Τετάρτη, Μαΐου 18, 2011

Ταχτσής

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΔΗΜΗΡΓΙΟΥΚΗ ΓΡΑΦΗ

«Ιστορία της ευρωπαϊκής και της νεοελληνικής λογοτεχνίας»
Διδάσκουσα: Σοφία Νικολαΐδου
Κριτική :  Κώστας Ταχτσής, Το τρίτο στεφάνι, εκδόσεις Εξάντας 1987

Όταν το  1962, ο Ταχτσής  πούλησε ένα σπίτι στην Πλάκα, για να εκδώσει , Το τρίτο στεφάνι, κανείς δε  περίμενε ό,τι θα κατεδάφιζε με αυτό του το έργο, τα παραδοσιακά κριτήρια συγγραφείς του  μυθιστορήματος. Αυτός ίσως να ήταν και ο λόγος που άργησε να αναγνωριστεί από την κριτική. Αρχικά χαρακτηρίστηκε ως ένα ρεαλιστικό, νατουραλιστικό έργο, μάλλον κοινότοπο και ασήμαντο. Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια από την αγγλική μετάφραση του μυθιστορήματος και την έκδοση του από τις εκδόσεις Penguin(1969), για να αρχίσει σταδιακά να αναγνωρίζεται ως μοντερνιστικό κείμενο και ως ορόσημο της μεταπολεμικής μας λογοτεχνίας. Ο Ταχτσής κατέγραψε και αφηγήθηκε με αριστουργηματικό τρόπο, μέσα από παραληρηματικούς μονολόγους τις ζωές δύο γυναικών και μέσα από αυτές ολόκληρη την ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Την καθημερινότητα του μικροαστικού νεοέλληνα, τη μιζέρια της μικροαστικής συνοικίας, αφήνοντας που και που, εντέχνως, να αναδυθούν και κάποιες αναθυμιάσεις του υπόκοσμου.


Η υπόθεση του έργου, όπως παρατήρησε ο Αλέξανδρος Σχινάς, δεν είναι μεταδόσιμη, είναι μόνο αναγνώσιμη.[1] Δύο γυναίκες, που γίνονται φίλες καθ΄οδόν, η Νίνα και η Εκάβη, αφηγούνται τη ζωή τους. Το μυθιστόρημα διατρέχεται από την αρχή ως το τέλος από την επιθυμία της αφήγησης. Οι δύο πρωταγωνίστριες κινούνται από μια ακατανίκητη επιθυμία, ανάγκη θα λέγαμε, να αφηγηθούν τη ζωή τους. Δύο λοιπόν αφηγηματικές φωνές που συμπλέκονται, αλλά και διατηρούν την ανεξαρτησία  τους. Ωστόσο η κυρίαρχη φωνή είναι αυτή της Νίνας, η οποία στην ουσία ενσωματώνει την αφηγηματική φωνή της Εκάβης.[2] Πάντως, και οι δύο αφηγήσεις έχουν χαρακτήρα συνειρμικού μονολόγου, αφού ξεδιπλώνονται συνειρμικά, χωρίς να ακολουθούν μία ορθόδοξη  χρονική σειρά [3] Στην προκειμένη περίπτωση, χάρη στην έντονη προφορικότητα του λόγου, ο εσωτερικός μονόλογος  γίνεται εξωστρεφής.  Έτσι η αφήγηση της Εκάβης απευθύνεται στη Νίνα, ενώ αυτή της Νίνας μοιάζει να απευθύνεται στον αναγνώστη. Έτσι ο αναγνώστης καλείται να βάλει σε τάξη αυτό το άτακτο αφηγηματικό υλικό, αφού η αφήγηση της Νίνας αρχίζει , παρουσιάζοντας γεγονότα και πρόσωπα αποσπασματικά, χωρίς συνοχή και αλληλουχία. Έτσι η έλλειψη χρονολογικής σειράς στην αφήγηση έχει ως αποτέλεσμα ο αναγνώστης να βρίσκεται στην αρχή σε σύγχυση και μόνο σταδιακά να αρχίζει να διαμορφώνει μια σαφή εικόνα για τα πρόσωπα και τα δρώμενα του μυθιστορήματος. Το κείμενο λοιπόν παίζει με τον αναγνώστη, δοκιμάζοντας τη μνήμη και την αντίληψη του. Το κείμενο τόσο με τη μορφή του εσωτερικού μονολόγου που έχει όσο και με το παιχνίδι με τον αναγνώστη φανερώνει το μοντερνιστικό του χαρακτήρα.

Ο αφηγηματικός αυτός τρόπος του κειμένου, μοιάζει να κατευθύνεται τόσο προς τα έξω (προς τη φίλη ή τον αναγνώστη) όσο και προς τα μέσα ως ένα είδος εσωτερικού μονολόγου. Δημιουργεί ένα συνδυασμό εξιστόρησης και ενδοσκόπησης. Η κεντρική ηρωίδα είναι και αφηγήτρια της δικής της ζωής και ακροάτρια της ζωής της Εκάβης. Αυτή η ατέρμονη αφήγηση των δύο ηρωίδων φαίνεται εκ πρώτης όψεως αναιτιολόγητη ή τουλάχιστο χωρίς σαφή σκοπό. Δεν πρέπει όμως να μας διαφύγει, ότι αυτή η σχέση δημιουργείται και αναπτύσσεται χάρη στην αφήγηση. Η Εκάβη αρχίζει να αφηγείται στη Νίνα τα βάσανα της ζωής της και έτσι σιγά σιγά αναπτύσσεται και η φιλία των δύο γυναικών. Οι μονόλογοι τους, όπως και οι ζωές τους, διασταυρώνονται και διαλέγονται. Μ’ άλλα λόγια, δημιουργείται μια διαλογική ανταλλαγή. Στο Τρίτο στεφάνι δεν συμπλέκονται μόνο οι αφηγηματικές φωνές, δημιουργώντας μια διαλογική δυναμική αλλά και τα λογοτεχνικά είδη.[4]

Το κείμενο, όπως επισημαίνει ο Τζιόβας,[5]συνιστά τόσο αυτοβιογραφία όσο και βιογραφία. Αποτελεί την αυτοβιογραφία της Νίνας κυρίως αλλά και της Εκάβης, η οποία όμως, παίρνει τη μορφή συνειρμικού μονολόγου, αποτυπώνοντας έτσι τη σκέψη και την ευαισθησία των δύο ηρωίδων. Ωστόσο, την ίδια στιγμή η Νίνα λειτουργεί ως βιογράφος της Εκάβης. Η Νίνα ελέγχει και αξιολογεί τη ζωή της Εκάβης, άλλοτε αφήνοντας τη να μιλήσει η ίδια και άλλοτε παρουσιάζοντας σύντομα τη δική της εκδοχή ή κρίση. Έτσι, η ζωή της Εκάβης παρουσιάζεται με και χωρίς διαμεσολαβήσεις και τα όρια ανάμεσα στη βιογραφία και την αυτοβιογραφία γίνονται ασαφή. Η αμφισβήτηση της καθαρότητας των ειδών συναντάται σε όλο το έργο του Ταχτσή. Άλλωστε, το Τρίτο στεφάνι, αν και μυθιστόρημα, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι αποτελεί μια διαμεσολαβημένη αυτοβιογραφία του συγγραφέα.

Εξάλλου ο ίδιος ο Ταχτσής επανειλημμένα, με δηλώσεις του έχει επισημάνει την αυτοβιογραφικότητα του Τρίτου στεφανιού. Παραδέχεται βέβαια την αυτοβιογραφική διάσταση του έργου αλλά τονίζει ότι θεωρεί απλοϊκή αλλά και ύποπτη τη συχνή ερώτηση αν τα γραπτά του και ιδιαίτερα το Τρίτο στεφάνι είναι αυτοβιογραφικά. Ύποπτη γιατί θεωρεί ότι πίσω από αυτή κρύβεται μια υστερόβουλη διάθεση να μειώσουν την αξία του έργου του. Απλοϊκή γιατί θεωρεί πως «η απάντηση δεν μπορεί να είναι ένα σκέτο ναι ή ένα σκέτο όχι». Και αλλού σχολιάζει: «λες και υπάρχει μυθιστόρημα που δεν είναι, έτσι ή αλλιώς, αυτοβιογραφικό, λες και έχει σημασία το θέμα κι όχι η γραφή κι ο τρόπος που ο συγγραφέας οργανώνει το υλικό του».[6] Ωστόσο, τελικά ομολογεί πως σε γενικές γραμμές οι περισσότεροι από τους ήρωες αυτούς υπήρξαν και πως «τα περισσότερα επεισόδια του μυθιστορήματος είναι βασισμένα σε πραγματικά γεγονότα και περιστατικά που έζησα εγώ ο ίδιος ή που άκουσα, μεταπλάθοντας τα, αλλάζοντας τη χρονική σειρά, κολλώντας τα εδώ ή εκεί όπως βόλευε, όχι την πραγματικότητα, αλλά το μύθο». Αλλά και αλλού υποστηρίζει πως αν η παραποίηση της “πραγματικότητας” είναι αναπόφευκτη ακόμη και σε μια καθαρή αυτοβιογραφία, είναι σχεδόν επιβεβλημένη, για λόγους καθαρά αισθητικούς, στην περίπτωση του μυθιστορήματος. Έτσι ομολογεί πως αλλάζει τα πραγματικά ονόματα άλλοτε από μια παιγνιώδη διάθεση άλλοτε με σκοπό να παραπέμψει στην αρχαία τραγωδία και προσθέτει : «Αλλά η αλλαγή των ονομάτων ήταν απλό παιχνίδι σε σύγκριση με τις αλλαγές που επέφερα στη ζωή των προσώπων στα οποία βάσισα τους ήρωες και τις ηρωίδες μου, και που ήταν τόσο ριζικές ώστε, μολονότι όλοι αναγνώρισαν λίγο πολύ τον εαυτό τους μεσ΄ το μυθιστόρημα, όλοι διαμαρτυρήθηκαν πως τίποτα δε συνέβη στην πραγματικότητα “έτσι”».[7]Το συμπέρασμα που βγαίνει από όλες αυτές τις δηλώσεις του συγγραφέα είναι πως υπάρχει ένας αυτοβιογραφικός πυρήνας στο έργο του ότι αυτό το αυτοβιογραφικό υλικό έχει υποστεί μια σημαντική μυθοπλαστική μεταποίηση. Γι΄αυτό άλλωστε και ο ίδιος συγγραφέας γράφει: «εγώ ο ίδιος τώρα πια καταντάω καμιά φορά να συγχέω το μύθο που ΄πλασα με την πραγματικότητα».[8]

Σε ένα άλλο του έργο, στο Φοβερό βήμα, μιλάει πιο συγκεκριμένα για την αυτοβιογραφικότητα του έργου.Έτσι εξηγεί ότι η «Εκάβη» αντιστοιχεί στη γιαγιά του Πολυξένη, η «Πολυξένη» στη θεία του Εκάβη, η «Ελένη» στη μητέρα του Έλλη- οι παραπάνω αλλαγές, όπως ομολογεί ο ίδιος, για να παραπέμψει στη αρχαία τραγωδία, μια και σκοπός του ήταν να γράψει μια «σύγχρονη ιλαροτραγωδία»-, ο «Θόδωρος» στο θείο του το Μίμη (που όμως διατηρεί το πραγματικό του όνομα σε τέσσερα διηγήματα στα Ρέστα), ο «Δημήτρης» στον θείο Γιάννη. Τέλος, Θόδωρος στην πραγματικότητα ονομαζόταν ο παππούς του συγγραφέα, που γίνεται «Γιάννης» στο μυθιστόρημα. Όσον αφορά για το πίσω από ποιο πρόσωπο βρίσκεται ο ίδιος, δίνει την εντύπωση ότι αποφεύγει να μιλήσει ξεκάθαρα. Στο Φοβερό βήμα έμμεσα ομολογεί ότι ο εγγονός της ηρωίδας, ο Άκης, ο οποίος στο τέλος γίνεται ζωγράφος, είναι ο ίδιος. Γράφει: « Πρόσφατα, κάποιος παρατήρησε ότι ο εγγονός της ηρωίδας, δηλαδή εγώ που στο τέλος του βιβλίου γίνεται ζωγράφος, «μοιάζει να αιωρείται στο κενό γαντζωμένος απ΄την κορνίζα του πίνακα που ζωγράφισε»». Ωστόσο, ο συγγραφέας στην ομιλία του σε εκδήλωση που οργάνωσε προς τιμήν του το κέντρο Μπωμπούρ, τέσσερεις μόνο μήνες πριν τη δολοφονία του, δηλώνει ότι πίσω από την ηρωίδα του Νίνα κρύβεται ο ίδιος. Λέει συγκεκριμένα: «Άρχισα το μυθιστόρημα σε πρώτο πρόσωπο, με αφηγήτρια μια εντελώς πλασματική ηρωίδα, τη Νίνα- που θα μπορούσα, πιο δικαιολογημένα νομίζω απ΄τον Φλομπέρ, να πω πως ήμουν εγώ». Προφανώς εννοεί πως ο εγγονός της Εκάβης στην ιστορία της οικογένειας της είναι ο ίδιος, γεγονός που άλλωστε γίνεται φανερό και μετά την ανάγνωση του Φοβερού βήματος. Η αφηγηματική όμως φωνή της Νίνας είναι δική του. Αυτός μιλά, φορώντας το προσωπείο της Νίνας .[9]

Στο Τρίτο στεφάνι μπορούμε, να επιχειρήσουμε ένα συσχετισμό του έργου με την ιδιόρρυθμη ερωτική ζωή του συγγραφέα. Έτσι το γεγονός ότι ο συγγραφέας επιλέγει να χρησιμοποιήσει θηλυκού γένους αφηγητή δεν είναι ούτε τυχαίο ούτε χωρίς νόημα. Δηλώσεις του ίδιου του συγγραφέα είναι διαφωτιστικές. Το  Τρίτο στεφάνι, δηλώνει ο συγγραφέας, ήταν «μια άσκηση ταύτισης με μια γυναίκα».[10]

Η χρήση θηλυκού αφηγητή φαίνεται να είναι μια προσπάθεια του συγγραφέα να διεισδύσει σε μια γυναικεία συνείδηση και να δει τον κόσμο μέσα από τα μάτια της. Η Νίνα άλλωστε φέρει πολλά γνωρίσματα του συγγραφέα (όπως εκείνος, πετυχαίνει στη Νομική Σχολή αλλά την παρατά στο δεύτερο έτος, επιπλέον αγαπά το σινεμά, τη λογοτεχνία και τις ιδέες του Φρόυντ) και όπως γίνεται φανερό στο  Φοβερό βήμα ο Ταχτσής χρησιμοποιούσε το όνομα αυτό στην «άλλη» ζωή του. Στο μυθιστόρημα φορά το προσωπείο της Νίνας, όπως ακριβώς στη νυχτερινή του ζωή μεταμφιέζεται σε γυναίκα, χρησιμοποιώντας μάλιστα το όνομα «Νίνα». Παρενδυσία λοιπόν τόσο στη τέχνη όσο και στη ζωή. Εξάλλου ο στόχος του και στις δύο περιπτώσεις είναι κοινός: η αμφισβήτηση της ταυτότητας και των ρόλων των δύο φύλων.

Έτσι στο Τρίτο στεφάνι η χρήση θηλυκού αφηγητή μπορεί να συσχετιστεί με τον τραβεστισμό του συγγραφέα. Όταν λοιπόν τον ρωτούν για τους λόγους για τους οποίους στο έργο ο αφηγητής είναι γυναίκα, αναφέρει πολλούς λόγους, ένας εκ των οποίων ήταν ο εξής: «...μιλώντας με το στόμα μιας γυναίκας χωρίς να είμαι γυναίκα, αμφισβητούσα αυτόματα ορισμένες “αιώνιες”, έννοιες-την έννοια άνδρας, ανδρισμός κτλ. Το Τρίτο στεφάνι  το πετυχαίνει αυτό με πολλούς και ύπουλους τρόπους...».[11]

Τελικά ο Ταχτσής υποδύθηκε πολλούς ίσως και τραγικούς ρόλους στη ζωή του και στο συγγραφικό του έργο. Το τρίτο στεφάνι είναι όπως φαίνεται γνήσιο παιδί του συγγραφέα του, που έμελλε να στοιχειώσει τον ίδιο αλλά και τη μεταπολεμική μας λογοτεχνία.

σ.χ

[1] Αλέξανδρος Σχινάς, «Μια τομή στην εξέλιξη της πεζογραφίας μας» στο περ. Η λέξη, τχ. 29-30, 1983, 916.
[2] Ο Αλέξανδρος Σχινάς αναφέρει ότι «ακούμε έναν ενιαίο μονόλογο από δύο φωνές». Α. Σχινάς, ό. π.,.917. Ο Δ. Τζιόβας επισημαίνει ότι «η Νίνα είναι η κεντρική συνείδηση στο μυθιστόρημα, ελέγχοντας και συνοψίζοντας την αφήγηση της Εκάβης». Δ. Τζιόβας, Ο άλλος εαυτός. Ταυτότητα και κοινωνία στη νεοελληνική πεζογραφία, Πόλις, Αθήνα 2007, 392.
[3] Η Νίνα ισχυρίζεται ότι ακούσια αναθυμάται τα γεγονότα της περασμένης της ζωής, κάθε φορά που τη νευριάζει η κόρη της. «Αχ ένα-ένα τα θυμάμαι! Κάθε φορά που με συγχύζει, μούρχονται στο μυαλό όλα τα βάσανα που τράβηξα σ΄αυτή τη ζωή. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς;». Κ. Ταχτσής, Το τρίτο στεφάνι, . 39.
[4] Ο Τζιόβας υποστηρίζει ότι στο μυθιστόρημα υπάρχει συγκερασμός και στο επίπεδο της γλωσσικής έκφρασης.(Βλ. Δ. Τζιόβας, ό. π., σ. 396-399). Πράγματι, η γλώσσα του μυθιστορήματος παρουσιάζει το εξής παράδοξο χαρακτηριστικό: ενώ από τη μία έχουμε μια ρωμαλέα και σπαρταριστή δημοτική, την ίδια στιγμή παρεισφρύουν σ΄αυτή πληθώρα λόγιων λέξεων ή εκφράσεων.

[5] Δ. Τζιόβας, ό. π.,387.
[6]   Κ. Ταχτσής, Ένας έλληνας δράκος στο Λονδίνο, στο «Απλώς μου έπεσε το λαχείο», Καστανιώτη, Αθήνα, 2002,. 87.
[7] Κ. Ταχτσής, Από τη χαμηλή σκοπιά (πρόλογος Αλέκος Φασιανός, επιμέλεια Θανάσης Νιάρχος), Εξάντας,Αθήνα 1992,. 67.
[8] Κ. Ταχτσής, Το φοβερό βήμα, Εξάντας, Αθήνα 1989, 40
[9] Κ. Ταχτσής, « ...Εγώ χωρίς εσένα θα περνούσα μια χαρά» στο Ένας έλληνας δράκος στο Λονδίνο, Καστανιώτης  Αθήνα, 2002, 98.
[10] Κ. Ταχτσής, Από τη χαμηλή σκοπιά, ό. π., σ. 151
[11] K. Ταχτσής, Από τη χαμηλή σκοπιά, «Τα περισσότερα βιβλία είναι σκουπίδια», ό. π., σ. 156



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ταχτσής Κώστας, To τρίτο στεφάνι, Εξάντας, Αθήνα 1987.
Tαχτσής Κώστας, Τα ρέστα, Ερμής, Αθήνα  1972.
Ταχτσής Κώστας, Το φοβερό βήμα, Εξάντας, Αθήνα 1989.
Ταχτσής Κώστας, Από τη χαμηλή σκοπιά, Εξάντας, Αθήνα 1992.
Ταχτσής Κώστας, Ένας Έλληνας δράκος στο Λονδίνο, Καστανιώτης, Αθήνα 2002.
Τζιόβας Δημήτρης, Ο άλλος εαυτός. Ταυτότητα και κοινωνία στη νεοελληνική πεζογραφία, Πόλις, Αθήνα 2007

ΆΡΘΡΑ
Σχινάς Αλέξανδρος, «Μια τομή στην εξέλιξη της πεζογραφίας μας», περ. Η λέξη, τχ. 29-30,1983, 914-917

Φαντάστηκα μια ζωή που προχωράει


Κάθομαι μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή, όλα τα παράθυρα κλειστά. Χαζεύω τη φωτό στην επιφάνεια εργασίας.Αποκλείω κάθε σενάριο επιτυχοευτυχίας.Σκέφτηκα χιλιάδες πλάνα επιβίωσης.Με φαντάστηκα σαλιγκαροτρόφο, μανιταροκαλλιεργητή,με τσάπα στο χέρι, μέσα σε ελαιώνες και αμπέλια. Φαντάστηκα μια ζωή που προχωράει. Ο νους μου όλο τρέχει και όλο κάπου χάνεται, ψάχνει φως κι εγώ είμαι ακόμα εδώ. Γυρίζω και κοιτάω τους τοίχους, και σε αυτή την απογραφή ζω στο πατρικό μου.Τα λεφτά που μάζεψα από την τελευταία μου δουλειά συνεχώς μειώνονται. Έκανα χωρίς τύψεις, δώρο στον εαυτό μου πολυτέλειες. Κάθε μέρα πηγαίνω σε ένα spa ενός πεντάστερου ξενοδοχείου, όλη αυτή η ψευδαίσθηση της χλίδας  με κάνει να αισθάνομαι ακόμα πιο χαμένη και οι καφέδες με τους φίλους το ίδιο.

Γκουγκλάρω προορισμούς για ταξίδια, ούτε αυτό μου κάνει κέφι.Διαβάζω συνεχώς, πάω σε συνέδρια, κάνω εργασίες για το μεταπτυχιακό. Ευτυχώς το άλλο πσκ θα πάω Φλώρινα και ταξιδάκι στην Οχρίδα, να ανασάνω λίγο, να ονειρευτώ. Μα δε φτάνει, κρατάει λίγο. Τίποτα δεν προχωράει, φέτος περίμενα κι έναν αξιοκρατικό διορισμό στο Βόλο. Έπαψα πια να ελπίζω σε αυτό. Μου πρότειναν δουλειά, καλά λεφτά, εννοώ παραπάνω από 592 ευρώ, ωράριο που δεν επιτρέπει πολλά-πολλά για spa, γράψιμο, αναπολήσεις και προσωπική ζωή. Όλα με οδηγούν στο να πω ναι, εξάλλου έχω τα κυριότερα προσόντα δεν είμαι πάνω από τριάντα για να έχω πολλές αξιώσεις και δεν έχω παιδιά και σκυλιά , αν έχεις «υποχρεώσεις» δεν σε παίρνει κανείς. Όπως πάει το πράγμα και να ήθελα να αποκτήσω «υποχρεώσεις», χλωμό το κόβω. 

Έρχεται καλοκαίρι και την κουβαλάω αυτή την γκαντεμιά να βρίσκω δουλειά πάντα καλοκαίρι. Τα λεφτά που έχω στην άκρη μου φτάνουν άνετα να βγάλω κι αυτό το καλοκαίρι και να συνεχίσω αυτή την ψευδαίσθηση της ζωάρας μου. Διάβασμα, ύπνος, ταξίδια, σπα και βουτιές με φρέντο καπουτσίνο σε μπιτσόμπαρα και σαν περάσει το καλοκαίρι, έχει ο Μπαμπάς. Πόσο ακόμα θα ζω έτσι; Πόσο ακόμα θα έχει ο μπαμπάς; Προσωπική ζωή, χα-χα! Έπαψα πια να βλέπω χαριτωμένο, το να συναντώ τον καλό μου πτώμα από τη δουλειά, πάνω σε έναν καναπέ το πολύ για δυο ώρες, βλέποντας να τον παίρνει ο ύπνος ενώ κοιτάζουμε αποχαυνωμένα τηλεόραση. Θέλω ένα αύριο. 

Σάββατο, Μαΐου 14, 2011

Τετάρτη, Μαΐου 11, 2011

Get up Stand up



Σαν σήμερα πέθανε ο αγαπημένος μου Bob Marley το 1981 . Έζησε μόλις τριάντα έξι χρόνια αλλά κι αυτά ήταν υπεραρκετά για να τραγουδήσει τους ακόλουθους στίχους :

One love, one heart
Let’s get together
and feel allright!

Όλα πάνε από το κακό στο χειρότερο, στην Αθήνα σφάζονται για κάμερες, οι άνθρωποι δεν έχουν να φάνε, η γενιά μου ή μεταναστεύει ή μένει άνεργη ή τρώει ακόμα από τα λεφτά του μπαμπά που λιγοστεύουν. Η χώρα δεν πάει για φούντο γιατί ήδη έχει φουντάρει και το χειρότερο από όλα  είναι ότι βλέπεις κάποιους αιώνια βολεμένους επειδή τώρα τους μπήκε λιγουλάκι  αγγουράκι και στη δική τους κωλοτρυπίδα  να μας σπάνε τα παπάρια για επανάσταση. Εντάξει δε λέω δεν είναι ώρα για τέτοια, όχι εσύ φταις λιγότερο, εσύ περισσότερο γιατί στο τέλος θα βρεθούμε να πλακωνόμαστε αναμεταξύ μας πάλι και άκρη δε θα βγάλουμε.

Κάθε εποχή ανήκει στη γενιά της , απλά στο τώρα άλλος ήπιε , άλλος έφαγε και άλλως πληρώνει . Δεν είναι η πρώτη φορά μην τρελαθούμε , ο κόσμος πέρασε  και χειρότερα απλά τόση μαλακία συσσωρευμένη πρώτη φορά στην εποχή μας ζούμε. Απορώ γιατί οργίζονται κάποιοι τόσο, αφού εδώ και αρκετά χρόνια η κατάσταση έδειχνε που θα πάει και υπεύθυνοι περισσότερο από όλους είναι όσοι έφαγαν και όντως φάγανε πολλοί , άλλοι πολύ άλλοι λιγότερο για μένα ηθικά είναι όλοι ένοχοι. Πληρώνουν όμως το τίμημα όλοι, κι αυτοί απλά που έβλεπαν τους άλλους να τρώνε. Ο Bob to είπε :

Get up, stand up: stand up for your rights! 
Get up, stand up: stand up for your rights! 
Get up, stand up: stand up for your rights! 
Get up, stand up: don't give up the fight! 

 
Η κατάντια μας δεν είναι τόσο οικονομική στο κάτω-κάτω. Τα περισσότερα μυαλά είναι σάπια. Αξία, ηθική, άγνωστές λέξεις, τα ίδια θα λέμε τώρα ;Παράθυρα, μίζες, κλεψιά. Πάτα επί πτωμάτων αρκεί εσύ να’ σαι καλά. Αυτό που μας έφαγε ήταν η μπασταρδεμένη δημοκρατία τους και η ασυδοσία τους . Σε ακραίες εποχές, ακραία αντιδράς  ή μένεις και βουλιάζεις και όπως και να το θέλετε δεν θα βουλιάξουμε όλοι παρέα. Κάποιοι αρνιούνται το σκοτάδι σας ακόμα και τώρα, κάποιοι από τα μυαλά τους βγάζουν φως. Κάποιοι κράτησαν τα ιδανικά τους, τα μυαλά τους τα αερίζανε κάθε μέρα , κάποιοι ξέρουν ότι υπάρχουν αξίες μεγαλύτερες από το χρήμα, όσοι τις έχουν κρατιούνται από εκεί. Όπως έστρωσε ο καθένας θα κοιμηθεί . Πιστεύω ακράδαντα ότι όποιος πραγματικά αξίζει δε θα χαθεί όσο κι αν άθελα του θα επηρεασθεί και η δική του ζωή. «Το Φως ορκίστηκε να μην παραδοθεί» Νίκος Καζαντζάκης .

Αι σιχτίρ με τους μαλάκες δηλαδή. Ζώσου με εκρηκτικά και πήγαινε και σκάσε μέσα στη Βουλή στο κάτω-κάτω αν είσαι επαναστάτης , μαλακοχλεχλέ να πούμε.

Λοιπόν πηδάω σε άλλο θέμα τώρα, εκτός από το ομαδικό δράμα που ζούμε σαν χώρα, σαν Ευρώπη, σαν πλανήτης , πάντα και παντού υπήρχαν άνθρωποι που ζούσανε τα δικά τους δράματα στα σπίτια τους και οι περισσότεροι τα αντιμετώπιζαν και τα αντιμετωπίζουν με αξιοπρέπεια, γιατί για μένα μέχρι και η επιλογή της αυτοκτονίας είναι ακόμα μια αξιοπρεπής στάση. Με αφορμή λοιπόν το παρακάτω γεγονός http://www.guardian.co.uk/uk/2011/may/09/mother-killed-autistic-son-trial,  αλλά και το ρεαλιστικό διήγημα του Σωτήρη Δημητρίου, Ένα παιδί από τη Θεσσαλονίκη, «Με νύχια και με δόντια», Κέρδος ,Αθήνα 1989. Σας παρουσιάζω την πρώτη γραφή της παρακάτω απόπειρας μεταποίησης του κειμένου σε μοντερνιστικό. Καλό θα ήταν κάποιος να έχει διαβάσει και του Δημητρίου πρώτα.

Σπλάχνο μου τι να σε κάνω
Ειρωνεία της τύχης μου
Διάδρομοι νοσοκομείων ∙ ατροφικά άκρα
Γυρισμένες κόρες. Ιδρύματα
Κουκουδιασμένη ζωή, κολλημένη στα τσίνορα
Αλύτρωτα παραλογίζομαι
Πόσες φορές ζωντανό να σε θάψω;
Το είχα πει –να το πεθάνετε
Τα ουρλιαχτά του  μας ντροπιάζανε
Στις συνελεύσεις της πολυκατοικίας
Σκιές παρατηρήσεων στους τοίχους
Ερχότανε και μας χέζανε το χαλάκι της εξώπορτας για εκδίκηση
Η αδερφή σου,
Σάλεψε.  Έμενε εκεί στο μικρό μπάνιο
Να κλείνει το ένα το αυτί με το ένα χέρι και με το άλλο
Να προσπαθεί να μεταφράσει τα ουρλιαχτά σου
Ουυυ και μουυυ και ουγκ
Σάλια.
Παπάδες
Μοιράζανε  απλόχερα  αμαρτίες
Σταυρός από σάρκα, με το δικό μου αίμα.
Αχ , το μπαλοντίβανο
Κοιμόμασταν παρέα
και στα όνειρα
 ήθελες συμπαράσταση
Το’ καψα.
Υγρές βλεφαρίδες
ΚοινΩνία
Γεννήθηκες για να καταπιείς το γέλιο μου
Δεν ξαναγέλασα ποτέ από τότε που ήρθες
Τι το’ θελε  κι εκείνο το παιδικό πάρτυ  η μικρή
Είπαμε ότι θα κλείναμε την πόρτα.
Μην τον δουν τα άλλα παιδιά
Τα ουρλιαχτά του όμως πώς να τα χωρέσεις
σε ένα δωμάτιο;;;;
Πώς να τα καταπιείς  με κλειδί;
Και έτυχε να ανοίξει η πόρτα,  ήταν
η Μαρούλα εκεί. Το παιδάκι τρόμαξε
η  μάνα της μου έκανε  παρατηρήσεις
η μικρή έπαψε να πηγαίνει στο ίδιο σχολείο
Και όταν ποια την ρωτούσαν αν έχει αδέρφια, έλεγε όχι- όχι-όχι
Μαύρες ψυχές, όλοι μας
Πόνος μεγαλύτερος από το θάνατο
Αν σε είχα θάψει τότε, θα’ χα ξενοιάσει
Θα’ χα βγάλει και τα μαύρα.
Κάθε μέρα, αργός θάνατος .
Μαύρη ψυχή
Δε ξέρω ποιος φταίει
Όχι εσύ.
Όχι
Όχι αλήθεια
Αφού αντέξαμε εδώ
Η κόλαση είναι παράδεισος
‘Έστω  και ακρωτηριασμένοι
Το χειρότερο είναι η κατανόηση
Κανείς δε μπορεί
Βαρέθηκα πια να δίνω εξηγήσεις
Ο πατέρας σου
Δεν ξέρω ποιον αγαπούσε  περισσότερο
Εσένα ή τον εαυτό του
Ο πατέρας σου μια αγκαλιά
Γι αυτό σε σκότωσε
Με αυτή σε σκότωσε
Όταν εγώ παρέδωσα
Εκείνος σε κράτησε
Εκείνος σκούπιζε με σφουγγαράκια
Τον κώλο σου και μετά
Πήγαινε στην τουαλέτα και
Έκανε εμετό
Κάθε πρωί  έκανε εμετό.
Τουλάχιστον τώρα, ησύχασε η ψυχή του
Ησύχασε γενικώς.
Σύζυγος δεν ήταν πια
Δε φταίει
Ούτε εγώ ήμουνα
Παραδομένος στα ζεμπέκικα  σου
Πνιγμένος
 Έβγαλα 
Καρκίνο
Θυμήθηκα τότε στο ίδρυμα
Που ερχόμουνα και σε έβρισκα
Με δεμένα τα χέρια στα κάγκελα
Ίδιος ο εσταυρωμένος
Τόση πίκρα έφαγα
Τόσους κόμπους δέθηκα
Αρρώστησα
Γέννηση
Θάνατος
Μακάρι να είχαμε ζήσει στη διαδρομή
Θαμμένοι ζωντανοί
Ανάσταση για μας
Ο  Θάνατος
Ουυυ και μουυυ και ουγκ
Σάλια
Μ’ ακούς μάνα;
Εδώ  οι ψυχές
Μιλάν την ίδια γλώσσα
Δεν ουρλιάζω!
Κανείς δε με κρύβει
Ούτε μου δένουνε τα χέρια
Σε κάγκελα
Εδώ βάζω το πόδι στο στόμα
Και κανείς δε δίνει σημασία
Ούτε και έχει σίδερα για να καώ
Θυμάσαι τότε που χτύπησε το τηλέφωνο;
Πήγες να απαντήσεις κι έμεινα
Μόνος δίπλα στην σιδερώστρα
Ήθελα να δω τι κάνει
Κάηκα
Όταν ήρθες έκλαιγες
Ψάχνω τον μπαμπά
Δεν τον βρίσκω
Δεν βρίσκω κανέναν
Είμαι μόνος
Ψάχνω το καροτσάκι μου
Που είναι το μπαλοντίβανο;
Εδώ κανείς δεν φοράει τίποτα,
περιφέρουν όλοι
Τους κώλους τους άντυτους
Εδώ δεν κολλάς Μηνιγγίτιδα
Δεν ξέρω καν αν μπορείς να
Πεθάνεις
Δεν θα αφήσω ξανά κανένα πούστη
Να με κρατήσει με το έτσι θέλω στη ζωή
Και να μου την πάρει όταν ΜΕ κουραστεί
Δύσκολο να ζεις μ’ ένα φάντασμα έτσι;
Είμαι Ε λ εύ  ΘΕΡΟΣ 


σ.χ

The first time I told my story, I felt only pain. “How could this have happened to me?” I asked.  The second time I told my story, I felt on...