Συνέχεια...Δεν άντεξε άλλο στο σπίτι , μπήκε στο αυτοκίνητο και πήγε προς τη θάλασσα … Σε όλη την διαδρομή ψιθύριζε
συνέχεια πως δεν μετανιώνει για τίποτα. Στη ζωή του ότι έκανε το πίστεψε με όλο του το είναι , είχε πάντα πάθος και διορατικότητα και δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό
που έκανε τα πράγματα να μην πάνε καλά πια …
Μέσα του ένιωθε βέβαια σαν να ήξερε ,σαν να υποψιαζότανε τι ήταν .
Ήταν αυτό που βρισκόταν στην αριστερή τσέπη από το πουκάμισο του … Δεν ήταν οι γάμοι , ούτε οι συμβάσεις που δέσμευαν τους ανθρώπους . Ήξερε όπως όλοι καλά , πως δεν
μπορούσε κανείς να είναι
ιδιοκτησία κανενός , πως δεν είναι εφικτό να είσαι ερωτευμένος για μια ζωή με έναν άνθρωπο , πως η μονογαμία και ο ίδιος ο γάμος ήταν κάτι που ήταν ενάντια στην ίδια τη
φύση των ανθρώπων …
Ήταν εκεί το έζησε . Στα έντεκα του το 1996 , είχε δει τον αδερφό του πατέρα του να κάνει κάτι στη μαμά του , δεν μπορούσε να καταλάβει τότε τι , μα ήταν σαν να έκλαιγε και να πονούσε . Είχε δει τον πατέρα του με την κόρη του γείτονα , είχε δει τους τσακωμούς . Είχε δει την φίλη του τη Μαίρη για λίγη πρέζα να εκδίδεται . Είδε τον φίλο του
τον Μιχάλη να κρεμιέται
στην εφηβεία τους για την γκόμενα που του την είχε γαμήσει ο καλύτερός του φίλος . Ήξερε από τον αδερφό του πως ήταν να είσαι ομοφυλόφιλος . Δεν είχε πει ποτέ τίποτα , αλλά ήξερε ότι στο μοναστήρι που είχε αποφασίσει να κλειστεί
ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής του
γινόντουσαν λεσβιακά όργια ...
Ποτέ του δεν τα θεώρησε υπερβολικά , εκείνο που δεν μπορούσε ήταν η υποκρισία της
κοινωνίας μέσα στην οποία ζούσε , πίστευε πως για όλα αυτά έφταιγαν τα ψέματα … Ήθελε από μικρός να αλλάξει τον κόσμο μέσα στον οποίο ζούσε , πίστευε όμως τόσο πολύ στα πάθη των ανθρώπων , στα ζωώδη ένστικτα τους
και δεν θα τα έβαζε ποτέ με τα πάθη των άλλων , ούτε με τα δικά του … Από πολύ μικρός είχε καταλάβει πως ήταν ουτοπικό
να είσαι ερωτευμένος μια ζωή με έναν άνθρωπό , και τότε αποφάσισε πως αφού δεν θα μπορούσε να ζήσει ποτέ σε έναν κόσμο αγγελικά πλασμένο , να ζήσει σε έναν κόσμο που δεν θα χωρούσε η λέξη υποκρισία και συμβιβασμός , στο τέλος κατάφερε να το κάνει …
Ήταν ήδη καθισμένος στο γνωστό του παγκάκι, η θάλασσα μύριζε άσχημα αλλά δεν τον πείραζε , αυτή η μυρωδιά ήταν εκεί για να του θυμίζει , όλα όσα είχε καταφέρει … Νόμιζε πως με το να τα απελευθερώσει όλα , θα καθάριζε την βρωμιά μέσα στην οποία μεγάλωσε αυτός , κι όμως το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να τη θάψει στο βυθό της θάλασσας . Ήθελε να ξεχαστεί να νομίζει πως την έθαψε όσο καλύτερα μπορούσε κι όμως αυτή είχε βγει πια στους αφρούς ... Δεν ήταν μόνο η υποκρισία που πλήγωνε τους ανθρώπους , το ξεγύμνωμα της αλήθειας ήταν αυτό που πονούσε περισσότερο , που τους πλήγωνε βαθιά …
Φώναζε ανέκαθεν πως δεν θέλει να υποτιμούν τη νοημοσύνη του , πως δεν θέλει να τον κοροϊδεύουν , πως θέλει να ξέρει όλη την αλήθεια , όσο κι αν τον πονούσε αυτή … Θυμάται πως ποτέ δεν θύμωσε στην κοπέλα που είχε αρραβωνιαστεί στα 23 του γιατί τον κεράτωσε , αλλά γιατί του το απέκρυψε . Αυτό πλήρωσε στη ζωή του , αυτό επέβαλε στο έθνος που κυβέρνησε τόσα χρόνια , να ξέρουν για όλα, όλοι, όλη την αλήθεια και να μένουν πια όλοι απαθείς σε όλα , ήξεραν την αλήθεια κι αυτό τους έφτανε …
Όχι είχε καταλάβει πως δεν τους έφτανε πια , πως δεν τους έκανε … Για ακόμα μια φορά έλεγε την αλήθεια στον εαυτό του , πόσο θα θέλε να μπορούσε να παραμυθιαζότανε , πόσο πολύ θα ήθελε να πίστευε πως ότι έκανε ήταν σωστό ... Πόσο πολύ του είχαν λείψει , οι κανόνες , οι περιορισμοί , τα ψέματα , η υποκρισία , πόσο πολύ τα νοσταλγούσε όλα αυτά . Πόσο πολύ θα ήθελε να ακούσει έστω κι ένα προδομένο σ’αγαπάω , πόσο πολύ ήθελε να ήταν ιδιοκτησία του έστω για μια στιγμή , εκείνη που αγάπησε όσο τίποτα στη ζωή του… Πόσο πολύ θα ήθελε να κάνει έρωτα μόνο σε εκείνη . Μα τι είχε πάθει; Νοσταλγούσε όλα εκείνα που πάλεψε με μανία εναντίον τους , νοσταλγούσε όλα εκείνα που θεωρούσε υπεύθυνα για την κατάντια της κοινωνίας στην οποία μεγάλωσε … Η λογική ήταν κάτι το οποίο είχε δει πως άλλαζε πολύ εύκολα , οι συνήθειες , οι νοοτροπίες, το «ηθικό» ήταν κάτι το οποίο μπορούσε να αλλάξει . Ναι όλα αυτά είχαν αλλάξει , το μαύρο των παιδικών του χρόνων είχε γίνει άσπρο , όλα ήταν τελείως διαφορετικά , εκείνο που δεν είχε υπολογίσει ήταν το συναίσθημα…Το μόνο που ονειρευότανε ήταν ένα υπέροχο μοίρασμα , αλλά σε πόσα κομμάτια να κοβότανε πια ; Ήθελε να είχε κάνει ένα παιδί , μπορεί βέβαια και να είχε αλλά αυτό δεν θα το μάθαινε ποτέ …