Όταν έφτασε όμως μια ώρα νωρίτερα στον προορισμό της , αναρωτήθηκε το γιατί , αλλά είπαμε , νύσταζε τόσο πολύ για να δει την παράκαμψη στην Ναύπακτο και στη Γραβιά , ναι από ότι μπόρεσε να θυμηθεί , ήταν η μέρα που είδε ο Μπράλος κίνηση λόγω των κατολισθήσεων, κι όμως εκείνη είχε φτάσει νωρίτερα και πήγε προς το περίπτερο , πήρε τσιγάρα , πήρε και καπνό, γιατί άλλοτε δημιουργεί κι άλλοτε πάλι απλός βαριέται , ήθελε να χαλάσει τα πράσινα χαρτονομίσματα , ήθελε να κάνει ψιλά για το ταξί … Τον δρόμο για την πιάτσα τον ήξερε καλά , έσυρε όλο χάρη τα ροδάκια της βαλίτσας της πάνω στην βρεγμένη άσφαλτο , και με δυσκολία κατάφερε να την σηκώσει για να την βάλει στο πορπαγκάζ , άνοιξε την δεξιά πίσω πόρτα και γέμισε με τη ζεστή παρουσία της το ταξί , του είπε την διεύθυνση , όχι δεν θα πήγαινε ακόμα στο πατρικό της, αυτό ήταν έκπληξη , πρώτα είχε μια συνάντηση με το παρελθόν της , είχε να πάει εφτά χρόνια εκεί , κι όμως δεν είχε ξεχάσει ποτέ όνομα και αριθμό … Πήρε το βροχερό ταξί , γύρισε το κεφάλι στα δεξιά και κόλλησε τη μύτη της στο τζάμι , στην αρχή σοκαρίστηκε νόμιζε πως απλά δεν είχε δει καλά , κι όμως το σχολείο που έμαθα να συλλαβίζει , είχε ισοπεδωθεί , στη θέση του υπήρχαν μόνο μπάζα, άφησε τους συναισθηματισμούς όμως στα γρήγορα, άλλωστε δεν της ταιριάζουν , πάντοτε ήταν αρκετά κυνική , για να σε πείσει ότι υπήρχαν στιγμές που έβαζε τα κλάματα.. Καιρός ήταν , είπε από μέσα της, το σχολείο ήταν σωστό ερείπιο από την εποχή που πήγαινε κι εκείνη, και δυστυχώς είχε περάσει πολύς καιρός από τότε …
Ακόμα θυμάται τα μάρμαρα στις σκάλες που είχαν λιώσει σαν κεριά , που είχαν σχηματίσει λακκούβες στη μέση , μιας και τα είχαν ανεβοκατέβει τόσα και τόσα πόδια , να και το τελευταίο ήταν και σπασμένο , όχι από τον Κολοκοτρώνη όπως στο Ναύπλιο , αλλά σίγουρα από κάποιον της γενιάς του …
Έφτασε και η μπλε πόρτα άνοιξε , δεν ξέρω αν ποτέ καταφέρει να ξεχάσει την στιγμή.. Πόσο τυχερή ήταν τελικά , μετά από εφτά χρόνια και δυο αγκαλιές ήταν ακόμα εκεί για εκείνην, την περίμεναν , ήταν μεγάλες και ζεστές , και δεν λέγανε να την αφήσουνε, οι τρεις τους και πάλι μαζί , είχαν κάνει έναν μεγάλο κύκλο και ήταν σαν να φώναζαν και οι τρεις , ας μην ξαναπεράσουν αλλά εφτά χρόνια για να ξαναβρεθούμε και την ίδια ώρα που το έλεγαν , ήξεραν πως κάπως έτσι θα ήταν τα πράγματα , μιλούσανε για ώρες ατελείωτες, πίνοντας πικρούς καφέδες , είχαν τόσα να πούνε, άλλα τόσα να θυμηθούν από τα παλιά , εκείνη μετά από εφτά χρόνια είχε γίνει γυναίκα , είχε ρίξει μπόι, τον Γιώργο τον είχε περάσει… Ο Άκης άθικτος , όπως τότε έτσι και τώρα , μα είχε άλλα σημάδια εκείνος , σημάδια χαραγμένα στην ψυχή εδώ και χρόνια, όσο για τον Γιώργο πια δεν ήταν 18 με μακρύ μαλλί , ούτε άκουγε reggae , ήταν 25, χωρισμένος μετά από 5 χρόνια σχέσης που ήταν μια ιστορία σκέτη Παπακαλιάτης , χωρίς σταθερή δουλειά , και το κυριότερο χωρίς μια τρίχα στο κεφάλι … Εκείνη είχε πάθει σοκ , τον είχε αφήσει μακρομάλλη και τον έβρισκε καραφλό , τον έβλεπε γερασμένο , κι όμως δεν άργησε να καταλάβει ότι παρόλες τις ρυτίδες και το μεγάλο μέτωπο , είχε ακόμα απέναντι της , τον Γιώργο της … Θέλανε να κάνουνε συγκρότημα , να γίνουνε Rock σταρ, εκείνη γελούσε μαζί τους , γιατί νόμιζε πως της έκαναν πλάκα ! Όταν κατάφερε να συνέλθει από τους πόνους στην κοιλιά της , που της είχε προκαλέσει το ακατάπαυτο γέλιο , τους κοίταξε με απορία στα ματιά και τους είπε … Μα είστε σοβαροί ; Ποιος ξεκινάει συγκρότημα στα 25 του είστε παππούδια ρε μαλάκες , πάρτε το χαμπάρι τους φώναξε, μέχρι τα τριάντα πρέπει να έχετε ψοφήσει από την πολλή πρέζα , εμείς θα γίνουμε σαν τους Rolling stones , είπε ο Άκης και γελούσε δυνατά… Ήξεραν ότι η πιτσιρίκα τους δούλευε , μια ζωή την είχανε στο πείραγμα που ήτανε τσουτσέκι και τώρα ήρθε η σειρά της να τους βγει από πάνω, μα δεν άργησε κι εκείνη να καταλάβει ότι αυτό που λέγανε το εννοούσανε , κι αυτό είχε σημασία, θέλανε να παίζουνε μόνο για την πάρτη τους κι αυτό το είχαν καταφέρει ήδη για τα καλά ..
Ένας , ένας άρχισαν να αποχωρούν από το σπίτι , μέχρι που άδειασε εντελώς …
Δεν έκατσε ούτε 48 ώρες , στην πόλη με την περισσότερη υγρασία που δεν έχει θάλασσα, αφού πήγε στο κανονισμένο ραντεβού με τον γιατρό της , κι αφού της επιβεβαίωσε ότι όλα όσα της είχαν πει στο νοσοκομείο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν μαλακίες , πήρε ένα τρένο κι έφυγε βιαστικά , όσα χρόνια και να περάσουνε πάντα ο βορράς θα την κάνει να αισθάνεται ελεύθερη , κι ας καταδικάζει τον εαυτό της στον αέρα του νότου … Έφτασε στο γνωστό σταθμό , καμία αίσθηση πια, κανένα ρίγος , κατάντησε ρουτίνα , όμως κάθε επάνοδο της στη Θεσσαλονίκη , ήταν και μια καινούργια ιστορία , ένα μικρό κι όμορφό παραμύθι !Στα δεξιά της την περίμενε εκείνος ήταν ο ψυχολόγος της , τον αναγνώρισε αμέσως , εκείνη το έπαιζε χαλαρή, (μάλλον θα ήταν), εκείνος πάλι νόμιζες πως ήθελε να κρυφτεί πίσω από τα γυαλιά του , δεν έκρυβε την αμηχανία του … Δεν την βοήθησε με τα πράγματα , δεν της το πρότεινε καν , πήρανε το 10 .. Στο λεωφορείο της πρότεινε να κάτσει κι εκείνος έμεινε όρθιος από πάνω της να στέκεται και να την κοιτάει, την πείραζε για τα τεράστια σκουλαρίκια της , ενώ εκείνη τον σκανάριζε από πάνω μέχρι κάτω, το κινητό της χτυπούσε ασταμάτητα , λίγο πριν κατέβουν στην Καμάρα εκείνη τον κοίταξε και είπε …Όρε γλέντια! Άφησε τα πράγματα της στην φίλη που βρίσκεται στη Σβώλου και είναι πάντα εκεί , αγκαλιαστήκανε στα γρήγορα , της πρότεινε να πάνε για καφέ μαζί με τον καινούργιο φίλο της , τον πολυτεχνίτη που τα παράτησε όλα μετά από χρόνια για να γίνει ψυχολόγος και που περίμενε από κάτω, αυτή την πήγε στην κουζίνα και της έδειξε ότι έκανε την πρώτη της προσπάθεια να φτιάξει μουσακά και ότι δεν μπορούσε να αφήσει το φαί στη μέση , εκείνη δεν είπε τίποτα κι έφυγε, θα γύριζε βέβαια το βράδυ για να δοκιμάσει τον υπέροχο μουσακά της φίλης της …Ένας καφές στην Ροτόντα , πάντα επιβάλλεται , ήθελε να πάει στο «Ξάγναντο»όμως δυστυχώς είχε κλείσει , μάλλον είχε καιρό να ανέβει προς τα εδώ … Δεν σταματούσε να την πειράζει σε όλη την διάρκεια του καφέ , της είπε να μην τον παίρνει στα σοβαρά , κι ότι το πείραγμα του απλώς ήταν ένας τρόπος για να ξεπεράσει την αμηχανία του , αυτή πάλι δεν τον πίστευε , όπως κάνει πάντα με τις συμπεριφορές των ανθρώπων , κρίνει εξιδίων τα αλλότρια , και όπως έμαθε αργότερα και από τον άντρα που καθότανε απέναντι της , αυτό που έκανε λεγότανε αιτιολογικός προσδιορισμός , σε μια πιο επιστημονική γλώσσα … Δεν είχε περάσει ούτε μια ώρα που καθόντουσαν εκεί ανυποψίαστοι και ξαφνικά έσκασε μύτη η ψηλή ξαδέλφη της , είχε το γνωστό στυλάκι της δικηγόρας , της έλεγε πόσο καλά θα περάσουνε στις εκλογές , και πόσο λίγο θα την χρειαστεί , τι ειρωνεία , τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά (μερικές φορές , ούτε η ηλικία , μα ούτε και τα πτυχία , μας δίνουν την απαραίτητη εξυπνάδα , που απαιτείτε να έχουμε για να τα βγάζουμε πέρα σε αυτή την μπαμπέσα κοινωνία , ένα να ξέρετε , όλη την δουλεία του 1384 στην Νεάπολη , την έβγαλε η κοπέλα με τα μεγάλα σκουλαρίκια …) Οι μέρες που επακολούθησαν ήταν βασανιστικές , που να ήξερε η άμοιρη όταν πήγαινε ότι είχε να κάνει με άχρηστους , που να ήξερε , ότι αυτή η εμπειρία θα της έμενε όντως αξέχαστη σαν μια από τις χειρότερες της ζωής της , που να ήξερε ότι θα πάθαινε τόσο χοντρή ζημιά , που δεν θα ήθελε να ξαναδεί στη ζωή της κάλπη , και παραβάν , και από ότι όλα δείχνουν , μάλλον θα έκανε χρόνια να πάει και να ψηφίσει …
Όλες αυτές τις μέρες , έτρεχε και δεν έφτανε μια κοιμόταν στην Παπάφη, μια στην Δελφών , όσο για το κοιμότανε, τρόπος του λέγειν , μιας και δεν είχε κοιμηθεί πάνω από πέντε ώρες, τα τρία τελευταία εικοσιτετράωρα , κι όλοι την μάλωναν , κι όλο αυτή θύμωνε , που δεν μπορούσε να γίνει χίλια κομμάτια ... Ξημέρωνε Τρίτη εκείνη κοιμότανε , άρρωστη και συναχωμένη κι όμως έκανε έναν από τους καλύτερους ύπνους της ζωής της , δεν είχε καταλάβει πως έγιναν όλα , αλλά ένιωθε πανέμορφα , ένιωθε ευτυχισμένη , κι ας ψηνότανε στον πυρετό κι ας μην του έλεγε τίποτα , καθόταν και τον χάζευε ενώ εκείνος κοιμότανε, οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια του δεν έλεγαν να φύγουν , ήξερε ότι είχε ταλαιπωρηθεί εξαιτίας της και γύρισε και του ψιθύρισε ένα συγνώμη στο αυτί, ένα συγνώμη που δεν άκουσε ποτέ … Χτύπησε το τηλέφωνο , ο αδελφός του είχε μπει στο αεροπλάνο , σε λίγο θα ερχότανε , ένιωσε για λίγο τρομερά άτυχος , αλλά μάλλον είχε βιαστεί … Το πότε βρεθήκανε στο 31 με άλλα κλειδιά στο χέρι , και με μια διάθεση για εξερεύνηση του άλλου σπιτιού στο Βαρδάρη , δεν το κατάλαβαν , μιλούσανε με τόσο πάθος , κοιταζόντουσαν στα μάτια , γελούσαν ασταμάτητα , που και που εκείνος της έπιανε το χέρι , είχε έρθει η ώρα να νιώσει εκείνη αμήχανα , μπουγάτσα με κρέας της είπε στο αυτί κι εκείνη έπεσε κάτω από τα γέλια , εκείνος κατάλαβε πως είχαν περάσει τη στάση που έπρεπε να είχαν κατεβεί, την έπιασε από τη μέση την σήκωσε και της είπε ότι έπρεπε να κατέβουν τουλάχιστον στην επόμενη … Σταμάτησαν στην στάση που είναι απέναντι από τα δικαστήρια, αν τους έβλεπε κάποιος από μακριά ήταν και οι δυο στον κόσμο τους , για αυτούς τίποτα δεν ήταν αδύνατο , έμοιαζαν τελικά τρομακτικά πολύ , λες κι εκείνη η στιγμή ήταν αφιερωμένη , λες κι ο ένας αφιέρωνε εκείνη τη στιγμή του ολοκληρωτικά στον άλλο , δεν υπήρχε τίποτα άλλο για αυτούς τριγύρω , ναι ήταν στον Βαρδάρη περιτριγυρισμένοι από δεκάδες τεράστιες κόκκινες ταμπέλες από κέντρα αδυνατίσματος , όταν εκείνος τη σταμάτησε και σε μια κρίση αυθορμητισμού της είπε , αρχίζω και σε ερωτεύομαι , δεν του απάντησε, τον κοίταξε στα μάτια , γέλασε και χάθηκε στην αγκαλιά του … Τα επόμενα λεπτά ήταν από αυτά που ήθελε να τα κλειδώσει βαθιά μέσα στην μνήμη της , τα μάτια της έλαμπαν διαρκώς κι αυτό είχε πολλά χρόνια να το ζήσει , φτάσανε στην είσοδο της πολυκατοικίας , όταν κατάλαβαν ότι το ασανσέρ ήταν υπό κατασκευή , και το σπίτι στον έκτο, δεν κώλωσαν , ανέβηκαν από τις σκάλες και ίσως κατάλαβαν ότι έπρεπε να πέσουν και οι δυο τους από τα τρία πακέτα πια που κάνανε την ημέρα τουλάχιστον στο ένα !
Το σπίτι του αδερφού του ήταν όντως χλιδάτο , τελικά το ρεύμα είχε έρθει και θα τον βρίσκανε στην Αριστοτέλους για να του δώσουν τα κλειδιά από το καινούργιο του σπίτι … Εκείνη ήξερε καλά πως είναι να είσαι μαύρο πρόβατο , αλλά ήξερε ακόμα καλύτερα πως είναι να έρχεται η ώρα που κάποιος άλλος παίρνει τη θέση σου … Δεν ήταν σίγουρη γιατί ακριβώς τον θαύμαζε , ίσως και για τίποτα, ήταν ακόμα αρκετά επιφυλακτική , ήταν ακόμα πληγωμένη , ήθελε να αφήσει τα μάτια της να δούνε καθαρά , στο παρελθόν θαύμαζε σκουπίδια , ώσπου μια μέρα από την μπόχα έπαθε ασφυξία , δεν ήθελε να κάνει και πάλι το ίδιο λάθος …Μπήκανε στο μαγαζί εκεί Ερμού με Αριστοτέλους , που δούλευε μια φίλη και συμφοιτήτρια του … Τελικά ήταν τόσο όμορφη όσο της την είχε περιγράψει , μόνο με την παρουσία της γέμιζε όλο το μαγαζί , πανέμορφη , με μια λάμψη στα μάτια , την παρατηρούσε πως κινιότανε μέσα στο μαγαζί , δεν μπορούσε να μην την συμπαθήσει , ήταν ένα αξιολάτρευτο πλάσμα … Μετά ήρθαν και άλλοι δυο τύποι , που αν τους έκοβες από φάτσα και μόνο , έλεγες δεν πάω πουθενά , πουθενά εδώ θα μείνω … Ο ένας ήταν από το Βόλο, του 81 , πήγαινε και στο 5 λύκειο ήξερε και τον Γιώργο που μένει στην Μητροπόλεως , αλλά και τον ξάδερφο του στην Αγγλία , βασικά ήξερε πολλά , και απλά εκείνη είχε καταλάβει το πόσο μικρός ήταν ο κόσμος τελικά ! Τα γνωστά αστειάκια δεν έλειψαν, αιώνια κόντρα , έχουνε και σπίτι στην παραλία λένε οι Λαρισαίοι είπε εκείνος , μόνο που απέχει 40 χιλιόμετρα από το σπίτι τους !
Την επόμενη θα έφευγε , είχε έρθει η ώρα κι όμως δεν ένιωσε λύπη , μονάχα χαρά που είχε καταφέρει και είχε γνωρίσει για ακόμη μια φορά αξιόλογους ανθρώπους …
Στο σταθμό καθόντουσαν απέναντι και πίνανε όχι τον τελευταίο τους καφέ , αλλά τον πρώτο , την κοιτούσε συνεχώς στα μάτια , εκείνη που και που κοιτούσε το ρολόι του σταθμού για να μην χάσει το τρένο αν και θα το ήθελε να το έχανε για πάντα , πόσες φορές δεν είχε νιώσει το ίδιο συναίσθημα , στο συγκεκριμένο σταθμό … Τελικά πήγε και πήρε την υπόσχεση στον Βαρδάρη και ήταν η ώρα να γυρίσει πίσω , στα χέρια της είχε ένα βιβλίο του Κούντερα «Γελοίοι Έρωτες» της το έδωσε για να το διαβάσει στο ταξίδι , της είχε τσακίσει και την σελίδα από την οποία έπρεπε να αρχίσει να διαβάζει πάνω στο τρένο , σελίδα 87. Εκείνος αφού είχε στρίψει το τσιγάρο κρατούσε στα χέρια του ένα χαρτομάντιλο , όχι για να της το κουνήσει όταν θα έφευγε , αλλά τον είχε κολλήσει άσχημα, ψηνότανε στον πυρετό κι όμως ήταν εκεί , την ανέβασε στο τρένο , δεν έφυγε μέχρι να την πάρει το τρένο μακριά του , εκείνη τον κοίταζε συνέχεια στα μάτια , μέχρι που χάθηκε …. Στο τρένο άρχισε να διαβάζει από την σελίδα 87 , είχε χαθεί κι όμως ήταν σαν να ήτανε εκείνη το κορίτσι του ωτο-στοπ !
Όταν έφτασε στον προορισμό της , στην πόλη που έχει τρομερή υγρασία , αλλά δεν έχει θάλασσα , την περίμενε ο πατέρας της , έτρεξε και να τον αγκάλιασε όσο πιο σφιχτά μπορούσε , εκείνος τα έχασε δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί η μικρή του κόρη τον αγκάλιαζε τόσο σφιχτά και ίσως ούτε ήθελε να μάθει , όμως ήταν χαρούμενος , που την έβλεπε να λάμπει … Της είχαν απομείνει 3 μέρες ακόμη για να απολαύσει τα μητρικά χάδια .. Θυμάται τόσα πολλά που έζησε μέσα σε αυτό το σπίτι από τότε που ήταν τοσοδούλα και αρρώσταινε , η μάνα της δεν έλειψε ποτέ από το προσκέφαλο της και ούτε τώρα έλειπε … Έπρεπε να πάρει δυνάμεις γιατί ήξερε πως το Σάββατο είχε ταξίδι στην πρωτεύουσα, γιατί ήξερε ότι τώρα όλα αρχίζουν !