Σε ακούω, στα βήματα που έκανες τότε για να έρθεις να με βρεις, στα εισιτήρια που κρατούσες στα χέρια, σε μυρίζω σε εκείνες τις γόπες που σβήναμε παρέα, στο συνάχι που με κόλλησες και ατελείωτα χρόνια μετά ακούω ξανά τα βήματα σου πιο βαριά και γερασμένα, να σέρνεις τα πόδια σου γεμάτος απώλειες, χωρίς εκείνη την λάμψη στα μάτια και την σπιρτάδα στο μυαλό, χωρίς την αγαπημένη γαριδομακαρονάδα της μαμάς σου που με κοιτούσε με μισό μάτι, μαζί με εμένα και τα παπούτσια μου, ακόμα θυμάμαι το απαξιωτικό της βλέμμα και δεν τα ξαναφόρεσα ούτε και ξανά ήρθα ποτέ σε εσένα, όμως οφείλω να σου εξομολογηθώ πως ήταν τρομερή μαγείρισσα η μαμά σου, ποτέ μα ποτέ στη ζωή μου και πουθενά, δεν με τάισαν και δεν μου έστρωσαν τραπέζι με τόση νοστιμιά, νομίζω ότι απλά σ' αγαπούσε ως τα πέρατα και εσένα και τον μικρό έτσι όπως κάνει κάθε μάνα και τώρα που έγινα κι εγώ στο λέω πως έτσι είναι, μα μου λείπει εκείνη η στιγμή που ήμουνα εγώ κι εσύ πάνω σε εκείνο το αστικό στην Εγνατία, να με κοιτάς σαν χάνος και να με κοροϊδεύεις για τα σκουλαρίκια μου, δεν με έχουν ξανακοιτάξει ποτέ ματιά με τόσο ενθουσιασμό όπως τότε τα δικά σου, συγγνώμη που δεν κατάλαβα, που άργησα τόσο πολύ, όμως τώρα πια ξέρω κι αν δεν σου φτάνει εσένα αυτό φτάνει όμως σε εμένα. Καληνύχτα στη νιότη σε εκείνη την βουή και την πολυκοσμία άλλοι τώρα θα βρίσκονται εκεί κι εμείς εδώ στη σιωπή που έσκαψαν τα χρόνια μας...