Τετάρτη, Νοεμβρίου 27, 2013

Χρόνια πολλά με μια μεγάλη καθυστέρηση

8 χρόνια εκπαιδευμένοι στο οίδημα... Ελεύθερος άνθρωπος είναι αυτός που έχει ελεύθερο χρόνο κι εγώ δεν έχω πια αλλά που θα πάει θα τον ξαναβρω και θα επανέλθω ε; 13-11-2005

Τρίτη, Οκτωβρίου 01, 2013

Στοπ δε πάρλινγκ

Στοπ δε πάρλινγκ εντ δε μίρλινγκ
"άνω" και \κάτω\ τελεία και παύλα και απ'όλα..
αï μπόρντ όλ δε σεϊμ σιτ!
στη γωνία ¨
με κλειστά μάτια ^
και μαρμελάδα στ'αυτιά (
όταν γράψει )
δι εντ _-
ον δε σκριν []
θα σηκωθώ να φύγω --->
πίσω στη γωνία <
τόσο πηχτή αηδία {{{
σο σαντ σο σαντ :(
ψευτιές με λέξεις(ψψψ)
με εικόνες :P
με βρισιές :0
ξερατά στην οθόνη:-----
μόνη- μόνη- μόνΟι -ιιι-

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 24, 2013

Η ζωή ξέρει...



Έτσι κι αλλιώς τα πράγματα θα κυλήσουν όπως θέλουν αυτά. Η ζωή ξέρει κι εγώ την εμπιστεύομαι. 

Πάει καιρός



Πάει καιρός που μπολιάστηκε του δέντρου η ρίζα
κι οι αλητάμπουρες τριγύρω μου γινήκαν κυρίζα, 
ωριμάσανε, σαπίσανε και πέσανε, 
άλλοι παντρύτηκαν και πήγανε και δέσανε_
ντροπή φορέσανε και βρήκανε πολλές δικαιολογίες, 
κάποιοι ανταμώνουνε μονάχα τις αργίες, 
σα παναγίες που κεντάν τα σάβανά τους, 
φτύσαν το δρόμο που είχαν χρόνια μες στα σωθικά τους.

Στα πρακτικά τους γράφεται μόνο ό,τι δε σαλεύει 
κι αν έμεινε κανείς τρελός εδώ να το παλεύει 
να γυρεύει παλιές εικόνες κι αρώματα
και τα θαμμένα όνειρα μας στα χώματα.
Τρελοκαμώματα για όσους ράψαν μπαλώματα 
στα τρύπια βράδια τους που ζούνε στα παπλώματα.
Όσοι δε το βγαλαν δεν είχαν τσίπα, 
ενώ το είδανε το φίδι να κοιμάται στην τρύπα.

Πάει καιρός που όλα τα βλέπαμε καλά γενικά
και πιστεύαμε πως όλοι είναι καλά αρσενικά.
Τώρα γινήκαμε από αδέρφια γειτόνοι και ξένοι, 
ανταμώνουμε, όταν κάποιος πεθαίνει.

Πάει καιρός και τώρα εδώ στη γη του κανενός
σοβαρευτήκαμε χωρίς να καταλάβουμε πως_
ωραία ζωή και δυο μέτρα ουρανός, 
όλα είναι ίδια ακόμα και στη λάσπη και στο φως.

Πάει καιρός όμως θυμάμαι, ευτυχώς, 
μυρωδιές εικόνες και νιώθω τυχερός.
Πάει καιρός πολύς καιρός
που επιβίωνες, αν ήσουν αλήτης σοφός.
Πάει καιρός τώρα γεμίσαμε φως, 
σοβαρευτήκαμε χωρίς να καταλάβουμε πως, 
Πάει καιρός για να τη βγάλεις γερός, 
αδελφέ μου, αποφάσισες να ζήσεις κουφός.

Στου κουφού, λοιπόν, χτυπάω κι απόψε την πορτά
κι εκείνος ντροπιασμένος χαμηλώνει τα φώτα.
Επιμένω και ξαπλώνω στο πλατύσκαλο, 
τραγουδάω και κρατάω ονειροπίστολο_
να του ρίξω δυο καλά να `ρθει στα ίσια του
ή καναν εφιάλτη να παλεύει με τη λύσσα του.

Ανοίξτε, ρε, ανοίξτε μελλοθάνατοι!
Ποιος να μου το `λεγε ότι θα στέκονταν ασάλευτοι, 
βολεμένοι, εύκαιροι και δανεισμένοι, 
πιασμένοι από μια φούστα ή μια καρέκλα σπασμένη.
Και σαν πρώτα αντρειωμένοι, τώρα σκυμμένοι, 
καλοδιατήρητοικαι γυμνασμένοι.
Τριανταέξι άτοκες δόσεις, 
κοίτα πριν φύγεις, φίλε μου να ξεχρεώσεις.
Υποχρεώσεις βγάλ’ τα παπούτσια, μη λερώσεις 
όσα δεν έκανες, εδώ θα τα πληρώσεις.
Πάει καιρός από τα νιάτα σου τ’ ανέμελα, 
τ’ ωρα σε σκάβουν τα προβλήματα συθέμελα.
Γλυκιά σου νιότη πίσω προδότη 
θα κλειδώσω την πόρτα, αφού την κάνατε πρώτοι.