

Έφυγα περπατώντας στις μύτες , δεν άντεξα … Ήταν πέντε το πρωί , έξω έβρεχε κι εγώ ξέχασα να πάρω πίσω την ομπρέλα που πριν λίγες ώρες είχα φέρει μαζί μου . Το ξέρω ότι θα ξυπνήσει και θα με ψάχνει , ούτε σημείωμα , ούτε τίποτα , μέχρι και την τηλεόραση άφησα ανοιχτή . Η ανάγκη μου να φύγω ήταν μεγαλύτερη από όλα τα άλλα όμως …
Όταν βγήκα από το σπίτι δεν έβρεχε πολύ , αλλά η τύχη του γκαντέμη γνωστή , στα μισά του δρόμου άρχισε να ρίχνει καρέκλες και είχε και πxxτσόκρυο κι εγώ είχα βγει με τα ανοιξιάτικα .
Το απόγευμα συνάντησα στο δρόμο μια γνωστή , είχε να με δει πάνω από ένα μήνα , δεν ήταν αυτό το παράξενο βέβαια , υπέθεσε απλά ότι θα είχα φύγει ως συνήθως , κι όμως δεν είχα πάει πουθενά , ήμουν εδώ , εδώ στην γωνιά μου .
Πάντα με βρίσκανε στα άκρα , στο περιθώριο από κάθε τι , για μένα όλα ήταν πάντα ή ύψος ή βάθος , ποτέ δεν υπήρχε μέση κατάσταση ή θα είμαι με μια βαλίτσα στο χέρι ή δεν θα βγαίνω από το σπίτι . Έτσι είναι με όλα , με όλα όμως …
Ένιωσα την ανάγκη να ξεφύγω από όλους και από όλα , το έκανα , τώρα όμως θέλω να ταξιδέψω και πάλι , να μην μείνω ούτε μια ώρα παραπάνω μέσα σε αυτό το σπίτι μέσα σε αυτή τη πόλη , το Σάββατο είπα πως θα φύγω από εδώ και θα το κάνω .
Την Πέμπτη που μας έρχεται θα είμαι επιτέλους στην Ιταλία κι αυτό το ταξίδι δεν μπορεί να ματαιωθεί δεν ακυρώνεται ότι μα ότι κι αν γίνει …