Συνάντηση μεσημεριανή, πρώτη. Η αμηχανία ασυνόδευτη, ίσως γιατί δεν είχα να περιμένω τίποτα. Επικοινωνία σε μια διαφορετική γλώσσα. Ριγμένος ο εαυτός μου στην καρέκλα. Το κίτρινο πουκάμισο για συνοδεία, ακούω. Είναι ζεστά και όμορφα, ματιά καθαρή, λόγος γρήγορος, καφές νερουλός τίποτα το ιδιαίτερο. Λόγια πολλά υποσχόμενα, μου θυμίζουν κάτι από μένα. Θα φταίνε οι αναγκαστικές μου προσγειώσεις αλλά ποτέ δεν είναι αργά για μια καινούργια απογείωση. Απλωμένο χέρι για μια νέα αρχή, για κάτι ΆΛΛΟ. Χάρηκα πολύ που σε γνώρισα Γιώργο και μοιραστήκαμε τις μεσημεριανές μας σκέψεις...
Λόγια του κόσμου μην ακούς,
έχεις να κάνεις με κακούς .
Αλέκος Σακκελάριος
Κοιτά να δεις που έχουμε και παρόμοιο γραφικό χαρακτήρα
"... Κοιμάσαι ήρεμος ένα βράδυ , όταν το φεγγάρι παίρνει να γεμίζει, και σε πιάνει απροετοίμαστο στον ύπνο το παρελθόν σου."
Γιώργος Σαράτσης
Τριακόσιες εξήντα έξι μέρες. Τόσες όσοι και οι φίλου του στο φάσεμπουκ. Έψαχνε διέξοδο. Ξενύχτης . Το πατρικό του, βολικό κούμπωμα στην τρύπα της ζωής του. Ονειρευόταν, πως ίσως να μπορούσε να τους μοιάσει, να έβγαζε κι αυτός μια χαρωπή φωτογραφία μπροστά από το άγαλμα της Ελευθερίας. Οι περισσότεροι φευγάτοι από επιλογή ή από ανάγκη. Χάζευε τις ξενιτεμένες τους φωτογραφίες, με την αυτοπεποίθηση του να καθαρίζει πατώματα.
Μέσα Οκτώβρη, το πρώτο κρύο, οι πρώτες σταγόνες. Τα σκουπίδια ξεχύνονται στους δρόμους, η βροχή τα παρασέρνει. Άνθρωποι πέφτουν από τις ταράτσες και αυτοκτονούν άλλοι αυτοπυροβολούνται άλλοι ελπίζουν ακόμα. Η ζωή συνεχίζεται, όπως κάνει πάντα. Κάποιες γενιές χάνονται κι αυτή εδώ υποχρεωμένη να ζει μια παρατεταμένη εφηβεία.
Καλοκαίρι , πλατεία. Στο παγκάκι γραμμένο ένα σύνθημα.
«Των τοκογλύφων τσιράκι. Γαμιέται η Μαρία Δαμανάκη»
Ηθικό δίδαγμα. Ποτέ δεν την πληρώνει αυτός που φταίει. Προσπερνάει. Το φαγητό της μαμάς στο πιάτο. Τρώει μηχανικά. Αν δεν υπήρχε αυτή δεν θα μπορούσε ούτε αυτό να έχει. Κι αν δεν το είχε; Θα αναγκαζόταν να κάνει κάτι γι αυτό. Αφηνόταν στην κατάσταση. Δεν είχε δύναμη να αλλάξει τα πράγματα. Τον είχαν μηδενίσει κι αυτός δεν ήταν από αυτούς τους «δυνατούς» που πάντα βρίσκουν λύσεις στη ζωή.
Κάποιος με καταράστηκε δεν εξηγείται αλλιώς εκεί που έλεγα τι όμορφα θα περνούσαμε στην παραλία... Δεν είναι μόνο ο καιρός που είναι το λιγότερο φθινοπωρινός, είναι που αρρώστησα στα καλά καθούμενα , με πυρετούς, ανελέητο βήχα, πόνο στο στήθος και την αντιβίωση στην τσέπη. Τι να πω;
Διάβασα το Γυάλινο Κόσμο και ήταν λες και ήμουνα εγώ η Λώρα, λες και έχω παίξει κι εγώ σε αυτό το έργο και παίζω ακόμα. Πάω να συνεχίσω τις μεταφράσεις μου. Έξω ο καιρός θυμίζει Νοέμβρη, ίσως να είναι κι αυτό ένα σημάδι για το τέλος του παλιού κόσμου, γιατί πολλά δεν θα είναι από εδώ και πέρα όπως ήταν χθες.
Τα όνειρα εξακολουθούν να τρέχουν σαν χείμαρρος όπως και το συνάχι μου, το δεύτερο θα το σταματήσω με αντιβιοτικά, τα δε πρώτα τρώνε πάντα πόρτα απ'την πραγματικότητα αλλά εξακολουθούν να τρέχουν στη δική τους διάσταση. Μπουμπουνίζει πάλι, σωστός κατακλυσμός...
Φορτώνω τον Maci, με δίσκους, βιβλία, ταινίες, έρευνες και εργασίες. Γράφω τη λίστα για το σούπερ μάρκετ ακούγοντας Ρόδες και Βρώμικο. Πίνω φρέντο καπουτσίνο σπιτικό. Τι άλλο θέλουμε; Αντηλιακά, αντικουνουπικά για πριν και μετά το τσίμπημα! Τα παιδιά στην τηλεόραση τα έχω βαρεθεί! Παρωδούν μάλλον αυτό που λέγεται πολιτική και πίσω από τις λέξεις θα κρύβεται πάντα ο Αλέξης .
Έξω μπουμπουνίζει , συννεφιές και όμως η πόλη με διώχνει μπορεί κι εγώ να θέλω να την διώξω από πάνω μου. Ανοίγω για λίγο το παράθυρο, βρεγμένο χώμα και μεθυστική μυρωδιά ακακίας. Φυσάει πάλι, σκέφτομαι τα παιδιά στην παραλία. Μετράω τις μέρες και ξαφνικά σκοτεινιάζουν όλα και ανοίγουν οι ουρανοί! Την Παρασκευή κι αυτή η μπόρα θα είναι πλέον παρελθόν. Μια βδομάδα παράλια μετά Σαλόνικα για έκθεση βιβλίου και Ρόδες και μετά πάλι πίσω στην αμμουδιά. Κάποια μέρα θα γυρίσω όλο τον κόσμο, μέχρι τότε ας διαβάσω λίγο Μπέκετ...
Samuel Beckett: Not I
Note:Written in English in spring 1972. First performed at the Forum Theater of the Lincoln Center, New York, in September 1972. First published by Faber and Faber, London, in 1973. First performed in Britain at the Royal Court Theatre, London, on 16 January 1973.
Movement: this consists in simple sideways raising of arms from sides and their falling back, in a gesture of helpless compassion. It lessens with each recurrence till scarcely perceptible at third. There is just enough pause to contain it as MOUTH recovers from vehement refusal to relinquish third person.
Stage in darkness but for MOUTH, upstage audience right, about 8 feet above stage level, faintly lit from close-up and below, rest of face in shadow. Invisible microphone.
AUDITOR, downstage audience left, tall standing figure, sex undeterminable, enveloped from head to foot in loose black djellaba, with hood, fully faintly lit, standing on invisible podium about 4 feet high shown by attitude alone to be facing diagonally across stage intent on MOUTH, dead still throughout but for four brief movements where indicated. See Note.As house lights down MOUTH`S voice unintelligible behind curtain. House lights out. Voice continues unintelligible behind curtain, l0 seconds. With rise of curtain ad-libbing from text as required leading when curtain fully up and attention sufficient into:
MOUTH: . . . . out . . . into this world . . . this world . . . tiny little thing . . . before its time . . . in a godfor– . . . what? . . girl? . . yes . . . tiny little girl . . . into this . . . out into this . . . before her time . . . godforsaken hole called . . . called . . . no matter . . . parents unknown . . . unheard of . . . he having vanished . . . thin air . . . no sooner buttoned up his breeches . . . she similarly . . . eight months later . . . almost to the tick . . . so no love . . . spared that . . . no love such as normally vented on the . . . speechless infant . . . in the home . . . no . . . nor indeed for that matter any of any kind . . . no love of any kind . . . at any subsequent stage . . . so typical affair . . . nothing of any note till coming up to sixty when– . . . what? . . seventy?. . good God! . . coming up to seventy . . . wandering in a field . . . looking aimlessly for cowslips . . . to make a ball . . . a few steps then stop . . . stare into space . . . then on . . . a few more . . . stop and stare again . . . so on . . . drifting around . . . when suddenly . . . gradually . . . all went out . . . all that early April morning light . . . and she found herself in the--– . . . what? . . who? . . no! . . she! . . [Pause and movement 1.] . . . found herself in the dark . . . and if not exactly . . . insentient . . . insentient . . . for she could still hear the buzzing . . . so-called . . . in the ears . . . and a ray of light came and went . . . came and went . . . such as the moon might cast . . . drifting . . . in and out of cloud . . . but so dulled . . . feeling . . . feeling so dulled . . . she did not know . . . what position she was in . . . imagine! . . what position she was in! . . whether standing . . . or sitting . . . but the brain– . . . what?. . kneeling? . . yes . . . whether standing . . . or sitting . . . or kneeling . . . but the brain– . . . what? . . lying? . . yes . . whether standing . . . or sitting . . . or kneeling . . . or lying . . . but the brain still . . . still . . . in a way . . . for her first thought was . . . oh long after . . . sudden flash . . . brought up as she had been to believe . . . with the other waifs . . . in a merciful . . . [Brief laugh.] . . . God . . . [Good laugh.]
Ξημερώματα μακριά απ'τη Θάλασσα
τις μπύρες και τις αντρικές παρέες
Πίσω στο κλουβί, με τα μικρά τετράγωνα
και τα φωτεινά ορθογώνια
Το σχήμα του τρόμου τετράγωνο
Χαιδεύω τα βιβλία μου
Διαβάζω έξι λέξεις και φεύγει το σκοτάδι
Έχω τηλεόραση, υπολογιστή και σύνδεση στο ίντερνετ
Ήπια και μια μπύρα μα κι αυτή ζεστή
Η ζωή μου τρίγωνη, όχι σαν την Πλατεία
ούτε σαν τα τρίγωνα Πανοράματος
Ρομαντική σαν τη μυρωδιά των κομμένων λουλουδιών
που σου άφησα πίσω, να εκεί πάνω
στο βάζο στο τραπέζι της βεράντας
Που'σαι θα γυρίσω
Πριν έρθουν τα τζιτζίκια
πριν πιάσουν οι ζέστες
Πριν κλείσουν τα σχολεία
Πριν έρθουν οι θειές
οι τουρίστες , οι μάνες
τα τσίσα και τα κουβαδάκια
Να διαβάσουμε όλοι μαζί
στην παραλία τις ιστορίες του πορνόγερου
όπως στα δεκατέσσερα
Να φτιάξουμε φραπέ απ'το σπίτι
χειροποίητο γλυκό με γάλα
Να αράξουμε κάτω απ'τα πλατάνια
τι κι αν δεν ήταν η ζωή μας στρόγγυλη
Θα βουτήξω στη θάλασσα
Μαζί με τις συμβάσεις μου
Είμαι φορτωμένη
Που'σαι σε μια βδομάδα θα'μαι εκεί
να μαζέψουμε κρίταμα απ'τα βράχια
να πιούμε τσίπουρα στο Μπάτσικα
να μας πιάσει η μπόρα στο ρέμα
Να μας καίει το αλάτι στα χείλη
Τα βράδια μας θα μυρίζουν σιτρονέλα
θα ψήνουμε λουκάνικα,
δίπλα απ'το σκαραβαίο
τη βέσπα και τα ποδήλατα
Θα τα καβαλάμε και θα κάνουμε όνειρα
Και θα γράψω θα δεις
για τα τατουάζ που κάναμε στα
απόκρυφα σημεία
γι αυτά που η μάνα δεν έμαθε ποτέ
Θα'ναι ωραία θα δεις
στου Αιγαίου τον Κάμπο
δίχως τηλεόραση, facebook και like
Mε μπύρα κρύα, αστέρια και θάλασσα
θα σου φτιάξω άλλο όνειρο
από αυτό που μας χάλασαν
[JIM lights a cigarette and leans indolently back on his elbows smiling at LAURA with a warmth and charm which lights her inwardly with altar candles. She remains by the table, picks up a piece from the glass menagerie collection, and turns it in her hands to cover her tumult.]
JIM [after several reflective puffs on his cigarette]: What have you been doing since high school?
[She seems not to hear him.]
Huh?
[LAURA looks up.]
I said what have you done since high school, Laura?
LAURA: Nothing much.
JIM: You must have been doing something these six long years.
LAURA: Yes.
JIM: Well, then, such as what?
LAURA: I took a business course at business college –
JIM: How did that work out?
LAURA: Well, not very – well – I had to drop out, it gave me – indigestion –
[JIM laughs gently.]
JIM: What are you doing now?
LAURA: I don’t do anything – much. Oh please don’t think I sit around and do nothing! My glass collection takes up a good deal of time. Glass is something you have to take care of.
JIM: What did you say – about glass?
LAURA: Collection I said – I have one – [She clears her throat and turns away again, acutely shy.]
JIM [abruptly]: You know what I judge to be the trouble with you? Inferiority complex! [..] Everybody excels in some one thing. Some in many! [He unconsciously glances at himself in the mirror.] All you’ve got to do is discover in what!
[…]
LAURA: Ohhhh.
JIM: Because I believe in the future of television! [turning his back to her.] I wish to be ready to go up right along with it. Therefore I’m planning to get in on the ground floor. In fact, I’ve already made the right connections and all that remains is for the industry itself to get under way! Full steam – [His eyes are starry.] Knowledge – Zzzzp! Money – Zzzzp! – Power! That’s the cycle democracy is built on!
[His attitude is convincingly dynamic. LAURA stares at him, even her shyness eclipsed in her absolute wonder. He suddenly grins.]
I guess you think I think a lot of myself!
LAURA: No-o-o-o, I –
JIM: Now how about you? Isn’t there something you take more interest in than anything else?
LAURA: Well, I do – as I said – have my –glass collection –
[A peal of girlish laughter rings from the kitchenette.]
JIM: I’m not right sure I know what you’re talking about. What kind of glass is it?
LAURA: Little articles of it, they’re ornaments mostly! Most of them are little animals made out of glass, the tiniest little animals in the world. Mother calls them a glass menagerie! Here’s an example of one, if you’d like to see it! This one is one of the oldest. It’s nearly thirteen.
[Music: ‘The Glass Menagerie’.]
[He stretches out his hand.]
Oh, be careful – if you breathe, it breaks!
JIM: I’d better not take it. I’m pretty clumsy with things.
LAURA: Go on, I trust you with him! [She places the piece in his palm.] There now – you’re holding him gently! Hold him over the light, he loves the light! You see how the light shines through him?
JIM: It sure does shine!
LAURA: I shouldn’t be partial, but he is my favourite one.
JIM: What kind of a thing is this one supposed to be?
LAURA: Haven’t you noticed the single horn on his forehead?
JIM: A unicorn, huh?
LAURA: Mmmm-hmmm!
JIM: Unicorns – aren’t they extinct in the modern world?
LAURA: I know!
JIM: Poor little fellow, he must feel sort of lonesome.
LAURA [smiling]: Well if he does, he doesn’t complain about it. He stays on a shelf with some horses that don’t have horns and all of them seem to get along nicely together.
JIM: How do you know?
LAURA [lightly]: I haven’t heard any arguments among them!
JIM [grinning]: No arguments, huh? Well, that’s a pretty good sign! Where shall I set him?
LAURA: Put him on the table. They all like a change of scenery once in a while!
JIM: Well, well, well, well – [He places the glass piece on the table, then raises his arms and stretches.] Look how my big shadow is when I stretch!
LAURA: Oh, oh yes – it stretches across the ceiling!
JIM [crossing to the door]: I think it’s stopped raining. [He opens the fire-escape door and the background music changes to a dance tune.] Where does the music come from?
LAURA: From the ParadiseDance Hall across the alley.
JIM: How about cutting up the rug a little, Miss Wingfield?
Ήταν κι εκείνη μια κοκκινοσκουφίτσα. Περίμενε πως κάποιος θα βρισκότανε να την κάνει πρωταγωνίστρια στο παραμύθι του.Νόμιζε πως θα το έκανες εσύ. Ακόμα σε περιμένει σε εκείνη την κουζίνα με τον φωταγωγό. Δεν έμαθε να μαγειρεύει τίποτα άλλο εκτός από μπριζόλες. Σήμερα θα πήγαινε πάλι μια βόλτα στο δάσος. Άνοιξε το άσπρο ερμάριο της πίσω βεράντας.Τα πολύχρωμα σταράκια ακόμα εκεί, έστεκαν στραπατσαρισμένα και σκονισμένα, με τα κορδόνια τους γεμάτα κόμπους και ιστορίες. Τόσα παπούτσια, τόσες ιστορίες για να διηγηθούν. Λιωμένες σόλες, γέφυρες, τρεχάματα και τόσα μα τόσα πολλά αδιέξοδα. Δεν τα περίμενε. Παλιότερα πηδούσε μάντρες, τώρα λύνει μόνο σταυρόλεξα για να ξεχνιέται. Τα άρπαξε, απόψε θα τα φορούσε ξανά, θα τα έβαζε στα πόδια της, ήξερε ότι είχε ωραίες παραισθήσεις φορώντας τα. Αρκεί να γυρνούσε μέχρι τις δώδεκα, γιατί μετά θα ξανάρχιζε το ίδιο βασανιστήριο της αναμονής. Δεν το άντεχε πια γι αυτό και δεν τα φορούσε συχνά. Τα είχε πάρει από το Μοναστηράκι, ένα μεσημέρι που στο Σύνταγμα τραγουδούσε ο Ρουβάς ενώ η μάνα της, την περίμενε έξω από τα MacDonald's. Πάνε έξι μπορεί και εφτά χρόνια από τότε. Κοίτα να δεις κρατιούνται ακόμα μια χαρά. Εμείς πάλι… Μετά γύρισε σπίτι και σου μαγείρεψε μπριζόλες, ενώ εσύ κοιμόσουν. Θυμάσαι; Σου άρεσαν....
Τα φόρεσε και μπήκε στο ασανσέρ. Επιτέλους μια βόλτα στο δάσος, με τους γεμάτους κάδους, τις νεράιδες στους δρόμους να ψάχνουν για πελάτες. Μετρούσε τα βήματα και χόρευε πάνω στην γκρι άσφαλτο του δάσους. Ξωτικά με σύριγγες πίσω από τα δέντρα, κουκουβάγιες που πουλούσαν τσάντες.Αγόρασε μπριζόλες, χοιρινές αυτές που σου αρέσανε. Βρήκε κρεοπωλείο να διανυκτερεύει και πήγε στη στάση. Πάλι αναμονή, πάλι μπριζόλες. Πέταξε τη σακούλα στα σκυλιά, τα είδε να καταβροχθίζουν το κρέας των γουρουνιών. Δε θα έπαιζε σε κανένα παραμύθι, και είχε πάει κιόλας δώδεκα. Δεν είχε κι άλλα κουτάκια να γεμίσει με λέξεις.Επιτέλους περνούσαν τα σκουπιδιάρικα.Έβγαλε τα κορδόνια της και κρεμάστηκε στη στάση.
Το Εργαστήριο Γλώσσας και Προγραμμάτων Γλωσσικής Διδασκαλίας Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και ο Φοιτητικός Σύλλογος Π.Τ.Ν. σας προσκαλούν σε σεμινάριο συγγραφής σεναρίου την Παρασκευή 18 Μαΐου, με διδάσκοντα τον Γιώργο Φειδά, σεναριογράφο των τηλεοπτικών σειρών Singles και Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος.
Περισσότερες πληροφορίες και δηλώσεις
συμμετοχής (παρακαλούμε όσο το δυνατόν πιο έγκαιρα): Στο Φοιτητικό Σύλλογο Τμήματος Νηπιαγωγών και στο Εργαστήριο Γλώσσας (Άννα Βακάλη: Τηλ. 2385055152, e-mail: avakali@otenet.gr) Οι εγγραφές θα γίνονται στις 12:00 την ημέρα του σεμιναρίου.
Καλοκαίρι ντάλα ήλιο
Σαγιονάρα και μαγιό
Δε θα μείνω άλλο στην πόλη
Στα παράλια εξορμώ
Βάζω μπρος τη μηχανή μου
Με ντεπόζιτο μισό
Και μαζί με το μωρό μου
Βάζουμε αντηλιακό
Το'χα όμως δα ξεχάσει
Πίνοντας φραπέ γλυκό
Πως θα πρέπει μπρος στην κάλπη
Πάλι να ξανασταθώ
Να ψηφίσω να τους βγάλω
Ή να πέσω να πνιγώ;
Την πετσέτα μου αρπάζω
Κι αραχτός στην αμμουδιά
'Ισως βρω τρόπο ν'αλλάξω
Ή πατρίδα ή μυαλά
σ.χ
In a Manner of speaking I just want to say That I could never forget the way You told me everything By saying nothing In a manner of speaking I don't understand How love in silence becomes reprimand But the way that i feel about you Is beyond words O give me the words Give me the words That tell me nothing O give me the words Give me the words That tell me everything In a manner of speaking Semantics won't do In this life that we live we live we only make do And the way that we feel Might have to be sacrified So in a manner of speaking I just want to say That just like you I should find a way To tell you everything By saying nothing. O give me the words Give me the words That tell me nothing O give me the words Give me the words Give me the words