Σάββατο, Οκτωβρίου 11, 2014
Τετάρτη, Οκτωβρίου 08, 2014
Valse Triste
Γυρνούσα σπίτι, ήμουνα στο αυτοκίνητο με τον μπαμπά, έξω έβρεχε καρέκλες και έτσι απλά μου το ξεφούρνισε, "ο Θανάσης είχε πεθάνει απ'τις πέντε το πρωί". Το έπαιζα ψύχραιμη και σκληρή, όπως ξέρω, έχω τον τρόπο μου. Μόλις με άφησε σπίτι και έφυγε έβαλα τα κλάματα, ξέρεις αυτά τα γοερά, που νιώθεις ότι σου ξεσκίζουν τη σάρκα από μέσα. Μετά παγωμάρα, πέφτει μια μαύρη κουρτίνα, είναι τόσο κλισέ και τόσο μαύρη, θολώνουν όλα, δεν υπάρχει διέξοδος κινδύνου. Μόνο μεγαλώνεις, μόνο αυτό συμβαίνει κι εσύ νιώθεις όλο πιο μετέωρος και πιο χαμένος και δεν μιλάς πια, δεν γράφεις, δεν ξεσπάς σε τρώει μια βουβαμάρα. Είχα ξεχάσει πόσο λυτρωτικό είναι το κλάμα κι άλλο τόσο το γράψιμο κι άλλο τόσο να ακουμπάω πάνω στο στέρνο σου και να ηρεμώ.
Για να μη μας χαλάσουν το Πάσχα, λέει. Εγώ έκλαιγα από το πρωί, πες το προαίσθημα, πες το όπως θες και τον Δημήτρη παίζει να μην τον έχω δει ποτέ πιο ζορισμένο στη ζωή μου και κατά τα άλλα κάναμε σαν να μην συμβαίνει τίποτα, αυτό ήταν το γαμώτο σε όλη αυτή την ιστορία με το Θανάση, ότι μια ζωή έκανα για να μην πω κάναμε, σαν να μη συμβαίνει τίποτα, μόνο και μόνο γιατί δεν γουστάριζα αυτή την συμπαθητική ξινίλα της λύπησης.
Τώρα πια που έφυγε, δεν ξέρω καν αν έχω δικαίωμα να μιλήσω στη μνήμη του, νιώθω τόσο μικρή απέναντι σε εκείνον και στους γονείς μου και στη στάση που τήρησαν και τηρούν απέναντι στη ζωή, απέναντι σε εκείνον και σε μας. Μα να το ξέρουν από τις πέντε το πρωί και να μην πούνε τίποτα;
Δεν είναι ότι δεν γράφω πια, γράφω κάτι αγχωμένες μαλακίες μετά τη δουλειά ή κάτι Σαββατοκύριακα με πιασμένο σβέρκο που πρέπει να βάλω μια τάξη στο σπίτι που είναι ένα βομβαρδισμένο μπουρδέλο. Κάτι ασυναρτησίες που μένουν στη μέση, που δεν γίνονται ποτέ ολοκληρωμένες αναρτήσεις, που ποτέ δεν ανεβαίνουν και κάθονται έτσι και χάσκουν. Έτσι μου'ρχεται μια μέρα να κάνω copy-paste όλες τις αποτυχημένες μου προσπάθειες για λίγη γραπτή λύτρωση και να τις ανεβάσω, που ξέρεις ίσως κάτι να βγει.
Εκτός από αγχωμένες είναι θυμωμένες ασυναρτησίες, πόσο θυμωμένες Χριστέ μου! Δεν μπορώ καν να με αναγνωρίσω, τόσο συσσωρευμένος και ασυμμάζευτος πόνος, τόσος θυμός. Να και τώρα που γράφω τρέμουν τα χείλη μου δεν ξέρω αν είναι από τα νεύρα, την κούραση ή την άθλια καθημερινότητα μου, που να βρω χρόνο για γράψιμο που μου λένε κιόλας εδώ πια δεν έχω χρόνο να ζήσω.
Έχουν περάσει έξι μήνες περίπου, πόσο θέατρο πια χρειάζεται αυτή η γαμημένη καθημερινότητα, πόσο θέατρο χρειάστηκε γενικά ο τελευταίος χρόνος. Δυο χιλιάδες δεκατέσσερα , δεν μπορούσα να σε φανταστώ ούτε στους χειρότερους μου εφιάλτες . Μα που θα πας ρε παλιό μπάσταρδο, θα φύγεις και θα πας στα τσακίδια, κι έστι όπως θα φεύγεις πάρε μαζί σου όλους τους μαλάκες και τις κωλόγριες που μου φορτώθηκαν στη δουλειά, πάρε μαζί σου όλες τις γαμημένες ενοχές σου, τις αρρώστιες σου και τους θανάτους σου, κάντην από εδώ όσο είναι νωρίς μαλακισμένο.
Τι έλεγα; Θυμωμένες ασυναρτησίες; Έ κάτι τέτοιο. Να ξέρεις πως την διπλωματική μου την χάρισα σε σένα. Στη μνήμη του αδερφού μου Θανάση έγραψα, μα θαρρώ πως ήταν κι αυτή κουτσουρεμένη σαν τη ζωούλα σου αγάπη μου, έγινε λάχα, λάχα μόνο και μόνο για να πάρω ένα χαρτί ακόμα. Η ζωή μου Θανάση έγινε λάχα, λάχα, ούτε καν να σε κλάψω δεν πρόλαβα αλλά εδώ που τα λέμε σ'εκλαιγα μια ζωή. Έφυγες στα τριαντατρία σου ανήμερα Πασχαλιά, είχες τη δική σου λυτρωτική Ανάσταση. Δεν κλαίω που έφυγες μανάρι μου γλυκό, ξέρω ότι επιτέλους ξεκουράστηκες, ότι έπαψαν να σε τρυπούν με τις βελόνες, έπαψες να πονάς, έπαψαν τα ουρλιαχτά και τα μουγκριτά σου, κλαίω για όλη τη ζωή που δεν έζησες, κλαίω ίσως και λίγο για τη δική μου χαμένη ζωή, για τα όνειρα μου και τα θέλω μου που πεισματικά άφησα πίσω.
Μα να ξέρεις πως ότι είμαι και ότι έγινα καταβάθος το χρωστάω σε εσένα, μια ζωή θα το χρωστάω σε σένα και με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο πάντα θα σε κουβαλάω μέσα μου. Θανάση δεν μπορώ πια, βάζω σχεδόν καθημερινά τα κλάματα, προσπαθώ όμως γαμώτο μου προσπαθώ να ξέρεις, να ξανασταθώ στα πόδια μου, να συνεχίσω να υπάρχω, αν και τον εαυτό μου τον έχω χάσει τελευταία, τον έχω χάσει εντελώς, δεν με αναγνωρίζω πια, ούτε εμένα, ούτε τα θέλω μου, τα όνειρα μου τίποτα, μα μια ζωή αυτό μάθαμε μαζί σου να σηκωνόμαστε από τον πάτο, μια ζωή με νύχια και με δόντια απογειώσεις πριν την ανώμαλη προσγείωση.
Πάει για σήμερα τον έχασα τον μεσημεριανό τον ύπνο, πάλι ένα κουρέλι θα είμαι μέχρι το βράδυ, με συνάχι, πυρετό και πανσέληνο κι αύριο πάλι στη βρωμοδουλειά με τα καθίκια. Πάω να μου βάλω γαλλικό φουντούκι έχω και μια ζωή να ζήσω...
υ.σ πια μισώ το γύρισμα και τα αρνιά, τα κόκκινα αυγά και τις λαμπάδες. Δεν θέλω άλλη ανάσταση...
Παρασκευή, Αυγούστου 29, 2014
words move ...
Words move, music moves
Only in time; but that which is only living
Can only die. Words, after speech, reach
Into the silence. Only by the form, the pattern,
Can words or music reach
The stillness, as a Chinese jar still
Moves perpetually in its stillness.
Not the stillness of the violin, while the note lasts,
Not that only, but the co-existence,
Or say that the end precedes the beginning,
And the end and the beginning were always there
Before the beginning and after the end.
And all is always now. Words strain,
Crack and sometimes break, under the burden,
Under the tension, slip, slide, perish,
Decay with imprecision, will not stay in place,
Will not stay still. Shrieking voices
Scolding, mocking, or merely chattering,
Always assail them. The Word in the desert
Is most attacked by voices of temptation,
The crying shadow in the funeral dance,
The loud lament of the disconsolate chimera.
T. S. Eliot - Four Quartets (fragment)
Only in time; but that which is only living
Can only die. Words, after speech, reach
Into the silence. Only by the form, the pattern,
Can words or music reach
The stillness, as a Chinese jar still
Moves perpetually in its stillness.
Not the stillness of the violin, while the note lasts,
Not that only, but the co-existence,
Or say that the end precedes the beginning,
And the end and the beginning were always there
Before the beginning and after the end.
And all is always now. Words strain,
Crack and sometimes break, under the burden,
Under the tension, slip, slide, perish,
Decay with imprecision, will not stay in place,
Will not stay still. Shrieking voices
Scolding, mocking, or merely chattering,
Always assail them. The Word in the desert
Is most attacked by voices of temptation,
The crying shadow in the funeral dance,
The loud lament of the disconsolate chimera.
T. S. Eliot - Four Quartets (fragment)
Τετάρτη, Αυγούστου 27, 2014
Σάββατο, Ιουλίου 26, 2014
Τρίτη, Ιουλίου 22, 2014
Σάββατο, Ιουλίου 19, 2014
Σε τόπο χλοερό
Πλένω τάφους. Αυτή είναι η δουλειά μου τα τελευταία χρόνια. Παλιότερα όργωνα νησιά και παραθαλάσσια πουλώντας ρόκες. Τώρα μεγάλωσα βέβαια και είπα να αράξω σε ένα σίγουρο λιμάνι. Αναμφίβολα οι δουλειές μου απαιτούσαν λίγο κόπο και μου προσέφεραν πολλά κέρδη αλλά η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν με ενδιέφεραν τα χρήματα.
Κάποτε μου είχαν προτείνει μια θέση τραπεζοκόμου σε κέντρο αποκατάστασης, φυσικά και δεν μπήκα καν στον κόπο να το συζητήσω. Εκεί παλεύεις με την κατάντια του ανθρώπου, σκληρά πράγματα. Εδώ ακόμα και ο πόνος είναι λυτρωτικός. Μ' αρέσουν τα μνημόσυνα και τα τρισάγια, τζάμπα φαί και ευκαιρία να δούμε και λίγο κόσμο στο νεκροταφείο. Τώρα το καλοκαίρι φοράω το σομπρέρο μου για να μην με τσουρουφλάει ο ήλιος παίρνω το λάστιχο και πιάνω δουλειά. Αγαπάω πολύ τη δουλειά μου, την κάνω με αγάπη και ευλάβεια, φυσικά και δεν καθαρίζω όλους τους τάφους παρά μονάχα αυτούς για τους οποίους πληρώνομαι.
Αγαπημένη μου πτέρυγα είναι αυτή που βρίσκεται φάτσα κάρτα στο νεκροταφείο με τους νέους. Έστω και στον θάνατο βρίσκουν μια καλή θέση. Βέβαια ακόμα κι εδώ ένα τηλέφωνο στον δήμαρχο δεν βλάπτει, βλέπεις και εκεί χωράει το μέσον. Μια θέση δίπλα σε κυπαρίσσι ίσως χρειάζεται περισσότερο ψάξιμο, πάντως για όλους τους υπόλοιπούς υπάρχουν και οι ομπρέλες θαλάσσης. Βλέπεις χαροκαμένες μάνες, να φτιάχνουν τάφους τσίρκα αλλά στον πόνο και το κιτς είναι υποφερτό. Λουλουδάκια, ποιηματάκια, πεταμένα λεφτά σε γρανίτες. Τι πιο μάταιο από έναν πανάκριβο τάφο; Κάποιοι από τους παπάδες μας έχουν πιάσει το νόημα, μαζεύονται και τα τσούζουν με τσίπουρα στο παγκάκι με τον μεγάλο ίσκιο περιμένοντας κάποιο τρισάγιο. Πολλές φορές τους ακούω να ψέλνουν σουρωμένοι "Κύριε, ανάπαυσον την ψυχήν του κεκοιμημένου δούλου σου[.....], εν τόπω φωτεινώ, εν τόπω χλοερώ, εν τόπω αναψύξεως, ένθα απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός. "
Μ' αρέσει να χαϊδεύω τα μάρμαρα, να μαζεύω τα κουκουνάρια και να τρίβω τις κουτσουλιές απ' τα περιστέρια. Πετάνε από τάφο σε τάφο με τόση χάρη, κάποιους τους χέζουν άλλους τους προσπερνούν. Δεν μπορείς να μου το βγάλεις από το μυαλό πως τούτες εδώ είναι ψυχές, ψυχές απελευθερωμένες.
Μ' αρέσει η ησυχία, τα βουβά κλάματα, τα μαύρα γυαλιά, η μυρωδιά απ' τα λιωμένα κεριά και τη θυμιάμα. Σχεδόν κάθε μέρα έρχεται και ένας νέος πελάτης, οι δουλειές δεν τελειώνουν ποτέ. Οι μαρμαράδες κόβουν βόλτα, παίρνουν μέτρα και βγάζουν τιμές, τους έχω κι αυτούς για συντροφιά να λέμε και καμιά μαλακία αν κι εγώ την βρίσκω περισσότερο με τα σπουργίτια.
Αυτή η εξοικείωση με τον θάνατο νομίζω ότι με έχει μαλακώσει σαν άνθρωπο, είναι αυτή η μόνιμη υπενθύμιση της ματαιότητας των πάντων που σε κάνει να νομίζεις πως έγινες σοφότερος, μα δεν μου το βγάζεις ούτε αυτό απ' το μυαλό πως όσο ζει ο άνθρωπος είναι ένας τεράστιος μαλάκας. Τι να κάνω; Μεγάλωσα κι εγώ και έχτισα τις θεωρίες μου.
Συνεχίζεται ....
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
The first time I told my story, I felt only pain. “How could this have happened to me?” I asked. The second time I told my story, I felt on...