Σάββατο, Νοεμβρίου 06, 2010

Quizas, Quizas, Quizas



Quizas, Quizas, Quizas – Nat King Cole – Ελληνικοι στιχοι

Πάντα οταν σε ρωτάω
τι, πότε, πως και που
εσύ πάντα μου λες
ίσως, ίσως, ίσως

Και έτσι περνάνε οι μέρες
και εγώ, απελπισμένος
και εσύ, μου απαντάς
ίσως, ίσως, ίσως

Σπαταλάς τον χρόνο
σκεφτόμενη, σκεφτόμενη
αυτό που θέλεις περισσότερο
Ως πότε? Ως πότε?

Και έτσι περνάνε οι μέρες
και εγώ, απελπισμένος
και εσύ, μου απαντάς
ίσως, ίσως, ίσως

Και έτσι περνάνε οι μέρες
και εγώ, απελπισμένος
και εσύ, μου απαντάς
ίσως, ίσως, ίσως

Σπαταλάς τον χρόνο
σκεφτόμενη, σκεφτόμενη
αυτό που θέλεις περισσότερο
Ως πότε? Ως πότε?

Και έτσι περνάνε οι μέρες
και εγώ, απελπισμένος
και εσύ, μου απαντάς
ίσως, ίσως, ίσως

Γέλα πουλί μου



Για την Έλενα!

Παρασκευή, Νοεμβρίου 05, 2010

ημιμάθεια

Η ημιμάθεια ο χειρότερος εχθρός μου σ.χ

Αέναες αρχές

Αέναες συγκρούσεις συνεχείς και αλλεπάλληλες.
Πολεμάω τον εαυτό μου με τον εαυτό μου
Τσακίζω τη σάρκα μου, γεμίζω δάκρια.
Πουθενά δεν μπορώ να σταθώ
Η μονόχνωτη φύση μου με οδηγεί στο περιθώριο
Καταστρώνω καρτερικά το κάθε τέλος μου
Και γεμίζω τη ζωή μου αρχές
Αέναες αρχές
σ.χ

Μονοχνωτίαση

είμαι το πιο μονόχνωτο άτομο που ξέρω! σ.χ

Πέμπτη, Νοεμβρίου 04, 2010

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ-ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΦΟΡΟΣ


Πράξη τρίτη

Το λοιπόν, ήτανε κάτι Νηρηίδες, στη Νάξο να πούμε, και παίζανε στο γιαλό,
τρεις και το λουρί της μάνας, πέρναγε ο Ποσειδώνας, τις βλέπει και κόβει
ανάμεσά τους ένα κόμματο απίθανο. Αλληθώρισε.
-Για έλα δω, ρε, φώναξε τον οπλονόμο υπηρεσίας.
-Διατάξτε.
-Ποια είν' αυτή εκεί, ρε, η όμορφη;
-Η μελαχρινή;
-Όχι η άλλη. Μα ντιπ κόπανος είσαι; Σούπα: η όμορφη.
-Θα μάθω αμέσως.
Έτρεξε ο οπλονόμος, ρώτησε, τού 'πανε η Αμφιτρίτη, κόρη του Νηρέα και της
Δωρίδος. Ο Ποσειδώνας σηκώνεται και πάει μια και δυο στον πατέρα της. Είχε
μαζί του μαργαριτάρια, είχε κοράλλια, είχε και το ποινικό μητρώο λευκό.
-Θέλω την κόρη σου.
Κολακεύτηκε ο Νηρέας, είχε κι άλλες δυο κόρες, αλλά, τέλος πάντων, δεν
είναι μικρό πράγμα να κάνεις γαμπρό κοτζάμου βασιλιά της θάλασσας.
-Πώς, να την πάρετε!
Η Αμφιτρίτη, όμως, τον είδε μέσα από το καφάσι και δεν της γουστάριζε
ποσώς.
-Ποιόν; Αυτόν τον αξούριστο; Δεν τον θέλω.
-Μωρή, είναι θεός.
-Δεν θέλω κι ας είναι και λουκουματζής.
Κι επειδή κατάλαβε ότι θα της τον δώσουνε με το άστε-ντούα, σηκώθηκε ένα
βράδι, γέμισε τη βαλίτσα της βρακιά και σουτιέν και πήγε τρεχάλα στον Άτλαντα.
-Θείε Άτλα...
-Τ' είναι, ρε ζωηρό;
-Κρύψε με, θέλουν να με παντρέψουνε δια της βίας.
Ο Άτλας την πήρε και την έχωσε σ' ένα βαθύ μέρος στη θάλασσα και την
κρυφοτάιζε γαρίδες γιουβετσάκι. Θαλασσινά δεν της έδινε, φοβότανε, γιατί
σερνόταν τύφος. Έμαθε ο Ποσειδώνας ότι χάθηκε η νύφη, τον έπιασε μαύρη
απαλπισία.
-Τώρα;
-Μην κάνετε έτσι θεότατε. Τι να γίνει;
-Δεν μπορώ, είμαι ερωτευμένος.
-Να φάτε φύκια.
Ούτε με τα φύκια τού πέρναγε, πήγαινε στα μπουζούκια τα παραθαλάσσια, τά
'σπαγε, σεβντάς βαρύς και μέγας. Πάνω στην απελπισία του, περνάει ένα δελφίνι.
-Μπορώ να σας πω; Τού 'κλεισε το μάτι.
-Άσε με και συ.
-Μα σας ενδιαφέρει.
-Ιδιαιτέρως με θέλεις;
-Μάλιστα.
Τον πήρε ιδιαιτέρως το δελφίνι και του ξηγήθηκε πολύ ξεγυρισμένα.
-Την Αμφιτρίτη γυρεύετε;
-Ναι, μωρέ. Την είδες πουθενά;
-Την είδα στο τάδε μέρος, έψηνε κακαβιά.
Σηκώνεται ο Ποσειδώνας, πάει σφεντόνα... Η Αμφιτρίτη είχε φάει κάτι
πιατάρες και κοιμότανε, δεν τον πήρε μυρωδιά που ζύγωσε. Πάει ο Ποσειδώνας
κι άρχισε να την γλυκοξυπνάει.
-Μανούλα μου...
-Μμμμ.
-Μούξις. Ξύπνα, ρε τζιέρι μου!
Και ξυπνήσασα η Αμφιτρίτη ευρέθη προ του δραματικού γαμβρού και κατόπιν
τούτου έκανε το κορόιδο και τι να γίνει; Τον υπανδρεύθη και έγιναν χαρές
μεγάλες, μέχρι που σερβίρανε και σουπιές σπανάκι και χταπόδι με κοκκάρια
κι έφαγε ο Δίας τον αγλέουρα και παραλίγο να κλατάρει.
Στο δελφίνι ο Ποσειδώνας εξέφρασε την ευαρέσκειά του.
-Θα σε διορίσω αστερισμό.
Έτσι έγινε και το δελφίνι αστερισμός και ικανοποιήθηκε.

The first time I told my story, I felt only pain. “How could this have happened to me?” I asked.  The second time I told my story, I felt on...