Πέμπτη, Μαΐου 16, 2013

ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ


ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ
Ø  Τι είναι «γλώσσα»;
Η επιστήμη της γλωσσολογίας, ίσως δεν μπορέσει ποτέ να βρει έναν πλήρη και ολοκληρωμένο ορισμό, στο ερώτημα τι είναι η γλώσσα. Κι αυτό γιατί και η ίδια η φύση της επιστήμης είναι περίπλοκη, αλλά και γιατί με την γλωσσολογία συνδέονται πολλές άλλες επιστήμες (π.χ. ψυχολογία, ιστορία κ.ά.) Υπάρχει μια αντικειμενική δυσκολία λοιπόν στην διατύπωση ενός γενικά αποδεκτού ορισμού, όσον αφορά τη γλώσσα..
Ένας σχετικά πλήρης και σαφώς οριοθετημένος ορισμός είναι αυτός της Bussman, η οποία ερμηνεύει την έννοια της γλώσσας ως ένα φωνητικό-ακουστικό σύστημα συμβατικών σημείων για την διατύπωση και συναλλαγή απόψεων, γνώσεων και πληροφοριών, καθώς και την μετάδοσή τους από γενιά σε γενιά, το οποίο βασίζεται σε νοητικές διαδικασίες και καθορίζεται από το εκάστοτε κοινωνικό σύστημα.[1] Πολλοί γλωσσολόγοι επιχείρησαν να δώσουν την δική τους ερμηνεία στην πολύπλοκη έννοια της γλώσσας.
Ο Brown πιστεύει ότι η γλώσσα διακρίνεται από τρεις ιδιότητες:
α) Σημασιολογικό μέρος. Όλες οι λέξεις πρέπει να σημαίνουν τα ίδια πράγματα για όλους όσους μιλούν μια συγκεκριμένη γλώσσα. Η λέξη "τραπέζι" για παράδειγμα, πρέπει να έχει την ίδια έννοια και στην Ήπειρο και στο Ιόνιο.
β) Η μετάθεση. Η γλώσσα ενός λαού, πρέπει να καθιστά δυνατή την επικοινωνία για το παρελθόν το παρόν και το μέλλον. Το σύστημα δηλαδή, των πληροφοριών της πρέπει να έχει ισχύ και για τις τρείς αυτές χρονικές περιόδους.
γ) Η παραγωγικότητα. Σε κάθε γλώσσα με τον συνδιασμό ενός περιορισμένου αριθμού ήχων και σημάτων, μπορούν να δημιουργηθούν απεριόριστα μηνύματα.[2]
Ο Martinet χαρακτήρισε την γλώσσα ως ένα όργανο, το οποίο διαθέτει διπλή άρθρωση και έχει χαρακτήρα πρωταρχικά φωνητικό. Η πρώτη άρθρωση συνίσταται στα ελάχιστα σημεία της γλώσσας, τα μονήματα. 
Τα μονήματα συνάπτουν το νόημα που θέλουμε να δώσουμε. Όταν συνάψουμε διαδοχικά τα μονήματα, δημιουργούνται τα φωνήματα, τα οποία θεωρούνται η δεύτερη άρθρωση.[3]
Ο Saussure, όρισε τη γλώσα ως σύστημα σημείων που εκφράζουν ιδέες. Συγκεκριμένα ο ίδιος κάνει μια τριμερή διάκριση στη γλώσσα, με τις έννοιες: langage - langue - parole.
v To langage είναι ο ανθρώπινος λόγος, δηλ. δεν είναι η γλώσσα, ούτε απλώς λόγος, ούτε ομιλία. Είναι η γενική ικανότητα του ανθρώπου να συνομιλεί με τον συνάνθρωπό του.
v To langue  είναι το αφηρημένο σύστημα σημείων και κανόνων που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος.
v To parole είναι η πραγμάτωση του langue, δηλαδή η πρακτική εφαρμογή του, η ομιλία.[4]
Ο Sopix όρισε τη γλώσσα ως καθαρά ανθρώπινη και μη ενστικτώδη μέθοδο για την μετάδοση ιδεών και μηνυμάτων μέσω ενός συστήματος που το παράγουμε εκούσια.[5]
Τελειώνοντας τις αναφορές στις βασικές θεωρίες των γλωσσολόγων είναι σκόπιμο ν' αναφερθούν κάποιες βασικές προϋποθέσεις προκειμένου να πετύχουμε την σωστή επικοινωνία με τους άλλους και την βαθιά κατάνοηση της γλώσσας. Κι αυτές είναι:
α. Γνώση γραφημάτων   (δηλ. των γραμμάτων)
β. Φωνολογική γνώση   ( οι ήχοι συνδυάζονται)
γ. Μορφολογική γνώση ( Οι ήχοι συνδυάζονται σε μεγαλύτερες ενότητες)
δ. Λεξιλογική γνώση.     (Τι σημαίνουν οι λέξεις)
ε. Συντακτική γνώση      (Γραμματική δομή)
στ. Σημασιολογία           (Κατανόηση των νοημάτων)[6]

Ø  Γλώσσα ή διάλεκτος;
Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι γραμματικές γίνονται με πολιτικές, ενώ οι ιστορίες, γράφονται συμπτωματικά και με παρέες όπως και η ίδια η γλώσσα. Όσον αφόρα την ελληνική κοινή γλώσσα καθιερώθηκε με βάση το ποια περιοχή απελευθερώθηκε πρώτη γι αυτό και καθιερώθηκε ως «ορθή» κοινή η πελοποννησιακή γλώσσα. Άρα ποια είναι η διάλεκτος και ποια η γλώσσα; Γλώσσα είναι η διάλεκτος που έχει στρατό και στόλο. Η εθνική γλώσσα λοιπόν δεν είναι τίποτα άλλο από ένα κατασκεύασμα.  Κέντρο ή σημείο μηδέν εκλαμβάνεται συνήθως – εάν υπάρχει- αυτό που καλείται κοινή διάλεκτος και συνήθως συμπίπτει με την καθιερωμένη ή την επίσημη γλώσσα, που στις σύγχρονες κοινωνίες τείνει να γίνει κτήμα όλων των πολιτών, μέσω της οργανωμένης εκπαίδευσης, της τηλεόρασης κλπ.

Ø  Τι είναι οι γλωσσικές ποικιλίες;
Προκειμένου να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, τα μέλη μιας κοινωνίας στέλνουν και λαμβάνουν μηνύματα με βάση έναν κώδικα που κατέχουν από κοινού, τη γλώσσα. Tα μηνύματα σε μια συγκεκριμένη γλώσσα, απεριόριστα σε αριθμό, συντίθενται από ένα σχετικά περιορισμένο αριθμό στοιχείων -φωνημάτων, μορφημάτων, λεξημάτων- τα οποία οι ομιλητές αναγνωρίζουν αυτόματα ως στοιχεία της δικής τους γλώσσας. Aυτό όμως δεν σημαίνει ότι όλοι οι ομιλητές της γλώσσας αυτής χρησιμοποιούν εξίσου όλα τα στοιχεία της. Σε όλα τα επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης -φωνολογία, μορφολογία, σύνταξη, λεξιλόγιο- υπάρχουν στοιχεία που διαφέρουν από ομιλητή σε ομιλητή. Aυτά, μαζί με εκείνα που είναι κοινά σε όλους τους ομιλητές, συνιστούν την ιδιόλεκτο κάθε ομιλητή.
Oρισμένα από τα χαρακτηριστικά μιας ιδιολέκτου, όπως η χροιά της φωνής ή κάποιες ιδιαιτερότητες στην προφορά που οφείλονται στην κατασκευή των φωνητικών οργάνων, ή ακόμη το ύφος που χαρακτηρίζει την ομιλία και τον τρόπο γραφής ενός ομιλητή, είναι άκρως ατομικά. Yπάρχουν όμως ιδιαίτερα γνωρίσματα σε μια ιδιόλεκτο που χαρακτηρίζουν εξίσου και άλλους ομιλητές, κατά τρόπο ώστε να είναι εφικτή η ταξινόμησή τους σε σύνολα ή σε γλωσσικές ποικιλίες στο εσωτερικό μιας γλώσσας, ταξινόμηση που μπορεί να γίνει σύμφωνα με τη γεωγραφική περιοχή ή την κοινωνική ομάδα στην οποία απαντά το εκάστοτε γνώρισμα.
H γεωγραφική διαφοροποίηση των γλωσσών έχει παρατηρηθεί από την αρχαιότητα και, δεδομένου ότι οι συστηματικές διαλεκτολογικές και γλωσσογεωγραφικές μελέτες ξεκινούν ήδη από τον περασμένο αιώνα, συνιστά το διεξοδικότερα μελετημένο είδος γλωσσικής ποικιλίας (Hudson 1980, 39). Oι γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες καλούνται διάλεκτοι ή τοπικά ιδιώματα (Sapir [1931] 1949· (Tριανταφυλλίδης [1938] 1993, 62-68· βλ. και 1.8).
O όρος τοπικό ιδίωμα αφορά ποικιλίες που παρουσιάζουν μικρό αριθμό "αποκλίσεων", οι οποίες τις περισσότερες φορές περιορίζονται στο επίπεδο της φωνητικής και του λεξιλογίου, ενώ ο όρος διάλεκτος χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια γεωγραφική ποικιλία με μεγαλύτερο βαθμό διαφοροποίησης (λ.χ. η τσακωνική διάλεκτος) ή/και μια ομάδα τοπικών ιδιωμάτων (λ.χ. η καππαδοκική διάλεκτος περιελάμβανε μεταξύ άλλων τα ιδιώματα του Oυλαγάτς, των Φαράσων, της Σινασού κ.ά.).
 O βαθμός της διαφοροποίησης εξαρτάται από ποικίλους παράγοντες, όπως για παράδειγμα τη γεωγραφική απόσταση ή τη γεωφυσική απομόνωση του τόπου. Ως γνώμονας της γεωγραφικής διαφοροποίησης ("κέντρο" ή "σημείο μηδέν" μέσα στο σύνολο των γεωγραφικών ποικιλιών) εκλαμβάνεται συνήθως -εάν υπάρχει- αυτό που καλείται κοινή διάλεκτος. Aυτή ενδέχεται να χρησιμοποιείται, παράλληλα με τις τοπικές, στην επικοινωνία ομιλητών διαφορετικής γεωγραφικής προέλευσης και συνήθως συμπίπτει με την καθιερωμένη ή την επίσημη γλώσσα (Petyt 1980, 25-26)· (Hudson 1980, 32-33). Στις σύγχρονες κοινωνίες, όπου έχει καθιερωθεί η υποχρεωτική εκπαίδευση και υπάρχει εύκολη πρόσβαση στην πληροφόρηση και την επικοινωνία, η κοινή τείνει να γίνει κτήμα όλων των πολιτών.
Tο δεύτερο κριτήριο ταξινόμησης των ιδιαίτερων στοιχείων μιας ιδιολέκτου αφορά τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του ομιλητή. H κοινωνική θέση, η ηλικία, το φύλο, το επάγγελμα, ο βαθμός μόρφωσης αποτελούν παράγοντες που επιδρούν στην ιδιόλεκτο. H αλληλεπίδραση κοινωνίας-γλώσσας είναι αντικείμενο του κλάδου της κοινωνιογλωσσολογίας. H ταξινόμηση και η αναγνώριση των γλωσσικών κοινωνικών ποικιλιών ή κοινωνιολέκτων εξαρτάται από το τί ορίζεται εκάστοτε ως κοινωνική ομάδα (Holmes 1992, 146-149)· (Petyt 1980, 27-29)· (Nτάλτας 1997, 27-30)· (Πετρούνιας 1984, 118-119). H κοινωνική θέση ενός ατόμου είναι ο σπουδαιότερος παράγοντας ομαδοποίησης και αυτός που έχει μελετηθεί εκτενέστερα. Iδιαίτερα σε χώρες με αυστηρή κοινωνική στρωμάτωση (λ.χ. Iνδία) παρατηρούνται, όχι απλά διαφορετικά στοιχεία, αλλά διαφορετικές γλωσσικές ποικιλίες, ανάλογα με την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκει ο ομιλητής. H κοινωνική ομάδα μπορεί επίσης να ταυτίζεται με μια ηλικιακή ομάδα· σε αυτή την περίπτωση έχουμε κυρίως την αντίθεση ανάμεσα στο ιδίωμα των νέων και σε αυτά των υπόλοιπων ομιλητών. Mπορεί επίσης να είναι μια επαγγελματική ομάδα, όπως των γιατρών, των δικηγόρων, των στρατιωτικών, των δημοσιογράφων ή των υποδηματοποιών· οι ομιλητές εδώ, χρησιμοποιούν για τις ανάγκες της ενδοομαδικής επικοινωνίας (ακρίβεια έκφρασης, βραχυλογία) ειδικά λεξιλόγια (Andersson & Trudgill 1990, 76-77, 171)·(Vendryès [1921] 1978, 276-278)· (Tριανταφυλλίδης [1947] 1963, 299-302), που στην αγγλόφωνη βιβλιογραφία αναφέρονται συνήθως με τον όρο register και στη γαλλόφωνη με τον όρο langues spéciales ή και με τον μειωτικό όρο jargon.
 Aκόμα, μέσω της γλώσσας μπορούμε να αναγνωρίσουμε ομάδες με κοινά ενδιαφέροντα και ασχολίες, όπως είναι οι διανοούμενοι, οι οπαδοί ποδοσφαιρικών ομάδων, οι θιασώτες ενός κόμματος ή μιας πολιτικής τάσης, οι φαντάροι. Mία από τις αιτίες ύπαρξης αυτών των ποικιλιών σχετίζεται με τον αυτοπροσδιορισμό και την ταυτότητα της ομάδας. Oι ομιλητές που ανήκουν σε μια ομάδα (λ.χ. οι νέοι) χρησιμοποιούν ιδιαίτερα γλωσσικά στοιχεία, με αποτέλεσμα να διαφοροποιούνται από ομιλητές που δεν είναι μέλη της ίδιας ομάδας. H γλώσσα ως κώδικας, όπως και ο τρόπος ένδυσης, μπορεί να λειτουργεί ως εισιτήριο στην ομάδα ή, αντίθετα, να είναι κριτήριο αποκλεισμού από αυτή (Andersson & Trudgill 1990, 79). Kαι στο σύνολο των κοινωνικών ποικιλιών, γνώμονας ή "σημείο μηδέν" εκλαμβάνεται η "κοινή διάλεκτος", όπως τη μιλούν οι μορφωμένοι, ενήλικες αστοί. Σε αντίθεση με ό,τι ενδέχεται να παρατηρηθεί στις γεωγραφικές ποικιλίες, οι κοινωνικές ποικιλίες δεν διαφέρουν σημαντικά, ούτε σε όλα τα επίπεδα ανάλυσης, από την κοινή. Συνήθως τα ιδιαίτερα στοιχεία εντοπίζονται στο επίπεδο του λεξιλογίου (για παράδειγμα, χρήση ειδικού λεξιλογίου από επαγγελματίες ή χρήση λέξεων λόγιας προέλευσης από τους πιο μορφωμένους έναντι λαϊκών από τους λιγότερο μορφωμένους).
Σε σπάνιες περιπτώσεις κοινωνιολέκτων, η διαφοροποίηση φτάνει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να είναι αδύνατη η κατανόησή τους από ομιλητές που δεν ανήκουν στη συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, οπότε γίνεται λόγος για συνθηματικές γλώσσες ή αντιγλώσσες. Kύρια λειτουργία αυτών των ποικιλιών, που συνήθως εντοπίζονται σε ομάδες του "περιθωρίου" είναι η κρυπτική/συνθηματική. Σε αυτές τις ποικιλίες υπάγονται τα καλλιαρντά των ομοφυλόφιλων "της πιάτσας", η αργκό στη Γαλλία, που αρχικά ήταν η γλώσσα των κακοποιών, ή στην Aγγλία η λεγόμενη cant (Andersson & Trudgill 1990, 79)· (Calvet 1994, 6-8, 113-117)· (Vendryès [1921]1978, 278-289)· (Tριανταφυλλίδης [1947]1963, 302-310).
H πολυμορφία αυτή, που εγγράφεται σε ένα γεωγραφικό και σε έναν κοινωνικό άξονα και χαρακτηρίζει όλες τις φυσικές γλώσσες -διακρίνοντάς τες από άλλα απλούστερα συστήματα επικοινωνίας-, εμπλουτίζεται και από τις ενδοσυστηματικές πολυτυπίες της γλώσσας (Kακριδή & Xειλά 1996, 18), οι οποίες συνήθως οφείλονται στην εξέλιξή της ως συστήματος. O ομιλητής, λοιπόν, προκειμένου να επικοινωνήσει, βρίσκεται μπροστά σε μια σειρά επιλογών που καλείται να κάνει μεταξύ συγγενικών στοιχείων, διαθέσιμων στην ιδιόλεκτό του (αγαπάω/αγαπώ, γράφονταν/γραφόντουσαν, μου δίνεις/με δίνεις, δώσ' το μου/δώσε μού το, συμπεριφορά/φέρσιμο, πέντεπροφερόμενο άλλοτε ως ['pede] και άλλοτε ως ['pende]). H απόφασή του μπορεί να είναι θέμα ελεύθερης επιλογής. Συχνά όμως εξαρτάται από την περίσταση επικοινωνίαςστην οποία συμμετέχει και η οποία ορίζει έναν τρίτο τρόπο ταξινόμησης των γλωσσικών ποικιλιών. H ταυτότητα του συνομιλητή, το πλαίσιο της συζήτησης, το κανάλι ή η αιτία της επικοινωνίας είναι παράγοντες που επηρεάζουν τις γλωσσικές παραγωγές μας, ορίζοντας διαφορετικά γλώσσας ή επίπεδα ύφους (Andersson & Trudgill 1990, 171)· (Hudson 1980, 48-51)· (Kακριδή-Ferrari & Xειλά-Μαρκοπούλου 1996, 29-39)· (Πετρούνιας 1984, 121-122): επίσημο, ανεπίσημο, οικείο, φιλικό, λογοτεχνικό, λόγιο, λαϊκό, χυδαίο κλπ. Eπίσης, οι διαφορές που παρατηρούνται μεταξύ γραπτού και προφορικού λόγου μπορούν να αποδοθούν σε διαφορετικά επίπεδα ύφους που υπαγορεύονται από το κανάλι της επικοινωνίας.
Aκραία εκδοχή της διαφοράς μεταξύ επιπέδων ύφους είναι η ταυτόχρονη ύπαρξη, στο πλαίσιο μιας γλωσσικής κοινότητας, δύο γλωσσικών ποικιλιών που διαφοροποιούνται σε όλα τα επίπεδα ανάλυσης και που το καθένα χρησιμοποιείται σε διαφορετικές περιστάσεις επικοινωνίας· στις επίσημες το ένα, στις οικείες το άλλο. Mια τέτοια γλωσσική κατάσταση, που στα ελληνικά είναι γνωστή με τον όρο διμορφία ή διγλωσσία, γνώρισε και η Eλλάδα με τη μακρά συνύπαρξη δημοτικής και καθαρεύουσας(Kακριδή-Ferrari & Xειλά-Μαρκοπούλου 1996, 26-27)· (Hudson 1980, 53-55).
Συνοψίζοντας, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι τα τρία κριτήρια ταξινόμησης ορίζουν ισάριθμα σύνολα στο εσωτερικό μιας γλώσσας και ότι κάθε σύνολο περιέχει μια σειρά γλωσσικών ποικιλιών, γεωγραφικών το ένα, κοινωνικών το άλλο, σχετικών με τα επίπεδα ύφους το τρίτο. Kάθε γλωσσικό στοιχείο μιας ιδιολέκτου (φωνητικό, μορφολογικό, συντακτικό, σημασιολογικό, λεξιλογικό ή φρασεολογικό) βρίσκεται σε αντίθεση -σε ένα από τα τρία σύνολα ή και σε όλα- με στοιχεία που ανήκουν σε άλλες γλωσσικές ποικιλίες και τα οποία χρησιμοποιούν άλλοι ομιλητές, ή ακόμα και ο ίδιος ο ομιλητής σε άλλη περίσταση. Για παράδειγμα, η έρρινη προφορά ['pende], που χαρακτηρίζει κυρίως μορφωμένους ή/και μεγαλύτερης ηλικίας ομιλητές, αντιτίθεται μέσα στο σύνολο των κοινωνικών ποικιλιών στη μη έρρινη προφορά ['pede], που χαρακτηρίζει ομιλητές χαμηλότερης μόρφωσης ή/και μικρότερης ηλικίας.
Επίσης η φράση με δίνεις αντιτίθεται στη φράση μου δίνεις στο σύνολο των γεωγραφικών ποικιλιών, εφόσον χαρακτηρίζει ομιλητές βόρειων ιδιωμάτων, αλλά και στο σύνολο ποικιλιών που ορίζονται από την περίσταση επικοινωνίας, εφόσον ένας ομιλητής βόρειου ιδιώματος ενδέχεται να χρησιμοποιήσει τη μία ή την άλλη φράση, ανάλογα με το εάν η περίσταση κρίνεται οικεία ή επίσημη κλπ.
Το ζήτημα, ωστόσο, είναι ακόμα πιο σύνθετο, δεδομένου ότι αντιθέσεις τέτοιου είδους συχνά συνδέονται με κοινωνικές αξιολογήσεις. Eίναι ευνόητο ότι αυτή η περιγραφή των γλωσσικών ποικιλιών είναι άκρως τεχνητή: στη γλωσσική πραγματικότητα δεν υφίστανται τρία ξεχωριστά σύνολα, ούτε στο εσωτερικό του κάθε συνόλου υφίστανται αυστηρά διαχωρισμένες γλωσσικές ποικιλίες. H ιδιόλεκτος περιέχει ετερόκλητα γλωσσικά στοιχεία που συναποτελούν μια ενότητα.[7]




[1] Boligner P., "Apsects of language" (2nd Edition) StarCourt Brace Jovanovich, Inc USA, 1975, σελ. 29-30

[2] Hartland J. "Γλώσσα και σκέψη", (μετ. Κυριακή Συρμάλη), εκδ. Ελληνικά γράμματα, Αθήνα 1994

[3] Heatherington M.E.: "How language Works", Withrow Publishers, Icn USA, 1980

[4] Πόρποδα Κ. "Γνωστική Ψυχολογία - Θέματα Ψυχολογίας της Γλώσσας / Λύση προβλημάτων", τόμ. 2ος, Αθήνα 1993

[5] .Φιλιππάκη - Warburton E.: "Εισαγωγή στη θεωρητική γλωσσολογία" Εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1992

[6] Χαραλαμπάκη Χ. "Νεοελληνικός Λόγος", εκδ. Νεφέλη,Αθήνα 1992

[7] Ρέα Δελβερούδη (2001), ανακτήθηκε στις 16/5/13

http://www.greek-language.gr/greekLang/studies/guide/thema_a9/index.html

Τετάρτη, Μαΐου 15, 2013

15 Μαΐου

Του Αγίου Αχιλλείου σήμερα πολυούχου της Λάρισας και τα περάσαμε κάπως  έτσι ...

Τσιπουράκι, θάλασσα, γάτες , σκύλοι και καλή καρδιά!

Αγιόκαμπος

mobile photoshoot-htc







Δευτέρα, Μαΐου 13, 2013

Κατάλογος Χαρακτήρων Γιούγκερμαν


Τρέχα γύρευε...  Έχω τον πρωταγωνιστή, έχω και ένα κάρο χαρακτήρες. Ας τους βάλω να παίξουν λοιπόν ... Προς το παρόν πάμε να δούμε αυτούς του Καραγάτση στον Γιούγκερμαν...

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΩΝ

Με σειρά εμφάνισης στο μυθιστόρημα- Γιούγκερμαν Α’ τόμος και τα Στερνά του Β’τόμος. Σύνολο εκατόν έξι χαρακτήρες.

  1. Συνταγματάρχης Λιάπκιν (Ρώσος)
  2. Ίλαρχος Γιούγκερμαν (Κοζάκος- Φιλανδός- πότης)
  3. Κάποιος θερμαστής (τραγουδούσε μελωδικά την παλιά καντσονέτα της πατρίδας του, της Νάπολης. σελ.12 «Sul mave lucido, l’astro d’argento)
  4. Βούλα Παπαδέλη (Κλέφτηκε με Γιώργο Μάζη 15-16 χρονών)
  5. Γιώργος Μάζης (αποπειράθηκε να κλεφτεί με Βούλα Παπαδέλη- σπουδάζει στη Βιέννη ψυχιάτρος, ψυχαναλυτής, βοηθός του Φρόϋντ και είναι από εύπορη οικογένεια)
  6. Θωμάς Παπαδέλης ( γύρω στα 50-60, πατέρας Βούλας Παπαδέλη και άλλων πέντε παιδιών του Λάμπη που είναι ο μεγαλύτερος 22 χρονών, της Νίτσας, του  Κωστάκη, του Χρήστου και της Νινίκας )
  7. Θυρωρός ξενοδοχείου
  8. Ένας μάγκας του δρόμου στον Πειραία (βλέπει τον Γιούγκερμαν με τη στολή και του φωνάζει «Καλώς τα καρναβάλια»)
  9. Βαρκάρης 1
  10. Βαρκάρης 2 – (Μπάμπης)
  11. Καταστηματάρχης ρούχων
  12. Νεαρή (κοντή, κρεατομένη στο δρόμο, «καμάκι» Γιούγκερμαν)
  13. Πόρνη της Τρούμπας (Καμπαρετζού)
  14. Αντεμάρ ντε Κρέσυ (τυχοδιώκτης- εραστής της μητέρας του Γιούγκερμαν)
  15. Καρλ (πατέρας του Γιούγκερμαν)
  16. Ελίζ (δασκάλα του Γιούγκερμαν και ερωμένη του πατέρα του)
  17. Λίλυ (Μητέρα του Γιούγκερμαν)
  18. Αντωνία (τροφαντή υπηρέτρια στο σπίτι του Γιούγκερμαν)
  19. Σύλβι (μεγαλύτερος αδερφός του Γιούγκερμαν)
  20. Πιοτρ Τιμοφέιτς Αρκάνωφ(Υποδιοικητής στρατιωτικής σχολής, όπου φοιτά ο Γιούγκερμαν)
  21. Πρίγκηπας Γρηγόρης Ιλαριόνοβιτς Τουρανέβσκυ(Ανθυπολοχαγός του Πεζικού,φίλος του Γιούγκερμαν)
  22. Αννούσα (ερωμένη του Τουρανέβσκυ και του Γιούγκερμαν παράλληλα)
  23. Κλητήρας
  24. Διευθυντής Τράπεζας (μεγαλόπρεπη μηδενικότητα)
  25. Αντώνης Σταβάδος (Προϊστάμενος του τμήματος Αλληλογραφίας Εξωτερικού του Υποκαταστήματος Πειραίως-από πατέρα Χιώτη, Βερολινέζα μητέρα, γεννημένος στη Μασσαλία και μεγαλωμένος στην Αλεξάνδρεια)
  26. Μιχάλης Καραμάνος (38 χρονών ευγενικός κι έξυπνος άνθρωπος)
  27. Γιάννης Μόγιας (τύπος του λιμανιού, «μεγάλη λέρα»)
  28. Νάσος (συμπλήρωμα του Μόγια)
  29. Δημητρόπουλος (Τμήμα Αξιών, σελ.113, Α’τόμος)
  30. Καμαριέρα (σελ. 122)
  31. Ασπασία Γιαγκοπούλου
  32. Αλκμήνη Γιαγκοπούλου (σελ- 126-127, γύρω στα 50 ανύπαντρες)
  33. Μαρίκα Σταβάδου (σύζυγος Αντωνίου Σταβάδου (25)
  34. Πέτρος Σκιαδάς (Καταστηματάρχης Κασμιριών)
  35. Κόρη Σκιαδά (15 χρονών είχε σεξουαλικές επαφές με τον Γιούγκερμαν)
  36. Λάμπης Παπαδέλης (22 χρονών, αδελφός Βούλας Παπαδέλη)
  37. Νίτσα Παπαδέλη(αμέσως μικρότερη αδερφή του Λάμπη Παπαδέλη και αδελφή της Βούλας Παπαδέλη)
  38. Κωστάκης Παπαδέλης
  39. Χρίστος Παπαδέλης
  40. Νινίκα Παπαδέλη
  41. Σάββας Σκαβογιάννης(σελ.171-172 Α’τόμος, έχει περάσει τα 50. Δικηγόρος- Διευθύνων Σύμβουλος και κυριότερος μέτοχος της Ανωνύμου Κλωστουφαντουργικής Εταιρείας «Γόρτης» Βουλευτής Πειραιώς του Λαϊκού Κόμματος – τέως Πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου.)
  42. Αριστοτέλης Σκλαβογιάννης(σελ.172- Α’τόμος) ο μεαλύτερος αδερφός του Σάββα γύρω στα 60- Αγαθή φυσιογνωμία, λίγο ραμολιμέντο)
  43. Ντίνος Σκλαβογιάννης (σελ 172 –Α’ τόμος, ο μικρότερος αδερφός – 45 χρονών, λίγο παχύς- παράξενη μελαγχολία)
  44. Στρατής Σκλαβογιάννης (πατέρας των τριών παραπάνω)
  45. Γιάννης Μανωλέας(μεταξένια καλαματιανά μαντήλια, στο εργοστάσιο του οποίου είχε δουλέψει όταν ήταν μικρός ο Στρατής Σκλαβογιάννης, σελ-176-177 Α’τόμος.)
  46. Ιορδάνογλου (συνάδελφος στην υφαντουργία του Στρατή Σκλαβογιάννη, από σελ. 182-192 Διάλογοι με ενδιαφέρουσες γλωσσικές ποικιλίες ανάμεσα στους αδερφούς Σκλαβογιάννη)
  47. Κλέαρχος Κιτρινάκης (κουνιάδος του Σάββα Σκλαβογιάννη, που τον είχε βάλει να συνδιευθύνει το εργαστόσιο – Χαρακτηριστικό δείγμα νεόπλουτου αλλά όχι αριστοκράτη εκείνης της εποχής)
  48.  Ντίνα Σκλαβογιάννη (κόρη του Ντίνου Σκλαβογιάννη)
  49. Έλεν Σκλαβογιάννη (κόρη του Σάββα Σκλαβογιάννη)
  50.  Ελενίτσα- Πελαγία (κόρη του Αριστοτέλη Σκλαβογιάννη)
  51.  Ρίνχεν Βαλερί (γερμανίδα καμαριέρα)
  52. Λόττε (φιλενάδα του Γιώργου Μάζι στη Βιέννη- σελ 202)
  53. Διευθύντρια του Βάις Ρέσλ (μεσόκοπη Βιενέζα σελ 204-205)
  54. Μπόμπυ
  55. Μαγυάρος (πιανίστας του Βάις Ρεσλ, χοντρός)
  56. Δεσποινίδα Λουλού (18 χρονών- Φοιτήτρια Φιλοσοφίας, ερωμένη του Τέλη Σταματόπουλου)
  57. Ρομπέν Κοέν
  58. Φλωριάδης  (Γενικός Διευθυντής Πειραιώς  στην τράπεζα που δούλευε ο Γιούγκερμαν- σελ.212)
  59. Καϊμακάκης  (Διευθυντής Βιομηχανικών Πιστώσεων σελ.215)
  60. Αντιόπη (Υπηρέτρια του Γιούγκερμαν και ερωμένη του)
  61. Ελένη Σκλαβογιάννη
  62. Έφη Μαρκοπούλου
  63. Νταϊάνα Σκλαβογιάννη
  64. Πιστρ Τιμοφεΐτς Αρκάνωφ (Ρώσος, σοφέρ Σκλαβογιάννηδων)
  65. Ιωακείμ Ιορδάνογλου (σελ. 309- Γιος του Εξηνταβελώνη συναγωνιστή)
  66. Υβόν Παπαγιάννη 9κοσμική κυρία των Αθήνων- Διάλογος 310 και μετά)
  67. Πελαγία (κόρη κάποιου Σκλαβογιάννη- σελ 311)
  68.  Πρώτος γιος Ιορδάνογλου-(φίλος της Πελαγίας και της Ελενίτσας σελ.331, διάλογος σπόντας, ερωτικός)
  69. Ο δεύτερος γιος του Ιορδάνογλου (20 χρόνος, πονηρός, τετραπέρατος, σελ.377-378 και σελ.406- 414-456)
  70.  Ιβάν Σεργκίεβιτς Λιουλιούκωφ (Ζωγράφος, Ρώσος, γύρω στα 50, μπορεί και μικρότερος- ψηλός- εύσωμος, πότης)
  71. Λάμπρος Πορφύρας (ποιητής, άσιμος, φίλος του Καραμάνου-σελ.41-42-Β’τόμος)
  72. Σωκράτης Χριστίδης (40 χρονών, σπούδασε στη Γερμανία και ήταν ειδικώς για οικοδομές εργοστασίων- σελ 132 Β’τόμος)
  73. Hugo Kruz (Γερμανός, μηχανολόγος κλωστοΐοφαντουργικών εργοστασίων)
  74. Μάνα – Μιχάλη Καραμάνου (Διάλογος με Γιούγκερμαν σελ 136-137. Αντιπαράθεση νεόπλουτων με πραγματικά ευγενείς, πλούσιους σελ 138-139 Β’τόμος)
  75. Αντωνόπουλος
  76. Λίλη (γυναίκα Αντωνόπουλου, σελ 149 Β’τόμος)
  77. Ντόρα (κουνιάδα Αντωνόπουλου)
  78.  Στρατηγός Σμυρναίος (Διοικητής του Γ’ Σώματος Στρατού)
  79.  Σταμίδης (Διευθυντής Κλωστοϋφαντουργίας Εδέσσης)
  80. Μαρκόπουλος (Δικηγόρος πατέρας της Έφης)
  81. Μαρκοπούλου (γυναίκα Μαρκόπουλου, μάνα της Έφης)
  82. Ο Πρόξενος της Αγγλίας (σελ.149 Β’τόμος)
  83. Ραΰμον(Πολωνοεβραίος)
  84. Μάνος Περίκος (Καπνέμπορος εκ Λειψίας- Διάλογος σελ.154-155, έχει μέσα και αναδρομή)
  85. Α. Ιερεμιάδης (σπουδαία επιστημονική, πολιτική και οικονομική προσωπικότητα)
  86. Δ. Κική Σκιαδά (γυναίκα Ιερεμίδη σελ.236, Β’Τόμος)
  87. Λουκάς Βερόπουλος (ιδιαίτερος γραμματέας του Γιούγκερμαν σελ.239, Β’τόμος, Ρουμπίνης σελ 240)
  88. Νατάσα (κόρη του Γιούγκερμαν και της Αννούσας)
  89. Καρλ (γιός του Γιούγκερμαν και της Αννούσας)
  90. Στάθης (σωφέρ Γιούγκερμαν σελ.250)
  91. Χουανίτο Περέιρα (Βραζιλιάνος, τραγουδιστής του καμπαρέ, «γκόμενος» της Νατάσας, κόρης του Γιούγκερμαν, σελ.287)
  92. Ευριδίκη Γιαννοπούλου (Μέτζο Σοπράνο, κορίτσι στο παγκάκι, σελ.296, 315)
  93. Διευθυντής Τραπέζης Λαρίσης(σελ.313)
  94. Λαρισαίος 1(διάλογος σε διάλεκτο σελ.313)
  95. Λαρισαίος 2 (διάλογος  σε διάλεκτο σελ.313)
  96. Φοίβος Τρισήλιος (ποιητής , 23 χρονών, σελ 317)
  97. Ανθυποπλοίαρχος (σελ.333 Β’τόμος)
  98. Ο πρώτος καπετάνιος (σελ. 335)
      99. Ο μαρκονιστής (σελ. 335)
    100. Λοστρόμος (σελ.336)
    101. Αντώνης Σβέρκος (Ναύκληρος του α/π Γαλήνη, σελ. 337)
    102. Ο Χάρος (διάλογος με Γιούγκερμαν σελ. 339-340, Β’τόμος)
    103. Σαλόνεν (Γέρος, οικονόμος, διάλογος με Γιούγκερμαν σελ.349,355-357)
    104. Γκουστάφ Πετερσέν (Γιατρός, σελ.363-365)
    105. Ναύαρχος Ροζεστβένσκυ (σελ.367)
    106. Ζηνόβιος Πέτροβιτς (σελ.368)

Στο τέλος ο Γιούγκερμαν συνομιλεί με τα φαντάσματα των φίλων του... και με τις σκιές της ζωής του.... 

The first time I told my story, I felt only pain. “How could this have happened to me?” I asked.  The second time I told my story, I felt on...