Τετάρτη, Αυγούστου 17, 2022

Τα νέα της Αλεξάνδρας...

 

 


Χθες το πρωί και ενώ ήμουν μόνη στο σπίτι, σηκώθηκα βαριεστημένα να ντυθώ και να πάω με τα πόδια στη δουλειά αφού ακριβώς την προηγούμενη μέρα η μητέρα της νύφης μου, μου είπε με κομψό τρόπο ότι πάχυνα και τουλάχιστον είχε το τακτ να μου το πει όταν μείναμε δυο μας. Βέβαια δεν έλεγε και ψέματα μιας και είχε να με δει χρόνια και προφανώς με θυμάται από την εποχή που είχα καταφέρει να έχω διαστάσεις μοντέλου ενώ τώρα απλά είμαι όπως ήμουν σχεδόν όλη την υπόλοιπη μου ζωή όμορφη και ζουμερή!

Είχα επιστρέψει την προηγούμενη στην πόλη αργά το βράδυ ανήμερα δεκαπενταύγουστου και ήταν η δεύτερη εβδομάδα που θα περνούσα και πάλι σαν εργένισσα χωρίς παιδιά και άντρα και ομολογουμένως μπορεί από τη μια να το απολάμβανα, διάβασα τρία βιβλία σε δυο μέρες, είδα σειρά μια ολόκληρη σεζόν, έβγαινα κάθε μέρα έξω, συναναστράφηκα τόσο κόσμο, πήγα για κούρεμα και όλους τους σχετικούς καλλωπισμούς και όμως όλα αυτά τελικά δεν είχαν κανένα νόημα, κακά τα ψέματα όσο και να γκρινιάζω για εμένα πλέον το νόημα της ζωής μου είναι τα παιδιά μου και ο Γιάννης που παρόλα τα κουσούρια του είναι η παρέα μου και τους τελευταίους μήνες που λείπει είναι λες και όσα κάνω είναι άνοστα, άχρωμα, μονότονα, χωρίς νόημα. Ξέμαθα μάλλον να είμαι μοναχικός λύκος και όσο κι αν την βρίσκω με την πάρτη μου, μου λείπουν αφάνταστα οι μυρωδιές και οι αγκαλιές τους και περισσότερο απ όλες αυτή η ομαδική που κάνουμε οι τέσσερις μας!

Είναι λοιπόν νωρίς το πρωί της 16ης Αυγούστου σε ένα άδειο στενό δρομάκι στο κέντρο της Λάρισας και ακούω τρομακτικές φωνές που δεν μπορώ να προσδιορίσω από που ακριβώς προέρχονται αλλά είναι τόσο έντονες και ζωντανές λες και το σκηνικό γινόταν μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Είμαι τρομοκρατημένη και πεπεισμένη ότι γίνεται γυναικοκτονία ή στην καλύτερη άγριος ξυλοδαρμός από τα ουρλιαχτά, τα κλάματα, τα χτυπήματα, και τα άπειρα "ΠΟΥΤΑΝΑ" που ακούγονται διαπεραστικά.

Αμέσως καταλαβαίνω πως δεν προέρχονται από τους συνήθεις ύποπτους του πρώτου ορόφου, πλησιάζω στο παράθυρο και βλέπω έναν άντρα από την απέναντι πολυκατοικία να προσπαθεί να δει από που προέρχονται οι φωνές ενώ μιλάει στο κινητό του και με ανακουφίζει το γεγονός ότι μιλάει με την αστυνομία από όσο μπόρεσα να διαβάσω τα χείλη του. Η ώρα έχει ήδη περάσει και πρέπει να ξεκινήσω για τη δουλειά αφού έχω αποφασίσει κιόλας ότι θα πάω με τα πόδια αλλά είμαι μουδιασμένη γιατί φοβάμαι μήπως όλο το σκηνικό δεν γίνεται σε κάποιο σπίτι αλλά ακριβώς στην είσοδο της πολυκατοικίας ή στον δρόμο και πως μπορεί να φάω καμιά ξώφαλτση ή να δω μπροστά μου ένα φόνο. Είναι απίστευτος ο φόβος που νιώθω με μουδιάζει.

Τελικά κατεβαίνω, δεν συναντώ κανέναν και για λίγο όντως επικρατεί απόλυτη ησυχία, τρέχω γρήγορα να φύγω από τον δρόμο. Στη διαδρομή προς τη δουλειά σκέφτομαι την τρομερή μόδα των γυναικοκτονιών, μόνο που δεν είναι μόδα είναι ολόκληρη η ιστορία των αιώνιων σκλάβων αυτού του κόσμου των γυναικών δηλαδή και δεν χρειαζόταν να παρακολουθήσω το σεμινάριο του Τριαρίδη για να το συνειδητοποιήσω, βαθιά μέσα μου το ήξερα, το είχα διαβάσει στα επιστημονικά βιβλία, στη ψυχανάλυση, στη λογοτεχνία,στο θέατρο, στα θρησκευτικά κείμενα,στα νομικά κείμενα,  το είχα βιώσει στο πετσί μου, με όλο μου το είναι και χθες το βίωσα ακόμα πιο βαθιά όταν ο σχεδόν εβδομηνταπεντάχρονος πατέρας μου σε μια εντελώς άσχετη στιγμή και ενώ τρώγαμε δυο μας στη βεράντα στο σπίτι μας στη Βελίκα, χωρίς κανένα λόγο ή αφορμή για να ανοίξει αυτή τη συζήτηση μου είπε ότι ο πατέρας του έδερνε την μητέρα του τη συνονόματη γιαγιά μου δηλαδή και πως δεν την έδερνε απλώς, της συμπεριφερόταν απάνθρωπα και πως δυο-τρις φορές κιόλας την χτύπησε τόσο πολύ που σχεδόν ήταν του θανατά και πως αυτό είναι κάτι που ως παιδί τον σημάδεψε αφάνταστα και συνεχίζει ακόμα και σήμερα να τον στοιχειώνει!

Έμεινα άφωνη, είχα πλήρη άγνοια. Ο μπαμπάς τα κάνει κάτι τέτοια τα τελευταία χρόνια, νιώθω πολλές φορές ότι μου εξομολογείται ασήκωτα πράγματα που τον βαραίνουν σε ανύποπτο χρόνο. Νομίζω πως σιγά σιγά ξεφορτώνει... 

Ο παππούς μου πέθανε όταν ήμουν έξι χρονών και η γιαγιά όταν είχα φτάσει εικοσιτρία. Από τον παππού έχω ελάχιστες μνήμες, μια από τις οποίες είναι να δίνει σε εμένα κάθε μήνα για χαρτζιλίκι δύο καφέ χιλιάρικα και ένα μπλε πεντοχίλιαρο στον αδερφό μου, λέγοντας πάντα δύο στη Σοφία, ένα στον Δημήτρη και δεν θα ξεχάσω ότι την τελευταία φορά που τον είδα λίγο πριν πεθάνει και ενώ έχω ανακαλύψει το φιάσκο του, να του λέω εμένα παππού δεν μπορείς να με κοροϊδέψεις ξανά και μετά πέθανε! Από τη γιαγιά όπως είναι φυσικό έχω αρκετά περισσότερες μνήμες, ήταν τόσο απερίγραπτα αισιόδοξος και χαμογελαστός άνθρωπος, βέβαια είχα ακούσει πολλές φορές από τα χείλη της μάνας μου, ότι η κυρά Σοφία από τότε που πέθανε ο άντρας της απελευθερώθηκε αλλά ποτέ μέχρι και σήμερα δεν είχα συνειδητοποιήσει γιατί το έλεγε αυτό. Να που το κατάλαβα.

Ασήκωτη κληρονομιά να είσαι γυναίκα τελικά και ξέρεις κάτι όλοι μας είμαστε ποτισμένοι με πατριαρχία και εγώ και εσύ και με βαθιά ριζωμένες σάπιες αντιλήψεις είναι όμως στο χέρι μας, να τις ξεριζώσουμε όσο μπορούμε από πάνω μας και χρέος μας να μην διαιωνίσουμε τον κύκλο, να τον κόψουμε, να μην περάσουμε όλη αυτή τη σαπίλα στα παιδιά μας. Αυτό είναι το χρέος μου και θα το κάνω με νύχια και με δόντια, όμως ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη πρέπει να αλλάξει η κοινωνία, οι νόμοι, το έθιμο, εμείς οι ίδιοι ένας, ένας μας προσωπικά. Να μην σωπαίνουμε. Φτάνει πια...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

The first time I told my story, I felt only pain. “How could this have happened to me?” I asked.  The second time I told my story, I felt on...