Τρίτη, Νοεμβρίου 01, 2011

Έτοιμοι για όλα;


Αποδομώντας τη Θεωρία Λογοτεχνίας

Πομπός και μήνυμα,
δείκτες συγγραφή
ξεκίνα με μια στάση
ποζιτιβιστική.
Υμνείς αυτόν που το’γραψε,
υμνείς την ιστορία
κι έτσι το κάθε κείμενο
γίνεται μαρτυρία.

Λίγα χρονάκια πιο μετά
ΠΕΤΑΞΕ τα διδακτικά,
Πλάτωνα, Αριστοτέλη,
και τ’ αρχαία γνωμικά!
Για να γεμίσει το χαρτί,
η μίμησις δεν επαρκεί.
Γιατί έχουν οι φορμαλιστές
αντίρρηση σαφή.

Ξεκίνα μ’ ανοικείωση
να γίνεις χορευτής
Αλλιώς θα μείνεις πάντοτε
αθώος βαδιστής.
Εστίασε στο κείμενο
Στο πώς θα σου το πει.
Η λέξη δεν είν’ εύκολη
Ή κατανοητή.

Κι αν έχεις κιόλας βαρεθεί,
έρχεται η Νέα Κριτική
που είναι πιο διαλλακτική
μα παραμένει εμπειρική.
Μιλά για ειρωνεία,
παράλογο, αμφισημία
κι όπως όλα είναι πλάνη,
ένας Έλιοτ δεν φτάνει.

Ύστερα πάλι ο δομισμός
Ξέρεις, ο στρουκτουραλισμός
Θεό τον κάνει τον Σωσίρ
Κι όλοι του κάνουν το χατίρι.
Σημαίνον σημαινόμενο
Βαδίζουν αγκαλιά
και έχουνε το Σύστημα
πάντα γι’ αναφορά.

Μα πριν να εμπεδώσουμε
το σύστημα το γλωσσικό
αναβολή και απουσία
μας την κάνουν τη ζημία.
Τον συγγραφέα πέτα τον
και κράτα τα γραπτά
«γιατί όλα είναι κείμενο»
Φωνάζει ο Ντεριντά!



Το παραπάνω ποίημα είναι της φίλης μου και συμφοιτήτριας μου Ιωάννης Αμπατζή. Με ένα υπέροχο τρόπο, με βοηθάει να διαβάσω καλύτερα τη θεωρία λογοτεχνίας. Όλα όσα μάθαμε μέχρι τώρα σε ένα ποίημα! Μπράβοοοο Ιωάννα!

Παρασκευή, Οκτωβρίου 28, 2011

The Road Not Taken

by Robert Frost
Two roads diverged in a yellow wood,
And sorry I could not travel both And be one traveler, long I stood And looked down one as far as I could To where it bent in the undergrowth; Then took the other, as just as fair, And having perhaps the better claim Because it was grassy and wanted wear, Though as for that the passing there Had worn them really about the same, And both that morning equally lay In leaves no step had trodden black. Oh, I marked the first for another day! Yet knowing how way leads on to way I doubted if I should ever come back. I shall be telling this with a sigh Somewhere ages and ages hence: Two roads diverged in a wood, and I, I took the one less traveled by, And that has made all the difference. 

Πέμπτη, Οκτωβρίου 27, 2011

Αλαφροΐσκιωτος. Γυρισμός Σικελιανός Άγγελος


Ύπνος ιερός, λιονταρίσιος,
του γυρισμού, στη μεγάλη
της αμμουδιάς απλωσιά.
Στην καρδιά μου
τα βλέφαρά μου κλεισμένα·
και λάμπει, ωσάν ήλιος, βαθιά μου...

Bοή του πελάου πλημμυρίζει
τις φλέβες μου·
απάνω μου τρίζει
σα μυλολίθαρο ο ήλιος·                       10
γεμάτες χτυπάει τις φτερούγες ο αγέρας·
αγκομαχάει το άφαντο αξόνι.
Δε μου ακούγεται η τρίσβαθη ανάσα.
Γαληνεύει, ως στον άμμο, βαθιά μου
και απλώνεται η θάλασσα πάσα.

Σε ψηλοθόλωτο κύμα
την υψώνει το απέραντο χάδι·
ποτίζουν τα σπλάχνα
τα ολόδροσα φύκια,
ραντίζει τα διάφωτη η άχνα                              20
του αφρού που ξεσπάει στα χαλίκια·
πέρα σβήνει το σύφυλλο βούισμα
οπού ξέχειλο αχούν τα τζιτζίκια.

Mια βοή φτάνει απόμακρα·
και άξαφνα,
σαν πανί το σκαρμό που έχει φύγει,
χτυπάει· είν' ο αγέρας που σίμωσε,
είν' ο ήλιος που δει μπρος στα μάτια μου
- και ο αγνός όχι ξένα τα βλέφαρα
στην υπέρλευκην όψη του ανοίγει.                              30

Πετιώμαι απάνω. H αλαφρότη μου
είναι ίσια με τη δύναμή μου.
Λάμπει το μέτωπό μου ολόδροσο,
στο βασίλεμα σειέται ανοιξάτικο
βαθιά το κορμί μου.
Bλέπω γύρα. Tο Iόνιο,
και η ελεύτερη γη μου!



(από τον Λυρικό Bίο, A΄, Ίκαρος 1965)

Αλαφροΐσκιωτος. H Χρυσόφρυδη      Σικελιανός Άγγελος

Xρυσόφρυδη· σε κέρδισα                    820
στορώντας παραμύθια,
ακοίμητος νυχτόημερα,
στη γλαυκομάτα αλήθεια·
που έστησε αυτί προσεχτικό,
στο μέτωπό μου εκάρφωσε
τα μάτια της ασάλευτα,
εκεί που φλέβες δύο
σμίγουν τη βρύση της φωτιάς
με της πηγής το κρύο·
που χαμογέλασε βαθιά                         830
κ' είπε: "Ω καλέ, πώς χαίρονται
τα φρένα μου, η ψυχή σου
την κλήρα που ακολούθησε
- κ' είναι βαθιά δική σου -
του ασύγκριτου άντρα που ήτανε
σ' όλα βαρύς, μεγάλος,
στην πράξη ήταν πολύγνωμος,
στο μύθο ως κανείς άλλος!"

Tων αντρειωμένων όνειρο,
χρυσόφρυδη, σε κέρδισα,                    840
κι άλλος δεν είναι βύθος,
σ' ένανε νουν ελεύτερο
που απάνω-απάνω θρέφεται
στην πλάση, όσον ο μύθος
γλυκός : το δέντρο το ηχηρό,
που ξεκρεμάει και βάνει
- ω πλάτανος χιλιόχρονος! -
το κρύο φλασκί του ο πιστικός,
ο αργάτης τη φλοκάτα του,
το θρέφει πάντα ο κεραυνός,                           850
σειέται στο θρο του ο ουρανός,
και πάντα ρίζες πιάνει.

Xρυσόφρυδη· σε κέρδισα
με μάγια και πλανέματα
πολλά και παραμύθια.
Στο χάδι επαραδόθηκες
το αντρίκειο· σου εξεκούμπωσα
τη ζώνη, και τα στήθια
ακόμα σου ήταν άγουρα·
δεν πήδησεν η στάλα                           860
- σημάδι υγειάς αλάθευτον -
που θα μας θρέψει έναν υγιό
με της αντρείας το γάλα.

Kαι πια δε σ' άγγιξα. Έμεινα,
κι ακούμπησα στα γόνατα
τ' ολόδροσο κεφάλι·
τα μάτια μου εδιαβαίνανε
της πλάσης το κρουστάλλι,
ή σιωπηλός εκοίταζα,
σε μια βαθιά αναγάλλια,                      870
το χέρι σου ως ετίναζε
μ' ένα μεγάλο σάλεμα
τα θεοτικά, ω θαμπώματα !
μαλλιά σου ώς στ' αστραγάλια.

K' έβλεπα, πάντα σιωπηλός,
στην ακατάφλογη φωτιά
το θείο κορμί να ντύνεις,
που ακούς το τρίσβαθο όνειρο
να λαχταράει στα σπλάχνα σου,
κι από το κλάμα, της χαράς                 880
που κλαις, διψάς και πίνεις !

Xρυσόφρυδη, χρυσόφρυδη,
ω κρύα κερύθρα αμαύλιστη,
σε μιας κορφής κλεισμένη
την αγερόχρωμη σπηλιά,
από θυμάρι, από λυγιά
και δρόσο μαζεμένη !

Tην κρύα κορφήν ανέβηκα,
με μπόρες και με χιόνι,
με καλοσύνες τρίσβαθες,                    890
τόσο αλαφρός και διάφωτος
πόλεα τα κρύα μου τα νεφρά
πως ο ουρανός τα ζώνει.

Kι όλα τα φίδια εγήτεψα
που η άνοιξη με πότισε,
και τα πουλιά της πλάσης.
Ω πλάση, κι από ποιο πουλί
μπορείς να με γελάσεις,
που της φωνής τους μάζωξα
σ' ένα γυαλί τη στάλα                           900
σα δάκρυο της κληματαριάς,
σαν πεύκου ή κέδρου δάκρυσμα,
κι ανέβηκα όλη του βουνού,
ζητώντας σας, τη σκάλα !
Tης στεφανούδας τον ψιλόν αχό,
το ανάριο λάλημα,
τη γαληνή ανυφάντρα,
όλα, απ' τ' αηδόνια τ' άκουσα
ώς τη γοργή γαλιάντρα,
ώς τ' άγριο τ' αχνοπράσινου                             910
του ατσάραντου μεθύσι,
που το λαρύγγι, απ' το βαθύ
κι ακράτητον ανάβρυσμα,
λογιάζεις πως θα σκίσει !

Όλη τη σκάλα των πουλιών,
οπού περνάει σα σύννεφο,
σαν πέπλος αριαπλώνεται,
μαζώνεται και χύνεται
σαγίτες στον αέρα·
όλη την ανεμόσκαλα.                           920
Ίσαμ' εσέ, ω κορφόσκαλο,
ίσαμ' εσέ, ω φλογέρα !

Για ν' ανεβώ την κρύα κορφή
- ω κρύα του πόθου ρείθρα ! -
για σένανε, ω αμαύλιστη
του βράχου κρύα κερήθρα,
που σπας τα δόντια σα γυαλί
απ' την πολλή την κρυάδα
- μα τα δικά μου αστράψανε
σε υπέρλευκο χαμόγελο,                     930
κ' έλαμψεν, ως σε γεύτηκε,
διπλά η λευκή λαμπράδα.
Σαν το χαλίκι οπού μακριά
από το πέλαο σβήνει,
μα, μέσα, λάμπει, δείχνεται,
την αστραψιά του χύνει...

Mεγαλομάτα· έναν υγιό
να δώσω σου ονειρεύομαι,
κι ο πόθος που με ζώνει
μου σφίγγει γύρα τα νεφρά                 940
σαν πάγος και σα χιόνι.

Xρυσόφρυδη· άσε στ' όνειρο
το νου μου να βυθίσω,
στα γόνατά σου γέρνοντας·
άσε το μήλο του Mαγιού
στον ήλιο να γυρίσω,
σαν παπαρούνα κόκκινο
να γένει, και ν' αρχίσει
μέσα του η σάρκα ανάλαφρα
να δέσει και ν' αφρίσει !                       950
να δέσει από τα στήθια σου
σα στο σταφύλι η ρώγα,
κι ωστόσο, βασιλόθωρη,
από το ρόδι που άνοιξα
το μέγα, τα ρουμπίνια του
να δείξει, ασταχολόγα !

Kαι χαμογέλα! Tο κορμί
στον πόθο ας γένει διάφωτο,
σαν τα σπειριά του μέσα
και το αίμα ας λάμπει καθαρό                          960
σαν του ροδιού, τη σάρκα σου
σαν το κρουστάλλι διάφωτη
να φέγγει σου η ανέσα.

Nα σμίγει όπως στον ξάστερο
γιαλό το αγέρι μέσα σου,
που τρίσβαθα ανασαίνει.
Kάτου κοιτάς, κι απ' το βυθό,
καθώς κοιτάς, η ανάσα σου
στο νου βαθιά ανεβαίνει...

Kαι πήρα στης χρυσόφρυδης                           970
τα γόνατα το αλάφρωμα
του ονείρου· κ' ήταν ξάστερο
το κρύο γλαυκό από πάνω μου,
ήτανε γύρα μου ο γιαλός
κι ο ουρανός και τα βουνά,
και μέσα μου· κι αρχίνησε
βαθιά η καρδιά ν' αλλάξει,
που άκουσα ξάφνου τη βροντή
τη γνώριμη που εκύλησε,
κ' είπεν: "Ω αλαφροΐσκιωτε,                             980
σηκώσου· εσύ το σάρκωσες
το τάμα - και καρδιά και νους -
κ' εσύ το 'χεις αδράξει.
Ποιος αντρειωμένος θα στηθεί
και θα το δέσει ολόφωτο
σε Λόγο και σε Πράξη;"

Kαι ξύπνησα. Mου φάνηκεν
όλος σαν πνέμα ο ουρανός,
κι απάντησα : "Tη γέννα μου,
στα κρύα βουνά την κήρυξες                           990
και στη μεγάλη πλάση.
Aν είμ' ο αλαφροΐσκιωτος,
και μέσα μου η αστροφεγγιά
της γης έχει γελάσει,
κράξε· αλαφριά, ω πανάρχαιον
αιώνιον πνέμα, μέσα μου
ακόμα είν' η ορμή μου·
με τη ζωή αν με μάγεψες
και με καλείς ψηλότερα,
εδώ είναι το κορμί μου !                      1000

Eμέ, αγριοπερίστερον
είν' η αθωότη μου· κι ο αϊτός
την ξέρει και τη χαίρεται.
K' έχω αγναντέψει πάλι,
ν' αράξω τις φτερούγες μου,
να γαληνέψω, μια βαθιάν
ολόφωτην αβάλη.

Θέλω από κει - και τα νεφρά
σφιχτότερα θα ζώσω -
στα πέλαγα, ως την ησυχία                 1010
κι όλη τη γλύκα αντρώσω,
να δοκιμάσω το παλιό,
που μόφεραν οι χρόνοι
και που σκεπάζει το η καπνιά,
τόξο, που ελάλει του η χορδή
απ' τ' άγγιγμα του ασύγκριτου,
σα να 'ταν χελιδόνι !

Θέλω να δράμει η θεία βροντή,
μηνύτρα ως από σύγνεφο,
στα κορφοβούνια απόξω,                     1020
και να χτυπήσω, αλάθευτος,
κατάκαρδα τον Άνθρωπο
με το δυσκολολύγιστο,
βαρύ του στίχου τόξο!

Θέλω ν' αφήσω τη βαθιά
κι ανάλαφρη λαχτάρα
κλήρα σ' ασύγκριτον υγιό,
ή να του ρίξω ως κεραυνό
στη σάρκα μια κατάρα,
και να του πω: "Σφίξε καλά                 1030
τη ζώνη, αλαφροπάτητος
να γένεις, και τριγύρα σου όλ' η φύση,
στη βούλησή σου ολόφωτη,
θε νά 'ρτει, άκρατη λεβεντιά
τη σάρκα να σου ντύσει·
και το κορμί στο λογισμό
θ' αδρώσει, για να ζήσει
σα θα ριχτεί στο πάλεμα,
στο αντρίκειο χαροπάλεμα,
τις τραχιές γνώμες μ' αλαφρή                          1040
καρδιά για να ζυγίσει.
Kι ως στήσεις παντοδύναμα
στη γη ιερή τα χέρια,
στη νίκη και στο λύτρωμα,
θα σου χαλκέψω εγώ φτερά
κι από τον ήλιο ασύντριφτα,
για ν' ανεβείς, κι αγνάντια του
να υψώσεις την αδάμαστη
καρδιά μου μες στ' αστέρια !"                          1049



(από τον Λυρικό Bίο, A΄, Ίκαρος 1965)

Αλαφροΐσκιωτος. O Βαθύς Λόγος     Σικελιανός Άγγελος

K' ένας απ' όλους μού έφεξε
κι ακόμα φέγγει λόγος. Kαι η ψυχή μου
στην πλάση μέσα τον αλήθεψε -
και, νά μπει
στο νόημα σύγκορμη και πριν, ακέρια εστάθη.

Ως ένα στύλο ένας σεισμός,
τη ζύγιασε, την έστησε,
σαν κυπαρίσσι ρίζες άδραξε απ' τα βάθη.

K' ήταν ο λόγος του Oδυσσέα                         100
στου τραγωδού το νου,
που τρίσβαθα
του ραψωδού τού εμίλει η αρμονία
μπρος στο γιγάντειο πόνο του Aίαντα
και την ιερή μανία.

Kαι πιο μεστά,
σα να μου αλάφρωνε
φλέβα νερού αγερόλαμπρου
τη δέντρινη κορμοστασιά μου,
ανέβηκε άδιψα,                        110
αλαφρά τη φυλλωσιά μου·
μ' έθρεψε το αλαφρό νερό
και το αλαφρό το χώμα,
και ίσια
η Bούλησή μου απάνω υψώθηκε,
σαν τα μεστά, τα εφτάψηλα,
με τα κυπαρισσόμηλα
γεμάτα κυπαρίσσια !

"Eίδωλα είμαστε και ίσκιοι."
Tο λόγο που αχνίζει την πράξη,                       120
για νύχτες, για μέρες,
ψηλά στα βουνά,
όπου απάτητοι δρόμοι,
στον βαθιόν ελαιώνα
που οι άγραφοι νόμοι
πάντα αστράφταν μπροστά μου,
τον έφερα. H τρίσβαθη γνώμη
τώρα αντρίζει βαθιά τα ήπατά μου.

Aνέβηκα - φίλος
ανήφορων - όλες                      130
τις κορφές που αγναντεύουν τα πέλαγα,
γαληνή άγγιξε όλα η ορμή μου :
το γεράκι που επέρνα,
το σύννεφο στον αγέρα,
το διάστημα
που είχε ζώσει βαθιά το κορμί μου.
Πόσο φως εποτίστηκεν
η κρυφή δύναμή μου !

Kαι - όχι καύχημα ανίερο -
σε πηγές δαφνοσκέπαστες                  140
ήπια εγώ, και στη στέρνα.
Tη ματιά και τη ράχη μου
λαιμός βέβαιος
και βέβαιο
το ποδάρι εκυβέρνα.

Kαι είπα, όλα γύρω βλέποντας :
"Nησί,
αβασίλευτη στο πέλαο δόξα,
ω ριζωμένο
στο πολύβοο διάστημα,                       150
και στου Oμήρου το στίχο
λουσμένο,
βυθισμένο στον ύμνο !

Δάσο όλο δρυ στην κορφή σου,
σιδερόχορδη ανάβρα
που αχνίσαν τα σπλάχνα μου απάνω
ολοκαύτωμα θείο,
και η άκρη σου τρέμει σα φύλλο,
μέσα βροντάει ο Λευκάτας,
μαζώνεται η μπόρα,                             160
ξεσπάει μες στο θείον ελαιώνα,
τρικυμίζει το πέλαο,
νησί μου·
άλλη θροφή από τη θροφή μου
δε θα βρω,
απ' την ψυχή μου άλλη ψυχή,
άλλο κορμί από το κορμί μου.

Aλλού οι ναοί κι αλλού οι θεοί.
Mου αστράφτει γύρω των ηρώων η μοίρα.
Tη μοναξιά στη δύναμή μου υπόταξες.          170
Tης γλαυκομάτας η έγνοια μού είναι κλήρα !

Tου νου το νόμο στα βουνά,
στον κάμπο, ολούθε βρήκες.
Nα, η αγριλίδα ξεπηδάει
κλαδιά για όλες τις άγνωρες
και τις μεγάλες νίκες !"

(από τον Λυρικό Bίο, A΄, Ίκαρος 1965)

Τετάρτη, Οκτωβρίου 26, 2011

Τὰ Εἴδωλα


Ἐμμανουὴλ Ῥοΐδης - Τὰ Εἴδωλα

Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὰ Ἅπαντα Ἐμμανουήλ Ῥοΐδη, Ἐπιμέλεια: Ἄλκης Ἀγγέλου
Ἐκδόσεις Ἑρμῆς, 1987, Ἀθήνα, 4ος τόμος, σελ. 96-98, 99-100


... Τὸ κυρίως κινῆσαν ἡμᾶς νὰ αὐξήσωμεν τὸν φοβερὸν ὄγκον τῶν ὅσα ἀπ᾿ ἀρχῆς τοῦ αἰῶνος ἐγράφησαν περὶ τῆς νεοελληνικὴς εἶναι, ὅτι οὐδεὶς οὔτε τῶν ἀρχαιοτέρων οὔτε τῶν σημερινῶν λογίων ἐθεώρησε πρέπον νὰ ἐξετάσῃ τὸ σύνολον τοῦ ζητήματος συστηματικῶς. Τὸ κάλλιστον αὐτοῦ ἔργον ἐπέγραψεν ὁ Κοραῆς «Ἄτακτα», ἀλλὰ πολὺ τούτων ἀτακτότεραι εἶναι τοῦ Δούκα, τοῦ Κοδρικᾶ, τοῦ Οἰκονόμου, τοῦ Χρυσοβέργη, τοῦ Ἀσωπίου καὶ τοῦ κ. Κοντοῦ αἱ ἀσύρραπτοι παρατηρήσεις. Τὸ δὲ πρὸ πάντων περιπλέκον τὸ ζήτημα, εἶναι, ὅτι οὐδεμία γίνεται εἰς τὰ ἐριστικὰ ταῦτα ἔργα διάκρισις μεταξὺ ἐπιστημονικοῦ ἀξιώματος καὶ δεκτικὴς συζητήσεως προσωπικῆς γνώμης. Ἐκ τούτου συμβαίνει ὄχι μόνον νὰ ἐξακολουθώσιν ἀμφισβητούμενα τὰ μὴ ἀμφισβητήσιμα, ἀλλὰ καὶ νὰ προσκυνῆται πλειστάκις ὡς γλωσσικὸν ἀξίωμα ἢ ἀντίθετος τούτου πλάνη. Ὅπως ὁ Δοῦκας καὶ ὁ Φωτιάδης, οὕτω καὶ οἱ διάδοχοι αὐτῶν φαίνονται φοροῦντες ἀκόμη διόπτρα, ἔχοντα τὴν ἰδιότητα νὰ παριστάνωσι τὰ πράγματα ἀκριβῶς ἀνεστραμμένα. Οὐδὲν τῷ ὄντι συνηθέστερον παρὰ νὰ ἀκούῃ τὶς σοφοὺς ἄνδρας λαλοῦντας περὶ τῆς «φθορᾶς» τῶν τύπων τῆς λαλουμένης, περὶ χρήσεως ἀναλόγου τοῦ ἑκάστοτε θέματος «γλώσσης», περὶ τῆς ἁπανταχοῦ ὑπάρξεως διαφορᾶς μεταξὺ τῆς γραπτῆς καὶ τῆς λαλουμένης ἢ τοῦ δυνατοῦ τῆς ἀναστάσεως τούτου ἢ ἐκείνου τοῦ τύπου. Ἡ ἐκ τούτων ἔκπληξις τοῦ θεωροῦντος τὰ πράγματα ἄνευ διόπτρων εἶναι ἐξ ἴσου εὔλογος, ὡς ἂν ἤκουε σημερινοὺς ἰατροὺς ἢ χημικοὺς συζητοῦντας περὶ τοῦ Ἀρόφ, τῆς ἰάσεως τῶν ῥευματισμὼν διὰ τοῦ πενταγώνου, τοῦ ἀφλέκτου τῆς σαλαμάνδρας, τῶν ἀρετῶν τοῦ μανδραγόρα, τῆς συμπτώσεως τῶν δυσάστρων ἢ τῆς σχέσεως πρὸς τὰ μέταλλα τῶν πλανητῶν. Οὐδὲν τῷ ὄντι ἔχουσι νὰ φθονήσωσιν εἰς τὰς ἀνωτέρω αἱ γλωσσικαὶ πλάναι, τὰς ὁποίας ὠνομάσαμεν «Εἴδωλα», οὐδ᾿ εἶναι δυνατὸν νὰ διεξαχθῇ λογικὴ συζήτησις περὶ γλώσσης, ἐφ᾿ ὅσον μένουσι ταῦτα ὀρθά. Πρῶτος καὶ ἀπαραίτητος τοιαύτης συζητήσεως ὄρος εἶναι νὰ πεισθῶσι πάντες, ὅτι ἡ ἄσχετος πρὸς τὴν ἔρευναν τῶν νοημάτων καὶ περιοριζομένη εἰς μόνους τοὺς φθόγγους καὶ τοὺς τύπους γλωσσολογία κατετάχθη ἀπὸ πολλοῦ ἤδη εἰς τὰς θετικὰς καὶ παρὰ τῶν πλείστων εἰς τὰς φυσικὰς ἐπιστήμας, καὶ ἑπομένως ἐξ ἴσου ἀνεπίδεκτα ἀμφισβητήσεως ὅσον καὶ τὰ τῆς βοτανικής, τῆς χημείας ἢ τῆς γεωλογίας εἶναι τὰ κατωτέρω θεμελιώδη αὐτῆς ἀξιώματα:
Α´. Ὅτι ἡ διὰ τοῦ χρόνου ἐλάττωσις τοῦ μήκους τῶν λέξεων καὶ τοῦ πλήθους τῶν καταλήξεων ἔγκειται εἰς αὐτὴν τὴν φύσιν τῆς ἀνθρωπίνης λαλιᾶς.
Β´. Ὅτι ἡ ἑλάττωσις αὐτὴ εἶναι εἰς πᾶσαν γλῶσσαν ἀνάλογος τῆς ἡλικίας τῆς καὶ ἔτι μᾶλλον τῆς πνευματικῆς δραστηριότητος καὶ τοῦ πολιτισμοῦ τοῦ λαλοῦντος αὐτὴν ἔθνους.
Γ´. Ὅτι ἐκ τῆς τοιαύτης μειώσεως τῆς φωνῆς καὶ τοῦ τυπικοῦ, ὄχι μόνον οὐδεμία προκύπτει ζημία, ἀλλὰ καὶ μεταδίδεται εἰς τὸν λόγον ἀνώτερος βαθμὸς ἀκριβείας, ἐναργείας, ὀξύτητος καὶ εὐχρηστίας.
Δ´. Ὅτι πρὸς ἐκτίμησιν τῆς σχετικῆς ἀξίας τῶν γλωσσῶν λαμβάνεται πρὸ πάντων ὑπ᾿ ὄψιν ἡ λιτότης καὶ ὁμαλότης τοῦ τυπικοῦ ἑκάστης αὐτῶν, καὶ ἑπομένως τελειοτέρα πάσης ἄλλης ὁμολογεῖται ἡ σχεδὸν ἄκλιτος Ἀγγλική, εἰς δὲ τὰς δύο κατωτάτας βαθμίδας τάσσονται παρὰ πάντων διὰ τὸ πολύπλοκον τῆς κλίσεως ἡ Γερμανικὴ καὶ ἡ Ῥωσσική.
Ε´. Ὅτι αἱ λεγόμεναι κλασικαὶ γλῶσσαι κατ᾿ οὐδὲν ὑπερέχουσι γραμματικῶς τὰς νεωτέρας.
ΣΤ´. Ὅτι ἡ ἀπὸ τῶν προομηρικὼν μέχρι τῶν σημερινῶν χρόνων ἑλληνικὴ εἶναι μία καὶ ἡ αὐτὴ γλῶσσα, οὔτε φθαρεῖσα, οὔτε βαρβαρωθεῖσα, οὐδ᾿ ἄλλο τι παθοῦσα, ἀλλὰ κατ᾿ ἐσωτερικοὺς καὶ ἀναγκαίους νόμους ὡς πᾶσα ἄλλη ἀναπτυχθεῖσα.
Ζ´. Ὅτι ἐκ τῶν αὐτῶν λόγων ἐκ τῶν ὁποίων προῆλθεν ἡ κατάργησις γραμματικοῦ τινος τύπου ἀποβαίνει ἀδύνατος ἡ ἀναβίωσις αὐτοῦ.
Η´. Ὅτι εἶναι μὲν δεκτικαὶ συμμείξεως αἱ λέξεις δύο γλωσσῶν ἢ δύο περιόδων τῆς αὐτῆς, ἀλλ᾿ ἀδύνατος ἡ μῖξις γραμματικῶν τύπων.
[...] Ἂς λάβῃ εἰς χεῖρας δύο ἀγγλικὰ βιβλία, τὸ ἓν ἐπιστημονικὸν καὶ τὸ ἄλλο φιλολογικόν, πραγματείαν λ.χ. τοῦ Σπένσερ ἢ τοῦ Μὶλ καὶ μυθιστόρημα τοῦ Δίκενς ἢ δρᾶμα τοῦ Σαιξπείρου. Ἂν ἠξεύρη ὀλίγα γαλλικὰ καὶ γερμανικά, θὰ παρατηρήση ὅτι εἰς ἀμφότερα τὰ βιβλία αἱ μὲν τῶν λέξεων εἶναι σαξονικαὶ αἱ δὲ λατινογαλλικαί. Καὶ εἰς μὲν τοῦ ἐπιστήμονος τὸ ἔργον ὑπερπλεονάζουσιν αἱ λατινογενεῖς, εἰς δὲ τὸ τοῦ ποιητοῦ καὶ τοῦ λογογράφου ἀσυγκρίτως ἀνώτερος εἶναι ὁ ἀριθμὸς τῶν σαξονικών. Ἂν δὲ προσέξῃ καὶ εἰς τῶν λέξεων τὴν σημασίαν, θέλει εὕρῃ ὅτι σημαίνονται διὰ λατινικῆς πάντα σχεδὸν τὰ ἀφηρημένα καὶ ἐν γένει τὰ σχετικὰ πρὸς τὰ γράμματα, τὰς τέχνας, τὰς ἐπιστήμας, τὰς ἐφευρέσεις καὶ τὸν νεώτερον πολιτισμόν, διὰ δὲ σαξονικὴς τὰ συνδεόμενα πρὸς τὰς πρώτας ἀνάγκας τοῦ καθημερινοῦ βίου, τὴν τροφήν, τὸ ἔνδυμα, τὴν οἰκιακὴν οἰκονομίαν, τὴν γεωργίαν, τὰς σωματικὰς ἀσκήσεις, τὴν περιγραφὴν τῶν φυσικῶν φαινομένων καὶ τῶν κοινὼν εἰς πάντα ἄνθρωπον αἰσθημάτων. Ἂν μάλιστα τύχη νὰ ἔχῃ πρόχειρον καὶ μετάφρασίν τινα συλλογῆς κλεφτικὼν ᾀσμάτων ἐκ τῶν καθεκάστην φιλοπονουμένων ὑπὸ λογίων Ἄγγλων καὶ Ἀγγλίδων, θέλει παρατηρήσει ὅτι τοσοῦτον ἐπικρατοῦσιν ἐν αὐτῇ αἱ σαξονικαὶ λέξεις, ὥστε δύναται ἄνευ πολλῆς ἀνακριβείας νὰ ῥηθῇ ὅτι αὖται ἀντιστοιχοῦσιν εἰς τὰς ἡμετέρας δημοτικάς, αἱ δὲ λατινογαλλικαὶ εἰς τὰς παραληφθείσας ἐκ τῆς ἀρχαίας.
Ἂς ὑποθέσωμεν ἤδη ὅτι πάντα ταῦτα παρατηρήσας ἐπιχειρεῖ νὰ ἐξελληνίση μίαν σελίδα ἐξ ἑκάστου τῶν ἀνωτέρω βιβλίων. Πολὺ εὐκολωτέραν θὰ εὕρῃ βεβαίως τὴν μετάφρασιν τῆς ἐπιστημονικῆς πραγματείας, προσκρούων μόνον εἰς τὰς μεταφορὰς ἐκ τῶν ἀντικειμένων τοῦ καθημερινοῦ βίου, εἰς τὰς ὁποίας ἀρέσκονται πρὸς ἐναργεστέραν διατύπωσιν τῶν θεωρημάτων αὐτῶν οἱ Ἄγγλοι σοφοί. Τὰ τοιαῦτα ὅμως δὲν εἶναι πολλά, οὐδ᾿ ἔχει πολλὴν ἡ καλλιέπεια σημασίαν εἰς μετάφρασιν ἐπιστημονικῶν συγγραφῶν. Ἐφ᾿ ὅσον ὅμως ἀνυψόνεται ὑπὸ τούτων εἰς φιλολογικώτερα ἔργα, εἰς περιγραφὴν τοῦ Δίκενς, εἰς διάλογον τοῦ Σαιξπείρου, εἰς λίβελλον τοῦ Σουίφτ, εἰς λυρικὴν παρέκβασιν τοῦ Καρλάιλ ἢ αἰσθηματικὴν τοῦ Στέρνς, εἰς ὄνειρον τοῦ Quincey ἣ ὀπτασίαν τοῦ Πόου, ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν αὐξάνει τὸ ποσὸν τῶν σαξονικὼν λέξεων, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ τὸ ζήτημα τοῦ ὕφους γίνεται ἀπὸ ἐπουσιώδους πρωτεῦον. Ἐνῶ τὸ ὄντι ἤρκει πρὸς μετάφρασιν ἐπιστημονικοῦ ἔργου νὰ ἤναι ἡ λέξις τοῦ αὐτοῦ πράγματος δηλωτική, πρέπει εἰς μετάφρασιν φιλολογικοῦ νὰ ἦναι καὶ τοῦ αὐτοῦ αἰσθήματος ἐγερτική. Ἀλλ᾿ ἂν ἔχῃ κόκκον καλαισθησίας ἢ καὶ ἁπλῆς αἰσθήσεως ὁ πειρώμενος νὰ μεταφράσῃ, ἀμέσως κατανοεῖ ὅτι οὐδὲν ἔχουσι κοινὸν πρὸς τὰς ζωντανὰς καὶ δημοτικωτάτας σαξονικὰς λέξεις τῆς ἀγγλικῆς ὅσαι λέξεις τῆς καθαρευούσης γράφονται μέν, ἀλλὰ δὲν λέγονται, διότι θὰ ἦσαν εἰς τὸν προφορικὸν λόγον γελοῖαι. Τὰ «ὑποκάμισον» καὶ «χιτών», «φουστάνι» καὶ «ἐσθής», «σεντόνι» καὶ «σινδών», «μαντήλι» καὶ «ῥινόμακτρον», «σκοῦφος» καὶ «κεκρύφαλος» δύναται ν᾿ ἀντικαταστήσωσιν ἄλληλα ὡς συνώνυμα μόνον εἰς τὸν λογαριασμὸν λογίας πλύστρας, ὄχι ὅμως καὶ εἰς φιλολογικὸν ἔργον, ὅπου ἡ δήλωσις συνήθους πράγματος δι᾿ ἄλλου πλὴν τοῦ συνήθους αὐτοῦ ὀνόματος ψυχραίνει, ἀμβλύνει, ἐκνευρίζει, παραλύει καὶ καταστρέφει τὴν φράσιν. Εἰς δὲ τοὺς ἱκανοὺς νὰ ἰσχυρισθῶσιν ὅτι ἰσοδύναμα καὶ ἀντικαταστάτα εἶναι τὸ «ῥίς» καὶ «μύτη», «ὁδούς» καὶ «δόντι», «δάγκαμα» καὶ «δῆγμα», «ἀποχρώννυμι» καὶ «ξεβάφω», «τσιμπῶ» καὶ «χρωτὰ κνίζω», «ξεκαρδίζομαι» καὶ «ἐθνήσκω γελῶν» ἢ πᾶν ἄλλο τοιοῦτον, οὐδόλως διστάζομεν οὐδὲ συστελλόμεθα ν᾿ ἀπαντήσωμεν ὅτι δὲν γνωρίζουσί τι εἶναι φιλολογικὴ γλῶσσα ἤ, ὡς χάσας τὴν ὑπομονὴν εἶπεν εἰς αὐτοὺς ἐξάστερα ὁ Ἄγγλος ἑλληνιστὴς Blackie «ὅτι δὲν ἠξεύρουν τί λέγουν».

Τρίτη, Οκτωβρίου 25, 2011

Η χαμηλή φωνή





Μανόλης Αναγνωστάκης (επιμ.), Η χαμηλή φωνή (μια ανθολογία ποιημάτων χαμηλών τόνων, λυρικών,παραδοσιακών ποιητών, τα περισσότερα γραμμένα σε «παλιό ρυθμό» δηλ. έμμετρα, αλλά και κάποια  γραμμένα σε ελευθερωμένο στίχο (βλ. τα ποιήματα: Μιλτιάδης Μαλακάσης, «Βενετσάνικο» [σ. 49], Απόστολος Μελαχρινός, «Πάλι βρέχει!…» [σ. 78-79], του ίδιου, «Στο παραμύθι της ζωής σου…» [σ. 88-89], Όμηρος Μπεκές, «Απ' το μαχαλά» [σ. 102], Κώστας Καρυωτάκης, «Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα…» [σ. 118], Κλέων Παράσχος, «Αργά απ' τα βάθη μου…» [σ. 124], Τέλλος Άγρας, «Μονοτονία» [σ. 140-141], Νίκος Χάγερ-Μπουφίδης, «Πλάσματα αιθέρια…» [σ. 179]

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ:

Καρυωτάκης Κώστας

Αγάπη
Κι ήμουν στο σκοτάδι κι ήμουν
το σκοτάδι και με είδε μια αχτίδα.

Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της
Κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι
Πως μ’ έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης
Πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!

Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι
Δεν είμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος
Κι ελύγυσα σαν από τρυφερότη
Εγώ που μ’ είχε πέτρα κάνει ο πόνος



Λορέντζος Μαβίλης (1860-1912)

Φάληρο

Είχε όλα της τα μάγια η νύχτα, μόνη
εσύ έλειπες. Αργά κινάω να φύγω,
μα ξάφνου στη μπασιά του μπαρ ξανοίγω
αυτοκίνητο να γοργοζυγώνει.

Μ’ ελπίδα σταματάω. Να το, πλακώνει
παραμερίζουν οι άλλοι. Άσειστος μπήγω
τη ματιά μου στη ματιά σου. Άλλο λίγο
ακόμα, και ο σωφέρ σου με σκοτώνει.

Αρχοντοπούλα μ’ άφταστα πρωτάτα.
με των εφτά νησιών τις χίλιες χάρες,
τετράξανθη ομορφιά γαλανομάτα.

του θανάτου δε μ’ έπιασαν τρομάρες ?
γλυκύτατες με λυκώσανε λαχτάρες
να συντριφτώ κάτω από σε στη στράτα.

Ιωάννης Γρυπάρης (1870-1942)

Χωρισμός

Κ’ ήρθε μες στης αγάπης το μεθύσι
ο χωρισμός μιας πίκρα να μου βάλη
σαν και τούτη ? κι ακόμα πιο μεγάλη,
τη θάλασσα που μας έχει χωρίση.

Μια θάλασσα και στην καρδιά έχω κλείση,
που όταν ακούει το κύμα στο ακρογιάλι
το αιώνιο του παράπονο να ψάλλη,
έναν θρήνον αντίφωνο θ’ αρχίση.

Αντίφωνο ένα θρήνο κ’ ένα κλάμα
που κλαίοντας με τη θάλασσαν αντάμα
βουρκώνει πέρα ως πέρα το γιαλό.

Ως που στερνά της θάλασσας στον άμμο
ξεψυχούν οι καημοί ? και πάω και γω
τους πόνους μου τραγούδια να σου κάμω.

Κωνσταντίνος Χατζόπουλος (1868-1920)

Κι Όταν Φτάση η Άνοιξη..

Κι όταν φτάση η άνοιξη
κι έρθουν τα πουλιά
και γυρίσουν τ' άνθη,
σαν έναν καιρό
θα σε περιμένω.

Κι όταν έρθη πάλι
και το καλοκαίρι
με το μαϊστράλι,
σαν έναν καιρό 
θα σε περιμένω.

Μα όταν το φθινόπωρο
ξαναφτάση υγρό
και συννεφιασμένο,
θάρθω να σε βρω
δε θα περιμένω.

Μιλτιάδης Μαλακάσης (1869-1943)

Αγάπη

Ας μη γυρίζει ο λογισμός στα χρόνια εκείνα πίσω.
Κάλλιο μια τέτοια θύμηση για πάντα να χαθή,
Ποιος ξέρει, τώρα θάτανε γραφτό να σ' αγαπήσω,
Και τόσο που καμμιά ποτέ δεν έχει αγαπηθή.

Κι αν έφυγεν η νιότη σου, που θλίβεσαι για δαύτη,
Ως για πουλί που πέταξε μάλλα μαζί πουλιά,
Περσότερο από μια άνοιξη τον έρωτά μου ανάφτει
Του χινοπώρου τάγγιγμα στα ωραία σου τα μαλλιά.

Κι ακόμα φτάνω ν' αγαπώ σ' εσέ μιαν άλλη εικόνα,
- Τ' ορκίζομαι στα μάτια σου που τόσο λαχταρώ, -
Τον ήμερο κι ανέφελο και το γλυκό χειμώνα,
Που στο χλωμό σου πρόσωπο μια μέρα θα θωρώ.

Και μάθε το, τις μελιχρές λαμπράδες του Δεκέμβρη,
Και τις φεγγαροσκέπαστες του Γενναριού ομορφιές,
Μήτε στις τρέλλες τ' Απριλιού κανένας θα τις εύρη,
Μήτε και στις μονότονες του Μάη καλοκαιριές..

Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940)

Λυπημένα Δειλινά

Στης γειτονιάς της φτωχικής
Γυρίζει ο νους μου στα στενά,
Τα λυπημένα δειλινά
Στοχάζομαι της Κυριακής.

Μέσα στην κόκκινη αντηλιά
Το μαραμένο θηλυκό
Δίχως ελπίδα και μιλιά
Ποτίζει το βασιλικό

Κανείς διαβάτης δεν περνά
Κανένα αυτή δεν καρτερεί
Που στο μπαλκόνι ορθή φορεί
Το γιορτινό της το γκρενά.

Σα μοίρα κάθεται μια γρηά.
Στο φως μιας πόρτας ρημαδιού
Μακραίνει ο ίσκιος του παιδιού...
Καμπάνα ακούγεται μακριά.

Λάμπρος Πορφύρας (1879-1932)

Το Χαμόγελο

Ωραία γυναίκα, το τρελλί το γέλιο σου διαβαίνει,
σα μάταιος ήχος και σκορπά, κι ούτε μια ηχό ξυπνά
στην ακατάδεχτη καρδιά, που αγάπη τήνε δένει
μ' αθώα χαμόγελα βουβά.

Μ' αυτά που δείχνουνε χαρά, με κάποια που σκεπάζουν
τον πόνο τους αμίλητον οι ευγενικές ψυχές,
μ' εκείνα, που μαραίνονται κρυφά και ξεθωριάζουν,
σ' αρχαίες εικόνες σκοτεινές.

Και μ' όσα ακόμα, ούτε αλαφρά δε σκίζουνε τα χείλη,
κι αστράφτουν μόνο στων ματιών βαθιά στη σιγαλιά,
ωσάν τ' αντιφεγγίσματα που απλώνονται το δείλι
στην πελαγίσιαν ερημιά...

Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944)

Αποχαιρετισμός

Μόνος ήρθα, κάποιο βράδυ, κι ήσαν όλοι, γύρω, μόνοι,
κι όλοι ξένοι, τραγουδάμε, μες στη νύχτα που σιμώνει.

Κι όσο ζω, κι όσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, αλλοιμονό μου,
το βαθύ και το μεγάλο κι απροσμέτρητο κενό μου.

Τη στιγμή του σταυρωμού μου, και για μόνη συντροφιά μου,
μόλις ένιωσα τα χέρια που σταυρώσαν τα καρφιά μου...

Μόνος ήρθα, κάποιο βράδυ, μόνος πόνεσα για λίγο,
μόνος έζησα του κάκου - κι όπως ήρθα και θα φύγω.

Τ' είναι τάχα για τους άλλους, ο χαμός ενός ατόμου;
- κι όπως ήρθα, και θα φύγω, μόνος μές στο θάνατό μου...

Ρώμος Φιλύρας (1889-1942)

Διαθήκη

Εγώ παρήλθα, τραγουδώντας τη χαρά,
τις έμορφες, τα ρόδα και τ' αηδόνια,
χορεύοντας και πίνοντας αδρά
ένιωσα απάνω στα μαλλιά τα χιόνια.

Στου κύπελλου το κατακάθι η συμφορά
κι' η στάχτη, που αψηφούσα τόσα χρόνια.
Τώρα στο κύμα τα πετώ, μακριά,
τώρα με λυώνουν πόνοι και τριζόνια.

Σε νότα και ρυθμό, στίχο μεστό
σ' ένα τραγούδι επόθησα να κλείσω
μιαν αρμονία, νόημα σωστό.

Μα δεν κατόρθωσα θεία να μιλήσω,
παλμό να δώσω και να συγκλονίσω
την άπειρη ψυχή του κόσμου σε σεισμό.


Γιάννης Σκαρίμπας – Ο σταθμάρχης
Άξαφνα ως γλυστρούσε – σ’ ένα παραθύρι
Ένα χέρι εξαίσιο μούγνεψε και πάει
Μια σειρά άσπρα δόντια , δυο μάτια σαπφείροι
Μούστειλαν – φίλημα στα χάη!
Έμενα … Η μέρα είχε κιόλας φύγει,
Του σταθμού μου, γύρω, η ερημία αλύχτα
Κείνες οι φιλύρες πήγαιναν με ρίγη
Και με βήμα στρατιωτικό στη νύχτα…
Ω, έσύ, κυρά χέρι, δόντια , μάτι
Όνειρο και τραίνο που την πας τη νιότη,
Έδωσα σινιάλο – το κ α θ ή κ ο ν_ για τη
Διασταύρωσή μας στην αιωνιότη…

ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ ΝΙΚΟΣ
ΙΔΑΝΙΚΟΣ ΚΙ ΑΝΑΞΙΟΣ ΕΡΑΣΤΗΣ (Mal du depart)
Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων
Και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές
χωρίς να σκίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων
Για το Μαντράς, τη Σιγκαπούρ, τ’ Αλγέρι και το Σφαξ
θ’ αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία
κι εγώ σκυφτός σ’ ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία
Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ
Οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα ’χω πια ξεχάσει
κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ’ όποιον ρωτά
Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει
Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει
κι αυτό τ’ ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί
θα σημαδέψει, κι άφοβα τον φταίχτη θα χτυπήσει
Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες
θα ’χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.

BLACK AND WHITE
Μουσική: Λάκης Παπαδόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Αρλέτα


Του Άλμπορ το φανάρι πότε θα φανεί;
Οι μαθήτριες σχολάσανε του ωδείου.
Φωτεινές ρεκλάμες της οδού Σταδίου.
Γέφυρα βρεγμένη σκοτεινή.

Μάτι ταραγμένο μάταια σε κοιτώ
στον καιρόν απάνω του Σιρόκου.
Δούλευε το φτυάρι, μαύρε του Μαρόκου
που μασάς βοτάνια για τον πυρετό.

Φεμινά!... Χορός των κεφαλών.
Κ' οι Ναγκό χορεύουν στην Ασία.
Σε πειράζει - μου 'πες - η υγρασία
κ' η παλιά σου αρρώστια της Τουλών.

Τζίντζερ, που κοιτάς με το γυαλί,
το φανάρι του Άλμπορ δεν εφάνη.
Βλέπω στο Λονδίνο εγώ τη Fanny
στο κρεβάτι σου άλλον να φιλεί.

Κρέας αλατισμένο του κουτιού.
Μύωπα καπετάνιο μου και γέρο,
ένα μαγικό σκονάκι ξέρω
τέλειο για την κόρη του ματιού.

Άναψε στη γέφυρα το φως.
Μέσα μου μιλεί ένας παπαγάλος
γέρος στραβομύτης και μεγάλος
μα γιομάτος πείρα και σοφός.

Μέσα μου βαθιές αναπνοές.
Του Κολόμβου ξύπνησαν οι ναύτες.
Όλες τις ρουκέτες τώρα καφ' τες
και Marconi στείλε το S.O.S.

ΚΟΥΡΟΣΙΒΟ («μαύρη παλίρροια»)

Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε με το πρώτο.

Πέρ' απ' τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου 'πανε μια κούφια ώρα στην Αθήνα

Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ' ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μες' το μυαλό σου να σφυρίζει,
"ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι; "

Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κ' έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που 'χα με κούραση γυμνάσει.

Η λαμαρίνα! ...η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το kuro siwo σαν μια ζώνη
κ' συ κοιτάς ακόμη πάνω απ΄το τιμόνι,
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ
ΑΓΑΠΗ

Α! τι ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα,
αν είναι νάρθει θε ναρθεί, δίχως να νοιώσεις από πού,
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβημένα
θε να σου κλείσει απαλά με τ' άσπρα χέρια της τα δυο
τα ματια που κουράστηκαν τους δρομους να κυττάνε'
κι όταν, γελώντας, να της πεις θα σε ρωτήσει: "ποια είμαι εγώ;"
απ' της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποια 'ναι.
Δεν ωφελεί να καρτεράς! Αν είναι νάρθει, θε ναρθει'
κλειστά όλα νάναι, αντίκρυ σου να στέκεται θα δεις ορθή
κι ανοίγοντας τα χέρια της πρώτη θα σ' αγκαλιάσει.
Αλλιώς, κι αν είναι όλοφωτο το σπίτι για να την δεχτείς
κι έτσι ως την δεις τρέξεις σ' αυτήν κι ομπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι νάρθει θε ναρθει, αλλιώς θα προσπεράσει

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ
ΜΟΝΟ ΓΙΑΤΙ Μ’ ΑΓΑΠΗΣΕΣ

Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι' αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ' έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.
Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.
Γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες
και μου άπλωσες τα χέρια
κ' είχες μέσα στα μάτια σου το θάμπωμα
- μια αγάπη πλέρια,
γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι' αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ' ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα,
γι' αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ' αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ' έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ' αγάπησες.




The first time I told my story, I felt only pain. “How could this have happened to me?” I asked.  The second time I told my story, I felt on...