Δεν ήξερα αλήθεια, δεν είχα την παραμικρή ιδέα. Είχα να σε δω δεκαπενταέτια και βάλε. Το μυαλό μου αδυνατεί να σχηματίσει τη μορφή σου, σε θυμάμαι σε μια μακρινή Ανάσταση που κάναμε στο χωριό, πιτσιρίκι ακόμα να κρατάς μια αναμμένη λαμπάδα που φώτιζε το ξανθό πρόσωπο σου.
Είχαν πει πως πήγες στα καράβια, τώρα πια δεν πιστεύω τίποτα. Ο μπαμπάς ρωτούσε συνέχεια για εσένα χρόνια τώρα και επειδή δεν έπαιρνε λογικές απαντήσεις, είχε υποψιαστεί ότι ίσως κάτι συνέβαινε αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί τι.
Μένατε σε άλλη πόλη και δεν είχαμε επαφές. Την άλλη οικογένεια την βλέπαμε τα καλοκαίρια αραιά και που, εσύ πάλι πουθενά. Σε κάθε σήμαντικο γεγονός όλοι εκεί εσύ ήσουν απών, μα ήσουν στα καράβια ήταν η δικαιολογία. Μπορεί να'ταν και αλήθεια. Ποιος ξέρει πια, τι ήταν αλήθεια και τι ψέμα; Μερικά χρόνια πριν μας είχαν πει πως είχες ξεμπαρκάρει.Πως ήταν δύσκολη η ζωή στα καράβια και δεν άντεχες. Λες και στη στεριά αντέχετε η ζωή.
Μέχρι που διαβάσαμε πως πήδηξες από το μπαλκόνι, πως σε βρήκανε περαστικοί. Πως διαλύθηκες σε χίλια κομμάτια όπως ήταν διαλυμένη χρόνια η ψυχή σου. Θα ζήσεις, πως άγνωστο.
Λυπάμαι βαθειά και ειλικρινά που μέχρι κι αυτό το έμαθα από το ίντερνετ, που τόσο χρόνια είχα πλήρη άγνοια. Όλη η σκέψη μου μαζί σου γιατί όπως και να το κάνεις το αίμα νερό δεν γίνεται...