσει, αφού ο έρωτας αποτελεί για τον Ρίτσο μια αστείρευτη πηγή έμπνευσης, ένα σύνηθες μοτίβο στο τεράστιο σε ποσότητα και ποιότητα ποιητικό του έργο.
Από τα παιδικά, ανέφελα χρόνια του, ο ποιητής είχε δείξει σημάδια της ευαισθησίας του. Στη Μονεμβασιά, όπου και γεννήθηκε τον Μάιο του 1909, γινόταν ένα με τη φύση, κολυμπούσε, παρατηρούσε τα πουλιά και τα έντομα. Όταν ήταν μαθητής, τα τετράδιά του των μαθηματικών ήταν γεμάτα από ήλιους κι από λουλούδια. «Έφτιαχνα μαργαρίτες και παπαρούνες σβήνοντας τους αριθμούς» έλεγε ο ίδιος. Η ευαίσθητη φύση του σε συνδυασμό με το περιβάλλον, που οικοδομούσε γύρω του η μητέρα του Ελευθερία Ρίτσου, τον οδήγησαν από νωρίς, σε ηλικία μόλις 8 ετών, να γράψει τους πρώτους του στίχους. Η μετέπειτα ζωή του υπήρξε ταραγμένη και περιπετειώδης, χαρακτηριζόμενη από ασθένειες και πολιτικές διώξεις. Ο Γιάννης Ρίτσος θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της νεοελληνικής ποίησης. Ο ίδιος ο Κωστής Παλαμάς είχε αναγνωρίσει την αξία του. «Να παραμερίσουμε, ποιητή, για να περάσεις» είχε γράψει σε κάποιο ποίημά του για τον Ρίτσο…
Τα μεγάλα θέματα στον ποιητικό λόγο είναι ο Θεός, η φύση, ο θάνατος και ο έρωτας. Και ο Γιάννης Ρίτσος δεν είναι μόνον ο σκεπτικιστής και υπαρξιακός ποιητής ή ο βάρδος των λαϊκών αγώνων, είναι παράλληλα ένας βαθιά ερωτικός και γνήσια αισθησιακός ποιητής.
Η Εαρινή συμφωνία, γραμμένη το 1938, αποτελεί την πρώτη εκτενή ποιητική συλλογή του Ρίτσου, με κύριο θέμα την ερωτική αγάπη. Όπως υποδηλώνει ο τίτλος, ανήκει στην άνοιξη και στη μουσική. Την άνοιξη του 1938 ο Ρίτσος, βρισκόμενος ακόμη στο Σανατόριο της Πάρνηθας, έρχεται σε καθημερινή επαφή με τη Φύση, κι εκεί προαισθάνεται τον ερχομό της προδιαγεγραμμένης από τη Μοίρα γυναίκας:
Τις νύχτες
αφουγκραζόμουν τους θρόους της σιγής…
Κ’ ήρθες εσύ.
«Κάθε ποιητής προσφέρει στίχους στην αγαπημένη του – αυτά είναι τα δώρα που διαθέτει. Το ερωτικό ποίημα είναι μια εκτόνωση: ναρκισσική επίδειξη, χειρονομία και γητειά. Ο έρωτας θέλει να φανερωθεί, να διαιωνιστεί, να γραφτεί στο μάρμαρο. Ο Ρίτσος γράφει ποιήματα, και, σαν τα ωδικά πτηνά, δεν ακούει παρά τον κελαδισμό του. Η αμαρτωλή Βαβυλώνα έχει λησμονηθεί. Το σώμα του φυματικού αναπαύεται σε μια “λευκή χιονισμένη κορυφή”. Το πνεύμα του απολαμβάνει το απόλυτο που έχει εισβάλει στη ζωή του: τον τέλειο έρωτα, την ιδανική γυναίκα, τη λύτρωση από τον πόνο. Αυτή είναι η ύλη της “Εαρινής συμφωνίας”, ποιήματος ενός ζεύγους θνητών», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Παντελής Πρεβελάκης («Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος», σ. 88).
Όχι θωπεία. Όχι όνειρο.
Πιο πέρα.
Εκεί που καταλύεται τ’ όνειρο
κ’ η φθορά έχει φθαρεί.
Κ’ ήρθες εσύ.
………………
Μη με καλέσεις ακόμη.
Ας παρατείνουμε
αυτές τις ώρες τις θαμπές
τις υπερπληρωμένες
που δυο κόσμοι
ανταμώνονται
………………
Αγαπημένη
τι προετοιμάζεται για μας
μέσα στο βλέμμα των θεών
πίσω απ’ αυτή τη φωταψία;
O ποιητικός λόγος του Ρίτσου κυλάει σαν το γάργαρο νερό μιας αστείρευτης κι αμόλυντης πηγής. Συλλαβές και λέξεις μοιάζουν με νότες μιας επουράνιας μελωδίας. Φράσεις και στίχοι αποπνέουν μιαν άφατη τρυφερότητα, και συγχρόνως ένα πάθος φλογερό κι ασίγαστο…
Εσύ μου ’φερες
τον καινούργιο καιρό
το φως της αυγής
και το αίμα μου.
…………………
Γεύομαι στα χείλη σου
την πρασινάδα της εξοχής
και τους θρύλους της θάλασσας.
Η ζέστα του κορμιού σου
με ντύνει τον ήλιο.
Αναμφισβήτητα, η αγάπη στην Εαρινή συμφωνία έχει τη μορφή της αγιότητας.
Τυλιγμένος εγώ το κορμί σου
γυμνός
δίχως άνθος φωνή και τραγούδι.
Κανένα φως άλλο
να μην ισκιώνει το φως
που ανατέλλει απ’ τη σάρκα σου.
Η αγάπη
πιο μεγάλη
απ’ τη σιωπή
γεφυρώνει το θεό με τον άνθρωπο
και γεμίζει το απέραντο χάσμα
με φτερά και λουλούδια.
Κλείνω τα μάτια.
Ζω κι αγαπώ.
«Ο έρωτας που ο Ρίτσος υμνεί στην Εαρινή συμφωνία δεν είναι φαινόμενο κοινωνικό, αλλά θεμελιακό ένστικτο. Είναι μια ειμαρμένη που οδηγεί στην αποθέωση (Δάντης – Βεατρίκη) ή στο θάνατο (Ρωμαίος – Ιουλιέτα). Υπό αυτές τις συνθήκες, το ποίημα είναι γέννημα μεθυστικής ευφορίας. Ο ποιητής έχει την απόδειξη της εντελέχειάς του, πάει να πιστέψει πως είναι θεόπνευστος, αν όχι θεός. Ο οίστρος που τον κεντά τον κάνει ικανό ν’ ανακαλύπτει πράγματα άγνωστα στους κοινούς θνητούς. Οι ομότεχνοί του βάζουν σε τάξη κανονικά βιώματα, μπορεί μάλιστα να υπερτερούν σε τεχνουργία και λογική συνέπεια. Ο δαίμων είναι εκείνος που δεν τιθασεύεται· αυθαδιάζει, παραληρεί, εκτροχιάζεται, υπερβαίνει τα όρια» αναφέρει ο Παντελής Πρεβελάκης (σσ. 88 – 89).
Αγαπημένη
όλη η ψυχή μου τρέμει
φύλλωμα ευγνωμοσύνης.
Γονατισμένος προσεύχομαι.
Θεέ μου Θεέ μου
η αγάπη μου ’χε λείψει
για να χαρώ και να νοήσω
το μεγαλείο σου.
Από την αρχέγονη ανάγκη του άντρα να συνδέσει την αγαπημένη του με το δικό του παρελθόν, και να την κάνει να γνωρίσει τις ρίζες του, ο ιδανικός εραστής της Εαρινής συμφωνίας οδηγεί τη γυναίκα που αγαπά στη γενέθλιο γη, και την εγκαθιστά στο ερημωμένο πατρικό του σπίτι.
Πιασμένοι απ’ το χέρι
θα κατεβούμε τη μαρμάρινη σκάλα
που έχει φθαρεί απ’ τα βήματα
των φθινοπωρινών σκιών.
Πάμε στους αγρούς
να φορέσουμε στα δάχτυλα
τις παπαρούνες και τον ήλιο
και την καινούργια χλόη.
Στις παιδικές αναμνήσεις, η μορφή του Χριστού παρουσιάζεται ως κυρίαρχη.
Άκου τα σήμαντρα
των εαρινών εκκλησιών.
………………………….
Αγαπημένη
κόβοντας χαμομήλια
και βλέποντας τη θάλασσα
θα ξαναπούμε
την παιδική μας δέηση
μαζί με τα πουλιά και με τα φύλλα.
Κι από βαθιά κι από μακριά τα σήμαντρα
των παιδικών εκκλησιών
θα τραγουδούν το τραγούδι
της τρυφερής Ναζαρέτ
πάνω απ’ τους πράσινους κάμπους.
Η ευτυχία των δύο νεαρών εραστών της Εαρινής συμφωνίας είναι άθικτη, αράγιστη, αδιασάλευτη· το νεαρό ζευγάρι ζει «μές στην πλήρη στιγμή, μές στην αιωνιότητα». Hic et nunc! Εδώ και τώρα!
Ένας γόος ευτυχίας
ανεβαίνει απ’ τα σπλάχνα της γης
απ’ τα σπήλαια του δάσους
μές στην έκθαμβη νύχτα
διαπερνάει το χρόνο
και το διάστημα.
Μέσα του σφαδάζει
όλη η ζωή κι όλος ο θάνατος.
Ο ποιητής της Εαρινής συμφωνίας είναι «ένα παιδί που κοιμήθηκε είκοσι οκτώ Απριλίους για να ξυπνήσει στα χέρια» της γυναίκας που του ’χε γράψει η Μοίρα.
Αγάπη Αγάπη
δε μου ’χες φέρει εμένα
μήτ’ ένα ψίχουλο φωτός για να δειπνήσω.
…………………………………………….
Γι’ αυτό κ’ οι πιο λαμπροί μου στίχοι
είχαν κρυμμένο στην καρδιά τους
ενός λυγμού το τρεμοσάλεμα
γιατί έλειπες απ’ την καρδιά μου Αγάπη.
……………………………………………
Ζητώντας το θεό
ζητούσα εσένα.
……………………………………..
Για σένα Αγάπη ετοίμασα τα πάντα
κι αν έμαθα να τραγουδώ τόσο γλυκά
είταν γιατί στην ίδια τη φωνή μου
ζητούσα να ’βρω τα ίχνη των βημάτων σου
ζητούσα να φιλήσω
μονάχα και τη σκόνη του ίσκιου σου
ω Αγάπη.
…………
Πώς θα πληρώσεις τώρα…
ένα παιδί που κοιμήθηκε
εικοσιοκτώ Απριλίους
για να ξυπνήσει στα χέρια σου;
Τώρα πια ο λυτρωμένος ποιητής υμνεί, ψάλλει το μεγαλείο του απόλυτου έρωτα, την ακυβέρνητη ορμή του παράφορου και παντοδύναμου ερωτικού πάθους.
Το κορμί μας περήφανο
απ’ της χαράς την ομορφιά.
Το χέρι μας παντοδύναμο
απ’ την ορμή της αγάπης.
Μέσα στη φούχτα της αγάπης
χωράει το σύμπαν.
Άξιζε να υπάρξουμε
για να συναντηθούμε.
………………………
Μές απ’ το βλέμμα σου
αγαπημένη
κοιτάω τον κόσμο.
…………………...
Δεν ξέρω πια να τραγουδώ.
Σου ανήκω.
Η ζωή μού ανήκει.
Ο ποιητής της Εαρινής συμφωνίας αναπολεί με απέραντη νοσταλγία τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια, δίπλα στην αγαπημένη του· γλυκό καταφύγιο, λιμάνι απάνεμο η αγκαλιά της · κι εκεί βρίσκει ξανά τη χαμένη του μητέρα.
Αγάπη εσύ μου ξανάφερες
τ’ άσπρα πουλιά της μητέρας
κι αυτή την άγκυρα που δένει
στο σιγανό λιμάνι
τα πληγωμένα καΐκια.
Όλη μου η ομορφιά συνάζεται
για να στολίσει τα μαλλιά σου.
Κι ό,τι γλυκό και τρυφερό
που είταν δικό μου κ’ έμενε σαν ξένο
και μ’ είχε λησμονήσει
ξανάρχεται στα χέρια σου
να ζεσταθεί
να ξαναζήσει
και να σε φιλήσει.
Ο ποιητής εκστασιάζεται και παραληρεί, κυριευμένος από έναν άνευ ορίων έρωτα, από μιαν απροσμέτρητη και υπεράνθρωπη ευτυχία.
Πώς θα βαστάξουμε
στους φιλημένους ώμους μας
όλη την πλάση;
……………….
Η πλήρωση έφτασε.
Δε μένει τίποτ’ άλλο.
Τύλιξέ με.
Φοβούμαι αγαπημένη.
Πώς μπορεί η γη
να κρατήσει στα χέρια της
τόση ευτυχία;
Όμως, ο αποχαιρετισμός πλησιάζει, αφού κάθε ανθρώπινο γεγονός εμπεριέχει τη φθορά και την καταστροφή του. Κι αυτός που απομακρύνεται είναι ο άντρας.
Όχι. Όχι.
Δε θέλω να φύγω.
Κράτησέ με.
Η θεϊκή τους ευδαιμονία δεν κράτησε παρά ελάχιστους μήνες, από την άνοιξη μέχρι το τέλος του φθινοπώρου.
Μας άγγιξε ψυχρό
το φθινοπωρινό λυκόφως.
…………………………..
Έρχεται η νύχτα.
Μια σιωπηλή αστραπή
ρυτιδώνει χαμηλά
τον ορίζοντα.
Παντού σαλεύουν
αποχαιρετισμών μαντήλια.
Η θνητή αγαπημένη, δίχως φωνή, βουλιάζει στην εξαθλίωση, ενώ -αντίθετα- ο ποιητής φλέγεται από έναν δημιουργικό πυρετό.
Αστράφτει ο κόσμος
έξω απ’ τη λύπη σου
φως κ’ αίμα
τραγούδι και σιωπή.
…………………….
Ανοίχτε τα παράθυρα.
……………………….
Αστράφτει ο κόσμος
ακούραστος.
Κοιτάχτε.
Στις Σημειώσεις στα περιθώρια του χρόνου (1938 – 1941) ανήκει το Γυμνό, ένα επτάστιχο θαυμάσιο ποίημα με καθαρά ερωτικό χαρακτήρα.
Εδώ, στην ακαταστασία της κάμαρας,
ανάμεσα στα σκονισμένα βιβλία
και στα γεροντικά πορτραίτα,
ανάμεσα στο ναι και στο όχι τόσων σκιών,
μια στήλη ασάλευτο φως,
εδώ, σ’ αυτή τη θέση
που ’χες γδυθεί μια νύχτα.
Στις Ασκήσεις, μια υπέροχη ποιητική συλλογή, γραμμένη την δεκαετία 1950 – 1960, διαβάζουμε ένα θαυμάσιο ποίημα, όπου με τρόπο λιτό αλλά μεστό ο Ρίτσος υμνεί τον έρωτα. Ο τίτλος του Φως.
Ένα κλαδάκι μυγδαλιάς
μπρος στο παράθυρο,
ένα κλαδάκι μοναχά
σου κρύβει το μισό χωριό.
Ο έρωτας με την παλάμη του
σου κρύβει όλο τον κόσμο.
Μένει το φως μονάχα.
Στην ίδια συλλογή ανήκει και το ερωτικό ποίημα με τίτλο Δύο.
Την ώρα που σφίγγαμε τα χέρια, δεν άκουγες
τον αγέρα που χωνόταν ανάμεσα στις παλάμες μας.
Είταν η μνήμη κιόλας που προετοιμαζόταν.
Είταν ο χωρισμός πριν απ’ την ένωση. Δεν άκουγες.
Είσουνα ολόκληρη· ζωσμένη όλη τη γύμνια σου,
τόσο περήφανα απροστάτευτη, σαν ένα δάσος μές στην πυρκαϊά.
Από τον Απρίλιο του 1974 έως τον Ιούλιο του 1975, ο Γιάννης Ρίτσος, εμπνευσμένος από την τραγωδία του Ευριπίδη «Ιππόλυτος Στεφανηφόρος», γράφει τη Φαίδρα, ένα από τα υπέροχα εκείνα αρχαιόθεμα, μυθολογικά ποιήματά του. Θεματικό πυρήνα του εκπληκτικού αυτού ερωτικού ποιήματος αποτελεί ο πασίγνωστος – ήδη από την αρχαιότητα – μύθος της Φαίδρας, θυγατέρας του Μίνωα και της Πασιφάης, και συζύγου τού Θησέα, η οποία κυριεύεται από ένα ανόσιο και παράφορο ερωτικό πάθος για τον Ιππόλυτο, γιο του άντρα της Θησέα από την πρώτη του γυναίκα, την Αμαζόνα Αντιόπη. Ο πανέμορφος νεαρός Ιππόλυτος, αφιερωμένος στην παρθενική Άρτεμη, τη θεά της αγνότητας και του κυνηγιού, προτιμάει τα κυνήγια του από τον έρωτα που του προτείνει η μητρυιά του, υποκινούμενη από τη θεά Αφροδίτη. Η Φαίδρα, παραφρονημένη από τον άμετρο έρωτά της, καταγγέλλει στον Θησέα τον γιο του πως δήθεν θέλησε να την βιάσει, και ο Θησέας εξοργισμένος ή τον εξορίζει ή (σύμφωνα με άλλη παράδοση) εμπιστεύεται την εκδίκησή του στον Ποσειδώνα, ο οποίος βγάζει από τα κύματα έναν τεράστιο δράκοντα, κάνει τα άλογα που σέρνουν το άρμα του Ιππολύτου να αφηνιάσουν, και τελικά προξενεί τον θάνατό του. Η Φαίδρα καταλαμβάνεται από τύψεις, και αυτοκτονεί.
Η Φαίδρα του Γιάννη Ρίτσου είναι έρμαιο της Μοίρας. Ο ποιητής το δηλώνει αυτό από την αρχή, καθώς θέτει στην προμετωπίδα του ποιήματός του, που το αφιερώνει στον Γιάννη Τσαρούχη, τους ευριπίδειους στίχους από τον «Ιππόλυτο»: «Είναι φυσικό, άμα οι θεοί το θέλουν, οι θνητοί να σφάλλουν». Η Φαίδρα υποκύπτει στην ερωτική μανία που της έχει εμφυσήσει η θεά Αφροδίτη. Το πάθος της δεν έχει ψυχολογικά αίτια, όπως π.χ. της Μήδειας, που αφηνιάζει από ζήλια, όταν την προδίδει ο Ιάσων, ή της Διδούς, που αλλοφρονεί, όταν την εγκαταλείπει ο Αινείας. Το πάθος της Φαίδρας είναι θεόσταλτο. Όσο για τον Ιππόλυτο, που περιφρονεί τον νόμο του έρωτα, τελικά γίνεται κι αυτός θύμα της Αφροδίτης. «Χωράει τόση οργή στις θεϊκές ψυχές;» αναρωτιέται ο μέγιστος Λατίνος ποιητής Βιργίλιος, με αφορμή τον κατατρεγμό τού Αινεία από την Ήρα… («Αινειάς» Ι, 11: tantaene animis caelestibus irae?).
Στο προλογικό σημείωμα του ποιήματος, το σκηνικό του οποίου τοποθετείται σ’ ένα αρχοντικό στην Τροιζήνα, ο Ρίτσος γράφει μεταξύ άλλων: «Ανοιξιάτικο απόγευμα, πολύ ήσυχο… Στη μεγάλη…κάμαρα, μια γυναίκα, ίσως πάνω από σαράντα χρονώ, σε μια πλεχτή κουνιστή πολυθρόνα, λικνίζεται ελαφρά… Η ακρίβεια του ρυθμού δείχνει μια αυστηρή θέληση που κινδυνεύει… Κρατάει τα μάτια της κλεισμένα… Άσπρες λεπτές κουρτίνες στα παράθυρα. Ανάμεσα στις δυο ανοιχτές μπαλκονόπορτες… ένας μεγάλος καθρέφτης. Ένα μαρμάρινο τραπέζι…Το φως, παρ’ ότι πλησιάζει το λιόγερμα, παραμένει λευκό, διάχυτο… Άξαφνα, έξω στην αυλή, οπλές αλόγων, αλυχτήματα σκυλιών, μια νεανική φωνή, κυριαρχική. Ταυτόχρονα, ο καθρέφτης, το τραπέζι, οι κουρτίνες, οι τοίχοι, πορφυρώνουν. Η γυναίκα σηκώνεται με απότομη κίνηση… Βγαίνει στο διάδρομο. Ακούγεται η φωνή της. Ίσως κάτι παραγγέλνει στην Τροφό. Επιστρέφει. Το δωμάτιο κατακόκκινο, κι αυτή κατακόκκινη. Παίρνει την πρώτη θέση της – ακίνητη τώρα. Αμέσως μπαίνει ο νέος… Όμορφος, ιδρωμένος, με ανάστατα μακριά χρυσά μαλλιά. Σίγουρα γυρίζει από κυνήγι. Χαιρετάει με σεβασμό, που δεν του λείπει κάποια αμηχανία. Η γυναίκα κοιτάζει τα εύγραμμα πόδια του, ξαναμμένα απ’ τον ήλιο… Μικρή σιωπή. Του δείχνει την πολυθρόνα αντίκρυ της. Το φως του δωματίου γυρίζει απ’ το κόκκινο προς το χρυσό μενεξελί. Τον κοιτάζει πάντα στα πόδια, όχι στο πρόσωπο… Με μια χειρονομία ανεξήγητα προκλητική, ανάβει τσιγάρο… Φυσάει τον καπνό… Μιλάει».
Σε κάλεσα. Δεν ξέρω πώς ν’ αρχίσω. Περιμένω να βραδιάσει,
να μεγαλώσουν στον κήπο οι σκιές, να μπουν στο σπίτι
οι σκιές των δέντρων και των αγαλμάτων, να μου κρύψουν το πρόσωπο, τα χέρια,
να μου κρύψουν τα λόγια που, ασχημάτιστα ακόμη, διστάζουν· - αυτά που δεν ξέρω,
που τα φοβάμαι.
Η Φαίδρα έχει πια παραδοθεί σ’ ένα μακρό μονόλογο, ενώ ο νέος παραμένει σιωπηλός. Κάθε λέξη της είναι πυρωμένη από αισθησιασμό.
Η αγιότητα της στέρησης –
έτσι έλεγες· - δεν καλοθυμάμαι· (της στέρησης ή της άρνησης έλεγες;).
Τι αστόχαστα λόγια –
η νίκη της θέλησης έλεγε