Ο κλαρινιτζής έπαιζε ακόμα και οι θαμώνες που φεύγανε του φώναζαν добро утро (dobro utro). Είχανε και παιδί για να ανοίγει τις σαμπάνιες. Παιδί; Ασπρομάλλης, κοιλαράς με στραβά κουμπωμένο πουκάμισο μέχρι το στομάχι και με το δεξί του τριχωτό στήθος σε κοινή θέα. Μέχρι εκεί έφτανε η προοπτική της βραδιάς.
Στη μέση του πουθενά, κάπου έξω από ένα χωριό του κάμπου αδύνατον να αισθανθώ οτιδήποτε, άκουγα τα λόγια του Θάνου μέσα στο κεφάλι μου " Το κάνω για τη λογοτεχνία" και επέμενα αδιαμαρτύρητα τους χορούς από τις γυναίκες με τα αντρικά σώματα και τους καπετάνιους του κάμπου. Λεπτά πόδια, χοντρές κοιλιές μια άλλη φάρα γυναικών αυτές δεν ξέρω καν από που φερμένες. Το χωριό με τις μεγάλες κοιλιές, πέντε παρά πέντε παρακμή.
Τρομερή η δύναμη της συνήθειας σκέφτηκα, καταστρέφει τα πάντα στο πέρασμα της, μετά από τόσες ώρες μέσα στο κέντρο του κάμπου η φωνή της παράφωνης τραγουδιάρας με τα ωραία στήθη και τα καλλίγραμμα μπούτια δεν μου φαινότανε παράφωνη πια.
Συνήθισα να ζω κουμπωμένη. Το ποτήρι μου μιλούσε μαζί με αυτό κι ένας τρομερός πονοκέφαλος. "Χαμένα όλα του τα τάματα του".Ήθελα να σηκωθώ πάνω και να χορέψω, κάπως να εξαγνιστώ, να πάψω πια να είμαι η φωνή της λογικής, να γίνω όπως παλιά, άνθρωπος χωρίς όρια.
Μα τότε σαν να είχα τρομάξει αρκετά και κουμπώθηκα παραπάνω από το κανονικό κι άρχισα να με πνίγω. Να θες να αφεθείς στα πάθη σου και να μην γίνεται , όλα σωστά, όλα μετρημένα. Τελικά χόρεψα. Ο τραγουδιστής μορφή, ιδιοκτήτης του κέντρου, μαέστρος και γκαρσόν μαζί, την ώρα που τραγουδούσε, έμπαινε με το μικρόφωνο μέσα στην κουζίνα έπαιρνε τα πιάτα και τα μετέφερε ο ίδιος στα τραπέζια.
Οικογενειακή επιχείρηση. Πιάτα χωρίς μαχαιροπίρουνα , ποτήρια μόνο για κρασί. Ήπια και το ευχαριστήθηκα και τότε τους αγάπησα όλους , του κατανόησα όλους , πήρα την τραγουδιάρα αγκαλιά , εκείνη μου έδωσε το μικρόφωνο και τραγούδησα πως στην Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή και λύθηκα στα κλάματα.