Παρασκευή, Μαΐου 18, 2012

Τριακόσιες εξήντα έξι μέρες




 Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

Τριακόσιες εξήντα έξι μέρες. Τόσες όσοι και οι φίλου του στο φάσεμπουκ. Έψαχνε διέξοδο. Ξενύχτης . Το πατρικό του, βολικό κούμπωμα στην τρύπα της ζωής του. Ονειρευόταν, πως ίσως να μπορούσε να τους μοιάσει, να έβγαζε κι αυτός μια χαρωπή φωτογραφία μπροστά από το άγαλμα της Ελευθερίας. Οι περισσότεροι φευγάτοι από επιλογή ή από ανάγκη. Χάζευε τις ξενιτεμένες τους φωτογραφίες, με την αυτοπεποίθηση του να καθαρίζει πατώματα.   
Μέσα Οκτώβρη, το πρώτο  κρύο, οι πρώτες σταγόνες. Τα σκουπίδια ξεχύνονται στους δρόμους, η βροχή τα παρασέρνει. Άνθρωποι πέφτουν από τις ταράτσες και αυτοκτονούν άλλοι αυτοπυροβολούνται άλλοι ελπίζουν ακόμα. Η ζωή συνεχίζεται, όπως κάνει πάντα. Κάποιες γενιές χάνονται κι αυτή εδώ υποχρεωμένη να ζει μια παρατεταμένη εφηβεία. 
Καλοκαίρι , πλατεία. Στο παγκάκι γραμμένο ένα σύνθημα. 

«Των τοκογλύφων τσιράκι. Γαμιέται η Μαρία Δαμανάκη» 

Ηθικό δίδαγμα. Ποτέ δεν την πληρώνει αυτός που φταίει. Προσπερνάει. Το φαγητό της μαμάς στο πιάτο. Τρώει μηχανικά. Αν δεν υπήρχε αυτή δεν θα μπορούσε ούτε αυτό να έχει. Κι αν δεν το είχε; Θα αναγκαζόταν να κάνει κάτι γι αυτό. Αφηνόταν στην κατάσταση. Δεν είχε δύναμη να αλλάξει τα πράγματα. Τον είχαν μηδενίσει κι αυτός δεν ήταν από αυτούς τους «δυνατούς» που πάντα βρίσκουν λύσεις στη ζωή. 

Συνεχίζεται ....

The first time I told my story, I felt only pain. “How could this have happened to me?” I asked.  The second time I told my story, I felt on...